Μπροστά στο Μηδέν

Γράφει ο Βασίλης Σάββας

Ο Νίτσε είχε προειδοποιήσει, στην τρίτη πραγματεία της «Γενεαλογίας της Ηθικής», για το εφιαλτικό ενδεχόμενο, που σήμερα τείνει να καταστεί πραγματικότητα: η θεοποιημένη Επιστήμη στον θρόνο του Θεού που, κατά τη ζαρατούστρεια θριαμβολογία, είναι νεκρός.

Για να συμβεί αυτό, προηγήθηκε μια εξέγερση, σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη. Επί αιώνες η ανθρωπότητα βρισκόταν αλυσοδεμένη στον Καύκασο της δεισιδαιμονίας. Μια ενστικτώδης, ορμέμφυτη θρησκευτικότητα, στηριζόμενη στα δεκανίκια της θεοκρατίας, φιλοδοξούσε να ελέγχει απόλυτα, όχι μόνο την εξωτερική συμπεριφορά του ανθρώπου, αλλά πολύ περισσότερο, την ίδια τη σκέψη του. Και αλίμονο στους αντιρρησίες.. Μια τόσο καταλυτική δράση, ωστόσο, αναμενόμενα θα επιφέρει κάποτε και μια ισοδύναμη αντίδραση: Αναγέννηση, Μεταρρύθμιση, Διαφωτισμός. Και η ανθρωπότητα– επιτέλους – φαίνεται να σπάζει δεσμά αιώνων!

Δυστυχώς ο Άνθρωπος, για άλλη μια φορά, κατελήφθη από τρομερή αμηχανία μπροστά στη νεοαποκτηθείσα ελευθερία του. Έσπευσε να σφυρηλατήσει νέα δεσμά για τον εαυτό του. Έτσι, από τον Αιώνα των Φώτων και εντεύθεν, βασιλεύει στον κόσμο μια νέα Δύναμη, απρόσωπη και αδιάφορη απέναντι στην ανθρωπότητα, μια “θεότητα” που δε μακροθυμεί και δεν εξιλεώνεται με προσευχές και θυσίες: πρόκειται για την Ύλη, μοναδική Πρώτη Ουσία, οντολογικά ανερμήνευτη και διαρκώς μεταλλασσόμενη, στα χέρια της οποίας όλος ο Κόσμος είναι απλά άθυρμα…

Αρχικά, με όπλο τις βεβαιότητες που παρέχει η αντικειμενικότητα της επιστημονικής γνώσης, γκρεμίστηκε η θρησκευτική δεισιδαιμονία και το κοσμοείδωλο που είχε πλάσει και επιβάλλει επί αιώνες. Έπαψε η Γη να αποτελεί το κέντρο του Σύμπαντος, εξοβελίστηκε σε μια γωνιά της άπειρης έκτασής του. Συνακόλουθα όμως, ο Άνθρωπος έχασε τη βασιλική του θέση εντός της Δημιουργίας, κατέστη πια ένα κοσμικό «ατύχημα», άλλο ένα συμβεβηκός σε μια μακρά αλυσίδα τυχαίων εξελικτικών διεργασιών.

Επομένως, θα διερωτηθεί κάποιος, γιατί να έχει μεγαλύτερη αξία η ζωή ενός ανθρώπου από τη ζωή οποιουδήποτε άλλου έμβιου οργανισμού; Γιατί να έχει τελικά οποιαδήποτε αξία, αφού όσο τυχαία εμφανίστηκε το ανθρώπινο είδος, εξίσου τυχαία μπορεί και να εξαφανιστεί, δίχως αυτό να σημάνει κάτι τραγικό κι ανεπανόρθωτο για το απαθές και δίχως τέλος Σύμπαν; Οι ερωτήσεις αυτές θυμίζουν σκόπιμα ντε Σαντ. Άλλωστε, ποιος άλλος, πέρα από τον “θείο Μαρκήσιο”, μπόρεσε να καταδείξει με τόσο ωμή σαφήνεια τις ακραίες ηθικές συνέπειες της κυριαρχίας του μεταφυσικού υλισμού;

Επιστρέφοντας στον Νίτσε, προκαλεί αίσθηση η διαπίστωση ότι ακόμη κι αυτός, ο λυσσαλέος πολέμιος κάθε υπερβατικής παρηγοριάς, αναγνωρίζει το γεγονός ότι όλα τα θρησκευτικά συστήματα επιφυλάσσουν για τον Άνθρωπο μια εξόχως προνομιακή θέση εντός του κόσμου. Αποκορύφωμα της στάσης αυτής συνιστά ασφαλώς η βιβλική κοσμολογία, όπως ερμηνεύτηκε και διανθίστηκε από τη δημιουργική ευφυΐα της πατερικής διδασκαλίας. Εδώ ο άνθρωπος αποτελεί μια συγκεφαλαίωση της Δημιουργίας, τον μεσίτη μεταξύ αυτής και του Θεού, τη γέφυρα μεταξύ Κτίστη και Κτιστού. Η αξία του δε μετράται με κριτήριο την ικανότητά του να προσαρμόζεται στις συνθήκες του εκάστοτε περιβάλλοντος, ούτε με γνώμονα τη λογική του ικανότητα ή οποιοδήποτε άλλο εξελικτικό πλεονέκτημα. Αντίθετα, είναι η μοναδική προσωπική του ύπαρξη, σε συνδυασμό με την τελική υπαρκτική του δυνατότητα, εκείνη που τον καθιστά, κατά τον Μπερντιάγεφ, “μικρόκοσμο και μικροθεό”.

Βλέπουμε τον δυτικό κόσμο σήμερα διστάζει να ενστερνιστεί μια τέτοια κοσμοθεώρηση, από τον φόβο να μην κυλήσει, για άλλη μια φορά, στο βάραθρο του θρησκευτικού φονταμενταλισμού. Υπάρχει τελικά λύση στο αδιέξοδο, ή μόνη ρεαλιστική εκδοχή της πραγματικότητας είναι η πόλωση ανάμεσα στον πιο αφιλοσόφητο επιστημονικό υλισμό από τη μία και μια συμπλεγματική, μισαλλόδοξη θρησκευτικότητα, που καταλήγει σε κηρύγματα μίσους αλλά και σε έμπρακτη, τυφλή βία, από την άλλη;

Πρώτο, ίσως και πιο καθοριστικό βήμα προς την εύρεση λύσης αποτελεί η συνειδητοποίηση του διακριτού ρόλου που επέχουν, αφ’ ενός η φιλοσοφία, ιδίως ο κλάδος εκείνος που από την εποχή του Αριστοτέλη καλείται Μετά-Φυσική, και η επιστήμη αφ’ ετέρου. Διά της πρώτης επιχειρείται μια νοηματοδότηση του κόσμου και του ανθρώπινου βίου, από την οποία αυτομάτως διαμορφώνεται και μια στάση απέναντι στα πράγματα. Η δεύτερη αποτελεί ένα εξαιρετικά πολύτιμο εργαλείο κατανόησης του κόσμου που μας περιβάλλει και βελτίωσης των συνθηκών ζωής μας. Μόνο όταν προσδιορίζεται ένας υπαρκτικός στόχος, δύναται η επιστημονική γνώση να διακονεί τον Άνθρωπο και τον Κόσμο, χωρίς να εκφυλίζεται σε έναν οντολογικά εκκρεμή αυτο-σκοπό, ίδιο με τον Όφιν του Κήπου, που μας καλεί (με αξιοθαύμαστη σαγήνη, είναι η αλήθεια) να γευτούμε τον καρπό του Μηδενός…

ΑΝΤΙΦΩΝΟ

, , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *