Ο Ελληνικός λόγος απέναντι στον Ορθολογισμό

Του Γιώργου Καραμπελιά

H σχέ­ση των μα­ζών με την ι­στο­ρί­α εί­ναι ί­σως έ­να α­πό τα πιο φι­λό­δο­ξα εγ­χει­ρή­μα­τα του Κώ­στα Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου, στο ο­ποί­ο για πρώ­τη φο­ρά δια­τυ­πώ­νο­νται ο­ρι­σμέ­νες α­πό τις βα­σι­κές στα­θε­ρές του με­τα­γε­νέ­στε­ρου έρ­γου του. Το βι­βλί­ο θα ή­θε­λε να α­πο­τε­λέ­σει έ­ναν α­ντί­πο­δα στην α­ντί­λη­ψη πε­ρί “μα­ζι­κής κοι­νω­νί­ας” και “ε­ξέ­γερ­σης των μα­ζών” του Γου­στά­βου Λε Μπον και του Ορ­τέ­γα Υ Γκα­σέτ και να ε­ντά­ξει την “ε­ξέ­γερ­ση των μα­ζών” σε μια δια­λε­κτι­κή δη­μιουρ­γί­ας ε­νός νέ­ου πο­λι­τι­σμι­κού υ­πο­δείγ­μα­τος.

Για τον Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου, η λε­γό­με­νη “μα­ζι­κή κοι­νω­νί­α” δεν εί­ναι τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά μια κοι­νω­νί­α υ­πο­τα­γής των μα­ζών, μα­ζι­κή μό­νο σε ό,τι α­φο­ρά στην κα­τα­νά­λω­ση και την υ­πο­τα­γή, ε­νώ, α­ντί­θε­τα, οι κοι­νω­νί­ες ό­που πα­ρεμ­βαί­νει η ε­πα­να­στα­τι­κή μά­ζα α­πο­τε­λούν κοι­νω­νί­ες μιας εκ­πλη­κτι­κής πνευ­μα­τι­κής ε­κτί­να­ξης και ε­πι­τευγ­μά­των, ό­πως η Α­θή­να με­τά τον Πει­σί­στρα­το και δευ­τε­ρευό­ντως η ε­λι­σα­βε­τια­νή Αγ­γλί­α:

Οι ε­παγ­γελ­μα­τί­ες της πε­ρι­φρό­νη­σης του vulgus profanum α­πο­δί­δουν αυ­τή την αλ­λό­κο­τη βαρ­βα­ρό­τη­τα στις έμ­φυ­τες δή­θεν στη μά­ζα “ι­σο­πε­δω­τι­κές τά­σεις προς τα κά­τω”. Για μας, συμ­βαί­νει το α­ντί­θε­το: το πρώ­το και βα­σι­κό συ­μπέ­ρα­σμα που μπο­ρεί να βγει α­πό το βι­βλί­ο αυ­τό εί­ναι η αρ­χή ό­τι η ι­στο­ρι­κή δρα­στη­ριο­ποί­η­ση της μά­ζας συ­νε­πά­γε­ται πά­ντο­τε έ­να ρι­ζο­σπα­στι­κό ε­μπλου­τι­σμό της ψυ­χι­κής ζω­ής (σσ. 233-234).

Η έν­νοια της “μά­ζας” για τον Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου δεν εί­ναι πο­σο­τι­κή, δεν ε­ξαρ­τά­ται α­πό την υ­ψη­λή πυ­κνό­τη­τα του πλη­θυ­σμού στις σύγ­χρο­νες κοι­νω­νί­ες, αλ­λά α­πό τον ρό­λο και τη συμ­με­το­χή των μα­ζών στη δια­μόρ­φω­ση της ι­στο­ρι­κής τους μοί­ρας:

Εκ­κι­νώ­ντας α­πό αυ­τή την “ι­δέ­α-δύ­να­μη” θα οι­κο­δο­μή­σει, κα­θώς εκ­δι­πλώ­νε­ται ο στο­χα­σμός του, μια φι­λο­σο­φί­α και μια ψυ­χο­λο­γί­α της “μά­ζας” αι­σιό­δο­ξη και ταυ­τό­χρο­να ρε­α­λι­στι­κή, ερ­μη­νευ­τι­κό κλει­δί για τη με­λέ­τη της ι­στο­ρί­ας. Η πα­ρου­σί­α και η συμ­με­το­χή της μά­ζας με­τα­βάλ­λε­ται στην α­ξια­κή κλί­μα­κα που κρί­νει την ι­στο­ρι­κή ε­ξέ­λι­ξη.

Πρό­κει­ται ί­σως για το πιο “αι­σιό­δο­ξο” βι­βλί­ο του Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου. η α­νά­δυ­ση –ή α­ντί­στρο­φα η χα­λι­να­γώ­γη­ση– των μα­ζών με­τα­βάλ­λε­ται στο α­πο­φα­σι­στι­κό κρι­τή­ριο της πο­λι­τι­κής και πο­λι­τι­στι­κής δη­μιουρ­γί­ας. Και η Ο­κτω­βρια­νή Ε­πα­νά­στα­ση θα φα­ντά­ζει α­κό­μα στα μά­τια του –μα­ζί με τη Γαλ­λι­κή– ως μί­α τε­ρα­στί­ων δια­στά­σε­ων α­πό­πει­ρα της ε­πα­να­στα­τι­κής μά­ζας.

Η “με­τα-μο­ντέρ­να” δια­λε­κτι­κή του Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου

Ο συγ­γρα­φέ­ας υ­πο­βάλ­λει σε μια κα­τα­λυ­τι­κή κρι­τι­κή την ι­δέ­α της Προ­ό­δου και τις αυ­τα­πά­τες του Δια­φω­τι­σμού, υ­πό το φως των στρα­το­πέ­δων συ­γκέ­ντρω­σης, του να­ζι­σμού και του στα­λι­νι­σμού. Α­ντί­στοι­χη κρι­τι­κή εί­χε ή­δη δια­τυ­πω­θεί α­πό τον Χά­ι­ντε­γκερ, ή τη Σχο­λή της Φρα­γκφούρ­της με­ρι­κά χρό­νια ε­νω­ρί­τε­ρα. Ω­στό­σο, η προ­σέγ­γι­ση του Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου δεν εί­ναι ταυ­τό­ση­μη με τις άλ­λες, α­κό­μα και ε­κεί­νες που α­κο­λού­θη­σαν μέ­χρι τις μέ­ρες μας. Διεκ­δι­κεί μί­α, ί­σως, πα­γκό­σμια πρω­το­τυ­πί­α. Η κρι­τι­κή προ­σέγ­γι­ση που α­πο­πει­ρά­ται τό­σο πρώ­ι­μα και διεισ­δυ­τι­κά σε αυ­τό το νε­α­νι­κό του εγ­χεί­ρη­μα δεν εί­ναι μια προ­σέγ­γι­ση “σκο­τα­δι­στι­κή”, ε­νός “α­ντι­δρα­στι­κού ρο­μα­ντι­σμού”, δεν εί­ναι καν μια κρι­τι­κή “φραν­κφουρ­τια­νή”. Δεν α­ντι­πα­ρα­θέ­τει μο­ντερ­νι­κό­τη­τα και πα­ρά­δο­ση μα­νι­χα­ϊ­στι­κά, ό­πως εν μέ­ρει θα κά­νει η σύγ­χρο­νη κρι­τι­κή της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας και έ­νας α­γνω­στι­κι­στι­κός με­τα­μο­ντερ­νι­σμός. Για τον Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου, ο Δια­φω­τι­σμός και ο Προ­ο­δευ­τι­σμός δεν συ­νι­στούν κά­ποια αυ­θύ­παρ­κτη α­λή­θεια, και η α­ντί­λη­ψη “της ι­στο­ρί­ας σαν προ­ο­­δευ­τι­κής ε­ξέ­λι­ξης” συ­νι­στά μια α­πό τις “πιο σφα­λε­ρές” αλ­λά ταυ­τό­χρο­να α­πό τις “πιο αι­σιό­δο­ξες και κα­τα­φα­τι­κές” ι­δέ­ες του πο­λι­τι­σμού μας:

Μια τέ­τοια ι­σορ­ρο­πη­μέ­νη ο­πτι­κή η ο­ποί­α κα­τα­νο­εί τον ι­στο­ρι­κό ρό­λο του δια­φω­τι­σμού και του μαρ­ξι­σμού ε­νώ ταυ­τό­χρο­να ε­ντο­πί­ζει, στη διεκ­δί­κη­ση της ε­πι­στη­μο­νι­κό­τη­τας που ε­γεί­ρουν, την ρί­ζα της ερ­γα­λεια­κής τους με­τε­ξέ­λι­ξης –και της ε­κτρο­πής τους προς τον ο­λο­κλη­ρω­τι­σμό–, α­πο­τε­λεί τον ου­σιώ­δη πυ­ρή­να μιας “με­τα-μο­ντέρ­νας” μη μα­νι­χα­ϊ­κής δια­λε­κτι­κής, η ο­ποί­α θα συ­νε­χί­ζει να α­πο­τε­λεί έ­να ζη­τού­με­νο α­κό­μα και στις μέ­ρες μας, πε­νή­ντα χρό­νια με­τά.

Ο Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου έ­χει συ­νεί­δη­ση της α­ντι­φα­τι­κό­τη­τας της ε­ξέ­λι­ξης της ι­στο­ρί­ας και του πο­λι­τι­σμού. οι κα­τα­κτή­σεις του Δια­φω­τι­σμού και του Προ­ο­δευ­τι­σμού α­πο­τέ­λε­σαν ταυ­τό­χρο­να και μί­α δια­δι­κα­σί­α βα­θύ­τα­του κοι­νω­νι­κού δι­χα­σμού και δια­φο­ρο­ποί­η­σης με­τα­ξύ της μά­ζας και των κυ­ρί­αρ­χων τά­ξε­ων. Έ­να σχί­σι­μο που στη σύγ­χρο­νη ε­πο­χή θα ε­γκαι­νια­στεί με την Α­να­γέν­νη­ση και θα ε­πι­βε­βαιω­θεί και πά­λι με­τά τη Γαλ­λι­κή και τη Ρω­σι­κή ε­πα­νά­στα­ση, ό­ταν οι νέ­ες ε­λίτ που α­να­δεί­χθη­καν α­πό αυ­τές θα υ­πο­τά­ξουν εκ νέ­ου την ε­πα­να­στα­τι­κή μά­ζα σε μια νέ­α κοι­νω­νι­κή ιε­ραρ­χί­α, η ο­ποί­α εί­χε προς στιγ­μήν α­να­τρα­πεί με­τά την ει­σβο­λή της ε­πα­να­στα­τη­μέ­νης μά­ζας.

Οι πα­ρα­δο­σια­κές κοι­νω­νί­ες εί­χαν έ­ναν κλει­στό χα­ρα­κτή­ρα που ε­γκλώ­βι­ζε το ά­το­μο μέ­σα σε μια ά­κα­μπτη κοι­νό­τη­τα σε α­ντί­θε­ση με τον με­τα­να­γεν­νη­σια­κό κό­σμο ο ο­ποί­ος ε­πι­τρέ­πει την α­το­μι­κή δια­φο­ρο­ποί­η­ση ad perpetuum. το ά­το­μο δεν έ­χει τη δυ­να­τό­τη­τα να “ξε­χω­ρί­σει” πα­ρά μό­νο στον βαθ­μό που συμ­με­ρί­ζε­ται τις α­ξί­ες και τους θε­μέ­λιους μύ­θους της κοι­νό­τη­τας. Α­κό­μα και στην Ελ­λά­δα των κλα­σι­κών χρό­νων, το ά­το­μο μπο­ρεί να νο­η­θεί μό­νον ως πο­λί­της.

Ω­στό­σο αυ­τές οι πα­ρα­δο­σια­κές κοι­νω­νί­ες ε­πέ­τρε­παν μια συμ­με­το­χή των μα­ζών σε έ­να κοι­νό πε­πρω­μέ­νο, έ­ναν κοι­νό “μύ­θο”, σε α­ντί­θε­ση με τις σύγ­χρο­νες κοι­νω­νί­ες του πο­λι­τι­κού ή του πο­λι­τι­σμι­κού ο­λο­κλη­ρω­τι­σμού που α­ντι­στρα­τεύ­ο­νται κά­θε α­πό­πει­ρα των κοι­νω­νιών να συ­γκρο­τη­θούν σε κοι­νό­τη­τα.

Για τον συγ­γρα­φέ­α, μό­νο στην αρ­χαί­α Ελ­λά­δα μια α­να­πτυγ­μέ­νη α­το­μι­κό­τη­τα θα ε­ντα­χθεί ορ­γα­νι­κά στην κοι­νό­τη­τα, –με τρό­πο τρα­γι­κό αλ­λά πραγ­μα­τι­κό– και η εκ­δί­πλω­ση της προ­σω­πι­κό­τη­τας θα έ­χει ως προ­ϋ­πό­θε­ση τη συμ­με­το­χή της μά­ζας. Το σχί­σι­μο που ε­γκαι­νιά­ζε­ται στον ελ­λη­νι­στι­κό κό­σμο α­νά­με­σα στο ά­το­μο και τη συλ­λο­γι­κή του μοί­ρα ό­χι μό­νο δεν α­ναι­ρέ­θη­κε στον α­πο­ϊ­ε­ρω­μέ­νο κό­σμο της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας αλ­λά ο­δη­γή­θη­κε στον πα­ρο­ξυ­σμό της ση­με­ρι­νής “δυ­στυ­χι­σμέ­νης συ­νεί­δη­σης” και ε­νός α­τό­μου που εί­ναι α­πο­ξε­νω­μέ­νο ό­χι μό­νον α­πό τη συλ­λο­γι­κή του μοί­ρα αλ­λά και α­πό τον υ­περ­τε­χνο­λο­γι­κό κό­σμο που τον ο­ρί­ζει. Και αυ­τή εί­ναι η δια­λε­κτι­κή του Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου. Στην ι­στο­ρι­κή δια­δρο­μή δεν υ­πάρ­χει μια γραμ­μι­κή ε­ξέ­λι­ξη α­πό το “κα­τώ­τε­ρο στο α­νώ­τε­ρο” σε ό,τι α­φο­ρά στην εν­σω­μά­τω­ση α­τό­μων και κοι­νω­νί­ας ή την τέ­χνη, παρ’ ό­λο που η με­γέ­θυν­ση μπο­ρεί να δια­πι­στω­θεί στο ε­πί­πε­δο της τε­χνο­λο­γι­κής ή της πα­ρα­γω­γι­κής πο­λυ­πλο­κό­τη­τας, ή της συσ­σώ­ρευ­σης γνώ­σε­ων και πλη­θυ­σμών. Γι’ αυ­τό και δεν μπο­ρού­με να ι­σχυ­ρι­στού­με ό­τι εί­μα­στε ευ­τυ­χέ­στε­ροι ή “α­νώ­τε­ροι” α­πό τις πα­ρα­δο­σια­κές κοι­νω­νί­ες ε­νώ ταυ­τό­χρο­να μας εί­ναι α­δύ­να­το να “ε­πι­στρέ­ψου­με” σε αυ­τές.

Ο Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου δεν ταυ­τί­ζει τον ορ­θό Λό­γο με τον ορ­θο­λο­γι­σμό της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας και ί­σως εί­ναι ο πρώ­τος που το κά­νει με τέ­τοια ε­νάρ­γεια. Αν ο νε­ω­τε­ρι­κός ορ­θο­λο­γι­σμός θα στη­ρι­χτεί στην α­ντι­πα­ρά­θε­ση της “καρ­διάς” και του “μυα­λού”, α­κρω­τη­ριά­ζο­ντας έ­τσι τον άν­θρω­πο ως ο­λό­τη­τα, ο Λό­γος της αρ­χαί­ας Ελ­λά­δας θα συν­δυά­σει τον Μύ­θο, την Τρα­γω­δί­α και τη Φι­λο­σο­φί­α. σε πλή­ρη α­ντί­θε­ση με την υ­πο­λο­γι­στι­κή ratio του με­τα­να­γεν­νη­σια­κού κό­σμου που θα νο­ή­σει τον Λό­γο μό­νο σε α­ντί­θε­ση με την Τρα­γω­δί­α και προ­πα­ντός με τον Μύ­θο:

Κα­τα­λα­βαί­νου­με πως, κά­τω α­πό το ση­μεί­ο του Λό­γου που μό­νο αυ­τός μπο­ρεί να δια­σώ­σει την υ­πο­κει­με­νι­κό­τη­τα, οι δυο πιο πε­ριέ­χο­ντες άν­θρω­ποι που έ­βγα­λε η Ελ­λά­δα κα­τόρ­θω­σαν, κρα­τώ­ντας α­νοι­χτά πά­ντα κι ά­γρυ­πνα τα μά­τια πά­νω στο Τρα­γι­κό, να ε­νώ­σουν τις τρεις α­νώ­τα­τες μορ­φές μες τις ο­ποί­ες ο άν­θρω­πος μπο­ρεί να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει τον ε­αυ­τό του σαν πνευ­μα­τι­κό ον: την Προ­φη­τεί­α, την Τρα­γω­δί­α και τη Φι­λο­σο­φί­α… Και μέ­σα σε τρεις γε­νε­ές, τα χο­ρι­κά του Σο­φο­κλή, οι με­τώ­πες της Ο­λυ­μπί­ας και ο Ε­πι­τά­φιος μπό­ρε­σαν να φα­νε­ρώ­σουν στο φως και στον ή­λιο το Λό­γο σαν κυ­ρί­αρ­χο στις σχέ­σεις του αν­θρώ­που με τον ε­αυ­τό του και με τον κό­σμο (σσ. 110-111).
Ο Λό­γος των Αρ­χαί­ων εί­ναι λοι­πόν έ­νας λό­γος προ- και… “με­τα”- μο­ντέρ­νος. Ό­σο για τον Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου, υ­περ­βαί­νει τη νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα, “ε­πι­στρέ­φο­ντας” στην αρ­χαί­α Ελ­λά­δα, κου­βα­λώ­ντας ό­μως την αρ­μα­τω­σιά του Σαίξ­πηρ, του Χέ­γκελ, του Φρό­υ­ντ και του Γιά­σπερ­ς. α­πο­πει­ρά­ται να μι­λή­σει ως φο­ρέ­ας ε­νός τέ­τοιου “με­τα­μο­ντέρ­νου Λό­γου”, για την Προ­φη­τεί­α, τον Μύ­θο και τη Φι­λο­σο­φί­α, α­να­γκαί­α προ­ϋ­πό­θε­ση για να ε­νω­θεί και πά­λι το ά­το­μο με την κοι­νό­τη­τα, η “μά­ζα” με τις “ε­λίτ”, και να οι­κο­δο­μη­θεί εκ νέ­ου μια “κα­τα­φα­τι­κή σχέ­ση με τον κό­σμο”:

Η “θε­α­τρο­κρα­τί­α”

Η “θε­α­τρο­κρα­τί­α” του Πλά­τω­να α­πο­κτά μια κομ­βι­κή ση­μα­σί­α στην α­νά­πτυ­ξη της σκέ­ψης του: Η μορ­φή του θε­ά­τρου και η σχέ­ση των μα­ζών με αυ­τό γί­νε­ται το κρι­τή­ριο για τη σχέ­ση των μα­ζών με το κρά­τος και την ορ­γα­νω­μέ­νη κοι­νω­νί­α:

Για τον Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου, στις τρεις κομ­βι­κές ι­στο­ρι­κές στιγ­μές που ση­μα­το­δο­τούν η κλα­σι­κή Ελ­λά­δα, ο Α­να­γεν­νη­σια­κός κό­σμος και ο κό­σμος του αρ­χό­με­νου Δια­φω­τι­σμού, αν πε­ρά­σου­με α­πό τη χρο­νο­λο­γι­κή δια­δο­χή σε “α­ξιο­λο­γι­κές κρί­σεις”, η σει­ρά θα πρέ­πει να α­ντι­στρα­φεί. Ο κλα­σι­κι­στι­κός Δια­φω­τι­σμός α­πο­στε­ρεί ε­ντε­λώς τον ορ­θό λό­γο α­πό κά­θε πά­θος και κά­θε αί­σθη­ση του τρα­γι­κού, ο Α­να­γεν­νη­σια­κός κό­σμος γνω­ρί­ζει το πά­θος αλ­λά ό­χι το “μά­θος”, ε­νώ μό­νο η αρ­χαί­α Ελ­λά­δα θα γνω­ρί­σει το πά­θος και το μά­θος ταυ­τό­χρο­να, δη­λα­δή θα με­τα­σχη­μα­τί­σει το πά­θος σε μια νέ­α ι­σορ­ρο­πί­α, πο­λι­τεια­κή και πο­λι­τι­σμι­κή, σε ταύ­τι­ση ου­σί­ας και υ­πάρ­ξε­ως. Και αυ­τή η κλί­μα­κα των α­ξιών θα εκ­φρα­στεί μέ­σα α­πό το θέ­α­τρο και τη σχέ­ση του με τη μά­ζα.
Ό­ντως, μό­νο μέ­σα στο αρ­χαί­ο Θέ­α­τρο θα βρού­με μια θε­σμι­κή κα­θο­λι­κή συμ­με­το­χή των μα­ζών τό­σο στο κοι­νό του Θε­ά­τρου –εξ ου και ο τε­ρά­στιος α­ριθ­μός των θε­α­τών που πα­ρα­κο­λου­θούν το αρ­χαί­ο Θέ­α­τρο– ό­σο και μέ­σα στη δο­μή της Τρα­γω­δί­ας, με την πα­ρου­σί­α και τον α­πο­φα­σι­στι­κό ρό­λο του Χο­ρού. Ί­σως σε κα­μί­α άλ­λη θε­α­τρι­κή μορ­φή δεν θα συν­δυα­στούν, με τέ­τοιο συ­στη­μα­τι­κό και μό­νι­μο τρό­πο, οι άρ­χο­ντες και οι “ε­λίτ”, που α­πο­τε­λούν τους “πρω­τα­γω­νι­στές” της τρα­γω­δί­ας, με τις πλη­βεια­κές “μά­ζες” του χο­ρού. Και εν τέ­λει οι ί­διες μά­ζες θα α­πο­φα­σί­ζουν για τη “βρά­βευ­ση” ή μη των θε­α­τρι­κών συγ­γρα­φέ­ων. Στο ε­λι­σα­βε­τια­νό Θέ­α­τρο, έ­σχα­τη και υ­πέρ­τα­τη α­να­λα­μπή της Α­να­γέν­νη­σης, η τρα­γι­κή μοί­ρα των η­ρώ­ων θα α­να­πτύσ­σε­ται κά­τω α­πό το βλέμ­μα των μα­ζών που θα κα­τα­κλύ­ζουν το Globe Theatre, δί­πλα στους βα­σι­λιά­δες και τους ευ­γε­νείς. οι μά­ζες θα συμ­με­τέ­χουν λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο σπο­ρα­δι­κά στη δρά­ση –α­πό τον Φάλ­σταφ έ­ως τους στρα­τιώ­τες του βα­σι­λιά Ερ­ρί­κου του Δ΄ στη μά­χη του Α­ζιν­κούρ, ή τους πο­λί­τες στον Ρι­χάρ­δο τον Γ΄ και τους πλη­βεί­ους στον Κο­ριο­λα­νό–, αλ­λά θε­σμι­κά θα εί­ναι α­πού­σες. Σε ό,τι α­φο­ρά δε στην ε­σώ­τε­ρη δια­λε­κτι­κή του ε­λι­σα­βε­τια­νού θε­ά­τρου, εν τέ­λει η ε­ξου­σί­α θα α­να­πτύσ­σε­ται χω­ρίς να προ­σφέ­ρει κά­ποιο μά­θος, κά­ποια νέ­α ι­σορ­ρο­πί­α του κό­σμου. στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση μια νέ­α δυ­να­στεί­α θα υ­πο­κα­τα­στή­σει την προ­η­γού­με­νη.

Τέ­λος, στο κλα­σι­κι­στι­κό θέ­α­τρο του Ρα­κί­να και του Κορ­νέ­ϊγ, η μά­ζα θα α­που­σιά­ζει τό­σο α­πό τη σκη­νή ό­σο και α­πό το κοι­νό. Θα έ­χει γεν­νη­θεί η σύγ­χρο­νη δι­χο­τό­μη­ση ε­λίτ και μα­ζών. Ο ρο­μα­ντι­σμός, ο Χέ­γκελ και η Γαλ­λι­κή Ε­πα­νά­στα­ση θα ε­πα­να­φέ­ρουν τις μά­ζες και την έν­νοια του τρα­γι­κού στην ι­στο­ρί­α χω­ρίς ω­στό­σο να κα­τορ­θώ­σουν να ε­πα­νε­νώ­σουν τον σχι­σμέ­νο με­τα­να­γεν­νη­σια­κό κό­σμο. Γι’ αυ­τό και ο Νί­τσε θα μεί­νει “κα­τά­πλη­κτος” ό­χι α­πλώς α­πό τον ρό­λο της τρα­γω­δί­ας στην αρ­χαί­α Ελ­λά­δα ­­–την θε­α­τρο­κρα­τί­α– αλ­λά α­πό την αρ­μο­νι­κή συ­νάρ­θρω­ση τρα­γω­δί­ας και Πο­λι­τεί­ας:
Ο Nietzsche (…), κα­τά­πλη­κτος μπρος στην κε­ντρι­κή και υ­πεύ­θυ­νη θέ­ση που εί­χε η τρα­γω­δί­α α­νά­με­σα στις λει­τουρ­γί­ες της α­θη­να­ϊ­κής Πο­λι­τεί­ας, α­να­ρω­τιό­ταν “πώς ο λα­ός των Μυ­στη­ρί­ων και των Δι­θυ­ράμ­βων κα­τόρ­θω­σε να αρ­μο­νί­σει την ύ­παρ­ξή του με την πιο αρ­ρε­νω­πή χα­ρά του α­γώ­να και την πιο ρω­μα­λέ­α άν­θη­ση των πο­λι­τι­κών του εν­στί­κτων;” Η α­πο­ρί­α αυ­τή γί­νε­ται ε­ξη­γή­σι­μη αν σκε­φτού­με ό­τι ο Nietzsche ζού­σε κά­τω α­πό την πί­ε­ση ε­νός πο­λι­τι­σμού για τον ο­ποί­ο η Τρα­γω­δί­α και το Κρά­τος πα­ρι­στά­νουν δυο ρι­ζι­κά α­συμ­βί­βα­στες ο­ντό­τη­τες (σ. 96).

Η αρ­χαί­α δη­μο­κρα­τί­α δεν α­ντι­πα­ρα­θέ­τει τον ορ­θό Λό­γο στην ο­λό­τη­τα του αν­θρώ­που, την πο­λι­τι­κή στην Τέ­χνη, αλ­λά με­τα­βάλ­λει τα θε­α­τρι­κά δρώ­με­να σε στοι­χεί­ο της πο­λι­τι­κής δη­μο­κρα­τί­ας και της συμ­με­το­χής των μα­ζών στην Πο­λι­τεί­α. Και αυ­τό σε α­ντί­θε­ση με τον σχι­σμέ­νο κό­σμο μας ό­που η Τέ­χνη προ­σπα­θεί να κα­λύ­ψει την α­πό­στα­ση α­νά­με­σα στην “πε­ζή” και τε­τριμ­μέ­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και το ι­δε­α­τό.

Στην Τέ­χνη μας, το τρα­γι­κό γεν­νιέ­ται α­πό τη σύ­γκρου­ση α­νά­με­σα στην “αρ­χή της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας”, την α­δια­φά­νεια του κό­σμου, και την α­δυ­να­μί­α μας να τον αλ­λά­ξου­με, δε­δο­μέ­νου ό­τι η κοι­νό­τη­τα και το ά­το­μο έ­χουν δια­χω­ρι­στεί α­με­τά­κλη­τα. Έ­τσι, μέ­σα α­πό την Τέ­χνη προ­σπα­θού­με να α­πο­κα­τα­στή­σου­με αυ­τήν την χα­μέ­νη ε­νό­τη­τα που η πο­λι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα έ­χουν α­νε­πα­νόρ­θω­τα διαρ­ρή­ξει. Μια α­πο­κα­τά­στα­ση που με τη σει­ρά της κι­νεί­ται σε έ­να δια­χω­ρι­σμέ­νο ε­πί­πε­δο, “τέ­χνη και ό­χι ζω­ή”.

Ό­ταν (…) θυ­μη­θού­με ό­τι χρειά­στη­κε να γί­νει μια ε­πα­νά­στα­ση για να νο­μι­μο­ποι­η­θεί ο Δι­θύ­ραμ­βος και να γεν­νη­θεί η Τρα­γω­δί­α, τό­τε θα κα­τα­λά­βου­με το πε­ριε­χό­με­νο αυ­τής της “θε­α­τρο­κρα­τί­ας”. Και τό­τε θα κα­τα­λά­βου­με ε­πί­σης ό­τι η δι­κή μας έν­νοια της πο­λι­τι­κής ω­ρι­μό­τη­τας και του “υ­πο­κει­με­νι­κού πα­ρά­γο­ντα στην Ι­στο­ρί­α” εί­ναι α­κό­μα (…) πο­λύ στε­νή και συ­γκε­χυ­μέ­νη.

Mundus senescit

Μό­νον ο 20ός αιώ­νας –του­λά­χι­στον έ­ως τη στιγ­μή που γρά­φει ο Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου– θ’ αρ­χί­σει να ξα­να­βρί­σκει το τρα­γι­κό και την ε­νό­τη­τα του νου και της καρ­διάς. μέ­σα α­πό τον Φρό­υ­ντ, τον σου­ρε­α­λι­σμό, τις πο­λι­τι­κές πε­ρι­πέ­τειες του κομ­μου­νι­σμού και την ε­μπει­ρί­α του “αιώ­να των στρα­το­πέ­δων”, το πά­θος θα ε­πα­νεμ­φα­νι­στεί στο προ­σκή­νιο της ι­στο­ρί­ας. Ο μύ­θος της χω­ρίς ό­ρια “προ­ό­δου” θα συ­ντρι­βεί α­πό τις πε­ρι­πέ­τειες ε­νός αιώ­να που θα α­νοί­ξει μέ­σα α­πό τα χα­ρα­κώ­μα­τα του Α΄ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου και θα κλεί­σει με τον ε­φιάλ­τη του Τσερ­νο­μπίλ.

Για­τί ο άν­θρω­πος του 20ού αιώ­να, έ­χο­ντας πά­ψει να πι­στεύ­ει στην Πρό­ο­δο, δη­λα­δή έ­χο­ντας πά­ψει να πι­στεύ­ει στον ε­αυ­τό του, και υ­πο­χρε­ω­μέ­νος να α­ντι­με­τω­πί­σει αυ­τή την κα­τα­στρο­φι­κή ε­μπει­ρί­α που τον κυ­κλώ­νει, α­να­γκά­στη­κε έ­τσι να βά­λει, για πρώ­τη φο­ρά με­τά την Α­να­γέν­νη­ση, το στοι­χεί­ο του Τρα­γι­κού μέ­σα στην ι­στο­ρι­κή του συ­νεί­δη­ση κι έ­τσι α­πο­κα­τά­στη­σε τον ομ­φά­λιο λώ­ρο με ό­λους τους πο­λι­τι­σμούς του φό­βου που τους εί­χε ως τα σή­με­ρα ε­ξα­φα­νί­σει το ε­κτυ­φλω­τι­κό φως της κλα­σι­κής ο­μορ­φιάς και της “ου­μα­νι­στι­κής” αυ­το­πε­ποί­θη­σης. (…)

“Η Ι­στο­ρί­α εί­ναι έ­νας ε­φιάλ­της α­πό τον ο­ποί­ο προ­σπα­θώ να ξυ­πνή­σω”, λέ­ει ο Dedalus του Joyce. (σσ. 80-81)

Ο κύ­κλος ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται; Ί­σως κα­τα­στεί δυ­να­τό για τον σύγ­χρο­νο άν­θρω­πο να ε­νώ­σει και πά­λι τα δύ­ο ά­κρα της σπα­σμέ­νης α­λυ­σί­δας και να μας με­τα­βά­λει και πά­λι α­πό τα “τρα­γι­κά θύ­μα­τα” στην “υ­πεύ­θυ­νη βού­λη­ση” της ι­στο­ρί­ας; Ο Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου ελ­πί­ζει πως εί­ναι δυ­να­τό –με νέ­ους ό­ρους– να ε­πα­να­λη­φθεί το αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κό θαύ­μα και η “θε­α­τρο­κρα­τί­α” να ε­πι­στρέ­ψει στον κό­σμο που έ­βγαι­νε α­πό τα κρε­μα­τό­ρια και τα στρα­τό­πε­δα συ­γκέ­ντρω­σης. Ω­στό­σο, μέ­χρι σή­με­ρα, αυ­τή η προσ­δο­κί­α θα συ­νε­χί­σει να πα­ρα­μέ­νει έ­να ζη­τού­με­νο.

από το Άρδην τ. 43

, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *