Σειρά 10 κειμένων για την γενιά του ’30 στις εικαστικές τέχνες. Τα κείμενα πρόερχονται από το πρόσφατο βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Από τη μεταβυζαντική ζωγραφική στη γενιά του ’30 – Μια πολιτική ιστορία (Εναλλακτικές Εκδόσεις)
Η στροφή προς την ελληνική ζωγραφική παράδοση έχει ήδη εγκαινιαστεί πριν ο Κόντογλου και ο Παπαλουκάς αρχίσουν από το Άγιον Όρος τη μελέτη της βυζαντινής ζωγραφικής. Και οι πλέον εμβληματικές μορφές αυτής της στροφής υπήρξαν ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (1870-1934), που θα αναγάγει τη λαϊκή ζωγραφική σε υψηλή τέχνη, και, από τον δρόμο της λόγιας παράδοσης, ο Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967).
Ο Θεόφιλος θα μετουσιώσει σε υψηλή τέχνη τη λαϊκή παράδοση, της οποίας αποτελεί την άμεση συνέχεια και το κορυφαίο ανάστημα,. Από την άλλη πλευρά, ο Αιγυπτιώτης πατρίκιος Παρθένης, που θα ζήσει στην Αίγυπτο, στη Βιέννη, στο Παρίσι, θα οδηγηθεί στη νέα σύνθεση «από τα πάνω» ήδη από τον Ευαγγελισμό του 1911, ενώ και ως προς την αγιογραφία θα εγκαινιάσει πρώτος, το 1920, στον ναό του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο την ανασύνδεση με τη βυζαντινή εικαστική ιδιοπροσωπία, που θα χαρακτηρίσει τη γενιά του ’30.
Αυτή η συμβολή δύο ρευμάτων, «από τον λαό και τις ελίτ» παράλληλα, αποτελεί τη χαρακτηριστικότερη απόδειξη της καθολικής ωρίμανσης της ελληνικής κοινωνίας, της προσέγγισης σε αυτόν τον «ελληνικό ελληνισμό» που οραματιζόταν ο Γιώργος Σεφέρης.
Η ανάδυση
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Λέσβο, στο χωριό Βαρειά. Ο πατέρας του, ο Γαβριήλ Κεφαλάς (ή Κεφάλας), ήταν τσαγκάρης, ενώ η μητέρα του, η Πηνελόπη Χατζημιχαήλ, της οποίας υιοθέτησε αργότερα το επώνυμο, ήταν κόρη αγιογράφου. Μάλιστα ο νεαρός Θεόφιλος απέκτησε τις πρώτες ζωγραφικές γνώσεις του μαθητεύοντας στον παππού του.
«…Και μια ωραία μέρα του 1887, πάνω που αρχινούσανε οι Απόκριες, πήρε τη μεγάλη απόφαση: θα ντυνόταν φουστανελάς. Τη φορεσιά, που χρόνια τώρα δε χόρταινε να καμαρώνει στις φιγούρες των οπλαρχηγών και των άλλων εθνικών ηρώων, επιτέλους θα έκανε δική του… Όμως κάποτε τέλειωσαν οι Απόκριες…, κι αυτός δεν εννοούσε … ν’ αποχωριστεί τη στολή του. Οι δικοί του άρχισαν ν’ ανησυχούν… «Καημένε Θεόφιλε», του φωνάζανε, «τι μασκαριλίκια είναι αυτά;» Κι εκείνος αποκρινότανε περήφανα: «Τι θέλετε να φορέσω, φράγκικα; Εγώ Φράγκος δεν είμαι»[1].»
Την ίδια περίοδο εγκατέλειψε τη Μυτιλήνη για τη Σμύρνη, όπου και εργάστηκε, όπως υποστηρίζει, ως «Καβάσης», πορτιέρης στο ελληνικό προξενείο της πόλης, γεγονός που του έδινε ένα πρόσχημα για να διατηρεί τη φουστανέλα του. Κατά τον πόλεμο του 1897, όπως το περιγράφει σε αυτοβιογραφικό του σημείωμα, θα στρατευτεί και θα συμμετάσχει στον ντροπιασμένο πόλεμο[2], ενώ αμέσως μετά θα εγκατασταθεί αρχικώς στον Βόλο και εν συνεχεία στο Πήλιο, όπου ζούσε ζωγραφίζοντας σε σπίτια και μαγαζιά της περιοχής. Παράλληλα, συμμετείχε σε λαϊκές θεατρικές παραστάσεις στις εθνικές εορτές, ενώ, κατά την περίοδο της Αποκριάς ντυνόταν Μεγαλέξανδρος ή ήρωας της Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστούμια που έφτιαχνε ο ίδιος.

Θεόφιλος: Ο Μέγας Αλέξανδρος
Το 1927, τριάντα χρόνια μετά, επέστρεψε στη Μυτιλήνη όπου συνέχισε να ζωγραφίζει, ιστορώντας πολυάριθμες τοιχογραφίες σε χωριά, πολύ συχνά με μοναδική αμοιβή του ένα πιάτο φαΐ. «Είναι η καταπληκτική δύναμη που έχει να μεταμορφώνει, σύμφωνα με το ρυθμό του, ό,τι αγγίξει. Κυριεμένος από το πάθος της έκφρασης, απορροφά και παράγει ζωγραφική όπου τη βρει και όπως μπορεί. Έτσι ζωγραφίζει ως το τέλος της ζωής του σε όποιαν επιφάνεια πετύχει: ξύλα, πανιά, τενεκέδες, παλιόχαρτα, τοίχους μαγαζιών ή σπιτιών»[3].

Θεόφιλος Ερωτόκριτος και Αρετούσα
Πολλά από τα έργα του αυτής της περιόδου έχουν χαθεί. Στη Μυτιλήνη τον συνάντησε, μετά από προτροπή του Γουναρόπουλου, ο γνωστός τεχνοκριτικός και εκδότης τότε του πρωτοποριακού καλλιτεχνικού περιοδικού Minotaure Στρατής Ελευθεριάδης (Tériade, 1897-1983), ο οποίος αναγνώρισε τη σημασία του έργου του και του ζήτησε να συνεχίσει να ζωγραφίζει ώστε να οργανώσει μια έκθεση στο Παρίσι. Τελικώς, όμως, ο φτωχούλης του Θεού, πριν γνωρίσει την οποιαδήποτε «καθιέρωση», έφυγε τον Μάρτιο του 1934, παραμονές του Ευαγγελισμού, πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση, στη Μυτιλήνη[4].
Και αίφνης, αυτός ο μεγάλος αγνοημένος και καταδιωγμένος θα κερδίσει την εθνική, και όχι μόνο, αναγνώριση. Μερικούς μήνες μετά τον θάνατό του, στις 20 Σεπτεμβρίου 1935, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αθηναϊκά Νέα συνέντευξη του Τεριάντ με τίτλο «Μια καλλιτεχνική ανακάλυψη. Ένας άγνωστος μεγάλος Έλληνας λαϊκός ζωγράφος, ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ», και το 1936 οργανώθηκε από τον ίδιο έκθεση έργων του στο Παρίσι. Στην Αθήνα το 1938, σε μεγάλη έκθεση που οργάνωσε ο Δημήτρης Πικιώνης στην Αθήνα, με όχημα τον Σύλλογο «Ελληνική Λαϊκή Τέχνη», πρόεδρος του οποίου ήταν η Ναταλία Παύλου Μελά, παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά έργα του. Το 1939 γράφτηκε η πρώτη μελέτη για τη ζωγραφική του στο Πήλιο, από τον Βολιώτη λαογράφο Κίτσο Μακρή[5], ενώ το 1947 οργανώθηκε στο Βρετανικό Συμβούλιο στην Αθήνα έκθεση έργων του, όπου μίλησαν οι Άγγελος Σικελιανός, Γιώργος Σεφέρης, Ηλίας Βενέζης, Σπύρος Βασιλείου, Ευάγγελος Παπανούτσος και Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος – τότε ήταν που ο Σεφέρης συνέδεσε τον Μυτιληνιό ζωγράφο με τον Στρατηγό Μακρυγιάννη και τον Ζωγράφο. Στη συνέχεια, τον Ιούνιο του 1961, οργανώθηκε στο Παρίσι, στο Μουσείο του Λούβρου, μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του. Ο Γιάννης Τσαρούχης, αργότερα, αποτίοντας φόρο τιμής στον μεγάλο καλλιτέχνη, ζωγράφισε τον Θεόφιλο ντυμένο Μεγαλέξαντρο, έργο το οποίο βρίσκεται στο Μουσείο Τεριάντ, στη Βαρειά Μυτιλήνης.

Ο Καπετάν Ανδρίτσος, πατέρας του Ανδρούτσου
Ο Θεόφιλος δεν είναι ένας «ναΐφ» καλλιτέχνης ο οποίος διδάσκει «λαογραφικά». Αντίθετα, διδάσκει μάλλον «ζωγραφικά», έστω και αυτοδίδακτος και, όπως σημειώνει ο Γιώργος Σεφέρης, ύστερα «από τον Θεόφιλο δε βλέπουμε πια με τον ίδιο τρόπο· αυτό είναι το σπουδαίο και αυτό είναι το πράγμα που δε μας έφεραν τόσοι περιώνυμοι μαντατοφόροι μεγάλων ακαδημιών»[6].
Ο Λε Κορμπυζιέ, σε συνέντευξή του στα 1936, αφού πρώτα χαρακτήρισε τον Θεόφιλο ζωγράφο αυτόχθονα του ελληνικού τοπίου και του ελληνικού ήθους, προβαίνοντας σε μια σύγκριση Αισχύλου-Θεόφιλου, αδιανόητη ίσως για Έλληνα διανοούμενο, αναφέρει:
«Ο Θεόφιλος είναι διάμεσο. Μέσω αυτού ερχόμαστε σε πλήρη επαφή με την ουσία της ελληνικότητος. Ο Αισχύλος μπορεί να μιλήσει, αναγνωρίζουμε χωρίς παραμορφώσεις από τι είναι φτειαγμένοι οι ήρωες που υποτάσσονται στο μεγάλο πεπρωμένο. … ο Θεόφιλος δεν είναι παρά ένα καλοδουλεμένο πρίσμα, μέσα από το οποίο δεν αποκαλύπτεται το μικρό ατομικό του δράμα, αλλά η φύση των πραγμάτων. Δίχως τούτα τα διάμεσα, τα μάτια μας –που εξουσιάζουν το πνεύμα μας, το βασανισμένο από την ταραχή του χρόνου– δεν θα βλέπαν τα πράγματα που συνιστούν αυτούσιο το γεγονός, απογυμνωμένο από αυθαίρετες επιστρώσεις, ακριβές, συγκινητικό, φυσικό»[7].
Οι πηγές του
Ο Θεόφιλος «αντιγράφει» τα θέματά του, είτε εκ του φυσικού είτε συνηθέστερα από λαϊκές λιθογραφίες και καρτ-ποστάλ. Απηχήσεις αυτής της σχέσης θα συναντήσουμε σε πάμπολλα έργα του λαϊκού καλλιτέχνη, όχι μόνο θεματολογικά αλλά και αισθητικά. Επί παραδείγματι, Ο Κατσαντώνης και ο Αλή πασάς του έχει αντιγραφεί, ή μάλλον αποδοθεί, από σχετική χρωμολιθογραφία του Σωτήριου Χρηστίδη[8].
Εντούτοις, όπως καταγράφεται και στο σχετικό δοκίμιο του Ελύτη, δεν διαβάζει μόνο λαϊκά λογοτεχνικά αναγνώσματα· μελετά και Ηρόδοτο, και ραψωδίες της Ιλιάδας, αντιγράφοντας μάλιστα διά χειρός. Το σίγουρο είναι, όπως προκύπτει από την ανάγνωση των κειμένων που συνοδεύουν τις ζωγραφιές του, ότι είναι απόλυτα ενημερωμένος για τα ιστορικά και μυθολογικά θέματα που ζωγραφίζει.
Η μικρή κασέλα που άφησε ο ζωγράφος, και τη διέσωσε «με ευλάβεια» ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος, συμπεριλάμβανε και το προσωπικό του σημειωματάριο. Το κασελάκι του προφανώς ήταν και αυτό ζωγραφισμένο: στην μπροστινή όψη, «ο Οδυσσέας φέρων την κόρη του Χρυσού ιερέως του Απόλλωνος Θεού», στη δεξιά όψη «ο Θεόδωρος Γρίβας εν Καλαμπάκα μάχη» και δίπλα του «ο Ήρως Μάρκος Μπότσαρης εν Καρπενησίω το 1821».

Όσο για το σημειωματάριό του, ήταν «…ένας τόμος χοντρός από συρραμμένα λογής φύλλα που τα γέμιζε με παράξενα σχέδια κι αντιγραφές από αγαπητά διαβάσματα. Με τριών ειδών μελάνια, μπλε, βιολετί και κόκκινο, … ανθολογεί εκεί μέσα σκόρπια και ανάκατα όσα η δίψα του για μάθηση μπόρεσε να συνάξει: ‘‘Κατά Ηρόδοτον τον Αλικαρνασσέα περί Ομήρου’’· ‘‘Η Ραψωδία Λ της Ιλιάδας’’· ‘‘Πλήρης μικρή Μυθολογία’’· ‘‘Σύνοψις ελληνικής αρχαιολογίας’’· Μονογραφίες για τους αγωνιστές, προ πάντων τους Μακεδονομάχους· Πατριωτικά ποιήματα (πολύ κακού γούστου)· ‘‘Λησταί και Λησταί’’ (άρθρο εφημερίδας)· ‘‘Άσμα του Λεωνίδου του πεσόντος εν Θερμοπύλαις το 1480’’ (sic)· ‘‘Οι Ολυμπιακοί αγώνες και ο Λούης’’»[9].
Ο Θεόφιλος και η γενιά του ’30
Η σχέση του Θεόφιλου με τη γενιά του ’30 ήταν κυριολεκτικά σταυρική. Μέσα από την «ανακάλυψή» του θα γίνει πιο στέρεη η προσέγγισή τους στη βυζαντινή και τη λαϊκή παράδοση, η οποία μπορούσε ακόμα να παράγει μεγάλο έργο, ανέγγιχτο από τις επιστρώσεις της Ακαδημίας και των Σχολών Καλών Τεχνών. Μέσα από τον Θεόφιλο θα συναντήσουν την «καλλιεργημένη ομαδική ψυχή» που αναζητούν στον «Παναγιώτη» Ζωγράφο ή τον Καραγκιόζη[10]. Παράλληλα, το έργο του θα αποτελέσει και άμεση πηγή έμπνευσης, που θα τη δούμε τόσο καθαρά στο έργο του Γιάννη Τσαρούχη.
Άλλωστε, και η «ανακάλυψη» του Λέσβιου καλλιτέχνη υπήρξε εν πολλοίς έργο αυτής της γενιάς, και όχι μόνο καλλιτεχνικά –μετά τη γνωστοποίηση του έργου του–, αλλά και πραγματολογικά: πρώτοι θα εκφραστούν δημόσια ο Κώστας Ουράνης (1890-1953), ο Μιχάλης Τόμπρος και ο Γιώργος Γουναρόπουλος (1889 ή 1890-1977).
Ο Κώστας Ουράνης, που θα δει τις εξωτερικές τοιχογραφίες του σε ένα καφενεδάκι στην Καρίνη της Μυτιλήνης, που το έκαναν να μοιάζει σαν να ’ταν «επενδυμένο με περσικά χαλιά, ή να θυμίζει τις βυζαντινές κασετίνες τις ποικιλμένες με χρυσάφι, σμάλτα και πολύτιμα πετράδια, μέσα στις οποίες φυλάγονται κοσμήματα ή οστά αγίων». Και επιμένει στη χαρά που ένιωσε με τη ζωγραφική του Θεόφιλου: «Με πλημμύρισαν χαρά! Είχε κανείς την εντύπωση ότι παρευρίσκεται σ’ ένα γιορταστικό πανηγύρι. Λαμπρή, στην ελληνική φύση»[11].

Θεόφιλος: Ο Φρίξος, η Έλλη και το Χρυσόμαλλο κριάρι
Ο Γιώργος Γουναρόπουλος, στο Παρίσι, θα φέρει σε επαφή τον Τεριάντ με το έργο του καλλιτέχνη, από φωτογραφίες με έργα του από το Πήλιο, το 1928. Το 1932, ο Στρατής Ελευθεριάδης θα συναντήσει τον ζωγράφο στη Μυτιλήνη και όλα θα πυροδοτηθούν. Άλλωστε, ο Τεριάντ ήταν ο ίδιος ένα μέλος της «γενιάς» που, μαζί με τον Κριστιάν Ζερβός (1889-1970), τον εκδότη των Cahiers d’Αrt, διαμεσολαβούν τη σχέση των Ελλήνων δημιουργών με τον καλλιτεχνικό κόσμο του Παρισιού[12].
Ο γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος δημοσιεύει δύο φωτογραφίες έργων του Θεόφιλου υπό τον γενικό τίτλο «Μερικά έργα νεκρών και ζωντανών καλλιτεχνών ενδιαφέροντα του 19ου και 20ού αιώνα», κάτω από το σχόλιο «Ένας αυτοδίδακτος ζωγράφος, ο Έλληνας Ρουσσώ, Μιχάλης Θεοφίλου (τσοπάνος)»[13].
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (που υπήρξε συλλέκτης έργων του Θεόφιλου και διέσωσε και το κασελάκι του), σε ένα από τα πιο εμπνευσμένα ποιήματά του («Θεόφιλος Χατζημιχαήλ»), μετουσιώνει σε ποιητικό λόγο τον θαυμαστό κόσμο του ζωγράφου που η φωνή του φθάνει σε μας «απόκρημνη», καθώς μας απευθύνεται μέσα από… τηλεβόα, σφίγγοντας ολόκληρη τη χώρα στο στήθος του: όλος ο κόσμος του Θεόφιλου είναι εδώ, ο ήλιος, τα πλουμιστά φορέματα των κοριτσιών, οι γοργόνες που πλένε δίπλα στην καρίνα του πλοίου.
Θὰ ποῦμε τὸ τραγούδι του ποὺ ξεκινᾶ ἀπ’ τὸν ἥλιο / Μὲ τὴν ἀπόκρημνη λαλιὰ τοῦ τηλεβόα… / Μὲ ρίγανη στὰ χείλη του κι ὁλόκληρη τὴ χώρα / Μέσα στὸ στῆθος του. / Κι’ ἀκόμη τρέχουν τὰ κορίτσια / Μέσ’ στὰ πλατυὰ φουστάνια τους / Στὶς δροσερὲς μαρμαρυγὲς τῆς ἄσπιλης ἡμέρας / Μέσα σὲ ρῖγος ποὺ γελᾶ καθὼς ξανθὴ γοργόνα/ Σ’ ἕνα καράβι ὀρθόπλωρο ποὺ πλέχει / Στὸν οὐρανὸ τῆς θάλασσας μὲ τὰ μεγάλα μάτια[14].
Σύμφωνα με τον Οδυσσέα Ελύτη, «…ο Θεόφιλος, ανίδεος για τα πάντα, … μπήκε στη μέση με τις μόνες αξίες που του ήτανε προσιτές και οικείες… Η επιμονή του στην εθνική στολή, που κι αυτή συμβολίζει… τη μεταστοιχείωση του φανταστικού παρελθόντος σε απτό παρόν, τη συναρμογή των συμβόλων ζωής-τέχνης, και την τελική σύμμειξή τους σ’ έναν ενιαίο μύθο, … εκπορεύεται κατευθείαν από τον ειδικό τρόπο του αισθάνεσθαι που χαρακτηρίζει τους ανατολικούς λαούς… στους αντίποδες της επίσημης ευρωπαϊκής τέχνης»[15]. Ο καθηγητής της ψυχιατρικής Άγγελος Κατακουζηνός συνεχίζει στην ίδια κατεύθυνση: «Αρνήθηκε τη στεγνή, συμβατική, τη “λογική” ζωή, όχι από ανωμαλία ψυχική αλλά –θα έλεγα– από βιοψυχική ανάγκη, γιατί ο γύρω του κόσμος δεν τον συγκινούσε… Έτσι κατέφυγε σ’ έναν κόσμο δικό του, στη χώρα του παραμυθιού που ομορφαίνει τη ζωή χωρίς να την ψευτίζει». Γι’ αυτό και «φόρεσε τη φουστανέλα για να ’ναι αντρειωμένος και την περικεφαλαία του Μεγ-Αλέξανδρου για να γίνει κι αυτός ήρωας»[16].
Ο Θεόφιλος, μας λέει ο Τσαρούχης, ήθελε να μοιάζει με τους παλιούς καπεταναίους, «τα άφταστα είδωλά του, που τόσο συχνά ζωγράφιζε. Σ’ έναν τορβά που κρεμόταν στον ώμο του, έμπηγε ένα ξύλο με μια βυζαντινή σημαία με αετό… Στα πόδια του φορούσε τσαρούχια… Τα μαλλιά του ήταν μακριά σαν των παπάδων, και τα μάζευε κότσο δένοντάς τα με ένα κορδόνι, όπως ακριβώς οι παπάδες, αλλά και οι αρχαίοι Έλληνες της προκλασικής εποχής…»[17]. «(Ο Θεόφιλος) είναι από τη μεριά των σοφών και των τρελών, παρέα με το Σολωμό, τον παγωμένο-θερμότατο Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη, τον αναρχικό και άκρως πειθαρχημένο Καβάφη, τον τρελό Χαλεπά, κι όλους αυτούς τους φυσικά επαναστατημένους Έλληνες, μα εξίσου φυσικά συντηρητικούς, τους Έλληνες των οποίων η ευλογημένη μεγαλομανία έσπασε τα κλουβιά του συντηρητισμού»[18].

Γιάννης Τσαρούχης: Θεόφιλος
Ο Εγγονόπουλος θα του αφιερώσει έναν πίνακα αλλά και ένα ποίημα, την «Μπαλλάντα της Ψηλής Σκάλας».
Ὁ Θεόφιλος κάποτες ἀνέβηκε / σὲ μιὰ ψηλὴ σκάλα /… ἀλητόπαιδες –ξαναλέω– / γιὰ νὰ παίξουνε καὶ νὰ γελάσουν / ἐτραβήξανε τὴν σκάλα τὴν ψηλή /… ἀλλ’ –ὦ τοῦ θαύματος !–/ προσεγειώθη / ἀπόλυτα σῶος κι’ ἀβλαβής… / ἀκέργιος / … μόνο ποὺ τὰ σεμνὰ φορέματά του / εἶχαν γενεῖ χρυσᾶ ὡσὰν τὸν Ἥλιο / τὸ πρόσωπό του /… σὰν τὴ Σελήνη φωτεινό / …καὶ ἂν κατόπι ἐπῆγε νὰ κρυφτῇ στὴ Mυτιλήνη / εἴχ’ ἔμπει στὴν ἀθανασία πιά: / ἐπέπρωτο πλέον νὰ ὑπάρχη αἰώνια / ἀ θ ά ν α τ ο ς[19].
Τέλος, ο Γιώργος Σεφέρης θα δει στον Μυτιληνιό ζωγράφο τον φορέα της ελληνικής πνευματικής κληρονομιάς η οποία «είναι τόσο μεγάλη που αλήθεια δεν ξέρει κανείς ποιους μπορεί να διαλέξει για να πραγματοποιήσει τις βουλές της. Είναι στιγμές που την κρατούν στα χέρια τους οι πιο φημισμένοι άνθρωποι που ακούστηκαν ποτέ στον κόσμο, και είναι στιγμές που πάει και φωλιάζει ανάμεσα στους ανώνυμους, περιμένοντας να φανερωθούν ξανά οι άρχοντες επώνυμοι»[20].
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Οδ. Ελύτης, «Ο ζωγράφος Θεόφιλος», Ανοιχτά χαρτιά, ό.π., σ. 220.
[2] Μετάφραση από σημείωμα του Θεόφιλου στον γαλλικό κατάλογο της έκθεσης της συλλογής Tériade, το 1961, βλ. Δανιήλ, Επιλογή από το ημερολόγιο 1973-1985, Νεφέλη, χ.χ., σσ. 50-53.
[3] Γ. Σεφέρης, «Θεόφιλος», ό.π., σ. 465.
[4] Βλ. Γεωργία Κακούρου-Χρόνη, «“Λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας”: Η υποδοχή του Θεόφιλου από τη γενιά του ’30», νέος Ερμής ο Λόγιος, 27, Μάιος 2024.
[5] Κίτσος Μακρής, Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο, χ.ε., Βόλος 1939.
[6] Γ. Σεφέρης, «Θεόφιλος», ό.π., σ. 460.
[7] Λε Κορμπυζιέ (μτφρ. Αντώνης Φωστιέρης), στο Θεόφιλος, Αφιέρωμα του περιοδικού Λέξη, 172, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2002.
[8] Απόστολος Δούρβαρης, Σωτήριος Χρηστίδης 1858-1940, ΕΛΙΑ, Αθήνα 1993, σ. 23.
[9] Οδ. Ελύτης, «Ο ζωγράφος Θεόφιλος», ό.π., σσ. 215-216.
[10] «Δεν έχω διόλου την επιθυμία να μειώσω τους μορφωμένους με τους αμόρφωτους», θα γράψει ο Γιώργος Σεφέρης. όμως «η άσκηση της ζωής έχει πολλά να κερδίσει από ανθρώπους σαν τον Θεόφιλο που βρήκαν τό δρόμο τους ψηλαφώντας, μόνοι, μέσα στα σκοτεινά μονοπάτια μιας πολύ καλλιεργημένης, καθώς νομίζω, ομαδικής ψυχής όπως είναι η ψυχή τού λαού μας», Γ. Σεφέρης, «Θεόφιλος», ό.π., σ. 461.
[11] Κώστας Ουράνης, «Στο φωτεινό αρχιπέλαγος. Αγιάσσο: το χωριό με τον παληό ρυθμό ζωής», Ελεύθερον Βήμα, 5.8.1930. και Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, Β΄, 2, Απρίλιος 1949.
[12] Βλ. Γ. Κακούρου-Χρόνη, «“λίθον ὃν”», ό.π.
[13] 20ός Αιώνας, 3, 1934(;), σσ. 43-44. Βλ. Γ. Κακούρου-Χρόνη, «“λίθον ὃν”», ό.π.
[14] Ανδρέας Εμπειρίκος, «Θεόφιλος Χατζημιχαήλ», «Το σώμα της πρωίας» (1935-1936), Ενδοχώρα (1934-1937), Άγρα, Αθήνα 2008.
[15] Οδ. Ελύτης, «Ο ζωγράφος Θεόφιλος», ό.π., 267-268.
[16] Βλ. Άγγελος Κατακουζηνός, Στράτης Ελευθεριάδης-Tériade: Μια φιλία ζωής. Η δημιουργία του Μουσείου Θεόφιλου, ΙΑΛΚ, Αθήνα 2020, σσ. 21, 184-186.
[17] Γ. Τσαρούχης, Έλληνες ζωγράφοι, εισ. Δ. Μυταράς, Καστανιώτης, Αθήνα 2003, σ. 20.
[18] Γ. Τσαρούχης, «Η καλλιτεχνική αξία του Θεόφιλου», Αιολικά Γράμματα, αφιέρωμα: Θεόφιλος Χατζημιχαήλ – Στρατής Ελευθεριάδης-Τεριάντ, 80-81, Μάρτης-Ιούνης 1984, σ. 71.
[19] Νίκος Εγγονόπουλος, Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, Ίκαρος, Αθήνα 2007, σσ. 54-58.
[20] Γ. Σεφέρης,«Θεόφιλος», ό.π., σσ. 462-463.