Όσο περνά ο χρόνος και η επιδημία του κορονοϊού, μετά το πρώτο σοκ του περασμένου χειμώνα, μεταβάλλεται σιγά σιγά σε μόνιμη παράμετρο της καθημερινότητας, γίνονται όλο και πιο προφανείς κάποιες ιδιαίτερες πτυχές της κρίσης, τόσο σε πρακτικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο, που η αρρώστια αυτή προκάλεσε στον σύγχρονο δυτικό κόσμο. Εδώ δεν μιλάμε για την καθαρά ιατρική προσέγγιση του ζητήματος: αυτή, σε τελική ανάλυση, μπορεί να κριθεί αυστηρά αντικειμενικά μόνο στο κλειστό και ελεγχόμενο περιβάλλον του νοσοκομείου ή του βιολογικού εργαστηρίου, ενώ, από την άλλη μεριά, η ανθρώπινη, υποκειμενική παράμετρος του βιώματος της αρρώστιας (αυτής η οποιασδήποτε άλλης) δεν μπορεί να μπει σε αφηρημένα αναλυτικά καλούπια ούτε και προσφέρεται για εξαγωγή συμπερασμάτων “χρήσιμων για όλους” – είτε κάποιος ζει την περιπέτεια και την αντιμετωπίζει με τις όποιες δυνάμεις του είτε δεν την ζει οπότε είναι σαν να μην υπάρχει. Αυτό όμως που σίγουρα επηρεάζει τους πάντες είναι η σταδιακή μετατροπή της επιδημίας σε ένα είδος κανονικότητας, σε μια μόνιμη δηλαδή παρουσία με την οποία και παρά την οποία είμαστε αναγκασμένοι να ζήσουμε. Άμεση έκφανση αυτής της νέας φάσης στην οποία εισήλθαμε είναι και τα πολλαπλά περιοριστικά μέτρα που λαμβάνονται πλέον σχεδόν καθημερινά και στα οποία αποκρυσταλλώνεται πιο καθαρά η ψυχική και πνευματική κατάσταση της δυτικής κοινωνίας. Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται το ενδιαφέρον κοινωνικό φαινόμενο: όσο περισσότερα ανακαλύπτουμε για τον ιό, όσο πιο ακριβείς γίνονται οι γνώσεις μας, όσο περισσότερος είναι ο όγκος των δεδομένων που συγκεντρώνει η έρευνα και όσο πιο στοχευμένα και εξειδικευμένα γίνονται τα περιοριστικά μέτρα, τόσο εντονότερη γίνεται ταυτόχρονα και η δυσφορία που αυτά προκαλούν, τόσο μεγαλύτερες οι αντιδράσεις που ξεσηκώνουν και τόσο πιο ισχυρό το ρεύμα της κριτικής της ίδιας της επιστημονικής δράσης. Τα μέτρα αυτά, όχι μόνο δεν λειτουργούν ως αντίδοτο στον φόβο ή και τον πανικό, αλλά πολλές φορές τον επιτείνουν, την ίδια στιγμή που η αντίδραση εναντίον τους φτάνει μέχρι και στην αμφισβήτηση της ίδιας της ύπαρξης της αρρώστιας. Φαίνεται, με άλλα λόγια, σαν να υπάρχει για ακόμα μια φορά μια “διαφορά φάσης” μεταξύ της κοινωνίας και της πραγματικότητας ή και μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, η οποία και εντείνεται όσο περνά ο καιρός. Όσοι ισχυρίζονται ότι φταίει η “έλλειψη διαφωτισμού” από την οποία πάσχουν οι πληβείοι, λησμονούν ότι ακόμα και στη σημερινή, άκρως μηχανοποιημένη και εκκοσμικευμένη κοινωνία, τα πράγματα συνεχίζουν να διατηρούν, εκτός από την καθαρά πρακτική τους δράση, και μια ψυχική καθώς και μια πνευματική λειτουργία. Πράγματι, και άσχετα με την όποια αποτελεσματικότητά τους, τα περιοριστικά μέτρα κατά της πανδημίας του κορονοϊού αποτελούν επίσης μια μεταμφιεσμένη επανεμφάνιση των αρχαίων τελετουργικών που είχαν ως σκοπό να προστατέψουν την κοινότητα ξορκίζοντας το κακό, αποβάλλοντάς το έξω από τα τείχη της πόλης και να δυναμώσουν τους ψυχικούς δεσμούς των μελών της κοινότητας. Αυτή τους η καταγωγή εξηγεί και κάποια παράπλευρα φαινόμενα που, εκ πρώτης όψεως, μοιάζουν παράταιρα: ο συνεχώς αυξανόμενος βαθμός περιπλοκότητας των μέτρων, οι θεατρικές χειρονομίες και η θεαματική χρήση της γλώσσας (αυτό που αποκαλείται επικοινωνιακή διαχείριση) και βέβαια η ανάλογη κάστα των ιερέων, που έχει την ευθύνη της αποκρυπτογράφησης των χρησμών και της ορθής τέλεσης του επιστημονικού τυπικού. Σε αντίθεση όμως με τους αρχαίους χρησμούς του μαντείου, οι οποίοι ήταν πάντα μεστοί νοήματος (εναπόκειτο στην οξυδέρκεια του δέκτη, στο “γνώθι σ’ αυτόν”, να τους κατανοήσει και να τους εκμεταλλευτεί σωστά), τα σύγχρονα διατάγματα προκαλούν δυσαρέσκεια και ανασφάλεια: κάθε νέο μέτρο δημιουργεί τελικά περισσότερα ερωτήματα και προβλήματα από αυτά που καλείται να απαντήσει, απαιτώντας συνεχώς νέες διασαφηνίσεις και διευκρινίσεις, οι οποίες με τη σειρά τους φέρνουν νέα μέτρα και κανονισμούς, πολλές φορές παράλογους ή αντιφάσκοντες μεταξύ τους. Η έλλειψη νοήματος, απότοκο της πλήρους αποκοπής της μοντέρνας επιστήμης από οποιοδήποτε πνευματικό θεμέλιο, φανερώνει έτσι και μια βαθιά αδυναμία της ίδιας της επιστημονικής μεθοδολογίας, όπως φαίνεται και στο παρακάτω κείμενο του Ρενέ Γκενόν[1]: η περιχαράκωση στο αυστηρά υλικό και μετρήσιμο κομμάτι του γνωστικού πεδίου μπορεί να εγγυάται τη μέγιστη εφαρμόσιμη αποτελεσματικότητα, αλλά βυθίζει τη νόηση σε έναν ωκεανό αφαιρέσεων και την απομακρύνει τελικά από την πραγματικότητα, την οποία και καταλήγει να αντικαθιστά με τα μοντέλα προσομοίωσης που χρησιμοποιεί η ίδια. Όπως ακριβώς οι σύγχρονοι αθλητές δεν ανταγωνίζονται πλέον μεταξύ τους, αλλά ρίχνονται ο καθένας μόνος στην παράλογη μάχη ενάντια στον ίδιο το χρόνο, έτσι και η σύγχρονη έρευνα δεν πολεμά την αρρώστια, αλλά τα στατιστικά μοντέλα, τον αριθμό. Τόσο όμως οι πρώτοι, όσο και η δεύτερη, και παρά το ξόδεμα τεράστιων ποσοτήτων ενέργειας και ισχύος, στερούνται την δυνατότητα μιας πραγματικής νίκης, θυμίζοντάς μας έτσι τα λόγια του Γκέοργκ Φ. Γιούνγκερ: «Η επιστήμη μπορεί να μας προσφέρει την τελειότητα, αλλά ποτέ την ωριμότητα.»
Αλέξανδρος Μπριασούλης
RES PUBLICA
“Η ιδέα ότι μπορούμε να θεμελιώσουμε μια επιστήμη στην επανάληψη προδίδει μια άλλη ποσοτική ψευδαίσθηση, το να πιστεύουμε δηλαδή ότι η απλή συγκέντρωση μεγάλου μεγέθους δεδομένων είναι ικανή να λειτουργήσει ως “απόδειξη” μιας θεωρίας. Αν το σκεφτούμε όμως έστω και λίγο, είναι φανερό ότι τα γεγονότα και τα δεδομένα του ιδίου τύπου θα είναι πάντα άπειρα, έτσι ώστε να μην μπορούμε ποτέ να τα λάβουμε όλα υπ’ όψη μας, και επίσης ότι αυτά τα δεδομένα θα μπορούν πάντα να συνδυάζονται εξ ίσου καλά με πολλές διαφορετικές θεωρίες. Θα μας απαντήσουν τότε ότι ο μεγάλος αριθμός αυξάνει την πιθανότητα ορθότητας μιας θεωρίας. Αυτή όμως η παραδοχή σημαίνει ότι έτσι ποτέ δεν θα μπορέσουμε να φτάσουμε σε μια οποιαδήποτε βεβαιότητα και άρα ότι τα οποία αποτελέσματα μιας τέτοιας έρευνας δεν θα μπορούν ποτέ να είναι “ακριβή”. Σημαίνει επίσης ότι αναγνωρίζουμε τον καθαρά εμπειρικό χαρακτήρα της μοντέρνας επιστήμης, χαρακτήρα που οι σύγχρονοι οπαδοί της, κατά μια περίεργη ειρωνεία, αποδίδουν αποκλειστικά στους αρχαίους, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: οι γνώσεις των αρχαίων, την ακριβή φύση των οποίων οι μοντέρνοι αγνοούν εντελώς, πήγαζαν από την μελέτη των αρχών κι όχι από πειραματική τεκμηρίωση. Αντιθέτως, είναι η μοντέρνα επιστήμη που θεμελιώνεται στον εμπειρισμό και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί την ανάστροφη πλευρά της παραδοσιακής επιστήμης. Αλλά ακόμα κι αν θεωρούσαμε επαρκή την εμπειρική μέθοδο που χρησιμοποιεί η μοντέρνα επιστήμη, πάλι δεν θα μπορούσαμε να της αποδώσουμε καθολικότητα κι αυτό γιατί δεν λαμβάνει υπ’ όψη της ένα μεγάλο αριθμό εμπειρικών δεδομένων, αυτών που σχετίζονται με τον χαρακτήρα της ποιότητας. Η αισθητηριακή πρόσληψη της πραγματικότητας, όπως άλλωστε και κάθε άλλη εμπειρία, δεν μπορεί να αφορά αποκλειστικά την καθαρή ύλη και γι’ αυτό το λόγο, όσο περισσότερο βασιζόμαστε σε αυτήν τόσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από την πραγματικότητα του αντικειμένου που υποτίθεται αναλύουμε και εξηγούμε. Όντως, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε ότι οι πιο πρόσφατες επιστημονικές θεωρίες έχουν όλο και λιγότερη σχέση με την πραγματικότητα, την οποία και αντικαθιστούν με περισσή ευκολία με συμβάσεις, συμβάσεις που δεν θα χαρακτηρίζαμε βέβαια εντελώς αυθαίρετες (κι αυτό γιατί κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό να υπάρξει – κάθε φορά που κάποιος προσφεύγει σε μια σύμβαση το κάνει για κάποιο λόγο), αλλά αρκετά αυθαίρετες ώστε να έχουν ελάχιστη επαφή με την πραγματική φύση των πραγμάτων. Σε κάθε περίπτωση, αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν, αδιαφορώντας για τις διαφορές ουσίας και αρνούμενη ακόμα και να τις δει, μπορεί η μοντέρνα επιστήμη να αξιώνει ένα οποιοδήποτε βαθμό ακρίβειας· αυστηρά ακριβή μπορούν να είναι μόνο τα καθαρά μαθηματικά, γιατί αυτά μόνο αναφέρονται στο πεδίο της ποσότητας, ενώ η υπόλοιπη επιστήμη δεν μπορεί παρά να είναι παρά ένα συνονθύλευμα εκτιμήσεων κατά προσέγγιση. Τα υποθετικά, μη πραγματικά αξιώματα που βρίσκονται στη βάση όλης της κλασσικής μηχανικής (π.χ. το “υλικό σωματίδιο που κινείται” ή το “απολύτως ελαστικό στερεό”), η οποία και αποτελεί το θεμέλιο της φυσικής, μπορούν να προσφέρουν πλήθος σχετικών παραδειγμάτων.
Με το να αδιαφορεί για τις ποιοτικές διαφορές των αντικειμένων που εξετάζει, η μοντέρνα επιστήμη χάνει μέσα από τα χέρια της το πιο σημαντικό κομμάτι της πραγματικότητας και έτσι η μερική και “κατώτερη” αλήθεια που συλλαμβάνει καταλήγει σε ένα σχεδόν τίποτα. Κι αυτό αφορά ιδίως ό,τι αναφέρεται σε ζητήματα ανθρώπινης τάξης, τα ζητήματα δηλαδή που είναι και τα κατεξοχήν ποιοτικά και τα οποία επιμένει να μεταχειρίζεται όχι μόνο όπως εκείνα που αφορούν την οργανωμένη ύλη, αλλά όπως αυτά που ανήκουν στην “αδρανή” ύλη. Η επιστήμη εφαρμόζει αδιακρίτως στα πάντα την μία και μοναδική μέθοδο που γνωρίζει, γιατί είναι ανίκανη να διακρίνει τί αποτελεί την ουσιαστική διαφορά. Είναι εντός αυτών των πλαισίων της ανθρώπινης τάξης, είτε πρόκειται για την “κοινωνιολογία” είτε για την “ψυχολογία”, που εμφανίζεται πιο καθαρά ο απατηλός χαρακτήρας των στατιστικών, στις οποίες οι σύγχρονοί μας αποδίδουν τόσο μεγάλη σημασία. Η στατιστική μέθοδος, σε αυτή την περίπτωση όπως και σε όλες τις άλλες, δεν συνίσταται σε τίποτε άλλο παρά στην καταμέτρηση ενός μεγαλύτερου ή μικρότερου αριθμού δεδομένων, τα οποία υποθέτουμε απολύτως όμοια και των οποίων η συμπαράθεση δεν θα σήμαινε τίποτε απολύτως χωρίς αυτή την προϋπόθεση. Είναι προφανές ότι η εικόνα της πραγματικότητας που αποκομίζουμε με αυτόν τον τρόπο είναι τόσο πιο διαστρεβλωμένη, όσο πιο αξιοσημείωτη είναι η διαφορά και η περιπλοκότητα των καθαρά ποιοτικών τους χαρακτηριστικών. Τα νούμερα και οι υπολογισμοί που απλώνονται μπροστά μας μάς δίνουν μια “ψευδομαθηματική” ψευδαίσθηση ακρίβειας, γιατί, όντας μη έχοντας από μόνα τους καμιά απολύτως σημασία, μπορούμε να εξάγουμε απ’ αυτά ό,τι συμπέρασμα θέλουμε. Η απόδειξη είναι ότι ίδιες στατιστικές, ερμηνευμένες από διαφορετικούς “σοφούς” της ίδιας ειδικότητας, δίνουν πολλές φορές διαφορετικά, αν όχι διαμετρικά αντίθετα αποτελέσματα, αντίστοιχα με τις θεωρίες που αυτοί πρεσβεύουν.
Η υπόθεση της ταυτότητας μεταξύ δεδομένων ή πραγμάτων που ανήκουν απλά στο ίδιο είδος, που είναι δηλαδή συγκρίσιμα υπό ορισμένες μόνο πτυχές, εκτός απ’ το να δημιουργεί της ψευδαίσθηση της ακρίβειας, ικανοποιεί επίσης την ανάγκη για υπερβολική απλοποίηση, κάτι που αποτελεί ένα έντονο χαρακτηριστικό της μοντέρνας νοοτροπίας, τόσο έντονο που θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε, σε όλες της τις εκδηλώσεις, επιστημονικές ή μη, και δίχως ίχνος ειρωνείας, “απλοϊκή”. Η τάση αυτή για απλοποίηση είναι μια αναγκαιότητα που πηγάζει από, και ταυτόχρονα εντατικοποιεί τη θέληση για υπαγωγή των πάντων στην ποσότητα, αφού, ως γνωστόν, δεν υπάρχει τίποτα απλούστερο από την ποσότητα. Αν καταφέρναμε να απογυμνώσουμε ένα όν ή ένα πράγμα από όλες τις ποιοτικές του ιδιότητες, τότε το “υπόλειμμα” θα παρουσίαζε τον μέγιστο βαθμό απλότητας. Κι αυτή η απλότητα δεν μπορεί παρά να είναι αυτή των πανομοιότυπων μεταξύ τους “μονάδων”, οι οποίες αποτελούν την αριθμητική πολλαπλότητα.”
[1]Απόσπασμα από το κεφάλαιο X του βιβλίου “Η βασιλεία της Ποσότητας και τα Σημεία των Καιρών”.
1 thought on “René Guénon – Η ψευδαίσθηση της στατιστικής”