Γράφει ο Κωνσταντίνος Διώγος
Οι αντιπαραβολές, οι αναλογίες και οι συγκρίσεις αποτελούν τεχνικές επιχειρηματολογίας που δεν έχουν μεγάλη εγκυρότητα, μιας και δύο καταστάσεις δεν μπορεί ποτέ να είναι απόλυτα όμοιες. Ωστόσο χρησιμοποιούνται συχνά στον λόγο –και δη στον δημόσιο– καθώς διαθέτουν παραστατικότητα, απλοποιούν και εκλαϊκεύουν το μήνυμα που θέλει να περάσει ο πομπός και κυρίως εξυπηρετούν τον ιδεολογικό του στόχο. Όπως αναφέρει και ο Σεφέρης, οι παραβολές είναι ένας πολύ καλός τρόπος να ξεστομίσουμε αλήθειες ή πράγματα που δύσκολα τολμάμε να παραδεχτούμε και να αρθρώσουμε.2 Δύο πόλεμοι που έγιναν στα τέλη του 19ου αιώνα με απόσταση μόλις ενός έτους, ο Ελληνοτουρκικός του 1897 και ο Ισπανοαμερικανικός του 1898, προσφέρονταν για εύκολες συγκρίσεις και παραλληλισμούς και παρήγαγαν στον ελληνικό δημόσιο λόγο αναλογικά-ιδεολογικά σχήματα, προκειμένου ο δεύτερος να λειτουργήσει ως βάση ερμηνείας του πρώτου. Το παρόν άρθρο έχει ως στόχο να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο ο Ισπανοαμερικανικός Πόλεμος λειτούργησε ως «καθρέφτης» του «ατυχούς» Ελληνοτουρκικού καθώς και να σκιαγραφήσει την εικόνα που σχηματίστηκε στους Έλληνες για τον μελλοντικό ρόλο και θέση των ΗΠΑ στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
1. Οι αιτίες της ισπανοαμερικανικής ρήξης
Από τα τέλη του 19ου αιώνα οι ΗΠΑ άρχισαν να απομακρύνονται αισθητά από το αυστηρό πλαίσιο απομονωτισμού που επέβαλε το δόγμα Monroe, αποκτώντας τη φυσιογνωμία επιθετικής και ιμπεριαλιστικής δύναμης. Η αλλαγή αυτή φάνηκε καθαρά με την ενεργό στρατιωτική εμπλοκή στις υποθέσεις της Κούβας (1898) και των Φιλιππίνων (1899-1904) και με την προσπάθεια επέκτασης ελέγχου στις θάλασσες της Καραϊβικής και του Ειρηνικού. Οι Αμερικανοί δεν ήταν, ούτε ήθελαν να γίνουν «κλασική» αποικιοκρατική δύναμη. Δεν ονειρεύονταν την προσάρτηση νέων εδαφών στην Ομοσπονδία ούτε, τόσο, τις πλουτοπαραγωγικές πηγές άλλων χωρών, αφού διέθεταν άφθονες. Αυτό, όμως, δεν σήμαινε ότι δεν ενδιαφέρονταν να επεκτείνουν την επιρροή τους σε περιοχές έξω από την αμερικανική ήπειρο, εκεί όπου απλώνονταν τα εμπορικά και οικονομικά τους συμφέροντα. Άμεσος στόχος ήταν η διασφάλιση θαλάσσιων εμπορικών οδών και αγορών ανοικτών για την απορρόφηση αμερικανικών βιομηχανικών προϊόντων και για την επένδυση αμερικανικών κεφαλαίων. Γι’ αυτό και εφάρμοσαν μια φαινομενικά ήπια στρατηγική οικονομικής και εμπορικής διείσδυσης, χωρίς την ανάγκη προσάρτησης νέων εδαφών, που σίγουρα θα έβρισκε ισχυρή αντίθεση στο εσωτερικό της χώρας, θα ήταν πολυδάπανη και θα τους έφερνε αντιμέτωπους με τις μεγάλες ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές Δυνάμεις. Ωστόσο, στην περίπτωση της Ισπανίας, μιας παρηκμασμένη χώρας που εξακολουθούσε να διατηρεί κτήσεις σε περιοχές ζωτικής σημασίας για τα αμερικανικά συμφέροντα, η κυβέρνηση και ο πρόεδρος McKinley δεν δίστασαν να καταφύγουν στην ένοπλη σύγκρουση, ολοκληρώνοντας την αντίληψη «η Αμερική για τους Αμερικανούς» και βάζοντας τις βάσεις για την κυριαρχία σε Ατλαντικό και Ειρηνικό Ωκεανό.3
Βέβαια, οι Αμερικανοί δεν ήθελαν να αμαυρώσουν την παγκόσμια εικόνα τους ως σύμβολο δημοκρατίας και ελευθερίας με ένα ιμπεριαλιστικό στίγμα. Έτσι, όπως οι άλλες ευρωπαϊκές Δυνάμεις προέβαλλαν τις αποικιοκρατικές εκστρατείες τους ως «εκπολιτιστικές αποστολές» έτσι και οι Ηνωμένες Πολιτείες εναρμόνισαν τους πραγματικούς επεκτατικούς στόχους με μια σειρά από ιδεαλιστικούς. Αυτοί σχετίζονταν με την προάσπιση της ελευθερίας και ανεξαρτησίας των καταπιεσμένων λαών, την «εξαγωγή» των δημοκρατικών θεσμών, την προώθηση του φιλελευθερισμού, τη διασπορά του προτεσταντικού χριστιανικού μηνύματος, στο πλαίσιο μιας γενικότερης προσπάθειας ολοκλήρωσης του «αμερικανικού πεπρωμένου», που τελικό στόχο είχε της διάδοση της έννοιας της «προόδου», στην αμερικανική εκδοχή της.
Η περίπτωση της υπό ισπανική κυριαρχία Κούβας πληρούσε τους παραπάνω ιδεαλιστικούς στόχους. Η Κούβα ήταν ένα νησί με μακρά αντι-ισπανική επαναστατική παράδοση. Από τον Δεκαετή Πόλεμο του 1868-1878 το νησί δεν είχε σταματήσει να βρίσκεται σε επαναστατικό αναβρασμό. Η κατάργηση της δουλείας και η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων από τους νικητές Ισπανούς δεν εξάλειψε το πάθος των Κουβανών για ανεξαρτησία. Η επανέναρξη των εχθροπραξιών, τον Φεβρουάριο του 1895, έδωσε την αφορμή στις ΗΠΑ να βάλουν σε εφαρμογή τα σχέδιά τους. Οι Ισπανοί απέναντι στη νέα επανάσταση απάντησαν με ανεπανάληπτη σκληρότητα, στέλνοντας ως διοικητή τον στρατηγό Valeriano Weyler, που εφάρμοσε τακτικές εγκλεισμού σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για τον άμαχο πληθυσμό. Σε αυτά χιλιάδες Κουβανοί –κυρίως ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά– βρήκαν τραγικό θάνατο, χαρίζοντας στον Weyler το δυσφημιστικό παρατσούκλι «ο χασάπης». Ο «κίτρινος Τύπος» της Αμερικής, κυρίως οι εφημερίδες των μεγαλοεκδοτών Hearst και Pulitzer, εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση. Σκιαγράφησαν την ήδη τραγική κατάσταση στην Κούβα με ακόμη πιο μελανά χρώματα και οδήγησαν στην έξαψη της κοινής γνώμης εναντίον των Ισπανών και στην καλλιέργεια φιλοπόλεμου κλίματος. Η περιγραφή των κακοπαθημάτων των Κουβανών έδινε, πλέον, το ηθικό πλεονέκτημα στην αμερικανική κυβέρνηση να μπορεί να επικαλείται ηθικά ερρείσματα στις ενέργειές της.
Η άνοδος του ρεπουμπλικάνου William McKinley στην εξουσία, το 1897, ενός προέδρου με ξεκάθαρα επεκτατική ατζέντα στην εξωτερική πολιτική, άνοιξε τον δρόμο για τη στρατιωτική επέμβαση.4 Το πρόγραμμα του McKinley περιλάμβανε την προσάρτηση της Χαβάης, τη δημιουργία μιας ασφαλούς οδού στον Ειρηνικό, μέσω των Φιλιππίνων, για την εξασφάλιση πρόσβασης στην αγορά της Κίνας και τον έλεγχο στη θάλασσα της Καραϊβικής. Η αμερικανική κυβέρνηση από το καλοκαίρι του 1897 άρχισε να ασκεί διπλωματική πίεση στην ισπανική για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στην Κούβα. Η ανάκληση του Weyler από το νησί και η χορήγηση περισσότερης αυτονομίας στους αυτόχθονες φάνηκε, πρόσκαιρα, να αποτρέπει τον πόλεμο. Στο ετήσιο μήνυμα (Δεκέμβρης 1897) ο McKinley εμφανίστηκε πρόθυμος να δώσει στην ειρήνη μια ευκαιρία, ελέγχοντας την πορεία των ισπανικών μεταρρυθμίσεων. Δεν απέρριψε, όμως, το ενδεχόμενο επέμβασης στο νησί σε περίπτωση που αυτές δεν εφαρμόζονταν και δεν δίστασε να κάνει λόγο για υποχρέωση της χώρας του απέναντι στις «αμερικανικές αρχές, τον πολιτισμό και την ανθρωπότητα».5 Ωστόσο, τα γεγονότα εξελίχθηκαν αναπάντεχα αρνητικά.
Τον Ιανουάριο του 1898 η αμερικανική κυβέρνηση έστειλε το πολεμικό πλοίο Maine στην Κούβα για την προστασία των αμερικανών υπηκόων και των περιουσιών τους. Αναμφίβολα επρόκειτο για κίνηση επίδειξης δύναμης, με στόχο την άσκηση πίεσης στους Ισπανούς. Τη νύχτα της 15ης Φεβρουαρίου, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, το Maine εξερράγη στον κόλπο της Αβάνας, παρασύροντας στον υγρό τάφο 260 ψυχές. Η κοινή γνώμη, παρακινημένη από έναν μαινόμενο Τύπο, απέδωσε την έκρηξη στους Ισπανούς και ζητούσε εκδίκηση. Ο McKinley, αν και προσπάθησε να καθησυχάσει τον λαό ορίζοντας μια επιτροπή για την εξέταση της υπόθεσης (η οποία απέφυγε να αποδώσει ευθέως την ευθύνη στους Ισπανούς), άρχισε παράλληλα να προετοιμάζεται για στρατιωτική επέμβαση. Η εικόνα που προβλήθηκε από τις τότε ελληνικές εφημερίδες, ότι ο McKinley ήταν ένας φιλειρηνιστής και άβουλος πρόεδρος, παρασυρμένος από έναν φιλοπόλεμο Τύπο σε πράξεις που δεν επιθυμούσε, ήταν λανθασμένη και απλοϊκή και εξυπηρετούσε, όπως θα δούμε παρακάτω, εγχώριες πολιτικές σκοπιμότητες. Στην πραγματικότητα ο McKinley δεν ήταν ούτε ιμπεριαλιστής ούτε φιλειρηνιστής. Ήταν ένας πρόεδρος που προσπάθησε συνειδητά, μέχρι την τελευταία στιγμή, να αποτρέψει με διπλωματικά μέσα τον πόλεμο, χωρίς όμως ούτε να τον φοβάται ούτε να τον αρνείται ως μέσο επίλυσης του κουβανικού ζητήματος. Η απαίτηση των Αμερικανών να χορηγηθεί πλήρης ανεξαρτησία στην Κούβα και η άρνηση της ισπανικής κυβέρνησης να επιτρέψει μια τόσο άμεση εμπλοκή ξένης χώρας σε μια «δική της υπόθεση» οδήγησαν τελικά στον πόλεμο, που κηρύχθηκε επίσημα στις 20 Απριλίου 1898 (ν.ή.).
Ο πόλεμος, όπως ήταν αναμενόμενο, κρίθηκε στην υπεροπλία και το σύγχρονο χαρακτήρα των αμερικανικών ναυτικών δυνάμεων, μέσα σε διάστημα δέκα μόλις εβδομάδων. Σε αυτόν αποδείχθηκε η καταστροφική επιρροή της πολεμικής βιομηχανίας, η αξία της «πολεμικής επιστήμης» και «η τελειότης των όπλων και των πολεμικών μηχανών»6 και δοκιμάστηκαν για πρώτη φορά «πάσαι αι κατά θάλασσαν μηχαναί του πολέμου, αι εφευρεθείσαι από της τελευταίας τριακονταετίας».7 Ήταν ένας πόλεμος–πρόγευση των μελλοντικών πολέμων, αυτών που έμελλαν να σφραγίσουν με αίμα την ιστορία του 20ου αιώνα, στον οποίο η λαϊκή φαντασία έβλεπε «τα μηχανήματα του Βερν και του Έδισσων» να φεύγουν από τις σελίδες της λογοτεχνίας και να γίνονται πράξη.8 Όλοι περίμεναν ότι ένας λαός τόσο πολυμήχανος και εφευρετικός όπως ο αμερικανικός θα ετοίμαζε «κάτι τι απρόοπτον, κάτι τι εντελώς νέον […] νέες εφευρέσεις καταστρεπτικάς, άγνωστα εξολοθρευτικά μηχανήματα».9 Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Νικόλαος Επισκοπόπουλος:
Η Ισπανία […] θα ευρεθή εις δυσχερή θέσιν προ του νέου κολοσσού, του κινουμένου με ηλεκτρισμόν, του εργαζομένου μηχανικώς, τον οποίον φαντάζεται κανείς ατμήλατον, ομιλούντα δια χιλίων φωνογράφων και αναπνέοντα τη βοηθεία εκατομμυρίων δυναμοκινητήτρων.10
Δυο ναυμαχίες και μια χερσαία εκστρατεία όρισαν τα θέατρα του πολέμου.11 Η πρώτη διεξήχθη στον κόλπο της Μανίλα στις Φιλιππίνες, την 1η Μαΐου, όταν η ασιατική μοίρα του ναυάρχου Dewey συνέτριψε με χαρακτηριστική ευκολία την απαρχαιωμένη ισπανική. Παράλληλα, οι Αμερικανοί αποβίβασαν εκστρατευτικό σώμα στην Κούβα, το οποίο σε συνεργασία με τους αυτόχθονες επαναστάτες άρχισε να κινείται προς το Σαντιάγο. Ο ισπανικός στρατός μπορεί να υπερίσχυε αριθμητικά, ήταν όμως εξουθενωμένος από τον πολυετή αγώνα και τις φοβερές ελλείψεις στον ανεφοδιασμό. Η αμερικανική νίκη κρίθηκε τελικά στη θάλασσα. Στην περίφημη ναυμαχία του Σαντιάγο (3 Ιουλίου 1898), υπό τον καταιγισμό του αμερικανικού πυρός καταστράφηκε ολοσχερώς η ισπανική ναυτική μοίρα της Καραϊβικής του ναυάρχου Cervera. Με το νησί αποκομμένο η Ισπανία ήταν αναγκασμένη να συνθηκολογήσει. Το μέλλον των ισπανικών κτήσεων στον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό σφραγίστηκε στο Παρίσι με την υπογραφή της ομώνυμης συνθήκης (10 Δεκεμβρίου 1898). Η Κούβα ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη, ενώ στις ΗΠΑ παραχωρήθηκαν το Πουέρτο Ρίκο, το Γκουάμ και οι Φιλιππίνες. Κι αν για τον έλεγχο των δύο πρώτων νησιών οι Αμερικανοί δεν συνάντησαν ιδιαίτερες δυσκολίες, δεν συνέβη το ίδιο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Φιλιππίνων. Εκεί αναγκάστηκαν να εμπλακούν σ’ έναν αιματηρό πόλεμο (1899–1902), στη διάρκεια του οποίου αμαύρωσαν το όνομά τους με φοβερές σφαγές και αντίποινα στον ντόπιο πληθυσμό.12
2. Ο Ισπανοαμερικανικός Πόλεμος ως «καθρέφτης» του Ελληνοτουρκικού
Η είδηση του ξεσπάσματος του Ισπανοαμερικανικού Πολέμου έφτασε στην Ελλάδα σε μια εξαιρετικά δύσκολη στιγμή για τη χώρα. Η κοινωνία προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές που είχε αφήσει ο χαμένος Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 και να βρει ερρείσματα, ώστε να αποκαταστήσει το πληγωμένο ηθικό της. Οι μνήμες ήταν νωπές, το σοκ της ήττας τεράστιο και ο κλονισμός άγγιζε τα σημαντικότερα θεμέλια του έθνους-κράτους. Η εμπιστοσύνη του λαού στον στρατό, το πολιτικό σύστημα και τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς είχε διασαλευτεί και μια γενικότερη αίσθηση απαξίωσης και απαισιοδοξίας κυριαρχούσε στον δημόσιο λόγο.
Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αναζητηθούν οι αιτίες της ήττας, όλοι (δημοσιογράφοι, διανοούμενοι, πολιτικοί, στρατιωτικοί, λαός) έψαχναν εξιλαστήρια θύματα και κάθε φορά οι ευθύνες αποδίδονταν σε διαφορετικά πρόσωπα, ανάλογα με τις ιδεολογικοπολιτικές σκοπιμότητες που είχαν οι κρίνοντες. Άλλοτε έφταιγε ο στρατός και οι αξιωματικοί, που επέδειξαν ανεξήγητη υποχωρητικότητα και δειλία στα πεδία των μαχών∙ άλλοτε ο πολιτικός κόσμος, που δεν είχε προετοιμάσει επαρκώς τον στρατό για την κρίσιμη στιγμή∙ άλλοτε ο Δηλιγιάννης, που είχε παρασύρει τη χώρα σε μια καταστροφική επιλογή, χωρίς κατάλληλη προετοιμασία∙ άλλοτε οι Τρικουπικοί, που είχαν συσσωρεύσει χρέη και μια επώδυνη χρεωκοπία στον Δηλιγιάννη∙ άλλοτε η Εθνική Εταιρεία, που είχε εξάψει τον αλόγιστο εθνικισμό και άλλοτε ο Τύπος, που είχε καλλιεργήσει συστηματικά ένα φιλοπόλεμο κλίμα, παρασύροντας τον πολιτικό κόσμο και την κοινωνία σε μια άφρονα περιπέτεια με καταστροφικές συνέπειες.
Η λογική, η ψυχραιμία και η νηφάλια αποτίμηση της πραγματικότητας αποτελούσαν δυσεύρετα στοιχεία στον δημόσιο λόγο της εποχής, καλλιεργώντας το έδαφος για την απόλυτη κυριαρχία του λαϊκισμού. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο «λαός» ηρωοποιούταν ως άμοιρος ευθυνών, «προδομένος», θύμα διεφθαρμένων πολιτικών και «ύπουλων» ξένων δυνάμεων. Η λαϊκή βούληση εννοιολογούταν ως «αλάνθαστη», «σοφή» και «αμόλυντη». Η ήττα αποδιδόταν σ’ ένα απρόσωπο «διεφθαρμένο και κατεστημένο σύστημα», που αγνοούσε τη «γνήσια λαϊκή βούληση». Αν η τελευταία εισακουόταν, θα οδηγούσε το έθνος στην απαράμιλλη δόξα που υποσχόταν η Μεγάλη Ιδέα. Μια Μεγάλη Ιδέα που, παραδόξως, βγήκε ενισχυμένη και όχι καταρρακωμένη από την επώδυνη ήττα.
Σ’ αυτή τη δύσκολη για την Ελλάδα συγκυρία ο Ισπανοαμερικανικός Πόλεμος, όσο μακρινός κι αν φάνταζε, αποτέλεσε ένα πρόσφορο μέτρο σύγκρισης του αντίστοιχου Ελληνοτουρκικού. Ο ελληνικός Τύπος χρησιμοποίησε την εξέλιξή του, τους πρωταγωνιστές, τις αντιδράσεις των αντιμαχομένων και τις πολιτικές επιλογές Αμερικανών και Ισπανών, προκειμένου να αντλήσει παραδείγματα, να τα «εργαλειοποιήσει» και να τα χρησιμοποιήσει ως μέσο ανάλυσης των αντίστοιχων ελληνικών «σφαλμάτων και παραλείψεων». Άλλωστε, ο Ισπανοαμερικανικός προσέφερε τρεις εύκολες αναλογίες, που επέτρεπαν την αντιπαραβολή με τον «ατυχή» Ελληνοτουρκικό. Πρώτον, στο επίκεντρο της διαμάχης βρίσκονταν δυο νησιά, Κούβα και Κρήτη, με «κοινή» μοίρα. Και τα δύο διατελούσαν κάτω από καταπιεστικά και διεφθαρμένα καθεστώτα (Ισπανίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αντίστοιχα) και οι κάτοικοί τους βρίσκονταν σε διαρκή επαναστατικό αναβρασμό. Δεύτερον, όπως στην Ελλάδα έτσι και στις ΗΠΑ ένας φιλοπόλεμος Τύπος πρωταγωνιστούσε στις εξελίξεις, εξάπτοντας πάθη και καλλιεργώντας έκρυθμο κλίμα. Τρίτον, Αμερικανοί και Ισπανοί προβάλλονταν (πριν την έναρξη του πολέμου) ως απαράσκευοι για μια τόσο σημαντική σύγκρουση, όπως και οι Έλληνες είχαν αποδειχτεί απροετοίμαστοι τη δύσκολη στιγμή. Οι Αμερικανοί μπορεί να διέθεταν τεχνολογική και αριθμητική υπεροπλία, δεν είχαν όμως στρατιωτική εμπειρία. Ο Ισπανοί, από την άλλη, ήταν εμπειροπόλεμοι, αλλά βρισκόταν σε φάση παρατεταμένης παρακμής. Όλοι στην Ελλάδα περίμεναν να δουν πως θα αντιδράσουν στα πεδία των μαχών, ώστε να προβούν σε προφανείς παραλληλισμούς με την ελληνική στρατιωτική αποτυχία.
Αν στις παραπάνω ομοιότητες προσέθετε κανείς και τον παράγοντα «χρονική εγγύτητα», το γεγονός δηλαδή ότι ο Ισπανοαμερικανικός ξεσπούσε έναν ακριβώς χρόνο μετά τον Ελληνοτουρκικό, σε μια περίοδο που τα χαμένα εδάφη της Θεσσαλίας δεν είχαν αποδοθεί ακόμη στην Ελλάδα και το Κρητικό Ζήτημα βρισκόταν εκ νέου σε ένταση, δεν είναι δύσκολο να ερμηνεύσει κανείς γιατί ο ελληνικός Τύπος έσπευσε να αναδείξει αυτές τις αναλογίες και να τις καταστήσει κεντρικό θέμα συζήτησης στον δημόσιο λόγο. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, ο επικείμενος Ισπανοαμερικανικός έγινε ο «καθρέφτης» του χαμένου Ελληνοτουρκικού. Πάνω του αντανακλάστηκαν οι απογοητεύσεις, οι ενοχές, οι ευθύνες και τα απωθημένα ενός σαστισμένου ελληνικού λαού.
Με αφορμή την έναρξη του Ισπανοαμερικανικού ξεκίνησε στην Ελλάδα ένας παράλληλος «πόλεμος» εφημερίδων. Όλες οι αξιοσημείωτης κυκλοφορίας εφημερίδες επιδόθηκαν σ’ έναν αγώνα, προκειμένου να κατοχυρώσουν πρώτες την ανακοίνωση μιας είδησης ή το αποτέλεσμα μιας ναυμαχίας ή μάχης. Έστειλαν έκτακτους ανταποκριτές σε Νέα Υόρκη, Μαδρίτη, Λονδίνο, Παρίσι, Βιέννη για να εξασφαλίσουν έγκαιρη και αξιόπιστη πληροφόρηση μέσω τηλεγραφημάτων. Πέρα από τις δικές τους αναλύσεις, μετέφραζαν και δημοσίευαν μελέτες, σχόλια και κρίσεις ξένων πολιτικών και στρατιωτικών αναλυτών. Διάνθιζαν σχεδόν καθημερινά τα πρωτοσέλιδά τους με εντυπωσιακά σκίτσα, εικόνες, γραφήματα και χάρτες, ερανισμένα από ξένες εφημερίδες και περιοδικά, ώστε να προσφέρουν στο αναγνωστικό κοινό πλήρη την εικόνα των πεδίων μαχών και των πρωταγωνιστών τους. Ίσως ήταν ο πρώτος εξωτερικός πόλεμος που καλύφθηκε δημοσιογραφικά με τόση λεπτομέρεια, εγκαινιάζοντας για τον Τύπο μια νέα εποχή «νεωτερικής δημοσιογραφίας», κατά την οποία η είδηση αποκτούσε εμπορική αξία ως προϊόν. Όσο πιο εντυπωσιακά παρουσιαζόταν τόσο περισσότερο «πουλούσε», αποφέροντας κέρδη σε όποιον τη διαχειριζόταν σωστά.
Μεγάλο, βέβαια, ήταν και το ενδιαφέρον του κοινού, που «διψούσε» για ενημέρωση, ωθώντας συχνά τους ανταποκριτές σε υπερβολές και λάθη. Μέρα με τη μέρα οι εφημερίδες διαγκωνίζονταν για την εξασφάλιση της γρηγορότερης ανταπόκρισης, της πιο εντυπωσιακής εικόνας, του πιο ηχηρού πηχυαίου τίτλου. Ήταν τόση η σπουδή των εκδοτών να «προλάβουν πρώτοι την είδηση», που συχνά γίνονταν φορείς παραπληροφόρησης και διάδοσης ψευδών φημών.13 Η Πρωία χαρακτήριζε τη φαντασία των Ελλήνων ανταποκριτών «αχανεστέρα του ωκεανού».14 Η έκταση της παραπληροφόρησης ήταν τόσο μεγάλη, που η Σφύρα σχολίαζε ειρωνικά:
Ο Ισπανοαμερικανικός πόλεμος εξακολουθεί εισέτι καταστρεπτικώτατος εν ταις… στήλαις των ελληνικών εφημερίδων! Απόδειξις τούτου έστω και η εξής πρόχειρος στατιστική κατά την οποίαν μέχρι σήμερον εγένοντο 805 ναυμαχίαι, κατεστράφησαν 37.142 θωρηκτά και εφονεύθησαν 2.915 Ναύαρχοι Αμερικανοί και Ισπανοί, πάντοτε δε όλ’ αυτά κατά τας… ελληνικάς εφημερίδας.
Ο πόλεμος, αν και χιλιάδες μίλια μακριά, επηρέασε και τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα. Προκάλεσε δυσκολίες στην κυβέρνηση, που εκείνη την περίοδο διαπραγματευόταν τους όρους ενός νέου δανείου στο εξωτερικό. Η ισπανοαμερικανική ρήξη είχε αναστατώσει τις διεθνείς αγορές χρήματος και καλλιεργούσε ανασφάλεια στις τράπεζες που διαχειρίζονταν ισπανικά χρεόγραφα. Ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Στρέιτ φοβόταν ότι αυτό το κλίμα θα καθυστερούσε τη συνομολόγηση του δανείου και θα έκανε δυσμενέστερους τους όρους αποπληρωμής του.15 Η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε την 1η Μαΐου να δηλώσει την «πλήρη και απόλυτον ουδετερότηταν» απέναντι στους εμπολέμους.16 Η δήλωση αυτή έβαζε τέλος στα όποια σενάρια είχαν διαρρεύσει τους προηγούμενους μήνες στον Τύπο περί πρότασης των ΗΠΑ για αγορά ελληνικών θωρηκτών.17 Άλλωστε, ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Ζαΐμης είχε δηλώσει πως «τα έθνη δεν εκποιούν ποτέ τα όπλα τους».18 Πάντως η Εστία δεν δίστασε να λοιδορήσει την ελληνική ουδετερότητα, δηλώνοντας ότι «εμείς εμείναμεν ουδέτεροι και στον δικόν μας ακόμα πόλεμον».19
Οι εφημερίδες επιχείρησαν στην αρχή του πολέμου μια «σφυγμομέτρηση» της κοινής γνώμης για το ποιον από τους δύο αντιμαχόμενους υποστήριζαν οι Έλληνες. Σε αυτήν προβάλλονταν παράγοντες ιδεολογικοί, πολιτικοί και ιστορικοί. Οι πιο φιλελεύθερες εφημερίδες, όπως ήταν φυσικό, τάσσονταν στο πλευρό των Αμερικανών και διερμήνευαν αντίστοιχα φιλοαμερικανικά αισθήματα στον ελληνικό λαό. Στους Αμερικανούς οι προοδευτικές εφημερίδες αναγνώριζαν «κρατούντες ηθικούς λόγους» και «φιλάνθρωπα» κίνητρα.20 Ο πόλεμος κατά της Ισπανίας χαρακτηριζόταν ως «εύοσμον άνθος αλτρουισμού»21 και «αγώνας ευγενής, ουχί προς κατάκτησιν αλλά προς απελευθέρωσιν της Κούβας».22 «Όλος ο πολιτισμένος κόσμος θα συνταχθή με τας Ηνωμένας Πολιτείας», έγραφε η Ακρόπολις του Γαβριηλίδη, μια εφημερίδα προοδευτική και δυτικόστροφη.23
Ο Γαβριηλίδης έκρινε πως η συμπάθεια των Ελλήνων προς τους Αμερικανούς ή τους Ισπανούς ήταν ευθέως ανάλογη προς την ταξική διαστρωμάτωση της χώρας, «ενδεικτική της ψυχικής διαφοράς των κοινωνικών τάξεων». Τα λαϊκά στρώματα τάσσονταν υπέρ των Αμερικανών, εμπνεόμενα από τον φιλελευθερισμό, την ισοπολιτεία, τον προοδευτισμό και, κυρίως, τον διηνεκή τους αγώνα υπέρ των «καταδυναστευομένων», όπως είχε αποδείξει και η βοήθεια που προσέφεραν οι αμερικανοί φιλέλληνες στην Επανάσταση του 1821. Από την άλλη, οι εκπρόσωποι «των ανεπτυγμένων τάξεων», η «μειοψηφούσα τάξη των γραμματισμένων», «ποιητές και ρομαντικοί», «φίλοι των ιπποτών, των παρασήμων και της αριστοκρατικής λάμψεως» έκρυβαν πόθους για νίκη της Ισπανίας.24 Ο φόβος αυτών των συντηρητικών τάξεων, που συνδέονταν με το παλάτι και τον βασιλιά, ήταν (σύμφωνα πάντοτε με τον Γαβριηλίδη) μήπως η νίκη των Αμερικανών αποδείξει ότι «το υγιέστερον φρόνημα εν Ελλάδι σώζεται εις τα κατώτερα στρώματα», στον άνθρωπο με το «αγνότερον λαϊκόν αίμα», που αν και «αμαθής» αποδεικνύεται τελειότερος, καθώς «έχει σκοτώσει παν μικρόβιον δουλικής κληρονομίας». Στους υποστηρικτές των Ισπανών ο Γαβριηλίδης απέδιδε τη μομφή του «ντιστεγκεδισμού»,25 ενός ελιτισμού δηλαδή, ο οποίος αποτελούσε παράγοντα διαφθοράς του πολιτικού συστήματος και ευθυνόταν, εν μέρει, για την ήττα του 1897. Γι’ αυτούς τους λόγους η υποστήριξη των Ελλήνων στους Αμερικανούς ήταν ένδειξη υγείας, «αγαθώτατος οιωνός», «αρίστη ζύμη δια να διαπλασθή η Ελλάς αντάξια τους παρελθόντος της, το οποίον ζη και ακμάζει εις τον βίον των Αμερικανών».26 Σε τέτοιου είδους αναλύσεις μπορεί κανείς να διαγνώσει μια έμμεση ροπή προς την «καθαρή δημοκρατία», την αβασίλευτη, που άκμασε στην αρχαία Αθήνα και που ο Γαβριηλίδης την έβλεπε να μεγαλουργεί τώρα στην υπερατλαντική χώρα. Αποτελούσε, όμως, και μια έκφραση λαϊκισμού, αφού αποθέωνε τον λαό ως τον μοναδικό παράγοντα προόδου και στοχοποιούσε τις «ανώτερες τάξεις» ως συντηρητικές και διεφθαρμένες. Στη ρίζα, επομένως, του Ισπανοαμερικανικού υπέφωσκε μια βαθύτερη ιδεολογική σύγκρουση των πολιτικών δυνάμεων της συντήρησης και της προόδου.
Η αναγνώριση του δίκαιου αγώνα των Κουβανών και η ταύτισή του με αυτόν των Κρητών δημιουργούσε αμερικανικές «συμπάθειες» στην Ελλάδα κι εύκολα νομιμοποιητικά σχήματα.27 Η αμερικανική επέμβαση στο νησί με σκοπό να το απαλλάξει την ισπανική κακοδιοίκηση μπορεί να παραβίαζε τις τυπικές αρχές του διεθνούς δικαίου, στηριζόταν όμως «επί του αληθούς Δικαίου […] εκείνου εφ ου και η Ελλάς στηριζομένη εζήτησε με την ιδίαν της καταστροφήν να ελευθερώση την Κρήτην», έγραφε η Εστία.28 Έτσι δικαιολογούταν αυτόματα η προ ενός έτους πρωτοβουλία της Ελλάδας να παρέμβει για την προστασία των Ελλήνων της Κρήτης. Αυτό υποστήριξε και ο Στέφανος Σκουλούδης, που από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών στην κυβέρνηση Ράλλη είχε κληθεί να χειριστεί το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνοτουρκικού Πολέμου και την επώδυνη συνθηκολόγηση του Σεπτεμβρίου 1897.29 Οι ΗΠΑ επιτελούσαν «το καθήκον το οποίον η Ευρώπη ώφειλε να επιτελέση αλλαχού, καθ’ ην εποχήν 300.000 Αρμένιοι εσφάζοντο και οι Κρήτες εζήτουν ν’ αναπνεύσωσιν ελεύθερον τον από της Ίδης αέρα».30
Το κοινό πάθος για ελευθερία Κρητών και Κουβανών και η γεωγραφική εγγύτητα των δύο νησιών με Ελλάδα και ΗΠΑ αντίστοιχα καθιστούσαν τις δύο περιπτώσεις ευθέως ανάλογες. Στον αγώνα των Κουβανών οι Έλληνες έβλεπαν την προσπάθεια ενός καταπιεσμένου λαού να ανατρέψει μια άδικη εξουσία, αποτελούμενη από «παπάδες, στρατιωτικούς και πλουσίους».31 Οι εφημερίδες τους αποκαλούσαν «Υπερωκεάνειους Κρήτες»32 και «αδελφούς των Κρητών»33 κι εύχονταν «χάριν των Κουβαίων, νίκην εις την Αστερόεσσαν […] όπως ούτω και οι κάτοικοι ζήσωσιν ως άνθρωποι ή ως κτήνη και ανδράποδα».34 Άλλωστε, ήταν αδύνατο «ο φιλευθερώτατος Ρωμηός να φαντασθή προς στιγμήν ότι οι μοναρχικοί Ισπανοί αγωνίζονται υπέρ του δικαίου».35 Γι’ αυτό και οι συμπάθειες των Ελλήνων έκλιναν προς αυτούς που πάλευαν να «δώσουν και εις άλλους λαούς το φως και την ευημερίαν».36 Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ιδεολογικής–επαναστατικής ταύτισης δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι μια ομάδα 500 Κρητών με επιστολή στον υποπρόξενο των ΗΠΑ στην Αθήνα Λ. Νικολαΐδη εξέφρασαν την πρόθεση να πολεμήσουν ως εθελοντές, ζητώντας τη συνδρομή του για να μεταβούν στο νησί της Καραϊβικής.37
Δεν αναγνώριζαν, όμως, όλοι οι Έλληνες αγνά κίνητρα στους Αμερικανούς. Ήδη από το 1873 ο έλληνας πρόξενος στη Νέα Υόρκη Δημήτριος Μπότασης παρατηρούσε ότι «ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι οι Αμερικανοί ανέκαθεν επωφθαλμιώσι την Κούβαν, ένεκα της γεωγραφικής αυτής θέσεως», χαρακτηρίζοντας το νησί ως την «κλείδα του Μεξικανικού Κόλπου».38 Ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης, γνωστός για τα φιλοβασιλικά του φρονήματα, δεν έδειχνε ιδιαίτερη συμπάθεια στη δημοκρατούμενη Αμερική. Σε άρθρο-ανάλυση που δημοσιεύτηκε στην Ακρόπολη αναγνώριζε στην Ισπανία «το νόμιμον αφ’ εαυτής», ευρισκόμενη «εν τω δικαίω αμυνόμενη», γι’ αυτό και ήταν «άξια συμπαθείας». Από την άλλη σκιαγραφούσε τις ΗΠΑ (αρνούταν να τις κατονομάσει και τις αποκαλούσε «η αντίπαλος Δύναμις») ως χώρα φιλοπόλεμη, «επιβουλεύουσα τω δικαίω και νομίμω» και ως εκ τούτου «ανάξια πάσης συμπαθείας». Ωστόσο, παραδεχόταν ότι στην Ιστορία δεν μετρούσε η «συναισθηματική δικαιοσύνη». Η Ισπανία εκπροσωπούσε έναν «ηρωισμό του παρελθόντος», ενώ οι ΗΠΑ ένα «ηρωισμό του πάθους και του παρόντος» και ίσως η επικράτηση των Αμερικανών ήταν τελικά «αναγκαία δια τα υπέρτερα της ανθρωπότητος συμφέροντα».39
Εφημερίδες όπως η Πρωία και το Εμπρός δεν έκρυβαν την προτίμησή τους στους Ισπανούς. Η Πρωία απέδιδε την ευθύνη του πολέμου στο «άμετρο των αμερικανικών αξιώσεων», που εκμεταλλεύτηκαν την κακοδιοίκηση της Κούβας για να εμφανιστούν «ως προστάται αδικουμένου λαού».40 Το Εμπρός θεωρούσε ότι κάθε Έλληνας, «ως άνθρωπος του παλαιού κόσμου», θα έπρεπε να αισθάνεται θλίψη, αφού ενδεχόμενη ήττα της Ισπανίας «αντανακλά και επί του ιδίου εαυτού ατόμου και εφ όλης της Ευρώπης».41 Ο χρονογράφος του Εμπρός (Πολ. Δημ.) έκρινε ως «αυθάδεια» και «αχαριστία» την προσπάθεια των Αμερικανών να αποκόψουν τους Κουβανούς από τη μητρόπολη Ισπανία, που τους είχε δώσει στο παρελθόν «τα φώτα του πολιτισμού», όπως ακριβώς είχαν κάνει και οι Αμερικανοί το 1776 απέναντι στη Μεγάλη Βρετανία!42 Αντίστοιχα ο Γεώργιος Πωπ απέδιδε «αχαριστία» στους κατοίκους όλης της αμερικανικής ηπείρου, που στρέφονταν κατά της «μητέρας» Ισπανίας, στην οποία όφειλαν «την εκ του σκότους απαλλαγήν των».43 Τέτοιου είδους συντηρητικές απόψεις αποδείκνυαν ότι το δίπολο «πολιτισμός–βαρβαρότητα» στις σχέσεις Ευρωπαίων αποίκων και ιθαγενών αποικιοκρατουμένων αποτελούσε μια βαθιά ριζωμένη αντίληψη στην ελληνική κοινωνία, που καμιά είδηση περί των απάνθρωπων πρακτικών που χρησιμοποιούσαν οι αποικιοκρατικές δυνάμεις δεν μπορούσε εύκολα να ξεριζώσει.
Ανεξάρτητα πάντως από τον «προοδευτικό» ή «συντηρητικό» προσανατολισμό της κάθε εφημερίδας, όλες χρησιμοποίησαν τον Ισπανοαμερικανικό για να ασκήσουν κριτική στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Πρώτη η Δηλιγιαννική Πρωία και το Εμπρός έσπευσαν να παραλληλίσουν τους χειρισμούς του Δηλιγιάννη στο Κρητικό με αυτούς του McKinley στην Κούβα. Μέσα από σειρά άρθρων ανέπτυξαν μια ολοκληρωμένη θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο McKinley, αν και φιλειρηνιστής, «ερρυμουλκήθη» στον πόλεμο «κατά τρόπον, μάλιστα, πολύ Δηλιγιαννικόν».44 Υπέκυψε, δηλαδή, στις πιέσεις μιας φιλοπόλεμης κοινής γνώμης και του Τύπου που την καθοδηγούσε, «διότι προδήλως έκρινεν, ότι τούτον συνέφερε εις τα συμφέροντα της πατρίδος του», όπως ακριβώς είχε κάνει και ο Δηλιγιάννης.45 Παράλληλα επιτίθετο στα «κνώδαλα των Αθηνών» Ακρόπολη, Εστία και Ημέρα Τεργέστης που, ενώ δικαιολογούσαν τη στάση του Αμερικανού προέδρου, αρνούνταν να κάνουν το ίδιο για τον έλληνα πρωθυπουργό.46 Από την άλλη και η Ακρόπολη προέβη στην ίδια σύγκριση, αυτή τη φορά με σκοπό ν’ ασκήσει αρνητική κριτική στον Δηλιγιάννη. Απαντώντας στην Πρωία ανέφερε ότι η πολιτική των δύο ανδρών απείχε όσο και η Αμερική από την Ελλάδα! Ο αμερικανός πρόεδρος αγωνιζόταν για να αποτρέψει τον πόλεμο, ενώ ο Δηλιγιάννης «τον άφηνε να έρχεται με ανοικτάς τας αγκάλας του!». Ο πρώτος πάλευε εναντίον του «λαϊκού ρεύματος», αλλά παρασκεύαζε παράλληλα το κράτος του «πυρετωδώς», ενώ ο δεύτερος, «άνους και άφρων», άφησε τον στρατό απροετοίμαστο. Και κατέληγε: «Οι ρυμουλκούμενοι δεν είναι άξιοι να κυβερνούν».47
Οι νίκες των Αμερικανών αποτέλεσαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αναδειχτούν οι ανεπάρκειες του ελληνικού στρατού και οι παθογένειες στις τάξεις των αξιωματικών. Οι πολεμικές προετοιμασίες των Αμερικανών, τα ανδραγαθήματα των στρατιωτικών και οι επιχειρησιακές επιτυχίες σε ξηρά και θάλασσα χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να στοχοποιηθούν οι «υπεύθυνοι» της επώδυνης στρατιωτικής ήττας του 1897. Άλλωστε, η επικαιρότητα της εποχής κυριαρχούταν από τις λεγόμενες «δίκες του Ναυτικού» των Κ. Σαχτούρη και Ι. Κόκκορη, στις οποίες είχε επιχειρηθεί η ποινικοποίηση της ήττας του 1897 και η αναζήτηση ευθυνών για την υποτιθέμενη αδράνεια του ναυτικού. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε το Σκριπ:
Νομίζει κανείς ότι ο τελευταίος πόλεμος μεταξύ της Ισπανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών γίνεται όπως παραστήση οικτροτέραν την πολεμικήν παρωδίαν, της οποίας ήρωες υπήρξαμεν ημείς ακριβώς προ ενός έτους.48
Στον δημόσιο λόγο προβλήθηκε μια επιτηδευμένα εξωραϊσμένη εικόνα της πολεμικής δεινότητας των Αμερικανών, προκειμένου να διαφανεί εντονότερα η «ανικανότητα» του ελληνικού στρατού. Τα ερωτήματα που έθεταν οι δημοσιογράφοι ήταν λαϊκίστικα και απλοϊκά, ενδεικτικά του κλίματος της εποχής και της εναγώνιας αναζήτησης απαντήσεων στα εγχώρια στρατιωτικά αδιέξοδα: Γιατί στη Λάρισα οι στρατηγοί παραδόθηκαν σχεδόν αμαχητί, ενώ στην Κούβα ο αριθμητικά μικρότερος αμερικανικός στρατός, «με εθελοντάς, με αγυμνάστους, με ανεμομαζώματα» κατάφερε να νικήσει τον υπέρτερο ισπανικό;49 Ποιο ήταν το κλειδί της επιτυχίας των Αμερικανών που έλειπε από τους Έλληνες; Το κυρίαρχο αφήγημα υπέβαλε την ιδέα ότι οι Αμερικανοί, ένα έθνος αποτελούμενο από «πολίτας και ουχί στρατιώτας», κατόρθωσε να προετοιμαστεί αποτελεσματικά και σε σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς να καταστρέψει «την ευδαιμονίαν του». Το παράδειγμά του έπρεπε να χρησιμεύσει στους έλληνες πολιτικούς, «οίτινες κατεχρεώθησαν, εχρεωκόπησαν, κατέστησαν είλωτες των χρηματιστών δια να διοργανωθούν εις στρατιωτικήν δύναμιν», παρουσιάζοντας εντέλει «μίαν πολεμικήν παρωδίαν», μομφή που βάραινε κυρίως την τρικουπική παράταξη.50
Από την άλλη διαδεδομένη ήταν και η ιδέα ότι οι Αμερικανοί, ως λαός πρακτικός και προνοητικός, έδινε έμφαση στην αξιοκρατία, κάτι που έλειπε από την Ελλάδα. Τοποθετούσαν στις κατάλληλες θέσεις τους ικανότερους, ακόμη κι αν είχαν ταπεινή καταγωγή. Αυτό αποδείκνυε ο διορισμός ως αρχιστρατήγου στην Κούβα του William Shafter, που έφτασε στο ανώτατο αξίωμα αφού πρώτα είχε διαπρέψει ως απλός στρατιώτης στον Αμερικανικό Εμφύλιο. «Εκείνα τα ιδικά μας… έφυγα χωρίς να ίδω ρουθούνι Τούρκου, άρα αποστρατεύομαι με γαλόνια στρατηγού, εδώ εις την Αμερικήν δεν έχουν πέρασιν», έγραφε με ειρωνεία ο Σωκράτης Ξανθάκης, ανταποκριτής της Ακρόπολης από τις ΗΠΑ.51 Ο έλληνας αξιωματικός παρουσιαζόταν επιρρεπής στις διασκεδάσεις, την υπερφίαλη μεγαλοστομία και το ρουσφέτι,52 ενώ ο Αμερικανός πειθαρχημένος και θαρραλέος, «πρότυπον ευψυχίας και στρατηγικής δεξιότητος:53
Εδώ [ενν. στην Αμερική] βλέπετε δεν υπάρχουν υπογένεια, ονόματα, οικογένειαι, μουστάκια εις περισπωμένας, σταυροί, γαλόνια, φούμαρα, λόγια παχιά, άθλοι των καφενείων. Εδώ υπάρχει μόνο μπύζνισς, δουλειά! Από τον οδοκαθαριστήν μέχρι του Προέδρου, από του απλού εργάτου μέχρι του Βάνδερμπιλτ, από του τελευταίου ναύτου μέχρι του ναυάρχου Σάμψων, από του τελευταίου στρατιώτου μέχρι του στρατηγού Μάιλς, τίποτε άλλο παρά δουλειά! Δουλειά!54
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης λοιδορούσε σε χρονογράφημα τους Έλληνες στρατηγούς, βάζοντας τους «προνοητικούς» Αμερικανούς να τους στέλνουν στην Κούβα. Εκεί αναγκαστικά θα πολεμούσαν και δεν θα υποχωρούσαν, αφού ήταν νησί και θα έπεφταν στη θάλασσα!55 Αντίστοιχα, οι ναυτικές επιτυχίες των Αμερικανών αποτελούσαν έκφραση της «Θείας Πρόνοιας… δια ν’ αποδείξη ηλίου φαεινότερον την ανικανότητα των δύο μοιράρχων του στόλου μας, τους οποίους το υπουργείον έσπευσε ν’ απαλλάξη πάσης κατηγορίας».56 Όπως οι Αμερικανοί κανονιοβολούσαν τα ισπανικά φρούρια, αναμένοντας την τελική σύγκρουση με τον ισπανικό στόλο, έτσι και ο ελληνικός στόλος έπρεπε να βομβαρδίσει το Καρα Μπουρνού στη Θεσσαλονίκη και να καταλάβει την Πρέβεζα. Δεν το έκανε όμως, περιμένοντας μάταια την έξοδο του τουρκικού από τα Δαρδανέλια και προσφέροντας μηδαμινή βοήθεια στον μαχόμενο στρατό.57 Οι νίκες των Αμερικανών στις ναυμαχίες της Μανίλα και του Σαντιάγο αποτελούσαν «αισχύνη»58 για τους «πελαγοδρομούντας»59 Έλληνες ναυάρχους! «Έκαστος βλέπει τα γενόμενα, συγκρίνει και μορφώνει πεποίθησιν»,60 έγραφε το Εμπρός, ανακοινώνοντας με τον ειρωνικό τίτλο «Ναύαρχοι και Ναύαρχοι» την απαλλαγή των Σαχτούρη και Κοκκόρη από το στρατοδικείο.61
Πάντως ο Ισπανοαμερικανικός Πόλεμος, πέρα από τις εύκολες συγκρίσεις και αναλογίες που προσέφερε, έδωσε τη δυνατότητα να εκφραστούν ενδιαφέρουσες απόψεις για το περιεχόμενο, το νόημα και τις πολιτικές προεκτάσεις της σύγκρουσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Όλοι οι πολιτικοί σχολιαστές στην Ελλάδα διερμήνευσαν τον πόλεμο όχι απλά ως διαμάχη δύο εθνών, αλλά ως σύγκρουση δύο κόσμων, του Παλαιού και του Νέου: Από τη μια η χώρα «του ενδόξου παρελθόντος και των ηρωικών παραδόσεων»», η «γηραιά, ιπποτική και δεσποτική» Ισπανία και από την άλλη το έθνος το «μάλλον νεωτερίζον, το πλασμένο με ηλεκτρισμόν», το «δημοκρατούμενον και φιλελεύθερον», η «σφριγώσα και πλήρης μέλλοντος» Αμερική.62 Επρόκειτο για αντιπαράθεση δύο νοοτροπιών, δύο εκ διαμέτρου αντίθετων πολιτικών συστημάτων, δύο πολιτισμών:
Ο κόσμος ο γεννώμενος απέναντι του κόσμου του θνήσκοντος. Το έθνος το λαϊκόν απέναντι του έθνους των ιπποτών. Ο λαός της γυμναστικής απέναντι του λαού της κιθάρας. Το κράτος το λαοκρατούμενον απέναντι του κράτους του τιτλοκρατούμενου. Ο κόσμος ο φιλελεύθερος απέναντι του κόσμου του θέλοντος να κυριαρχή. Η Πολιτεία η ηθικοποιούσα του πολίτας απέναντι της διαφθειρούσης τους ιδικούς της!63
Πολλοί διέβλεπαν μεγαλύτερους κινδύνους: Την πρώτη ένδειξη ότι «ο Νέος Κόσμος εξεγείρεται κατά του Παλαιού», ίσως και το προοίμιο μιας παγκόσμιας σύρραξης.64 Άλλοι, πάλι, προσέδιδαν ευρύτερες φυλετικές και πολιτικές διαστάσεις στη σύγκρουση: Την παρακμή των λατινογενών εθνών και την παράλληλη άνοδο του αγγλοσαξονικού πνεύματος. Η ήττα της Γαλλίας από τους Γερμανούς στην Αλσατία και τη Λωρραίνη (1897), της Ιταλίας στην Αβησσυνία (1896) και της Ισπανίας στην Κούβα και τις Φιλιππίνες έδειχναν ότι τα λατινικά έθνη βρίσκονταν σε παρακμή. Η ερμηνεία ήταν πολιτική. Στους Λατίνους υπήρχε «παντοδυναμία του κράτους ως δεσπότου τυραννικού, συνέχοντος πάσας τας εξουσίας». Στο παρελθόν το σύστημα αυτό μπορεί να γνώρισε ακμή, τώρα όμως ήταν καταδικασμένο σε παρακμή. Αντίθετα τα αγγλοσαξονικά έθνη προωθούσαν συστήματα διοικητικής αποκέντρωσης και πολιτικές διεύρυνσης της δημοκρατίας, της ατομικότητας και των ελευθεριών.65
Τα Αγγλοσαξονικά έθνη υπερείχαν και για λόγους που σχετίζονταν με τη νοοτροπία. Εμφάνιζαν, δηλαδή, ιδιότητες που στερούνταν τα άλλα, όπως «την ψυχράν και θετικήν εργασίαν, τον πρακτικόν νουν, την ψυχράν σκέψιν».66 «Χριστιανισμόν και ελευθερίαν μόνον εις τους Αγγλοσάξονας ευρίσκεις», έγραφε η Ακρόπολις.67 Η νίκη των Αμερικανών ενδεικνυόταν για ευρύτερα συμπεράσματα, καθώς αποδείκνυε ότι «χρειάζεται αναβαπτισμός, απολύμανσις». Να συνειδητοποιήσουν οι Έλληνες ότι το μέλλον βρισκόταν στην αλλαγή νοοτροπίας: «Ελάττωσις του λατινισμού και αύξησις του αγγλοσαξονισμού […] Άλλως το μέλλον εν Ανατολή δεν μας ανήκει […] λαοί ολιγώτερον ευφυείς ημών αλλ’ εργατικώτεροι και θετικώτεροι θα προχωρήσωσι πολύ εμπρός».68 Έτσι, η συγκυρία ενός αμερικανικού γεγονότος προσαρμοζόταν στον επίκαιρο προβληματισμό των Ελλήνων για την ανάγκη ανόρθωσης της χώρας, μετά τις τραυματικές εμπειρίες μιας πτώχευσης κι ενός χαμένου πολέμου.
Μετά τη ναυμαχία του Σαντιάγο (3 Ιουλίου 1898) ο πόλεμος είχε ουσιαστικά κριθεί, με σχετικά μικρές αμερικανικές απώλειες. Οι προβλέψεις των περισσοτέρων για εύκολη κατίσχυση των Αμερικανών βασισμένη στη δύναμη πυρός επαληθεύτηκαν πλήρως. Στις ελληνικές εφημερίδες εμφανίστηκαν έπαινοι σαν τον παρακάτω, αντίστοιχοι με τον έπαινο που επιφύλαξε ο Περικλής στην αγαπημένη του αθηναϊκή δημοκρατία, ιδεώδης και εν πολλοίς φαντασιακός, που συνέβαλλε στη στερέωση του «αμερικανικού μύθου». Πράγματι, οι Αμερικανοί φάνταζαν ως ένα «Έθνος θαυμάσιον», σύμφωνα με το πρωτοσέλιδο άρθρο των Καιρών:
Ο νεαρός λαός των Ηνωμένων Πολιτειών […] ίδρυσε πολίτευμα ασφαλίζον την ελευθερίαν μετά της τάξεως, την ευμερίαν και την καθόλου πρόοδον. Ευσεβής, επιχειρηματικός, φιλελεύθερος μέχρι κοσμοπολιτισμού, φέρεται ακατάσχετος προς την ανάπτυξιν και τον πολιτισμόν […] και υπερέχει ανέκαθεν εν τω μεγαλουργώ πνεύματι των εφευρέσεων. Το ατμοκίνητον, ο τηλέγραφος, το αλεξικέραυνον, τα θαυματουργά του ηλεκτρισμού επινοήματα είναι ίδια αυτού δημιουργήματα. Εκτιμά και υποστηρίζει την αξίαν, λατρεύει δε και εγκολπούται την αρετήν. Αναπτύξας δε πολιτικώς μέχρι τελειώσεως τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτου, έχει στέρεα την ελευθερίαν της συνειδήσεως, ανέπτυξε δε την έννομον και εύκοσμον ελευθερίαν μέχρι των άκρων εννοιών και κατέστησε το ανεξίθρησκον πάγκαλον αυτού χαρακτηριστικόν, στέργων και προστατεύων παν δόγμα και πάσαν θρησκευτικήν θεωρίαν. Καλλιεργών επιμόνως το πνεύμα του δια των γραμμάτων και των κλασικών σπουδών, των επιστημών και των ωραίων τεχνών […] έχει συγχρόνως το πνεύμα πρακτικόν μετ’ ευψυχίας και ισχύος βουλήσεως, διατηρεί δε τα κάλιστα του Αγγλοσαξονικού γένους προτερήματα. Επί δε την υπεροχήν αυτού πεποιθώς, δέχεται και συγχωνεύει εκατομμύρια αλλοφύλων, επιβάλλων την γλώσσαν του και τα φρονήματά του […] Αλλ’ ό,τι λαμπρύνει κατεξοχήν τον μέγαν τούτον λαόν είναι τα πολιτικά και εθνικά αυτού ιδεώδη. Απέχεται επιμελώς πολέμων κατακτητικών, μη στέργων την βίαιαν προσάρτησιν αλλοτρίων χωρών και τον βιασμόν αλλοτρίων λαών […] Δύο μόνον επεχείρησε πολέμους […] χάριν της απελευθερώσεως των δούλων της Μαύρης φυλής ανέλαβε και επεράτωσεν αισίως γιγάντιον εμφύλιον πόλεμον […] Σήμερον ομοίως ανέλαβε και διεξάγει νικηφόρως πόλεμον […] όχι προς συμφέρον και κατάκτησιν, αλλ’ αποκλειστικώς αποβλέποντα εις την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν τυραννουμένου λαού […] Η ευλογία του Θεού έστω επί σου!69
Η νίκη αυτή κατοχύρωσε τις ΗΠΑ στις συνειδήσεις όλων όχι μόνο ως οικονομική αλλά και ως μεγάλη στρατιωτική δύναμη, νέο παράγοντα στην παγκόσμια ισορροπία, φόβητρο για τις άλλες ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Ηλίας Οικονομόπουλος, οι Αμερικανοί, πέρα απ’ το Πόρτο Ρίκο, τις Φιλιππίνες και κάποια μικρότερα νησιά, τους «μεζέδες» αυτούς, κέρδισαν κάτι πολύ σημαντικότερο: «Την απόδειξιν ότι είναι κράτος ναυτικόν πρώτης τάξεως και στρατιωτικόν, αν θελήσουν, όχι δευτέρας».70 Η νίκη των ΗΠΑ χαιρετίστηκε από τους περισσότερους ως «νίκη του μέλλοντος κατά του παρελθόντος∙ της προόδους κατά της παραδόσεως∙ της Ελευθερίας κατά του Δεσποτισμού».71
Ωστόσο, δεν ήταν λίγοι αυτοί που ανησυχούσαν από τη γιγάντωση των Αμερικανών. Οι προοπτικές που ανοίγονταν υποδήλωναν ότι η εποχή του δόγματος Monroe βρισκόταν στο τέλος της και πως η υπερατλαντική δύναμη ήταν έτοιμη να διεκδικήσει παρεμβατικό ρόλο στα παγκόσμια πράγματα. Ο διπλωμάτης Ιωάννης Γεννάδιος, που πάντοτε έβλεπε τις ΗΠΑ μέσα από το αδιαμφισβήτητο πρίσμα του φιλοβρετανισμού του, αρθρογραφώντας για λογαριασμό της New York Evening Post από το Λονδίνο έκανε λόγο για «επισκίαση της Ευρώπης από την Αμερική».72 Πολλοί προέβλεπαν ότι σύντομα οι Αμερικανοί θα κυριαρχούσαν ολοκληρωτικά στην αμερικανική ήπειρο, διώχνοντας όλους τους «ξένους μικροοργανισμούς»73 και προσαρτώντας «εις τους άλλους αστέρας της σημαίας τους» τα κράτη που θα αναγνώριζαν «την ηγεσίαν και ισχυράν προστασίαν» τους, πραγματώνοντας το δόγμα: «Η Αμερική εις τους Αμερικανούς!».74 «Οι Γιαγκαίοι είναι προωρισμένοι να καταστώσιν οι Ρωμαίοι του Νέου Κόσμου», έγραφε χαρακτηριστικά η Πρωία.75 Μια τέτοια εξέλιξη θα μετέβαλε «καθολοκληρίαν το καθεστώς της θαλάσσης»76 και θα οδηγούσε στη «διατάραξιν της Ευρωπαϊκής ισορροπίας».77 «Ο νάνος θα καταστή γίγας», προειδοποιούσε η Εστία και θα επιδιώξει «πάση δυνάμει την αύξησιν και την κραταίωσιν αυτού», λησμονώντας τα ευεργετήματα της Ευρώπης, στην οποία όφειλε την ύπαρξή του.78
Ο Ισπανοαμερικανικός Πόλεμος τελείωσε, αποτυπώνοντας ανάμεικτα συναισθήματα στον ελληνικό δημόσιο λόγο. Από τη μια θαυμασμός για τα επιτεύγματα και τις στρατιωτικές επιτυχίες της υπερατλαντικής δημοκρατίας, που μπορούσαν να λειτουργήσουν ως φάρος, οδηγός και οδοδείκτης για την ανασυγκρότηση της καταρρακωμένης από τον πόλεμο και τη χρεωκοπία Ελλάδας. Από την άλλη φόβος και ανησυχία για τη γιγάντωση των Αμερικανών και τις αναταράξεις που μπορεί να έφερνε στην παγκόσμια ισορροπία η δυναμική είσοδος μιας ακόμη μεγάλης Δύναμης. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, που ξέσπασε 16 χρόνια μετά, έθεσε σε νέες προκλήσεις και τις δύο αυτές κυρίαρχες εικόνες των ΗΠΑ.
*Ο Κωνσταντίνος Διώγος είναι διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Διετέλεσε επιστημονικός συνεργάτης του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα. Η διδακτορική του διατριβή στο ΑΠΘ (2019) φέρει τον τίτλο Το όραμα των Ελλήνων για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, από το Νεοελληνικό Διαφωτισμό έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σημειώσεις
1 Το παρόν άρθρο αποτελεί μέρος της διδακτορικής μου διατριβής: Κωνσταντίνος Διώγος, «Το όραμα των Ελλήνων για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, από το Νεοελληνικό Διαφωτισμό έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πολεμο», ΑΠΘ, 2019, με επιβλέποντα καθηγητή τον κο Βασίλη Κ. Γούναρη, που υποστηρίχτηκε με επιτυχία τον Ιούνιο του 2019.
2 Παραβολή = η τοποθέτηση ενός πράγματος δίπλα σε ένα άλλο με σκοπό τον παράλληλο έλεγχο ή τη σύγκριση (για τη διαπίστωση ομοιοτήτων, διαφορών κτλ.) [Από το διαδικτυακό Λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Ημερομηνία πρόσβασης 4/9/2019: http://www.greeklanguage.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html lq=%CF%80%CE%B1%CF %81%CE%B1%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CE%AE ]
3 Για τις αιτίες και την εξέλιξη του Ισπανοαμερικανικού Πολέμου του 1898 βλ. στο Walter LaFeber, The Cambridge History of American Foreign Relations. The American Search for Opportunity, 1865-1913, Cambridge: Cambridge University Press, 1992, σ. 129-155∙ Kenneth E. Hendrickson Jr., The Spanish-American War, Connecticut – London: Greenwood Press, 2003, σ. 17-27∙ Howard Jones, Crucible of Power. A History of American Foreign Relations from 1897, εκδ. 2η, New York: Rowan & Littlefield Publishers, 2008, σ. 1-30∙ Thomas G. Paterson – J. Garry Clifford – Shane J. Maddock – Deborah Kisatky – Kenneth J. Hagan (επιμ.), American Foreign Relations. A History to 1920, τόμ.. 1, Wadsworth, 2010, σ. 202-230.
4 LaFeber, ό.π., σ. 132-136∙.
5 “If it shall hereafter appear to be a duty imposed by our obligations to ourselves, to civilization and humanity to intervene with force, it shall be without fault on our part and only because the necessity for such action will be so clear as to command the support and approval of the civilized world.» στην ιστοσελίδα: https://millercenter.org/the-presidency/presidentialspeeches/december-6-1897-first-annual-message, [ημερομηνία πρόσβασης 12 Μαΐου 2018].
6 Καιροί, 13 Απριλίου 1898.
7 Εμπρός, 12 Απριλίου 1898.
8 Ακρόπολις Εσπερινή, 4 Ιανουαρίου 1898.
9 Ακρόπολις, 30 Μαρτίου 1898.
10 Άστυ, 14 Μαρτίου 1898: Άρθρο του Νικόλαου Επισκοπόπουλου με τίτλο «Αμερικής εγκώμιον». Για την εικόνα του Επισκοπόπουλου για την Αμερική βλ. στο Νίκος Μαυρέλος, «Απ-εικονίσεις των Η.Π.Α. από τρεις συγγραφείς στον 19ο αιώνα (Κοραής, Ροΐδης, Επισκοπόπουλος)»: http://www.poema.gr/2016/04/10/nikos-mavrelos apeikoniseis-ton-ipa-apo-3- syggrafeis/ [ανακτήθηκε στις 16 Μαΐου 2016].
11 Hendrickson Jr., ό.π., σ. 27-54.
12 Brian McAllister Linn, The U.S. Army and Counterinsurgency in the Philippine War, 1899-1902, Chapel Hill & London: The University of North Carolina Press, 1989, σ. 27. Πρβλ. και LaFeber, ό.π., σ. 156-168.
13 Για παράδειγμα ο Νεολόγος ανακοίνωνε λανθασμένα τον θάνατο του αμερικανού αρχιναυάρχου Sampson και το Εμπρός του ναυάρχου Schley, προβαίνοντας, μάλιστα, και σε σχόλια για δυσμενή εξέλιξη του πολέμου, εξαιτίας αυτού του θανάτου (βλ. Πρωία, 5 Ιουνίου 1898 και Εμπρός, 20 Ιουνίου 1898). Η Εστία λοιδορούσε την Πρωία και το Εμπρός ότι φαντάζονταν νίκες των Ισπανών και διέδιδαν ψευδείς ειδήσεις περί σχεδίων βομβαρδισμού της Νέας Υόρκης, τις οποίες ερανίζονταν από ισπανικές εφημερίδες (βλ. Εστία, 19 Απριλίου 1898).
14 Πρωία, 20 Απριλίου 1898. Πρβλ. και Πρωία, 5 Ιουνίου 1898, όπου λοιδορούταν ο διευθυντής του Νεολόγου, γιατί
μετέδιδε «ψευδείς ειδήσεις» έναντι «μιας δεκάρας εις τους ευτυχείς αναγνώστας του!».
15 Ακρόπολις, 11 Απριλίου 1898.
16 Άστυ, 2 Μαΐου 1898.
17 Ακρόπολις, 30 Μαρτίου 1898∙ Άστυ, 31 Μαρτίου 1898∙ Σφαίρα, 14 Απριλίου 1898.
18 Σκριπ. 9 Μαρτίου 1898.
19 Εστία, 2 Μαΐου 1898.
20 Ακρόπολις, 13 Απριλίου 1898∙ Άστυ, 22 Μαρτίου 1898∙ Καιροί, 29 Μαρτίου 1898.
21 Ακρόπολις, 10 Ιουνίου 1898.
22 Καιροί, 25 Ιουλίου 1898.
23 Ακρόπολις, 13 Απριλίου 1898.
24 Εστία, 23 Απριλίου 1898.
25 Distingué = γαλλική λέξη, δηλ. ο προσποιητά κομψευόμενος: Στέφανος Κουμανούδης, Συναγωγή νέων λέξεων, τομ. 2, Αθήνα: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, 1900, σ. 44.
26 Ακρόπολις Εσπερινή, 22 Απριλίου 1898.
27 Εμπρός, 16 Απριλίου 1898: «Η πλειοψηφία των αισθημάτων στρέφεται προς την Αμερικήν, ως εκ της ομοιότητος την οποίαν έχει το ζήτημα της Κούβας προς το της Κρήτης».
28 Εστία, 16 Απριλίου 1898.
29 Εστία, 23 Απριλίου 1898. Συνέντευξη Στέφανου Σκουλούδη.
30 Άστυ, 22 Απριλίου 1898.
31 Ακρόπολις, 14 Απριλίου 1898.
32 Εστία, 28 Μαρτίου 1898.
33 Εστία, 29 Μαρτίου 1898.
34 Ακρόπολις, 4 Ιουνίου 1898.
35 Εστία, 16 Απριλίου 1898.
36 Άστυ, 16 Απριλίου 1898.
37 Εμπρός, 14 Απριλίου 1898, όπου και δημοσιεύτηκε η επιστολή.
38 ΙΑΥΕ/1874/36/11, Μπότασης προς Δεληγεώργη, Νέα Υόρκη, 30 Νοεμβρίου 1873, αρ. πρωτ. 740.
39 Ακρόπολις, 17 Απριλίου 1898.
40 Πρωία, 22 Απριλίου 1898.
41 Εμπρός, 22 Απριλίου 1898.
42 Εμπρός, 22 Απριλίου 1898.
43 Καιροί, 5 Απριλίου 1898.
44 Εμπρός, 3 Απριλίου 1898.
45 Πρωία, 5 Απριλίου 1898 και Εμπρός, 29 Μαρτίου 1898. Η Πρωία έγραφε χαρακτηριστικά: «Υπεράνω της θελήσεως και της γνώμης των αρχόντων κείται η θέλησις του έθνους και των πραγμάτων η αδυσώπητος δύναμις»: Πρωία, 3 Απριλίου 1898.
46 Πρωία, 7 Μαΐου 1898.
47 Ακρόπολις, 30 Μαρτίου 1898.
48 Σκριπ, 23 Απριλίου 1898.
49 Σκριπ, 25 Ιουνίου 1898.
50 Σκριπ, 23 Απριλίου 1898.
51 Ακρόπολις, 10 Ιουνίου 1898.
52 Ο Σωκράτης Ξανθάκης ερμήνευε ως εξής τις επιτυχίες των Αμερικανών: «Όσοι εκ των ιδικών μας δεν εκατάλαβαν ακόμη διατί νικούν οι Αμερικανοί, ας το μάθουν και αυτό: Συντάγματα εθελοντών εκ της Νέα Υόρκης, του Οχάιο και άλλων πολιτειών έβαλαν εις ενέργειαν όλους τους κυβερνητικούς γερουσιαστάς και βουλευτάς να παρακαλέσουν τον Πρόεδρον και τον υπουργόν των στρατιωτικών να τους στείλουν εις τον πόλεμον, εις το Πόρτο Ρίκον, αφού εστάθησαν ατυχείς να μη σταλούν εις το Σαντιάγο. Τέτοιο ρουσφέτι δεν εζητήθη, υποθέτω, πέρυσι από τους βουλευτάς μας»: Ακρόπολις, 7 Αυγούστου 1898.
53 Ακρόπολις, 12 Ιουνίου 1898∙ Καιροί, 25 και 26 Ιουνίου 1898.
54 Ακρόπολις, 8 Ιουνίου 1898.
55 Εμπρός, 18 Απριλίου 1898. Χρονογράφημα του Ιωάννη Κονδυλάκη με τίτλο «Εντυπώσεις εξ Αμερικής, Έλληνος μη μεταβάντος εις Αμερικήν».
56 Εμπρός, 19 Απριλίου 1898.
57 Ακρόπολις, 9 Ιουλίου 1898.
58 Καιροί, 28 Ιουνίου και 15 Ιουλίου 1898.
59 Εμπρός, 28 Μαΐου 1898.
60 Εμπρός, 19 Απριλίου 1898.
61 Εμπρός, 27 Ιουνίου 1898.
62 Άστυ, 30 Μαρτίου, 10 και 16 Απριλίου 1898.
63 Ακρόπολις, 27 Ιουνίου 1898.
64 Παλιγγενεσία, 3 Απριλίου 1898. Η Εστία ανησυχούσε μήπως η Ισπανοαμερικανική ρήξη λειτουργήσει «ως σπινθήρ παγκοσμίου πολέμου»: Εστία, 10 Απριλίου 1898.
65 Καιροί, 15 Μαΐου 1898.
66 Άστυ, 21 Απριλίου 1898.
67 Ακρόπολις, 10 Ιουνίου 1898.
68 Άστυ, 21 Απριλίου 1898.
69 Καιροί, 27 Ιουνίου 1898.
70 Σκριπ, 3 Αυγούστου 1898.
71 Εστία, 21 Απριλίου 1898.
72 Ο Γεννάδιος είχε πραγματική εμπειρία από τις ΗΠΑ καθώς την επισκέφθηκε δύο φορές. Το 1888 είχε διοριστεί για έξι μήνες στην πρεσβεία της Ουάσιγκτον προκειμένου να διαπραγματευτεί την κατά το δυνατόν μικρότερη επιβολή δασμού στην κορινθιακή σταφίδα και το 1894 είχε πραγματοποιήσει επτάμηνο ταξίδι «χάριν φιλολογικής εργασίας». Για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση των απόψεων του Γεννάδιου για την Αμερική βλ. στο Marianna Christopoulos, “Nineteenthcentury America through the Eyes of John Gennadius”, The Historical Review/La Revue Historique, 12 (2015), 199-214. Για τις ενέργειες που ανέλαβε το 1888 και το 1894 για τη μείωση του δασμού της σταφίδας στις ΗΠΑ βλ. στο Λύντια Τρίχα, Διπλωματία και πολιτική. Χαρίλαος Τρικούπης – Ιωάννης Γεννάδιος αλληλογραφία 1863-1894, Αθήνα: ΕΛΙΑ, 1991, σ. 225-233 και 362-272.
73 Παλιγγενεσία, 3 και 14 Απριλίου 1898.
74 Ακρόπολις, 13 Απριλίου 18981 και Εμπρός, 22 Απριλίου 1898.
75 Πρωία, 23 Απριλίου 1898.
76 Εμπρός, 27 Απριλίου 1898.
77 Ακρόπολις, 14 Ιουνίου 1898.
78 Εστία, 27 Ιουνίου 1898.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
Κωνσταντίνος Διώγος, «Το όραμα των Ελλήνων για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, από το Νεοελληνικό Διαφωτισμό έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πολεμο», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2019.
Marianna Christopoulos, “Nineteenth-century America through the Eyes of John Gennadius”, The Historical Review/La Revue Historique, 12 (2015), 199-214.
Howard Jones, Crucible of Power. A History of American Foreign Relations from 1897, εκδ. 2η, New York: Rowan & Littlefield Publishers, 2008.
Kenneth E. Hendrickson Jr., The Spanish-American War, Connecticut – London: Greenwood Press, 2003.
Walter LaFeber, The Cambridge History of American Foreign Relations. The American Search for Opportunity, 1865-1913, Cambridge: Cambridge University Press, 1992.
Brian McAllister Linn, The U.S. Army and Counterinsurgency in the Philippine War, 1899-1902, Chapel Hill & London: The University of North Carolina Press, 1989.
Thomas G. Paterson – J. Garry Clifford – Shane J. Maddock – Deborah Kisatky – Kenneth J. Hagan (επιμ.), American Foreign Relations. A History to 1920, τόμ.. 1, Wadsworth, 2010.
Έρευνα έγινε και στις παρακάτω εφημερίδες του έτους 1898:
Ακρόπολις
Ακρόπολις Εσπερινή
Άστυ
Εμπρός
Εστία
Καιροί
Νεολόγος
Παλιγγενεσία
Πρωία
Σκριπ
Σφύρα