Το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Ελλάδα διχασμένη. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος επεδίωκε την άμεση ένταξη της Ελλάδας στο πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ. Για τον ίδιο, η πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα της βρετανικής πολιτικής ήταν μονόδρομος. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, όμως, επιθυμούσε ουδετερότητα, η οποία σε μεγάλο βαθμό ευνοούσε τα σχέδια της Γερμανίας. Η αντιπαράθεση του πρωθυπουργού με τον ανώτατο πολιτειακό άρχοντα, για τη θέση της Ελλάδας στο πόλεμο, θα αποτελέσει την πεμπτουσία του Εθνικού Διχασμού.
Τον Αύγουστο του 1916 ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη, το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας, το οποίο είχε την υποστήριξη των Αγγλογάλλων και σκόπευε στη δημιουργία στρατού για την είσοδο της Ελλάδας στο πλευρό της Αντάντ. Ήδη από τον Οκτώβριο του 1915, στρατεύματα των συμμάχων βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη μετά από κάλεσμα του Βενιζέλου, χωρίς όμως έγκριση της Βουλής.
Ουσιαστικά, επρόκειτο για παραβίαση της ουδετερότητας και εμπλοκή της Ελλάδας στο μακεδονικό μέτωπο. Τον Μάιο του 1916, τα γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα καταλαμβάνουν, χωρίς να συναντήσουν σοβαρή αντίσταση, το οχυρό Ρούπελ. Μέσα Αυγούστου, του ίδιου έτους, ισχυρές δυνάμεις του βουλγαρικού στρατού, με μια αιφνιδιαστική επίθεση, καταλαμβάνουν τις Σέρρες και τη Δράμα και φτάνουν έξω από τη Καβάλα.
Η παράδοση του Δ΄ Σώματος Στρατού
Το Δ΄ Σώμα Στρατού είχε έδρα την Καβάλα και απαριθμούσε 8.500 στρατιώτες και 600 αξιωματικούς. Τις δύσκολες εκείνες στιγμές που οι Γερμανοβούλγαροι είχαν εισβάλει στο ελληνικό έδαφος, η ηγεσία του Σώματος βρισκόταν στην Αθήνα! Μόνο ο διοικητής μιας Μεραρχίας, ο συνταγματάρχης Ιωάννης Χατζόπουλος είχε μείνει πίσω, αλλά και αυτός, ως πιστός ακόλουθος της πολιτικής του βασιλιά Κωνσταντίνου, παρατηρούσε παθητικά τα τεκταινόμενα.
Οι Γερμανοβούλγαροι επέδωσαν τελεσίγραφο στον Χατζόπουλο να τους παραδώσει την πόλη. Εκείνος, αφού απέρριψε τις προτάσεις των Άγγλων για εκκένωση της πόλης και μεταφορά δια θαλάσσης του σώματος στη Θεσσαλονίκη, παρέδωσε στις 29 Αυγούστου την Καβάλα στους εισβολείς.
Ωστόσο, επειδή δεν επιθυμούσε να παραδοθεί στους Βούλγαρους, ήρθε σε συμφωνία με τους Γερμανούς, να μεταφερθούν στη Γερμανία με όλο τον οπλισμό τους, όπου θα παρέμεναν εκεί μέχρι το τέλος της παγκόσμιας σύρραξης. Η απόφαση αυτή του Χατζόπουλου δεν έγινε εύκολα αποδεκτή από το σύνολο του σώματος. Οι μισοί άνδρες (3.500) διέφυγαν στη Θάσο και από κει κατέληξαν στη Θεσσαλονίκη, ενώ άλλοι δραπέτευσαν καθοδόν προς τη Δράμα, και βρήκαν καταφύγιο στα γύρω βουνά, γιατί από κει θα ξεκινούσαν τα τρένα για τη Γερμανία.
Οι υπόλοιποι, μαζί με τη δύναμη της χωροφυλακής της Ανατολικής Μακεδονίας, φορτώθηκαν σε τρένα με τελικό προορισμό το Γκαίρλιτς, πόλη της Γερμανίας. Επρόκειτο για παγκόσμια πρωτοτυπία, ένα πολυπληθές στρατιωτικό σώμα να μεταφερθεί, εν καιρώ πολέμου, σε μια άλλη (εχθρική κατά τον Βενιζέλο και την Αντάντ) χώρα υπό συνθήκες οικιοθελούς αιχμαλωσίας. Για τους Γερμανούς δεν ήταν αιχμάλωτοι, ήταν φιλοξενούμενοι του Κάιζερ!
Η ζωή στο Γκαίρλιτς
Οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες έμειναν στο Γκαίρλιτς από τον Σεπτέμβριο του 1916 έως τον Φεβρουάριο του 1919. Βρίσκονταν υπό προνομιακή μεταχείριση, κυρίως οι αξιωματικοί, αλλά αυτό δεν αναιρούσε το γεγονός ότι υπόκειντο σε αυστηρούς περιορισμούς. Δεν μπορούσε κανείς να εγκαταλείψει το γερμανικό έδαφος, χωρίς προηγούμενη άδεια των γερμανικών στρατιωτικών αρχών. Όσον αφορά την καθημερινότητα τους, πολλοί γρήγορα αποτέλεσαν αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της πόλης. Σε προσωπικό επίπεδο, αρκετοί παντρεύτηκαν γερμανίδες και απέκτησαν παιδιά. Έφτασαν μέχρι να εκδίδουν και εφημερίδα, Τα Νέα του Γκαίρλιτς.
Από την άλλη, όμως, στερήσεις (κυρίως για τους απλούς στρατιώτες), αρρώστιες, αφόρητο κρύο και αυστηρές ποινές στα κρούσματα απειθαρχίας, τα οποία όσο περνούσε ο καιρός αυξάνονταν. Ακόμη, δεν έλειψαν τα επεισόδια μεταξύ βενιζελικών και φιλοβασιλικών αξιωματικών του Σώματος, αλλά και μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών. Κάπως έτσι κύλησαν οι μήνες για τους Έλληνες στη Γερμανία, μέχρι τον Νοέμβριο του 1918, όταν τερματίστηκε ο πρώτος μεγάλος πόλεμος της ανθρωπότητας και ήρθε η ώρα της επιστροφής (Γερ. Αλεξάτος, Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς, σελ. 138-160).
Η ώρα της φυγής
Η ήττα της Γερμανίας στον πόλεμο και το συνακόλουθο κλίμα πολιτικής ρευστότητας, λόγω της επανάστασης των Σπαρτακιστών (Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λήμπνεχτ), έφεραν νέα δεδομένα στο ζήτημα των Ελλήνων του Γκαιρλιτς. Το επαναστατικό κλίμα άγγιξε και το ελληνικό στρατόπεδο και ενέτεινε την επιθυμία για επιστροφή στην Ελλάδα. Συν τοις άλλοις, οι βενιζελικοί αξιωματικοί του Σώματος άρχισαν να συμπεριφέρονται με τον αέρα του νικητή, ενώ απλοί στρατιώτες ενεπλάκησαν στις πολιτικές διεργασίες («ελληνικά σοβιέτ»).
Αρχές Δεκεμβρίου του 1918, οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και γερμανικών στρατιωτικών αρχών βρίσκονταν επί ξυρού ακμής. Συλλήψεις, φυλακίσεις, έλλειψη ανεφοδιασμού σε τρόφιμα και ασφυκτικός έλεγχος του ελληνικού στρατοπέδου, οδήγησαν στα πρώτα κρούσματα δραπέτευσης από το στρατόπεδο του Γκαίρλιτς, αλλά και σε αιματηρά γεγονότα. Η νέα κατάσταση που είχε δημιουργηθεί ανάγκασε τους Γερμανούς να ανακρούσουν πρύμναν και να ανοίξουν τις πύλες του στρατοπέδου (Γερ. Αλεξάτος, σελ.176-192).
Η συνάντηση με τον Βενιζέλο
Τα θύματα του Εθνικού Διχασμού άρχισαν να κινούνται προς τα σύνορα, άλλοτε σε ομάδες και άλλοτε μεμονωμένα. Πολλοί διέφυγαν στη γειτονική Ολλανδία, ενώ ορισμένοι, μόλις 10 άτομα, βρέθηκαν στην Αγγλία και συναντηθήκαν εκεί με τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο! Ο Έλληνας πρωθυπουργός, που βρίσκονταν στο Λονδίνο για επαφές με την αγγλική κυβέρνηση, θέλησε να ενημερωθεί για τις συνθήκες κράτησης του αιχμαλωτισθέντος Δ΄ Σώματος Στρατού.
Σύμφωνα με την εφημερίδα Εμπρός, οι στρατιώτες «ανέφερον στον κ. Πρωθυπουργόν τας στερήσεις, τας κακουχίας και την κτηνώδη συμπεριφορά ολίγων, ευτυχώς, βαθμοφόρων των και εδικαιολογήσαν πως ηναγκάσθησαν ν΄ακολουθήσουν τας διαταγάς του Χατζόπουλου και των ανωτέρων των» (Εμπρός, 11.12.1918).
Ενδιαφέρον έχει η απάντηση του Βενιζέλου, ο οποίος, βάσει του δημοσιεύματος, τους είπε ότι είχαν καθήκον να μην παρακούσουν τις διαταγές των αξιωματικών τους και ότι μόνο αυτοί ήταν υπεύθυνοι «απέναντι της πατρίδος και του νόμου δια την προδοσία των». Αποχαιρετώντας τους, τους χάρισε από μια λίρα και κανόνισε να επιστρέψουν σύντομα στην πατρίδα.
Το ταξίδι της επιστροφής
Περί τα τέλη του 1918, 5.000 στρατιώτες εγκατέλειψαν το γερμανικό έδαφος, με κατεύθυνση τα σύνορα με την τότε Αυστροουγγαρία. Κινούνταν σε ένα περιβάλλον κατεστραμμένο από τις εχθροπραξίες, ενώ τα μέσα μεταφοράς ήταν λιγοστά και ανεπαρκή. Ο κύριος όγκος κατευθύνθηκε προς το λιμάνι του Φιούμε, ενώ ορισμένοι άλλοι, μετά από πολλές παλινωδίες, κατέληξαν στο λιμάνι της Βάρνας.
Είχε προηγηθεί, μέσα Δεκεμβρίου, η διαταγή του Γάλλου αρχιστράτηγου, Φερδινάνδου Φος, σχετικά με τον άμεσο επαναπατρισμό του ελληνικού στρατεύματος. Από ελληνικής πλευράς, το ζήτημα το χειρίστηκε ο στρατηγός Πάτροκλος Κοντογιάννης, στρατιωτικός αντιπρόσωπος της Ελλάδας στο Συνέδριο Ειρήνης (Εμπρός, 04.01.1919).
Όσοι ήταν στο λιμάνι το Φιούμε, φορτώθηκαν σε συμμαχικά πλοία και μεταφέρθηκαν στην Κέρκυρα. Η εφημερίδα Ακρόπολις, στο φύλλο της 21ης Δεκεμβρίου 1918 περιείχε άρθρο με τίτλο «Έφθασαν εις Κέρκυραν, 1350 στρατιώται από το Γκαίρλιτς».
Ειδικότερα, «Κατά τας νυχτερινάς τηλεγραφικάς πληροφορίας εκ Κερκύρας έφθασαν χθες εκεί, επιβαίνοντες Συμμαχικών πλοίων δια μέσου Φιούμε, 1350 εκ των στρατιωτών του 4ου σώματος στρατού, του κρατούμενου ως γνωστόν, εις το Γκέρλιτς της Γερμανίας. Τινές των στρατιωτών αφηγήθηκαν τα της διαμονής αυτών εις Γκέρλιτς, χαρακτηρίσαντες αυτήν ως μαρτυρικήν. Οι στρατιώται ούτοι θα μεταβούν, διασκορπιζόμενοι, εις τα μέρη τα οποία θα ορίση η Κυβέρνησις. Και άλλοι εκ των κρατουμένων εις Γκέρλιτς αναμένονται εις Κέρκυραν«.
Στο φύλλο της επόμενης ημέρας (22 Δεκεμβρίου), η ίδια εφημερίδα, ανέφερε ότι «πληροφορούμεθα ότι οι αφιχθέντες εις Κέρκυραν 1350 στρατιώται του Γκέρλιτς θα μεταφερθούν εις Κρήτην δια Συμμαχικών πλοίων, όπου θα παραμείνουν μέχρι της υπογραφής της οριστικής ειρήνης». Ταλαιπωρία και βάσανα, λοιπόν, χωρίς τέλος για τους άτυχους στρατιώτες του Γκαίρλιτς.
Για όσους βρίσκονταν στη Βάρνα, τα πράγματα δεν κύλησαν το ίδιο εύκολα. Το εχθρικό κλίμα που συνάντησαν στο βουλγαρικό λιμάνι της Βάρνας δημιούργησε πολλές φορές συγκρούσεις ανάμεσα στους ντόπιους και τους περαστικούς Έλληνες στρατιώτες (Έθνος, 19.12.1918). Ωστόσο, ο ελληνικός τύπος έγραφε ότι «προσεχή Τρίτην αναχωρούν εις Βάρναν ατμόπλοια δια την εκείθεν μεταφοράν των αιχμαλώτων του Γκέρλιτς και των συγκεντρωθέντων εκεί προσφύγων» (Ακρόπολις, 31.12.1918).
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1919 καταγράφεται η μεγαλύτερη κινητικότητα, αναφορικά με την επιστροφή των Ελλήνων του Γκαίρλιτς. Ενδεικτικά, ο ανταποκριτής των Times στο Βελιγράδι έδινε την πληροφορία ότι 1200 στρατιώτες είχαν φτάσει σε μικρές ομάδες στη σερβική πόλη, μέσω Αυστρίας (Εμπρός, 03.01.1919). Στις 4 Ιανουαρίου, κατέπλευσε χθες στον Πειραιά, προερχόμενο από τη Βάρνα, το ατμόπλοιο «Εσπερία», όπου μετέφερε γύρω στους χίλιους στρατιώτες του Σώματος του Γκαίρλιτς. Στη συνέχεια, το ίδιο πλοίο θα αναχωρούσε για την Πάτρα για να παραλάβει άλλους 1200 (Εμπρός, 05.01.1919). Στις 11 Ιανουαρίου, μέσω του γαλλικού ατμόπλοιου «Ευαγγελίνα» έφτασαν στον Πειραιά 104 ασθενείς και 4 τέσσερις αξιωματικοί. (Εμπρός, 11.01.1919).
Ωστόσο, η πρώτη επίσημη αναχώρηση από το στρατόπεδο του Γκαίρλιτς έλαβε χώρα στις 21 Φεβρουαρίου 1919. Πολλοί από αυτούς που αναχώρησαν, κατά βάση αξιωματικοί, πήραν μαζί τους και τις Γερμανίδες γυναίκες τους, αλλά και τα παιδιά τους. Στις 24 Φεβρουαρίου, το στρατόπεδο του Γκαίρλιτς είχε αδειάσει, είχαν μείνει πίσω μόνο, όσοι δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν το γερμανικό έδαφος (Γερ. Αλεξάτος, σ. 197-200).
Το Δ΄ Σώμα Στρατού σε σχέδια ανατροπής του Βενιζέλου
Κατά την επιστροφή του σώματος στην Ελλάδα δεν έτυχε και της καλύτερης αντιμετώπισης από την τότε κυβέρνηση Βενιζέλου. Ο φιλοβενιζελικός τύπος, τους υποδέχτηκε με καχυποψία, αλλά και με ειρωνεία. Για παράδειγμα, σε δημοσίευμα της εφημερίδας Εμπρός, γινόταν αναφορά για άφιξη 23 αξιωματικών και 200 οπλιτών του Γκαίρλιτς, οι οποίοι «αποβιβασθέντες ωδηγήθησαν εις τους στρατώνας και απεμονώθησαν», ενώ ορισμένοι από αυτούς «φέρουσι Γερμανικάς στολάς και Ελληνικόν στέμμα, είναι δε όλοι ευτραφείς…» (Εμπρός, 05.01.1919). Μη ξεχνάμε ότι το Δ΄ Σώμα Στρατού είχε εμπλακεί στα, κωνσταντινικής έμπνευσης, σχέδια για ανατροπή του Βενιζέλου, τα οποία όμως απέτυχαν εν τη γενέση τους.
Επρόκειτο για σχέδιο του πλοιάρχου Στέφανου Παπαρηγόπουλου, αυλάρχη του βασιλιά, το οποίο είχαν αναλάβει να υλοποιήσουν ο υπολοχαγός Ιωάννης Καλαμαράς και ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Χατζόπουλος, αιχμάλωτοι του Γκαίρλιτς. Οι συγκεκριμένοι, αφού αποβιβάστηκαν με γερμανικό υποβρύχιο στις ακτές της Πελοποννήσου, σκόπευαν να προκαλέσουν φιλοβασιλικό κίνημα στο στράτευμα. Ωστόσο, συνελήφθησαν, οδηγηθήκαν σε στρατοδικείο, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν στο Γουδή. Αλλά και στο Γκαίρλιτς, όταν στην Αθήνα ξέσπασαν τα λεγόμενα Νοεμβριανά, η κατάσταση ήταν εξαιρετικά ηλεκτρισμένη μεταξύ βενιζελικών και φιλοβασιλικών.
Η αντιμετώπισή τους από τη βενιζελική Ελλάδα
Την αρχική χαρά της επιστροφής, τη διαδέχτηκε η καχυποψία και ανάγκη επίρριψης ευθυνών για τα «προδοτικά» γεγονότα του 1916. Οι αξιωματικοί τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, ενώ όλο το Σώμα μεταφέρθηκε μακριά από την πρωτεύουσα, στην απομακρυσμένη Κρήτη, και συγκεκριμένα στα Χανιά. Σύντομα, ξεκίνησαν ανακρίσεις, οι οποίες ολοκληρώθηκαν έξι μήνες μετά και κατέληξαν στα εξής συμπεράσματα: Αφέθηκαν ελεύθεροι όλοι οι οπλίτες, ενώ οι αξιωματικοί χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες. Σε αυτούς που διώκονταν ποινικά, σε αυτούς που έπρεπε να ελεγχθούν περαιτέρω και σε αυτούς που δεν είχαν εμπλοκή στην προδοσία.
Και εδώ ξεκινά μια ακόμα τραγική ιστορία του Εθνικού Διχασμού. Οι αξιωματικοί των δυο πρώτων κατηγοριών (320 άτομα) εκτοπίστηκαν σε ένα ξερονήσι, τον Άγιο Γεώργιο Κερατσινίου, ζώντας κάτω από απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, τόσο τραγικές που προκάλεσαν τα αρνητικά σχόλια ακόμα και του φιλοβενιζελικού τύπου (Γερ. Αλεξάτος, σ.202-203).
Η κατακραυγή είχε ως αποτέλεσμα, ορισμένοι από τους κρατούμενους να μεταφερθούν στις φυλακές Αβέρωφ, ενώ άλλοι αφέθηκαν ελεύθεροι. Ωστόσο, η ελευθερία των τελευταίων δεν κράτησε πολύ, διότι τους συνέλαβαν ξανά και τους εκτόπισαν, αυτή τη φορά, στη Μήλο. Τραγωδία, λοιπόν, χωρίς τέλος. Κάπου στις αρχές του 1920 άρχισε να αχνοφαίνεται ένα τέλος στα βάσανα όσων τελούσαν υπό καθεστώς αμφιβολιών. Φαίνεται να επέστρεψαν στα σπίτια τους, βρίσκονταν όμως υπό συνεχή επιτήρηση. Οι αξιωματικοί της πρώτης κατηγορίας παρέμεναν έγκλειστοι στις φυλακές Αβέρωφ (Γερ. Αλεξάτος, σ. 204-205).
Το καλοκαίρι του 1919, όλοι οι αξιωματικοί βρέθηκαν εκτός στρατεύματος, είτε με υποχρεωτική αποστρατεία, είτε με την κατηγορία της απόταξης. Τελικά, η δίκη των αξιωματικών του Γκαίρλιτς ξεκίνησε τον Μάιο του 1920, αλλά πριν προχωρήσει η διαδικασία, τους χορηγήθηκε γενική αμνηστεία, εκτός από πέντε άτομα. Το στίγμα της προδοσίας τους ακολουθούσε μέχρι τον θάνατό τους, ωστόσο οι πραγματικοί προδότες, αυτοί που οδήγησαν το Δ΄ Σώμα Στρατού στην αιχμαλωσία, ούτε δικάστηκαν, ούτε καταδικάστηκαν ποτέ (βλ. διοικητές του Σώματος και επιτελείς).
Με την ήττα του Βενιζέλου, στις εθνικές εκλογές του Νοεμβρίου 1920, οι 320 αξιωματικοί του Γκαίρλιτς επανήλθαν στο στράτευμα και στάλθηκαν στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Λίγο αργότερα, ακολούθησαν αρκετοί και από τους οπλίτες του Σώματος, σε μια προσπάθεια να καλυφθούν τα κενά της μικρασιατικής στρατιάς.
Χαρακτηριστικό είναι ότι όταν το 1929 ψηφίστηκε, από την τότε κυβέρνηση Βενιζέλου, ο νόμος 4278, «περί εκδόσεως δανείου μέχρις 700.000.000 δραχ. δι’ αποζημίωσιν των υποστάντων ζημίας εκ του Ευρωπαϊκού πολέμου» (ΦΕΚ 278, Α΄ 6.08.1929), δεν υπήρχε καμία διάταξη που να περιλαμβάνει τους, επί 28 μήνες, αιχμάλωτους Έλληνες χωροφύλακες του Γκαίρλιτς, διότι προφανώς δεν θεωρηθήκαν θύματα.
Βασίλης Κολλάρος
SLPRESS