Προσέχουμε ότι η Ιστορία[126] ως επιστήμη δεν περιορίζεται να συγκεντρώνει, να διακριβώνει και να εκθέτει τα δεδομένα (πρόσωπα, γεγονότα, ημερομηνίες κλπ.), αλλά τα συσχετίζει, τα εντάσσει σε μια γενικότερη εξέλιξη και τα ερμηνεύει. Με αυτή την έννοια η επιστήμη της ιστορίας γεννήθηκε και αναπτύχτηκε στην Κλασική εποχή – και τα αντίστοιχα κείμενα συναποτελούν την ιστοριογραφία.
Προδρομικές μορφές ιστοριογραφίας μπορούν να θεωρηθούν στα ομηρικά και αρχαϊκά χρόνια τα ηρωικά και διδακτικά έπη, ιδιαίτερα οι έμμετρες τοπικές ιστορίες (σ. 51), έργα ποιητικά όπου μύθοι και θρύλοι υποκαθιστούσαν τα ιστορικά γεγονότα. Ακολούθησαν, προς το τέλος της Αρχαϊκής εποχής, οι λογογράφοι, με τα γεωγραφικά, εθνολογικά και γενεαλογικά τους συγγράμματα, γραμμένα σε πεζό λόγο (σ. 79). Με τον ιωνικό ορθολογισμό τους και με την προσπάθειά τους να συλλέξουν και να επαληθεύσουν τις πληροφορίες τους με αυτοψία, οι λογογράφοι έκαναν σημαντικά βήματα προς την επιστημονική μέθοδο της ιστορίας.
Πριν από τα Περσικά, στο γύρισμα από τον 6ο στον 5ο π.Χ. αιώνα, χρονολογούνται δύο ακόμα λογογράφοι: ο Ακουσίλαος από το Άργος, και ο Φερεκύδης από την Αθήνα. Τα έργα τους, γραμμένα σε ιωνική διάλεκτο, έχουν χαθεί, αλλά από τα λίγα αποσπάσματα που σώθηκαν φαίνεται ότι και οι δύο προσπάθησαν, μεταγράφοντας και διορθώνοντας τον Ησίοδο, να συστηματοποιήσουν και να εκθέσουν με τάξη και συνέπεια, τις μυθικές γενεαλογίες θεών και ανθρώπων.
ΗΡΟΔΟΤΟΣ (περ. 484-430 π.Χ.)
Ο πατέρας της ιστορίας γεννήθηκε στην Αλικαρνασσό της Μικρασίας από αρχοντική οικογένεια. Νέος ήρθε σε αντίθεση με τον τύραννο Λύγδαμη, εξορίστηκε στη Σάμο, ξαναγύρισε στην Αλικαρνασσό και τελικά προτίμησε να πολιτογραφηθεί στην αθηναϊκή αποικία των Θουρίων. Φανατικός ταξιδευτής, επισκέφτηκε όχι μόνο τους ελληνικούς τόπους αλλά και τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας ως τη Σκυθία, την Αίγυπτο ως τον πρώτο καταρράκτη του Νείλου, και τη Μέση Ανατολή ως τη Βαβυλώνα και τον Ευφράτη. Συχνές ήταν οι επισκέψεις του στην Αθήνα, όπου σχετίστηκε με τον Περικλή και συνδέθηκε φιλικά με τον Σοφοκλή. Ήταν σαράντα χρονών όταν διάβασε δημόσια ορισμένα μέρη της Ιστορίας του, και οι Αθηναίοι ενθουσιάστηκαν.
Το έργο του Ηρόδοτου σκοπό είχε, όπως ο ίδιος έγραψε, «να μην ξεθωριάσει με τα χρόνια ό,τι έγινε από τους ανθρώπους, μήτε να σβήσουν άδοξα έργα μεγάλα και θαυμαστά, πραγματοποιημένα άλλα από τους Έλληνες και άλλα από τους βαρβάρους»,[127] εννοώντας τη σύγκρουση των λαών της Ασίας με τους Έλληνες που είχε κορυφωθεί με τα Περσικά. Αναζητώντας τις αιτίες της εχθρότητας ο ιστορικός ανατρέχει για λίγο σε μυθικά γεγονότα (π.χ. στην απαγωγή της Ελένης και τον Τρωικό πόλεμο), που όμως γρήγορα τα παραμερίζει για να πατήσει στο στέριο έδαφος της ιστορίας με τον Κροίσο, τον βασιλιά των Λυδών που είχε υποτάξει τις ελληνικές αποικίες της Μικρασίας.
Η Ιστορία, που οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι τη χώρισαν σε εννέα βιβλία, είναι διεξοδική, καθώς για κάθε λαό, όταν έρθει η στιγμή να σχετιστεί με τη ροή των γεγονότων, ο Ηρόδοτος ανατρέχει στην ιστορία του και περιγράφει με κάθε άνεση τη χώρα του, τα έθιμα, τη θρησκεία, την πολιτική του οργάνωση κλπ. Έτσι, μετά τους Λυδούς εισάγονται διαδοχικά οι Πέρσες και οι λαοί που κατακτήθηκαν από τους Πέρσες (οι Αιγύπτιοι, οι Βαβυλώνιοι, οι Σκύθες, οι Αιθίοπες κ.ά.). Τα καθαυτό Περσικά αρχίζουν στο πέμπτο βιβλίο με την Ιωνική επανάσταση και συνεχίζουν ως το τέλος με πολλές παρεκβάσεις για την ιστορία της Αθήνας, της Κορίνθου και της Σπάρτης. Τελευταίο γεγονός που αναφέρεται είναι η κατάληψη της Σηστού από τους Αθηναίους το 478 π.Χ.
Πηγές του Ηρόδοτου για όλα αυτά, πέρα από την αυτοψία, ήταν ορισμένοι προγενέστεροί του λογογράφοι, όπως ο Εκαταίος, επιγραφές, δημόσια έγγραφα και μια συλλογή από χρησμούς. Πάνω απ᾽ όλα όμως, το υλικό της συγγραφής, τόσο οι εθνογραφικές και ιστορικές πληροφορίες όσο και οι ποικίλες διηγήσεις (νουβέλες, θαύματα, όνειρα, ανέκδοτα) που ο Ηρόδοτος χαιρόταν να παρεμβάλλει στην Ιστορία του, προέρχονταν από τα όσα άκουσε ρωτώντας τον ένα και τον άλλο – λόγια που δεν ήταν πάντα εύκολο ή δυνατό να επιβεβαιωθούν. Έτσι, το έργο περιέχει και ανεξακρίβωτες και αβάσιμες καμιά φορά πληροφορίες· όμως ο ιστορικός το ξέρει και μας προειδοποιεί: «είναι υποχρέωσή μου να λέγω όσα λέγονται, όχι όμως και όλα να τα πιστεύω· να τον θυμάστε αυτό τον λόγο μου σε ολόκληρο το έργο» (7.152) – και ακόμα πιο επιφυλακτική είναι η στάση του, όταν για το ίδιο θέμα άκουσε και καταγράφει δύο διαφορετικές γνώμες.
Θέτοντας στόχο του ο Ηρόδοτος να παρουσιάσει ανθρώπινες πράξεις, και οργανώνοντας, ας είναι και χαλαρά, το έργο του με οδηγό τη διαχρονική σύγκρουση των Ασιατών με τους Έλληνες, ο Ηρόδοτος αξίζει με το παραπάνω τον τίτλο του πρώτου ιστορικού· ας μη μας εμποδίσει όμως αυτό να προσέξουμε ότι ορισμένα στοιχεία της συγγραφής του δε θα είχαν σήμερα θέση σε καθαρά ιστορικό έργο. Ο Ηρόδοτος πίστευε ότι οι θεοί ορίζουν τις ανθρώπινες τύχες και ότι «τους αρέσει να περικόβουν ό,τι υπερέχει» (7.10), δηλαδή να τιμωρούν την ύβρη, π.χ. την ύβρη του Ξέρξη. Φανερή είναι σε αυτό η επίδραση του Αισχύλου,[128] όπως φανερή είναι και η επίδραση του φίλου του Σοφοκλή, π.χ. όταν ο Ηρόδοτος δίνει μεγάλη βαρύτητα στους χρησμούς. Η τραγωδία φαίνεται να τον επηρέασε και γενικότερα, καθώς ορισμένα επεισόδια στο έργο του είναι χτισμένα έτσι ώστε εύκολα να μετασχηματίζονται σε δράμα.
Στην ιστορία συναντούμε συχνά παραθέματα σε ευθύ λόγο: δημηγορίες αλλά και διάλογους ιδιωτικούς, όπως οι γνωστοί του Σόλωνα με τον Κροίσο και του Ξέρξη με τον Δημάρατο. Το ύφος του είναι και στο σύνολό του ζωηρό και παραστατικό. Ο Ηρόδοτος είχε από τη φύση του, ίσως και από τη μικρασιατική καταγωγή του, το χάρισμα της αφήγησης, και δεν έχανε ευκαιρία να το εκμεταλλευτεί. Έγραψε στην ιωνική διάλεκτο, με πολλές ομηρικές λέξεις και εκφράσεις, που δίνουν στο έργο του χρώμα ποιητικό.
Εξαιρετικά περιεκτικό το έργο του Ηρόδοτου άνοιξε δρόμους και βρήκε αμέσως συνεχιστές. Προς το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα μια σειρά από συγγραφείς συμπλήρωσαν και ανάπτυξαν με τις μονογραφίες τους σε βάθος τα πεδία που είχε προσχεδιάσει ο πατέρας της ιστορίας. Κρίμα που από τα έργα τους δε σώζονται παρά αποσπάσματα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Ελλάνικος από τη Λέσβο, που έγραψε γενεαλογικά και εθνολογικά έργα, καθώς και μια σειρά από τοπικές ιστορίες (Βοιωτικά, Αἰγυπτιακά, Κυπριακά, Λυδιακά κ.ά.), ανάμεσά τους και την πρώτη ιστορία της Αττικής, με τον τίτλο Ἀτθίς.[129] Ξεκινώντας από τους μυθικούς βασιλιάδες της Αθήνας, η διήγηση συνεχιζόταν χωρίς διακοπή ως τα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, έτσι ώστε μύθος και ιστορία να δένουν σε αδιάσπαστη ενότητα.
Συμπληρώνοντας τον Ηρόδοτο, που δεν είχε διαπραγματευτεί συστηματικά τη Μεγάλη Ελλάδα, ο Αντίοχος από τις Συρακούσες έγραψε τα Σικελικά και το Περὶ Ἰταλίας, όπου φανερή ήταν πάλι η προσπάθεια η μυθολογική προϊστορία να συνδεθεί άμεσα με τα ιστορικά γεγονότα.
Σημαντικός ιστορικός ήταν και ο Στησίμβροτος από τη Θάσο, που με τη μονογραφία του Περὶ Θεμιστοκλέους, Θουκυδίδου[130]καὶ Περικλέους εγκαινίασε νέο ιστορικό είδος, τη βιογραφία. Ένα παρόμοιο, (αυτο)βιογραφικό σύγγραμμα με τον τίτλο Ἐπιδημίαι (= διαμονές στην Αθήνα), είχε γράψει και ο Ίων από τη Χίο (σ. 127) για να διηγηθεί εντυπώσεις από τις συναναστροφές του με σημαντικά πρόσωπα, τον Αισχύλο, τον Κίμωνα, τον Σωκράτη κ.ά. Από τα αποσπάσματα που μας σώθηκαν συμπεραίνουμε ότι, όπως ο Ηρόδοτος, έτσι και ο Στησίμβροτος και ο Ίων αρέσκονταν δίπλα στα πραγματικά στοιχεία να συλλέγουν και να καταγράφουν χαρακτηριστικά λόγια, μικροεπεισόδια και ανέκδοτα.
Μαζί με τα έργα του Ξενοφώντα παραδίδεται ένα ιδιότυπο κείμενο, η ψευδοξενοφώντειος Ἀθηναίων πολιτεία, ένα σχετικά σύντομο, μαχητικό πολιτικό φυλλάδιο προορισμένο να κυκλοφορήσει ανώνυμα στους συντηρητικούς κύκλους της Αθήνας. Ο γερο-ολιγαρχικός, όπως συμβατικά ονομάζουμε τον συγγραφέα του, κατηγορεί το δημοκρατικό πολίτευμα, όπου κατά τη γνώμη του «οι πονηροί περνούν καλύτερα από τους χρηστούς», επιμένει στα λάθη και στις αδυναμίες του, αλλά αναγνωρίζει και τα ισχυρά του σημεία.
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ (περ. 460-399 π.Χ.)
Γεννήθηκε στον δήμο του Αλίμου από πλούσια οικογένεια που καταγόταν από τη Θράκη αλλά συγγένευε και με το αριστοκρατικό γένος του Μιλτιάδη και του Κίμωνα. Δάσκαλοί του κατά την παράδοση ήταν ο Αναξαγόρας και ο Αντιφώντας· είναι όμως φανερό ότι μεγαλώνοντας στην Αθήνα την εποχή της ακμής ο Θουκυδίδης δέχτηκε διδάγματα και από τους τραγικούς και από τους σοφιστές της πρώτης γενιάς, τον Πρωταγόρα, τον Γοργία και τον Πρόδικο.[131] Μόλις ξέσπασε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, ο Θουκυδίδης πρόβλεψε, όπως σημειώνει, το μέγεθος και τη σημασία του, αποφάσισε να τον καταγράψει και άρχισε να συγκεντρώνει πληροφορίες και δεδομένα (1.1).
Το 424 π.Χ. οι Αθηναίοι τον έστειλαν στρατηγό να προστατέψει την παραλιακή ζώνη της Θράκης, και όταν οι Σπαρτιάτες με τον Βρασίδα πήραν την Αμφίπολη, ο Θουκυδίδης κατηγορήθηκε για προδοσία, καταδικάστηκε και έζησε είκοσι χρόνια στην εξορία,[132] όπου, με δικά του λόγια: «βρέθηκα και από τα δύο μέρη, όχι λιγότερο από το μέρος των Πελοποννησίων, κι έτσι μπόρεσα να αντιληφθώ τα πράγματα κάπως καλύτερα, με ηρεμία» (5.26.5). Πίσω στην Αθήνα, μετά το τέλος του πολέμου, ο Θουκυδίδης συνέχισε να συγγράφει αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει. Το έργο του καλύπτει τα γεγονότα ως το 411 π.Χ. και σταματά, όπως μας παραδόθηκε, στη μέση μιας φράσης.
Στην παρουσίαση του πολέμου ο Θουκυδίδης ακολουθεί τη χρονική ακολουθία των γεγονότων, ορίζοντας με ακρίβεια τις χρονιές[133] και ξεχωρίζοντας τις θερινές επιχειρήσεις από τις χειμωνιάτικες διαπραγματεύσεις. Η μεθοδικότητα, η ολόπλευρη ενημέρωση και η αμεροληψία του είναι αξιοθαύμαστες.
Αν εξαιρέσουμε μια σύντομη αναδρομή στα περασμένα (1.22.1), ο Θουκυδίδης έχει αποκλειστικό θέμα τον Πελοποννησιακό πόλεμο, όχι μόνο τα συγκεκριμένα γεγονότα αλλά και τα αίτια που τα προκάλεσαν: «Η πιο αληθινή αιτία του πολέμου», γράφει, «που όμως δε φαινόταν καθόλου στα λόγια, ήταν, πιστεύω, ότι οι Αθηναίοι, έτσι που δυνάμωναν και φόβιζαν τους Λακεδαιμονίους, τους υποχρέωσαν να πολεμήσουν» (1.23.6).
Σημαντική θέση στο έργο κατέχουν οι δημηγορίες. Ο Θουκυδίδης διευκρινίζει εξαρχής ότι «οι αγορεύσεις που εκφωνήθηκαν από διάφορα πρόσωπα είτε στις παραμονές του πολέμου είτε κατά τη διάρκειά του ήταν δύσκολο να αποδοθούν με ακρίβεια, τόσο εκείνες τις οποίες άκουσα ο ίδιος όσο κι εκείνες που άλλοι είχαν ακούσει και μου τις ανακοίνωσαν. Γι᾽ αυτό και τις έγραψα έχοντας υπόψη τι ήταν φυσικό να πουν οι ρήτορες που να αρμόζει καλύτερα στην περίσταση και ακολουθώντας όσο το δυνατόν την γενική έννοια των όσων πραγματικά είπαν» (1.22.1, μετάφρ. Α. Βλάχου). Έτσι, ο ιστορικός είχε την ευκαιρία, μέσα από τα λόγια των πρεσβευτών που εκπροσωπούσαν την πόλη τους στις διπλωματικές συναντήσεις, των στρατηγών που εμψύχωναν τους πολεμιστές πριν από τις μάχες και των πολιτικών που υποστήριζαν τις προτάσεις τους στην εκκλησία του δήμου, να συνοψίσει τις θέσεις, τις προθέσεις και τις εκτιμήσεις των διαφόρων παρατάξεων στη δεδομένη στιγμή και να εκθέσει τα επιχειρήματά τους. Όπως είναι φυσικό, οι δημηγορίες συντάσσονται συχνά σε αντιλογικά ζεύγη: οι πρεσβευτές της Κορίνθου απαντούν στους πρεσβευτές της Κέρκυρας, ο Αλκιβιάδης αντικρούει τα λεγόμενα του Νικία κλπ. Διατυπώνοντας, με σοφιστική άνεση,[134] τις απόψεις και των δύο πλευρών, ο Θουκυδίδης εκθέτει με ενάργεια τις αντιθέσεις των ιδεών, των εκτιμήσεων και των συμφερόντων που κρύβονταν πίσω από τις πολεμικές και πολιτικές συγκρούσεις.
Στις δημηγορίες ανήκει και ένα από τα πιο γνωστά αρχαιοελληνικά κείμενα, ο Επιτάφιος του Περικλή, δηλαδή ο επιτάφιος λόγος που εκφώνησε ο Περικλής για τους νεκρούς του πρώτου έτους του πολέμου το 431 π.Χ. στον Κεραμεικό. Ως ποιο σημείο ο ιστορικός έμεινε πιστός στα λόγια και το πνεύμα του Περικλή και ως ποιο σημείο νεωτέρισε δε θα το μάθουμε ποτέ. Βέβαιο είναι μόνο ότι ο Επιτάφιος αποτελεί ύμνο στην Αθήνα της εποχής της ακμής, τότε που με μόνιμο αιρετό κυβερνήτη τον Περικλή η αθηναϊκή δημοκρατία βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής της.[135]
Η ίδια αυτή δύναμη οδήγησε το 416 π.Χ. τους Αθηναίους να πολιορκήσουν και να καταστρέψουν ένα ουδέτερο νησί, τη Μήλο – και ο Θουκυδίδης δεν παράλειψε σε ένα ιδιότυπο κεφάλαιο, στον Διάλογο των Μηλίων, να εκθέσει με το στόμα των Αθηναίων πρέσβεων την ιδεολογία του ισχυρού που, υποχρεωμένος να επιβεβαιώσει την κυριαρχία του, παραμερίζει κάθε ηθική και επιβάλλει με τη βία τη θέλησή του, και με το στόμα των εκπροσώπων του νησιού την απελπισμένη προσπάθεια των αδύναμων να υπερασπιστούν με επιχειρήματα την ανεξαρτησία τους.
Ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί την αττική διάλεκτο στην παλαιότερη μορφή της, με κάποιους χαρακτηριστικούς αρχαϊσμούς και σπάνιες λέξεις. Το ύφος, καθρέφτης της νοοτροπίας του, είναι πεζό και απέριττο, αλλά βέβαια στις δημηγορίες δε διστάζει να χρησιμοποιήσει ρητορικά σχήματα. Κύριο χαρακτηριστικό του η πύκνωση του λόγου, η προσπάθεια με λίγες λέξεις να αποδοθούν όσο το δυνατό περισσότερα νοήματα. Η ίδια τάση τον οδήγησε να κατασκευάζει μεγάλες περιόδους, με πολλές δευτερεύουσες προτάσεις.
Με το πάθος του για την αλήθεια, με την αυστηρή μέθοδο, με τη γλαφυρή αποκάλυψη των αντιθέσεων και τη βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης φύσης, ο Θουκυδίδης άφησε πίσω του ένα έργο που να μείνει, όπως το θέλησε, κτῆμα ἐς ἀεί, «απόκτημα για πάντα». «Θα είμαι ικανοποιημένος», έγραψε, «αν το έργο μου κριθεί ωφέλιμο από όσους θελήσουν να έχουν ακριβή γνώση των γεγονότων που συνέβησαν και εκείνων που θα συμβούν στο μέλλον, τα οποία, από την πλευρά της ανθρώπινης φύσης, θα είναι όμοια ή παραπλήσια» (1.22.4, μετάφρ. Α. Βλάχου).
Από τους λογογράφους, που απλά και μόνο κατάγραφαν τα γεωγραφικά, εθνογραφικά και γενεαλογικά δεδομένα, στον Ηρόδοτο, που θέλησε να απαθανατίσει ανθρώπινα «έργα μεγάλα και θαυμαστά» – και πάλι, από τον Ηρόδοτο, με την πίστη του στο υπερφυσικό και την αγάπη του για φανταστικές ιστορίες, ανέκδοτα κ.τ.ό., στον ορθολογιστή Θουκυδίδη, που αποκλείει από το έργο του κάθε τι τὸ μυθῶδες (1.22.4), η ιστοριογραφία προχώρησε με μεγάλα βήματα και είναι ενδιαφέρον να ιδούμε πώς κάθε συγγραφέας έκρινε τους προδρόμους του:
(α) Αρχή αρχή στο γενεαλογικό του έργο ο Εκαταίος απορρίπτει τους προγενέστερούς του ποιητές, σαν τον Ησίοδο π.χ., που είχαν ασχοληθεί με το ίδιο αντικείμενο: «Έτσι μιλά ο Εκαταίος από τη Μίλητο: τα γράφω αυτά όπως πιστεύω ότι είναι αληθινά· γιατί έχω την εντύπωση πως όσα λένε οι Έλληνες είναι και πολλά και για γέλια» (απόσπ. 1).
(β) Με τη σειρά του ο Ηρόδοτος, συζητώντας το σχήμα της γης, τα βάζει με τους παλαιότερους λογογράφους, έχοντας πρώτο στον νου του τον Εκαταίο, που το έργο του Περιήγησις περιείχε και έναν παγκόσμιο χάρτη (σ. 79): «Γελώ βλέποντας χάρτες της γης να έχουν σχεδιάσει πολλοί, και κανείς να μην έχει δώσει μυαλωμένες εξηγήσεις. Ζωγραφίζουν τον Ωκεανό να κυλά γύρω από τη γη, στρογγυλή σαν από τόρνο, και κάνουν την Ευρώπη ίση με την Ασία. Εγώ με λίγα λόγια θα φανερώσω το μέγεθος της καθεμιάς και πώς είναι σωστό να σχεδιάζεται» (4.36).
(γ) Ο Θουκυδίδης δεν αναφέρεται στον Ηρόδοτο, ακόμα και όταν αναιρεί τα λεγόμενά του· μιλά όμως για τους ποιητές, που «ύμνησαν τα γεγονότα υπερβάλλοντας και στολίζοντάς τα», και για τους λογογράφους, που έγραψαν «περισσότερο για να τέρψουν τους ακροατές τους παρά για να πουν την αλήθεια» – και στη συνέχεια τονίζει, θετικά και αρνητικά, με πόση προσοχή συγκέντρωνε ο ίδιος το υλικό του: «Για τα γεγονότα του πολέμου δε θέλησα να αρκεστώ σε πληροφορίες του πρώτου τυχόντος ούτε στην προσωπική μου αντίληψη και μόνο, αλλά έκανα προσεκτική έρευνα και για τα γεγονότα στα οποία ήμουν παρών και για τα όσα μου ανάφεραν άλλοι» (1.22.2, μετάφρ. Α. Βλάχου).
ΞΕΝΟΦΩΝΤΑΣ (περ. 430-354 π.Χ.)
Αθηναίος από πλούσια οικογένεια, οπαδός του Σωκράτη, άνθρωπος της δράσης, με πολλές ικανότητες και ενδιαφέροντα. Το 401 π.Χ. εγκατάλειψε την Αθήνα για να πάρει μέρος ως μισθοφόρος στην εκστρατεία του Κύρου, που διεκδικούσε τον θρόνο της Περσίας από τον αδελφό του. Ο Κύρος σκοτώθηκε στα Κούναξα, κοντά στη Βαβυλώνα, ο στρατός του διαλύθηκε και οι στρατηγοί δολοφονήθηκαν. Δεκατρείς χιλιάδες έλληνες μισθοφόροι εκλέξαν τότε τρεις αρχηγούς, ανάμεσά τους τον Ξενοφώντα, και με χίλια βάσανα κατάφεραν να φτάσουν μέσα από εχθρικό έδαφος ως την Τραπεζούντα, όπου βλέποντας από μακριά τον Πόντο φώναξαν ολόχαροι το γνωστό θάλαττα, θάλαττα (Κύρου ανάβαση 4.7.24).
Μετά από αυτήν την περιπέτεια ο Ξενοφών υπηρέτησε, μισθοφόρος πάλι, στον στρατό των Σπαρτιατών που πολεμούσαν τους Πέρσες στον Ελλήσποντο και συνδέθηκε φιλικά με τον βασιλιά της Σπάρτης, τον Αγησίλαο. Μετά τη μάχη της Κορώνειας (394 π.Χ.), εξορισμένος από την Αθήνα για τη φιλολακωνική του στάση, ο Ξενοφών έζησε είκοσι χρόνια στον Σκιλλούντα της Τριφυλίας, στο κτήμα που του είχαν παραχωρήσει οι Σπαρτιάτες, και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Κόρινθο, όπου και έμεινε ως τον θάνατό του, αν και στο μεταξύ οι Αθηναίοι τον είχαν αμνηστεύσει.
Ιστορικά του έργα ήταν (α) η Κύρου ἀνάβασις, που αφηγείται την εκστρατεία του Κύρου και την επιστροφή των ελλήνων μισθοφόρων: ο Ξενοφών καταγράφει μέρα με τη μέρα, αναλυτικά και με ζωντάνια τα γεγονότα, περιγράφει λαούς και τοποθεσίες, χαρακτηρίζει τα πρόσωπα και αιτιολογεί τις ενέργειές τους – φυσικά και τις δικές του, κάπως αυτάρεσκα, αλλά σε τρίτο πρόσωπο, καθώς η αφήγηση γίνεται με το ψευδώνυμο Θεμιστογένης· (β) τα Ἑλληνικά: ο Ξενοφών θέλησε να συνεχίσει το έργο του Θουκυδίδη, ακολούθησε όσο μπόρεσε τη μέθοδό του και κάλυψε τα γεγονότα ως και τη μάχη της Μαντινείας (362 π.Χ.), όπου είχε σκοτωθεί πολεμώντας με τους Αθηναίους εναντίον των Σπαρτιατών ένας από τους γιους του, ο Γρύλλος. Συγγενικό με την ιστορία έργο είναι και (γ) ο Ἀγησίλαος, ένα ρητορικό εγκώμιο του φίλου και ευεργέτη του σπαρτιάτη βασιλιά.
Στα πολιτικά έργα του Ξενοφώντα ανήκουν (α) η Λακεδαιμονίων πολιτεία, μια εγκωμιαστική έκθεση της ιστορίας και της μορφής του πολιτεύματος της Σπάρτης, (β) οι Πόροι, όπου ο Ξενοφών συζητά τα δημόσια οικονομικά της Αθήνας και προτείνει τρόπους για τη βελτίωσή τους, και (γ) ο Ἱέρων, ένας φανταστικός διάλογος ανάμεσα στον γνωστό τύραννο των Συρακουσών, που παρουσιάζει τη σκοτεινή πλευρά του τυραννικού βίου, και του ποιητή Σιμωνίδη, που σε απάντηση προβάλλει τις δυνατότητες που έχει ο σωστός μονάρχης να ωφελήσει και να ωφεληθεί. Πολιτικό έργο, με την ευρύτερη έννοια, είναι και (δ) η Κύρου παιδεία, όπου σε ιστορικό πλαίσιο, αλλά με μυθιστορηματικό τρόπο, ο Ξενοφών περιγράφει πώς ανατράφηκε ο πιο ενάρετος και πετυχημένος πέρσης βασιλιάς, ο Κύρος ο πρεσβύτερος (590-529 π.Χ.). Η εκπαίδευσή του, όπως την παρουσιάζει εξιδανικευμένη, συνδυάζει στοιχεία από τη σπαρτιατική αγωγή με την ηθική διδασκαλία του Σωκράτη.
Καθαρά σωκρατικά έργα είναι (α) τα Ἀπομνημονεύματα, όπου ο Ξενοφών συγκεντρώνει στιγμιότυπα από τις συζητήσεις, τη διδασκαλία και τη συμπεριφορά του δασκάλου του με στόχο να αποκρούσει τις κατηγορίες που είχαν οδηγήσει στην καταδίκη του, (β) το Συμπόσιον, όπου ο Σωκράτης παρουσιάζεται να συζητά, σε χαλαρή ατμόσφαιρα, για τον πλούτο, για την ομορφιά, για τον έρωτα και άλλα πολλά, και (γ) η Ἀπολογία Σωκράτους, μια έκθεση της δίκης του Σωκράτη διαφορετική από την αντίστοιχη περιγραφή του Πλάτωνα (σ. 169).
Ο Σωκράτης συμμετέχει και στο σημαντικότερο από τα τεχνικά έργα του Ξενοφώντα, στον Οἰκονομικό: ένας μεγαλοκτηματίας, ο Ισχόμαχος, που πίσω του κρύβεται ο ίδιος ο συγγραφέας, εκθέτει με κάθε λεπτομέρεια πώς διαχειρίζεται το κτήμα, πώς κυβερνά τους ανθρώπους του και τι οδηγίες έδωσε στη νεαρή σύζυγό του για τη φροντίδα του νοικοκυριού. Μικρότερα τεχνικά έργα είναι ο Περὶ ἱππικῆς, με υποδείξεις για τη σωστή ανατροφή των αλόγων, ο Ἱππαρχικός, για το τι οφείλει να φροντίζει ο διοικητής του ιππικού στην ειρήνη και στον πόλεμο, και ο Κυνηγετικός, με συμβουλές για το κυνήγι, που ο Ξενοφών το θεωρεί εὕρημα θεῶν, Ἀπόλλωνος καὶ Ἀρτέμιδος (1.1).
Σίγουρα ο Ξενοφών δε διαθέτει ως ιστορικός την αντικειμενικότητα και τη διεισδυτική ικανότητα του Θουκυδίδη· οι παρατηρήσεις του είναι επιφανειακές και οι απόψεις του ρηχές, ακόμα και στο θέμα της ορθής ηγεσίας, που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο τον απασχόλησε σε πολλά έργα. Ωστόσο, ως συγγραφέας ο Ξενοφών ξέρει να περιγράφει παραστατικά, να αφηγείται με χάρη, να ζωντανεύει γεγονότα και χαρακτήρες – όλα σε απλή αττική γλώσσα και ύφος λιτό, ανεπιτήδευτο. Δίκαια οι μεταγενέστεροι τον αγάπησαν, και δικαιολογημένα οι δάσκαλοι χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν συχνά τα έργα του για να διδάξουν αρχαία ελληνικά.
Στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα χρονολογείται ένα ακόμα τεχνικό έργο, τα Στρατηγικὰ ὑπομνήματα που έγραψε ο Αινείας ο τακτικός. Από το πρώτο αυτό σύγγραμμα για την πολεμική τέχνη μάς σώζεται ένα μόνο μέρος, το σχετικό με την αμυντική τακτική των πόλεων σε περίπτωση πολιορκίας. Ο συγγραφέας του, σίγουρα στρατιωτικός, χρησιμοποιεί γλώσσα απλή όπου διαφαίνονται οι εξελίξεις προς την Κοινή.
Όπως θα το περιμέναμε, οι ιστοριογράφοι του 4ου π.Χ. αιώνα ακολούθησαν τους δρόμους που είχαν ανοίξει οι δύο μεγάλοι ιστορικοί που προηγήθηκαν, ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης. Καινούργιο στοιχείο είναι μόνο η ολοένα και μεγαλύτερη επίδραση της ρητορικής στον τρόπο καταγραφής της ιστορίας, που πια τυχαίνει και την αλήθεια ακόμα να θυσιάζει στην καλλιέπεια: δεν είναι σύμπτωση ότι δύο σημαντικοί ιστορικοί, ο Έφορος και ο Θεόπομπος, είχαν μαθητέψει στον Ισοκράτη, ούτε ότι ορισμένοι ιστορικοί, όπως ο Ζωίλος, υπήρξαν και ρήτορες, και ορισμένοι ρήτορες, όπως ο Αναξιμένης, υπήρξαν και ιστορικοί. Τα έργα τους έχουν χαθεί· όμως οι μεταγενέστεροι τους αναφέρουν συχνά, παραθέτουν αποσπάσματα, καμιά φορά και τους αντιγράφουν.
Στα χνάρια του Ηρόδοτου κινήθηκε ο Κτησίας από την Κνίδο, γιατρός στην αυλή του Αρταξέρξη, που έγραψε Περσικά σε ιωνική διάλεκτο. Ο ίδιος υποστήριξε ότι πηγές του ήταν η αυτοψία και τα βασιλικά αρχεία της Περσίας· όμως στην πραγματικότητα έχει δίκιο ο Πλούταρχος, όταν σημειώνει ότι «στα βιβλία του έβαλε ένα ετερόκλητο μωσαϊκό από απίθανες και τρελές ιστορίες» (Αρταξέρξης 1.4).
Παπυρικά ευρήματα από την αιγυπτιακή πόλη Οξύρρυγχο μας διασώζουν δύο μεγάλα κομμάτια ενός κειμένου, που το ένα αφηγείται γεγονότα του Δεκελεικού πολέμου (407 π.Χ.) και το άλλο της τριετίας 397-395 π.Χ. Τα Ελληνικά της Οξυρρύγχου, όπως ονομάστηκαν, βασίζονται στην αυτοψία και σε διασταυρωμένες πληροφορίες, παρουσιάζουν τα δεδομένα αντικειμενικά και χωρίζουν τα γεγονότα κατὰ θέρη καὶ κατὰ χειμῶνας, όπως ο Θουκυδίδης. Είναι φανερό ότι ο άγνωστός μας συγγραφέας αποφάσισε και αυτός να συνεχίσει το έργο του μεγάλου ιστορικού – και, όσο μπορούμε να κρίνουμε, τα κατάφερε καλύτερα από τον Ξενοφώντα.
Να συνεχίσει το έργο του Θουκυδίδη επιχείρησε και ο Θεόπομπος από τη Χίο (περ. 378-320 π.Χ.), που με τα Ἑλληνικά του εκάλυψε την ιστορία από το 411 π.Χ. ως το τέλος της σπαρτιατικής ηγεμονίας (394 π.Χ.). Χαρακτηριστικότερο έργο του ήταν τα Φιλιππικά, σε 58 βιβλία, όπου εκθέτοντας τη δράση του μακεδόνα βασιλιά ο Θεόπομπος εύρισκε την ευκαιρία να κάνει αναδρομές στο παρελθόν και να παρεμβάλλει πλήθος γεωγραφικές, εθνολογικές, ακόμα και μυθολογικές πληροφορίες και σχόλια. Φανατικός αριστοκράτης, ολιγαρχικός και πρόμαχος της αρετής, κατηγορούσε με δριμύτητα για τις ηθικές τους παρεκτροπές όχι μόνο δημαγωγούς σαν τον Κλέωνα αλλά και πολιτικούς ηγέτες σαν τον Θεμιστοκλή. Από την ανελέητη κριτική του δεν ξέφυγε ούτε ο Φίλιππος, και ας τον είχε φιλοξενήσει στην αυλή του, και ας είχε γράψει ο ίδιος στην αρχή της ιστορίας του ότι «ποτέ η Ευρώπη δεν είχε γεννήσει άντρα παρόμοιο με τον Φίλιππο του Αμύντα» (απόσπ. 27).
Την πρώτη παγκόσμια ή καθολική[136] ιστορία την έγραψε ο Έφορος από τη μικρασιατική Κύμη (περ. 400-330 π.Χ.). Χωρίς να αναφερθεί καθόλου στα μυθικά χρόνια, ο Έφορος άρχιζε την έκθεσή του με την κάθοδο των Δωριέων και έφτανε ως την αρχή του Ιερού πολέμου (356 π.Χ.). Το έργο του, με τον τίτλο Ἱστορίαι, έχει χαθεί, αλλά χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από νεότερους ιστορικούς, ιδιαίτερα από τον Διόδωρο, που σε πολλά τον έχει αντιγράψει (σ. 209). Αντίθετα με τον φανατικό και ορμητικό Θεόπομπο, ο Έφορος ήταν στις κρίσεις του αντικειμενικός και συγκρατημένος, στους εκφραστικούς του τρόπους ήρεμος και χαλαρός. Είχε δίκιο ο κοινός τους δάσκαλος, ο Ισοκράτης, όταν έλεγε ότι «ο ένας χρειάζεται μαστίγιο, ο άλλος χαλινάρι».[137]
Ιδιότυπος ιστορικός, ρήτορας και σοφιστής, ήταν ο Ζωίλος από την Αμφίπολη (4ος π.Χ. αι.), που έγραψε παγκόσμια Ἱστορίαν ἀπὸ θεογονίας ἕως τῆς Φιλίππου τελευτῆς και τοπική ιστορία Περὶ Ἀμφιπόλεως. Τόσο τα ιστορικά όσο και τα άλλα του έργα έχουν, εκτός από ελάχιστα αποσπάσματα, χαθεί· ξέρουμε όμως ότι είχε γράψει δύο σοφιστικά εγκώμια (του κύκλωπα Πολύφημου και των Τενεδίων), και ένα έργο Κατὰ τῆς Ὁμήρου ποιήσεως, όπου κατηγορούσε τον Όμηρο για παραλογισμούς και ασυνέπειες τόσο άγρια ώστε να του μείνει το όνομα Ὁμηρομάστιξ.
Ανάμεσα στους πολλούς ακόμα ιστορικούς του 4ου π.Χ. αιώνα ξεχωριστή θέση κατέχει ο γνωστός μας ως ρήτορας και ρητοροδιδάσκαλος Αναξιμένης από τη Λάμψακο (σ. 148. Ιστορικά του έργα ήταν τα Ἑλληνικά, ιστορία των Ελλήνων από την κτίση του κόσμου ως το 362 π.Χ., Αἱ περὶ Φιλίππου ἱστορίαι και Τὰ περὶ Ἀλέξανδρον, όπου η ρητορική υπερβολή και η αυλική κολακεία φαίνεται πως ξεπερνούσαν τα όρια.
126 Η αρχαία λέξη ιστορία προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα οἶδα (γνωρίζω) και σημαίνει την «έρευνα», την «αναζήτηση πληροφοριών», τη «γνώση», αλλά και την «έκθεση της γνώσης», της κάθε γνώσης. Αργότερα η λέξη ιστορία εξειδικεύτηκε στην επιστήμη που συγκεντρώνει πληροφορίες, μελετά και εκθέτει τα περασμένα.
127 Ιστορία 1.1, μετάφρ. Δ. Ν. Μαρωνίτη
128 Στους Πέρσες του Αισχύλου βασίζεται σε μεγάλο μέρος της και η περιγραφή της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα (8.40-100).
129 Το επίθετο ἀτθίς (αττική) μπορεί ως ουσιαστικό να σημαίνει την «αττική γη», την «αττική γλώσσα» ή, όπως εδώ, την «ιστορία της Αττικής».
130 Δεν πρόκειται για τον ιστορικό αλλά για τον Θουκυδίδη, γιο του Μελησία, πολιτικό αντίπαλο του Περικλή.
131 Στο έργο του διαπιστώνονται και επιδράσεις της ιατρικής επιστήμης, που τα χρόνια εκείνα ακμάζει με τον Ιπποκράτη (σ. 164), επιδράσεις αισθητές «όχι μόνο όταν ο ιστορικός περιγράφει τον λοιμό, αλλά και όταν αναλύει τα πολιτικά γεγονότα με την αντικειμενικότητα του κλινικού και με τη φροντίδα να αναγνωρίσει τα συμπτώματα των πολιτικών ασθενειών» (Ζ. ντε Ρομιγί).
132 Τον περισσότερο χρόνο κατοικούσε στη Σκαπτή ύλη της Θράκης, κοντά στο Παγγαίο, όπου είχε οικογενειακό μερίδιο σε ορυχεία χρυσού.
133 Η χρονολόγηση γίνεται με αναφορά στην ιέρεια της Ήρας στο Άργος, στον έφορο της Σπάρτης και στον επώνυμο άρχοντα της Αθήνας (2.2 και αλλού). Παρόμοιο τρόπο χρονολόγησης είχε προτείνει πριν από τον Θουκυδίδη ο Ελλάνικος. Η χρονολόγηση με τις Ολυμπιάδες προτάθηκε και εφαρμόστηκε αργότερα, στα ελληνιστικά χρόνια.
134 Δάσκαλός του ήταν, θυμίζουμε, ο συγγραφέας των Τετραλογιών (σ. 139).
135 Στον Θουκυδίδη ανήκει η διαπίστωση ότι στα χρόνια του Περικλή το αθηναϊκό πολίτευμα ήταν λόγῳ μὲν δημοκρατία ἔργῳ δὲ ὑπὸ τοῦ πρώτου ἀνδρὸς ἀρχή (2.65.9).
136 Ο ιστορικός Πολύβιος (2ος αι. π.Χ.) μνημονεύει τον Έφορο ως τον πρώτο που επιχείρησε τὰ καθόλου γράφειν (5.33).
137 Χαρακτηριστική για τον Έφορο ήταν και η μεγάλη αγάπη που είχε για την ιδιαίτερη πατρίδα του: έγραψε την ιστορία της, με τον τίτλο Ἐπιχώριος λόγος, και στο μεγάλο του ιστορικό έργο, όποτε η Κύμη βρισκόταν στο περιθώριο των γεγονότων, δεν παράλειπε να σημειώνει ότι «αυτή την περίοδο οι Κυμαίοι ζούσαν ειρηνικά» – και βέβαια οι μεταγενέστεροι τον κορόιδεψαν (Στράβων 13-3.6).