Μπορεί η ναυμαχία των Εχινάδων νήσων στις 7 Οκτωβρίου 1571 να αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες ναυτικές συγκρούσεις στην ιστορία, όμως σήμερα πολλοί ίσως αγνοούν ακόμη και πού βρίσκονται οι Εχινάδες νήσοι.
Η ναυμαχία αυτή, που ήταν μια από τις σημαντικότερες νίκες του χριστιανικού συνασπισμού απέναντι στον πανίσχυρο οθωμανικό στόλο, παρέμεινε στην ιστορία ως ναυμαχία της Ναυπάκτου, παίρνοντας το όνομά της όχι από την πόλη της Ναυπάκτου αλλά από τον κόλπο, τον οποίο τότε οι Βενετοί αποκαλούσαν «Κόλπο της Ναυπάκτου». Η σύγκρουση έλαβε χώρα στην είσοδο του Κορινθιακού Κόλπου, κοντά στις νότιες Εχινάδες και το Ακρωτήριο Σκρόφα.
Η Ναυµαχία αποτέλεσε το αποκορύφωµα ενός τριετούς ναυτικού πολέµου, στα πλαίσια των διεθνών οικονοµικο-πολιτικών συγκυριών της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου. Επειδή η Βενετία αδυνατούσε να αντιμετωπίσει τους Οθωμανούς, που την εποχή του Σελίμ Β΄ εδραίωναν την εξουσία τους στη Μεσόγειο, αναζήτησε βοήθεια στον πόλεμο με τους Οθωμανούς από άλλες χριστιανικές δυνάμεις, χωρίς όμως να βρίσκει ανταπόκριση. Τότε, ο Πάπας Πίος ο Ε΄ δημιούργησε έναν Ιερό Συνασπισμό και τον Μάιο του 1571 δημοσιοποίησε τη συνθήκη της ιδρύσεως Ιερού Αντιτουρκικού Συνασπισμού.
Lega Santa
Αναφέρεται ότι ο Πάπας µερίµνησε για την εξεύρεση οικονοµικών και υλικών πόρων από εκκλησιαστικές πηγές, ενώ ακόµη ζήτησε από τους Ιππότες της Μάλτας να βοηθήσουν τη Βενετία. Το ίδιο έκανε και µε το Βασιλιά Φίλιππο της Ισπανίας, ο οποίος τελικά δέχθηκε για τους δικούς του λόγους.
Ο συνασπισμένος στόλος της Ισπανίας, της Βενετίας, της Γένουας, των Ιπποτών της Μάλτας, του δουκάτου της Σαβοΐας, του δουκάτου του Ουρμπίνο, του μεγάλου δουκάτου της Τοσκάνης και του Πάπα υπό την ονομασία Lega Santa συγκρούστηκε με τον οθωμανικό στόλο του Καπουδάν πασά Μουεζίν Ζαντέ Αλή πασά στις Εχινάδες νήσους στις 7 Οκτωβρίου του 1571.
Με απόφαση του Πάπα Πίου του Ε΄ ορίστηκε αρχιναύρχος της Ισπανίας στη Μεσόγειο ο Δον Χουάν, ο νόθος γιος του βασιλιά της Αυστρίας Καρόλου του Ε΄. Επιπλέον, µε απόφαση του Πάπα και σύµφωνα µε τις πρακτικές εκείνης της εποχής, συγκεντρώθηκε στη Μεσσήνη ναυτική δύναµη µε γενικό αρχηγό τον Ισπανό πρίγκιπα Δον Χουάν, ενώ επικεφαλής επιµέρους κινηµάτων ορίστηκαν οι Σεµπαστιάνο Βενιέριο, ως αρχηγός του Βενετικού στόλου, ο Αντόνιο Κολόνα, ως αρχηγός του παπικού στόλου, ο Μάρκο Κουερίνι και άλλοι.
Οι αντίπαλες ναυτικές δυνάμεις
Ο συµµαχικός στόλος απαρτιζόταν από 209 γαλέρες, 70 φρεγάτες και 6 γαλεάσσες, µε 28.000 πολεµιστές, εκ των οποίων 8.000 ήταν Έλληνες. Το σώµα ξεκίνησε από τη Μεσσήνη την 17η Σεπτεµβρίου και κινούνταν προς Νότο για να καταλήξει στην είσοδο του Κορινθιακού κόλπου την 7η Οκτωβρίου. Εκεί βρισκόταν έτοιµος προς αντιµετώπισή του ο τούρκικος στόλος, που απαρτιζόταν από 208 γαλέρες και 60 περίπου γαλιότες, επανδρωµένες µε περισσότερους από 25.000 πολεµιστές, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνονταν και διάσηµοι πειρατές.
Η συμμετοχή των Ελλήνων
Έλληνες ναυτικοί, κωπηλάτες και μαχητές της ναυμαχίας υπήρχαν και στους δύο στόλους, οι οποίοι ασφαλώς στον χριστιανικό συνασπισμό μετείχαν ως εθελοντές, ενώ στον οθωμανικό στόλο ως αναγκαστικά στρατολογηθέντες.
Ακόμη, υπήρχαν τέσσερις γαλέρες από την Κέρκυρα, υπό τους Χριστόφορο Κοντοκάλη, Πέτρο Μπούα, Γεώργιο Κοκκίνη, Στυλιανό Χαλικιόπουλο, καθώς και τέσσερα πολεμικά από τη Ζάκυνθο (Αντώνιος Κουτούβαλης, Νικόλαος Μονδίνος, Δημήτριος Κομούτος, Μαρίνος Σιγούρος).
Σε μικρότερα σκάφη επίσης βρίσκονταν και αρκετοί Κεφαλλονίτες, καθώς και εθελοντές από τα Κύθηρα και τις Κυκλάδες. Ωστόσο, ιδιαίτερης σημασίας ήταν η συμμετοχή των Κρητών, καθώς 22 Κρητικοί ευγενείς βενετικής και 6 ελληνικής καταγωγής κυβερνούσαν γαλέρες.
Μεγάλος αριθμός Ελλήνων επίσης υπηρετούσαν ως στρατιώτες ή κωπηλάτες σε βενετικά πλοία. «Από την Κρήτη στρατολογήθηκαν στα τρία χρόνια του πολέμου γύρω στις 7.000 οπλίτες διαφόρων ειδικοτήτων και 9.000 κωπηλάτες» αναφέρεται χαρακτηριστικά, με τον ίδιο τον Δον Χουάν να θεωρεί ως πλέον αξιόμαχο τμήμα του βενετικού στόλου αυτό που είχε εξοπλιστεί και επανδρωθεί στην Κρήτη. Ακόμη, πολλοί Έλληνες υπηρετούσαν και στον ισπανικό στόλο.
Τα ονόματα των Ελλήνων καπετάνιων που πολέμησαν στη ναυμαχία, όπως αναφέρεται, περιλαμβάνουν τους: Γεώργιο Καλλέργη, Στυλιανό Κονδυλάκη, Πέτρο Μπούα, Μιχαήλ Βιτσιμπάνο, Αντώνιο Τσιμάρα, Νικόλα Μουδινό, Γεώργιο Κοκκίνη, Νικόλαο Φισκάρδο, Αντώνιο Κουτσούβαλη, Δανιήλ Καλαφάτη, Μιχαήλ Σιγούρο, Φραγκίσκο Βομβίνο, Στυλιανό Χαλκιόπουλο, Ανδρέα Καλέγκα.
Η σύγκρουση
«Κατά δε την 2 ώραν της 7 Οκτωβρίου εθεάθησαν αλλήλοις οι δυο στόλοι µακρόθεν· ο µεν χριστιανικός, εν ω εξήρχετο εκ των Εχινάδων νήσων, ο δε τουρκικός, εν ω παρέπλεε τα ιχθυοτροφεία του Μεσολογγίου […]. «Ήταν περίπου 7:30 το πρωί όταν εθεάθηκε ο τουρκικός στόλος σε απόσταση 10 µιλίων περίπου».
Οι Χριστιανοί απέδωσαν στην επικείµενη ναυτική σύρραξη το χαρακτήρα σταυροφορίας και ο Δον Χουάν κάρφωσε στον ιστό της ναυαρχίδας του τον Εσταυρωµένο, γνωστό ως «Χριστό της Ναυπάκτου», ενώ άλλα ελληνικά σκάφη σήκωσαν «λάβαρα φέροντα την εικόνα των προστατών Αγίων».
Η Ναυμαχία έληξε τις πρώτες απογευµατινές ώρες, µέσα σε πέντε περίπου ώρες, και µε τροµακτικές απώλειες για τις δύο πλευρές, αφού από τις εκατέρωθεν αντίπαλες παρατάξεις οι νεκροί ήταν τόσοι, που έµοιαζε σαν οι γαλέρες να στηρίζονταν επάνω σε πτώµατα.
«Η μεγάλη ένταση της μάχης διήρκεσε σχεδόν 4 ώρες, και ήταν τόσο αιματηρή και φοβερή, ώστε η θάλασσα και η φωτιά έμοιαζαν να έχουν γίνει ένα, καθώς πολλές τούρκικες γαλέρες καίγονταν και η επιφάνεια του νερού είχε γίνει κόκκινη από το αίμα…αλλά κυρίως πτώματα, Χριστιανών και Τούρκων. Άλλοι ήταν νεκροί, άλλοι τραυματίες, άλλοι ήταν κομματισμένοι, ενώ κάποιοι δεν είχαν αφεθεί ακόμη στην έσχατη μοίρα τους και αγωνίζονταν να κρατηθούν στην επιφάνεια στις τελευταίες τους στιγμές, ενώ οι δυνάμεις τους τους εγκατέλειπαν…αλλά παρ’όλη αυτή τη δυστυχία οι άνδρες μας δεν αισθάνονταν οίκτο για τους εχθρούς… και ενώ αυτοί ζητούσαν έλεος, αντίθεται δέχονταν βολές από αρκεβούζια και χτυπήματα με τα κοντάρια».
Οι δυνάµεις των Τούρκων κατάφυγαν προς τη Ναύπακτο, ενώ οι χριστιανικές αγκυροβόλησαν µε ασφάλεια στον όρµο του Πεταλά. Στις 9 Οκτωβρίου ο συµµαχικός στόλος µετακινήθηκε 8 µίλια προς το Δραγαµέστο, ενώ στις 13 του ίδιου µήνα κινήθηκε για τη Λευκάδα προς αναγνώριση του φρουρίου της Αγίας Μαύρας.
Η ναυμαχία αυτή αποτέλεσε μια συντριπτική ήττα για τους Οθωμανούς, που δεν είχαν χάσει μεγάλη ναυμαχία από τον 15ο αιώνα. Η νίκη χαιρετίστηκε από το σύνολο της Χριστιανοσύνης και αποδόθηκε στην Παναγία, επηρεάζοντας και τους υπόδουλους Έλληνες, που προέβησαν σε εξεγέρσεις σε αρκετά σημεία του ελλαδικού χώρου, χωρίς όμως αποτέλεσμα, και με συνέπεια σκληρά τουρκικά αντίποινα, καθώς ο Ιερός Συνασπισμός δεν συνέχισε το έργο της «σταυροφορίας» που φάνηκε να είχε αρχίσει με τη ναυμαχία της Ναυπάκτου.
Πηγές:
olympias.lib.uoi.gr, huffingtonpost.gr
GEONEWS