Ο κόσμος του Περικλή Γιαννόπουλου, του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιώργου Σεφέρη, είναι ο κόσμος του Αιγαίου, με κέντρο και απόγειό του την Αττική και τις Κυκλάδες. Η καίρια σημασία αυτού του χώρου στην ελληνική ιστορία είναι αυταπόδεικτη.
Δείγμα από μείζονα ανέκδοτη μελέτη, “Έθνος και φύση στο έργο του Περικλή Γιαννόπουλου”.
Μάριος Νοβακόπουλος – 19/06/2025
Η κατ’ εξοχήν ελληνική θάλασσα και το ελληνικό αρχιπέλαγος επί χιλιετίες συνδέουν τις διαφορετικές πτέρυγες του έθνους, την δυτική – ευρωπαϊκή και την ανατολική – ασιατική (ου μην αλλά, και την βόρεια), είναι το μέσον και το μονοπάτι των αποικισμών, του εμπορίου, του πολέμου και της σκέψης. Η Αργοναυτική εκστρατεία, ο Τρωικός πόλεμος, ο α’ αποικισμός, η γέννηση της επιστήμης και φιλοσοφίας στην Ιωνία, τα Μηδικά, η Δηλιακή συμμαχία, ο Πελοποννησιακός πόλεμος, όλα εκτυλίσσονται στην θεατρική σκηνή του Αιγαίου πελάγους. Η Πελοπόννησος, η ανατολική Στερεά Ελλάδα, τα νησιά και οι ακτές του Αιγαίου πρωταγωνιστούν στην αρχαιοελληνική ιστορία, τη στιγμή που η Πίνδος και η βόρεια Ελλάδα έχουν δευτερεύοντα και συμπληρωματικό ρόλο – τουλάχιστον μέχρι το μεγάλο μακεδονικό έπος.
Το πολυδιασπασμένο ανάγλυφο του ελλαδικού χώρου, με τα βουνά και τις κοιλάδες, τα μικρά ποτάμια και τις ολιγάριθμες πεδιάδες, από την φύση του δεν ταιριάζει σε συγκεντρωτικά εγχειρήματα, από απόψεως πολιτικής και οικονομικής. Δεν υπάρχει εδώ Νείλος, Τίγρις και Ευφράτης, ούτε έδαφος ομαλό για τα άρματα και τους καβαλάρηδες, ούτε πανίσχυροι βασιλείς με εκτεταμένη γραφειοκρατία για την συλλογή της σοδειάς. Ο Ελληνισμός γεννήθηκε ως πολιτισμός της μικρής κλίμακας, της πόλεως – κράτους και των κοινοτήτων, της τοπικής συνέλευσης, των κατασκευών και των μνημείων σε κλίμακα ταπεινή και ανθρώπινη, ακόμη και του σχετικώς χειραφετμένου προσώπου, το οποίο αποκτά την δική του αξία πέρα από την μάζα. Πολίχνες και νησάκια συγκροτούσαν περίπλοκα, αποκεντρωμένα δίκτυα, τα οποία συνέδεε η πανταχού παρούσα ναυτιλία. Στα τέλη του 19ου αιώνα η γερμανική γεωγραφική επιστήμη ομαδοποίησε όλες τις ακτές του Αιγαίου, από τον ελλαδικό χώρο μέχρι το εσωτερικό της δυτικής Μικράς Ασίας, υπό τον όρο της Αιγηίδος, αφορμώμενη από τις παρόμοιες γεωφυσικές και κλιματολογικές συνθήκες. Ως μία φυσική δικαιολόγηση της Μεγάλης Ιδέας, η έννοια της Αιγηίδος έφθασε μέχρι την επίσημη ελληνική διπλωματία και τις διεκδικήσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εκεί που υπήρξαν πεδιάδες, παρέμεινε η μοναρχία και η αριστοκρατία, το ιππικό, ο πολεμιστής βασιλεύς. Η Μακεδονία, ως εδαφικό και φυλετικό βασίλειο μειωμένης εκλέπτυνσης αλλά και για αυτό αυξημένης αλκής, μπόρεσε να κατορθώσει εκείνο που από καιρό ονειρεύονταν οι Έλληνες και είχε γενναία προσπαθήσει ο Αγησίλαος της Σπάρτης – να προωθηθεί στον ηπειρωτικό όγκο της Μικράς Ασίας και να εξουδετερώσει την περσική απειλή. Την αλλαγή της γεωγραφικής (και όχι μόνον) προοπτικής εκφράζει μοναδικά ο Κ. Π. Καβάφης στο ποίημά του “Στα 200 π.Χ.”:
Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.
Εμείς· οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς,
οι Σελευκείς, κι οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας,
κι οι εν Μηδία, κι οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.
Οι Έλληνες λοιπόν βρίσκονται να διαφεντεύουν εκτεταμένες επικράτειες, την Μικρά Ασία με τα οροπέδια και τις κοιλάδες, τους κάμπους και τις ερήμους της Συρίας, την εύφορη και πολυάνθρωπη Μεσοποταμία, το αχανές και ορεινό Ιράν, την Αίγυπτο με τον μακρύτερο ποταμό του κόσμου, την αλύπητη στέπα της Κασπίας θάλασσας. Ποια μικρή κλίμακα λοιπόν, ποια νησάκια, ποιο φως του Αιγαίου ιλαρό ορίζει αυτήν την αυτοκρατορία; Αναπόφευκτα το νέο περιβάλλον, μίας εκτεταμένης τουλάχιστον ανατολικής Μεσογείου, συνδιαμορφώνει τη φυσιογνωμία του ελληνιστικού και βυζαντινού κόσμου. Κι αν αυτές οι επικράτειες χάθηκαν, και ο εκεί Ελληνισμός υπήρξε ολιγάριθμος, ξεριζώθηκε ή εξοντώθηκε, στην Μικρά Ασία τουλάχιστον από τον Αλέξανδρο και μετά δημιουργήθηκε μία πλήρης, δεύτερη Ελλάδα, με τους συνεχείς αποικισμούς και εγκαθιδρύσεις πόλεων από τους ελληνιστικούς βασιλείς, και τον πλήρη εξελληνισμό των προϋπαρχόντων λαών της. Ο πυρήνας της βυζαντινής ζωής βρέθηκε μεταξύ ιωνικών ακτών, φρυγικών οροπεδίων και καππαδοκικών οροσειρών, περιβάλλοντα τελείως διαφορετικά μεταξύ τους. Οι επιζήσαντες αυτών των χωρών ήλθαν στην Ελλάδα το 1922 και ενοφθάλμισαν στη νέα πατρίδα όλον αυτόν τον ανατολικό κόσμο.
Αλλά δε χρειάζεται καν να προχωρήσει κανείς εκτός ελλαδικού χώρου, για να συναντήσει τα όρια και την μερικότητα της αισθητικής του Αιγαίου. Φαίνεται και από την ενδοχώρα, την ηπειρωτική και την βορειότερη ειδικά Ελλάδα. Εκεί, το ανάγλυφο είναι πιο τραχύ, τα βουνά λιγότερο φιλόξενα, τα δάση πυκνά, ο χειμώνας βαρύς. Τούτη η Ελλάδα δεν είναι τόσο λαμπρή και ένδοξη και κοσμοξάκουστη όσο η Αττική και το Αιγαίο, δεν έχει όμως μικρότερη σημασία. Η πρωταρχική κοιτίδα (urheimat) των πρωτο-Ελλήνων βρίσκεται στην βόρεια Πίνδο, μεταξύ ηπείρου και κεντρικής Μακεδονίας. Ο άξονας Πίνδου – Πελοποννήσου αποτελεί την γεωπολιτική σπονδυλική στήλη της κυρίως Ελλάδος, το τετράπλευρο οχυρό που διασφαλίζει την ενότητα της ελληνικής επικράτειας και αποτρέπει τη διάσπασή της από τον βορρά ή την Δύση. Μόνο η συμπάγεια του χώρου αυτού επιτρέπει την ασφάλεια των πέριξ της ακτών και την επέκταση προς το Αιγαίο και την Μακεδονία – Θράκη. Εκεί κατέφυγε ο Ελληνισμός, διαλυμένος και απελπισμένος, την πιο σκοτεινή ώρα της Τουρκοκρατίας, όταν επιδρομείς και πειρατές κάνανε τα ειδυλλιακά νησιά και τις ακτές του παγίδες θανάτου, όταν ο κάμπος έγινε συνώνυμο της σκλαβιάς. Εκεί ανάψανε οι πρώτες σπίθες των γραμμάτων σε μικρά ορεινά χωριά και μοναστήρια, από δασκάλους μέτριας μορφώσεως αλλά μεγάλου πάθους. Εκεί άνθισε η κλεφτουριά, επαναστάσεις επί επαναστάσεων, ο αγώνας του ‘40, η εθνική αντίσταση.
Αυτός ο κόσμος, που σήμερα εξαφανίζεται από την αστικοποίηση και την υπογεννητικότητα, έχει σαφώς άλλη φύση. Δεν του είναι άγνωστος φυσικά ο ελληνικός ήλιος, ενώ και στους πιο ηπειρωτικούς του τόπους παραμένει σχετικά κοντά στην μητέρα θάλασσα. Οι διαφορές όμως δεν είναι διόλου ασήμαντες, και γεννούν άλλους ανθρωπολογικούς τύπους, άλλες νοοτροπίες, ίσως και άλλη τέχνη. Τι σχέση έχουν οι απαλές γραμμές του Υμηττού με τον Ταΰγετο, που υψώνεται απότομα και άγρια προς τον ουρανό. Το φαλακρό κυκλαδονήσι με τα πουρνάρια, πόση συνάφεια έχει με το πυκνό δάσος της Μακεδονίας; Αν λοιπόν θα ήθελε κανείς να κάνει το γεωκλιματικό πορτραίτο της νεοελληνικής φυλετικής ψυχής, θα έπρεπε να συμπεριλάβει όλο τον παλαιοελληνικό κόσμο, ίσως και περιοχές εκτός ελλαδικού χώρου που πλέον δεν τις κατοικούνε Έλληνες. Να μία ωραία ιδέα, μία προχειρότατη έστω ερευνητική πρόταση, για τους ιστορικούς, ανθρωπολόγους, λαογράφους, γεωγράφους και φιλοσόφους της Μέσα Ελλάδας. [*]
[*] Την έκφραση χρησιμοποίησε ο κριτικός και λογοτέχνης Ζήσιμος Λορεντζάτος στο αφιέρωμά τον θάνατο του Σωκράτη Κουγέα. Βλ. Ζήσιμος Λορεντζάτος, “Ο Σωκράτης Κουγέας και η Μέσα Ελλάδα”, Δοκιμές, τόμος Β΄, Δόμος, χ.χ., σελ. 82. Εκεί έχει κυρίως πνευματική έννοια, η μη αλλοιωμένη, εκδυτικισμένη, εκσυγχρονισμένη Ελλάδα που κρατά της παραδόσεις. Εδώ μπορεί να έχει διπλή διάσταση, πνευματική αλλά και γεωγραφική-κοινωνιολογική, καθώς οι αντιστάσεις της γηγενούς κοινωνίας έναντι της παγκοσμιοποίησης διαφοροποιούνται διεθνώς με όρους κέντρου-περιφέρειας. Βλ. Μέση Αγγλία (Middle England), Μέση Αμερική (Middle America), βαθιά Γαλλία (France profonde-periferique). Ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης εξέδωσε το 2019 το δίγλωσσο (ελληνο-ιταλικό) βιβλίο του “Καλαβρία, η βαθειά Ελλάδα”. Βέβαια, όπως ήταν απολύτως αναμενόμενο, η έννοια της βαθιάς Ελλάδας, όποτε συναντάται στον ηλεκτρονικό τύπο, αποτελεί σχεδόν αποκλειστικά συνώνυμο της οπισθοδρόμησης, του ανορθολογισμού, της ακροδεξιάς κλπ.