Οι πολεμιστές της Εποχής του Χαλκού χρησιμοποιούσαν τα όπλα τους με ιδιαίτερα επιδέξιους τρόπους, που θα απαιτούσαν εξαντλητική εκπαίδευση σε συγκεκριμένες τεχνικές, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Ομάδα ερευνητών του Πανεπιστημίου του Νιούκαστλ εξέτασε χιλιάδες ίχνη και σημάδια πάνω σε σπαθιά της Εποχής του Χαλκού και πραγματοποίησαν δοκιμαστικές/ πειραματικές μονομαχίες χρησιμοποιώντας ομοιώματα αυτών των όπλων, προκειμένου να κατανοήσουν καλύτερα πώς χρησιμοποιούνταν κατά την εποχή εκείνη και τι είδους τεχνικές απαιτούνταν.
Ο μπρούντζος –μείξη χαλκού με κασσίτερο- είναι πιο μαλακός από το ατσάλι, κάτι που σημαίνει πως μπορεί εύκολα να υποστεί ζημιά. Μέχρι τώρα, πολλές εικασίες εστίαζαν στο ενδεχόμενο τα αρχαία αυτά όπλα που ανακαλύπτονται να είχαν τελετουργικό περισσότερο χαρακτήρα παρά να χρησιμοποιούνταν σε μάχες. Ωστόσο, η έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε στο Journal of Archaeological Method and Theory, υποδεικνύει πως όχι μόνο χρησιμοποιούνταν πραγματικά σε μάχες, αλλά προϋπέθεταν επίσης υψηλά επίπεδα δεξιοτήτων και πολύ συγκεκριμένες τεχνικές για την ελαχιστοποίηση της ζημιάς σε αυτά.
Η έρευνα αυτή έγινε στο πλαίσιο του Bronze Age Combat Project (BACP), του οποίου ηγείται ο Αντρέα Ντολφίνι στο Πανεπιστήμιο του Νιούκαστλ, με τη συμμετοχή άλλων ερευνητών από τα πανεπιστήμια του Λέστερ και του Ντάραμ, το Βρετανικό Μουσείο και το Great North Museum: Hancock.
Όπως είπε ο Ντολφίνι, «η Εποχή του Χαλκού ήταν η πρώτη φορά που οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν μέταλλο συγκεκριμένα για τη δημιουργία όπλων που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν εναντίον άλλων ανθρώπων. Καταλάβαιναν πως αυτά τα όπλα μπορούσαν να πάθουν εύκολα ζημιά, οπότε επεδίωκαν να τα χρησιμοποιούν με τρόπους που θα περιόριζαν την έκταση της ζημιάς. Είναι πιθανόν αυτές οι εξειδικευμένες τεχνικές να έπρεπε να διδαχθούν από κάποιον με μεγάλη εμπειρία, και θα απαιτούσαν πολλή εκπαίδευση».
Οι ερευνητές συνεργάστηκαν με μέλη του Hotspur School of Defence, έναν σύλλογο με αντικείμενο τις μεσαιωνικές ευρωπαϊκές πολεμικές τέχνες, για την πραγματοοποίηση ρεαλιστικών ξιφομαχιών, με ειδικά σχεδιασμένα ομοιώματα όπλων. Χρησιμοποιώντας προστατευτικό εξοπλισμό και κινήσεις σε εγχειρίδια μαχητικής εκπαίδευσης του Μεσαίωνα, οι εθελοντές δοκίμασαν ένα μεγάλο εύρος χτυπημάτων με σπαθί, ασπίδα και δόρυ εναντίον διαφόρων σημείων του σώματος, ενώ οι ερευνητές κατέγραφαν τη ζημιά από τα διαφορετικά πλήγματα. Αυτό αποκάλυψε πολλά σχετικά με το πώς χρησιμοποιούσαν τα σπαθιά και τις ασπίδες, καθώς και τη ζημιά που προκαλούσαν τα διάφορα χτυπήματα στα όπλα. Με βάση αυτές τις γνώσεις, οι ερευνητές εξέτασαν 2.500 ίχνη και σημάδια σε 110 αρχαία σπαθιά από τη Μ. Βρετανία και την Ιταλία, συγκρίνοντας τα σημάδια στα αρχαία όπλα με αυτά στα ομοιώματα. Η ανάλυση αυτή επέτρεψε να συνδεθούν συγκεκριμένα σημάδια με συγκεκριμένες κινήσεις και συνδυασμούς κινήσεων. Αυτό υπέδειξε πως οι πολεμιστές χρησιμοποιούσαν τα όπλα τους για να ελέγχουν τη λεπίδα του αντιπάλου τους, υποδεικνύοντας πως τέτοιου είδους μάχες λάμβαναν χώρα σε πολύ μικρή απόσταση.
Όπως είπε στο Science ο Ραφαέλ Χερμάν, ο οποίος ηγήθηκε της ανάλυσης, «προκειμένου να πολεμούν έτσι όπως δείχνουν τα σημάδια, πρέπει να υπήρχε πολλή εκπαίδευση, και επειδή τα σημάδια είναι τόσο παρόμοια από σπαθί σε σπαθί, υποδεικνύουν πως οι πολεμιστές δεν κράδαιναν τα σπαθιά τους στην τύχη, μα χρησιμοποιούσαν τεχνικές στις οποίες είχαν εξασκηθεί καλά. Επίσης, διαπιστώσαμε πως τα μοτίβα φθοράς συνδέονταν με τη γεωγραφία και τον χρόνο, υποδεικνύοντας συγκεκριμένα στυλ μάχης που αναπτύχθηκαν ανά τους αιώνες».