του Βασίλη Πετρόπουλου,
Η πρόσφατη απόφαση μετατροπής της Αγίας Σοφίας- ενός εκ των σημαντικότερων συμβόλων της Χριστιανοσύνης- σε τζαμί σήκωσε θύελλα αντιδράσεων όχι μόνο στην άμεσα ενδιαφερόμενη Ελλάδα αλλά και σε διεθνές επίπεδο. Πολλά κράτη καταδίκασαν την ενέργεια αυτή της τουρκικής κυβέρνησης θεωρώντας την εμπρηστική και υπονομευτική για τις προσπάθειες γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ χριστιανικού και μουσουλμανικού κόσμου. Πέρα όμως από τη δημόσια κατακραυγή, τις αναλύσεις για την επόμενη μέρα και την αξιολόγηση της αντίδρασης της Ελλάδας, της ΕΕ και της παγκόσμιας κοινότητας εν γένει, κανείς δεν φαίνεται να ασχολείται με τη χρονική συγκυρία της απόφασης Ερντογάν και να αναρωτιέται: γιατί τώρα;
Η πιο γρήγορη απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είνα γιατί ο Τούρκος πρόεδρος θέλει να προκαλέσει τους Έλληνες και να τους τιμωρήσει για τις αντεγκλήσεις τους και την ρητορική της κυβέρνησης Μητσοτάκη σε ό,τι αφορά την Ανατολική Μεσόγειο, την Κύπρο και τις ΑΟΖ. Όμως αυτή είναι μια πολύ απλοϊκή και ανώριμη εξήγηση. Ένας λόγος που ο Ερντογάν αποφασίζει τώρα να μετατρέψει σε τζαμί την Αγία Σοφία είναι η τακτική των πολλαπλών μετώπων. Με τη χώρα του βαθειά μπλεγμένη στη Συρία, τη Λιβύη, την Ανατολική Μεσόγειο και αφοσιωμένη στα παιχνίδια ισχύος με τους Ευρωπαίους- με αιχμή του δόρατος το προσφυγικό- και στο ”διπλό ταμπλό” με Ρωσία και ΝΑΤΟ,ο Ερντογάν έχει υπεραπλώσει τις δυνάμεις της Τουρκίας και έχει τραβήξει το ενδιαφέρον σχεδόν όλων των ισχυρών δρώντων κάθε περιοχής που δραστηριοποιείται και για θέματα που αφορούν άμεσα τα συμφέροντά της. Στόχος του λοιπόν είναι να αποπροσανατολίσει τους υπόλοιπους διεθνείς παίκτες και να τους δώσει κάτι άλλο,λιγότερο σημαντικό για την Τουρκία, να ασχοληθούν.Και δεν υπάρχει πιο κατάλληλο θέμα από αυτό της Αγίας Σοφίας για να πετύχει κάτι τέτοιο. Η μετατροπή αυτού του χριστιανικού ιερού συμβόλου σε τζαμί είναι αρκετά σημαντική για να απασχολήσει τη διεθνή κοινότητα ( και κυρίως χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία και οργανισμούς όπως η η ΕΕ και ο ΟΗΕ) αλλά ταυτόχρονα αρκετά ασήμαντη για να προκαλέσει πραγματικά προβλήματα στην Τουρκία.Συνεπώς η φασαρία γύρω από την Αγία Σοφία δίνει χώρο και χρόνο στην Τουρκία να δράσει και να πάρει σημαντικές αποφάσεις για φλέγοντα ζητήματα της εξωτερικής της πολιτικής.
Ένας άλλος λόγος που η απόφαση αυτή πάρθηκε τώρα κι όχι οποιαδήποτε άλλη στιγμή στα τόσα χρόνια θητείας της κυβέρνησης Ερντογάν είναι η πολιτική συγκυρία του σήμερα. Μπορεί ο Τούρκος πρόεδρος να είναι στο τιμόνι της χώρας ουσιαστικά 17 συναπτά έτη ( 11 ως πρωθυπουργός από το 2003 ως το 2014 και 6 ως πρόεδρος από το 2014 μέχρι σήμερα) και να κατάφερε να ενισχύσει την εξουσία του από το δημοψήφισμα που ακολούθησε το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016, αλλά εν έτει 2020 βλέπει αυτή τη δύναμη να εξασθενεί. Ο ευνοούμενός του έχασε τον σημαντικότερο δήμο της χώρας, αυτόν της Κωνσταντινούπολης, από τον Εκρέμ Ιμάμογλου, έναν προοδευτικό πολιτικό με καταγωγή από την Τραπεζούντα και πολλοί θεωρούν αυτό το γεγονός, όχι άδικα, ως την πρώτη καίρια προσωπική του ήττα. Δημοσκοπήσεις δείχνουν επίσης πως ο Ερντογάν χάνει σταδιακά τα κραταιά ποσοστά του, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι ο νέος δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης θα είναι ο επόμενος πρόεδρος της Τουρκίας στις επόμενες εκλογές. Αυτό είναι κάτι που προφανώς ο Ερντογάν θέλει να αποτρέψει και για να το κάνει παίζει το προσφιλές σε αυτόν χαρτί της επίκλησης στο θρησκευτικό αίσθημα και στην αναβίωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Με τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί ο έμπειρος Τούρκος πρόεδρος απευθύνεται στα ριζοσπαστικά στοιχεία της τουρκικής κοινωνίας αλλά και στους θιασώτες του οθωμανικού μεγαλείου υπενθυμίζοντάς τους τον ρόλο που θέλει για την Τουρκία που δεν είναι άλλος από αυτόν της προστάτιδας και αρχηγού όλου του μουσουλμανικού κόσμου. Με αυτόν τον τρόπο ο Ερντογάν ελπίζει πως θα βάλει ένα φρένο στην ελεύθερη πτώση της δημοτικότητάς του και θα παρατείνει τη ”σουλτανική” θητεία του.
Πέρα από την ομολογουμένως ύψιστη σημασία που έχει για όλους μας η Αγία Σοφία πρέπει να εξετάσουμε το θέμα μέσα από το πρίσμα ψυχρών διεθνολογικών υπολογισμών, χωρίς συναισθηματισμούς, και αφού αποδεχτούμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γιατί όπως υποστήριξε και επίσημα η Ρωσία πρόκειται για εσωτερικό ζήτημα της Τουρκίας, πρέπει να δράσουμε αναλόγως στα υπόλοιπα ακανθώδη θέματα μένοντας ανεπηρέαστοι από τις τακτικές αποπροσανατολισμού και εσωτερικής κατανάλωσης του Ερντογάν.