Η απελευθέρωση της Κέρκυρας από τον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό

Γράφει ο Χρήστος Χατζηλίας

Κατά τα μέσα του 12ου αιώνα όταν ξεκίνησε η τρίτη νορμανδική επιχείρηση εναντίον της Κέρκυρας παράλληλα με την έναρξη της Δεύτερης Σταυροφορίας ,στον αυτοκρατορικό θρόνο βρίσκονταν ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός  και στον θρόνο της Σικελίας ο Ρογήρος Β΄.  Ο Μανουήλ ήθελε να τελειώσει οριστικά με τους Νορμανδούς γι΄ αυτό  μετά την απελευθέρωση της Κέρκυρας σκόπευε να μεταφέρει τον πόλεμο στην απέναντι πλευρά του Ιονίου. Η  έναρξη των επιχειρήσεων άρχισε την άνοιξη του 1148 με τον αυτοκράτορα να ηγείται ο ίδιος προσωπικά εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την βοήθεια των Βενετών για 6 μήνες, οι Κουμάνοι όμως καθυστέρησαν την όλη επιχείρηση εισβάλοντας στην Θράκη, ο Ρογήρος επωφελήθηκε από τις δυσκολίες του αυτοκράτορα και ετοίμασε ένα μεγάλο στόλο με καράβια που είχε συγκεντρώσει από κάθε μέρος του βασιλείου του διορίζοντας ναύαρχο τον Γεώργιο της Αντιόχειας.

 Ο ναύαρχος σάλπαρε από το Μπίντιζι και έφθασε στην Κέρκυρα χωρίς προβλήματα, η πόλη της Κέρκυρας πολιορκήθηκε και δεν πρόβαλε καμία αντίσταση χάρη στην συνεργασία των κατοίκων που λόγω της βαριάς φορολογίας προτιμούσαν για την σωτηρία τους να κάνουν συμφωνία με τον αρχηγό του εχθρού. Πράγματι μετά από διαπραγματεύσεις οι κάτοικοι δέχθηκαν μια φρουρά από 20 Νορμανδούς στρατιώτες και έτσι υποτάχθηκαν σε αυτούς, ο Γεώργιος της Αντιόχειας μετά την επιτυχία του αυτή κατηύθυνε τον στόλο του προς άλλες ελληνικές ακτές φτάνοντας έως την Εύβοια, μετά οδήγησε και πάλι τον στόλο του γεμάτο λάφυρα πίσω στην Κέρκυρα.

Στο νησί ενίσχυσε με συμπληρωματικά έργα το κάστρο της πόλης ώστε να δυσκολέψει οποιαδήποτε επίθεση, τέλος επιστρέφοντας στο Παλέρμο μετέφερε μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων βιοτεχνών από την Θήβα και την υπόλοιπη κεντρική Ελλάδα που εξειδικεύονταν να φτιάχνουν μετάξι και μωσαϊκά.

Ο αυτοκράτορας Μανουήλ αποφάσισε να αντιμετωπίσει τους Νορμανδούς από στεριά και θάλασσα, την αρχηγία του στόλου την έδωσε στον Κοντοστέφανο με τον τίτλο του Μεγάλου Δούκα και την αρχηγία του στρατού δόθηκε στον Ιωάννη Αξούχο με τον τίτλο του Μεγάλου Δομέστικου. Στην συνέχεια πέτυχε την βοήθεια των Βενετών ανανεώνοντας τα εμπορικά τους προνόμια και πήρε από αυτούς στόλο από 40 γαλέρες και μεγάλο αριθμό άλλων πλοίων με επικεφαλής τον δόγη Πέτρο Πολάνι, ο οποίος αρρώστησε και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Βενετία αφήνοντας τον στόλο στον αδερφό του Ιωάννη και στον γιό του ΝαΪμέριο.

Ο αυτοκράτορας φτάνει στην Κέρκυρα – Η αρχή της πολιορκίας

Ο αυτοκρατορικός στρατός μαζί με τον συμμαχικό φθάνει μέχρι το λιμάνι της Κέρκυρας αρχίζοντας κατευθείαν τις ενέργειες για την κυρίευση της πόλης, επιχείρηση βέβαια πολύ δύσκολη, οι δυσκολίες προέρχονταν από τα τεχνικά χαρακτηριστικά της οχύρωσης η οποία βρισκόταν πάνω  σε ψηλούς βράχους και πρόβαλλε κατακόρυφα σε ένα βαθύ κομμάτι θάλασσας ,η πόλη επίσης περιστοιχιζόταν από ισχυρά τείχη και πανύψηλους πύργους, στην συνέχεια ο αυτοκρατορικός και ο συμμαχικός στόλος κύκλωσαν ολόκληρο το νησί και ο Κοντοστέφανος πριν δώσει εντολή για επίθεση πρότεινε την Νορμανδική φρουρά να παραδοθεί χωρίς μάχη.

Οι Νορμανδοί αντίθετα έκλεισαν τις πύλες και τοποθέτησαν στα τείχη μεγάλο αριθμό τοξοτών, σφενδονιστών και πολεμικών μηχανών κάθε τύπου, προετοιμαζόμενοι για αποφασιστική άμυνα, εκείνη την στιγμή δόθηκε εντολή στα πολιορκητικά στρατεύματα να αρχίσουν την επίθεση εκτοξεύοντας βλήματα κάθε είδους, ωστόσο οι Βυζαντινοί εκσφενδόνιζαν με πολύ κόπο πέτρες και βέλη χωρίς να προκαλέσουν ζημιά στους εχθρούς. Αντίθετα οι Νορμανδοί με ευκολία εκτόξευαν προς τα κάνω καταφέρνοντας να κάνουν μεγάλη ζημιά στους επιτιθέμενους, ο διοικητής προσπαθούσε να εμψυχώσει τους στρατιώτες του με την παρουσία του αλλά κάθε προσπάθεια ήταν μάταιη, ο χρονικογράφος Δάνδολος αναφέρει πως « οι πέτρες ήταν βρεγμένες από το αίμα των Βενετών».

Ο Μεγάλος Δούκας Κοντοστέφανος κατασκεύασε μια πολύ μεγάλη σκάλα η οποία ξεπερνούσε σε ύψος τα τείχη της πόλης ελπίζοντας με αυτόν τον τρόπο να μπει  ένα τμήμα του στρατού του μέσα, ένας μεγάλος βράχος όμως έπεσε πάνω στην σκάλα σπάζοντας την στην μέση και ένα από τα δύο κομμάτια χτύπησε τον Κοντοστέφανο προκαλώντας του θανάσιμο τραύμα, μεταφέρθηκε στο πλοίο του και με εντολή του  διέταξε να μην μαθευτεί η κατάσταση που βρισκόταν  στο στράτευμα και προκληθεί πανικός. Εν συνεχεία φώναξε τον γιό του Ανδρόνικο προτρέποντάς τον να παραμείνει αφοσιωμένος στον αυτοκράτορα και στην επιχείρηση εκπόρθησης της Κέρκυρας.

Πολύ γρήγορα μαθεύτηκε το συμβάν και επικράτησε πανικός, όταν το πληροφορήθηκε ο αυτοκράτορας δυσαρεστήθηκε και ονόμασε νέο Μεγάλο Δομέστικο τον Ιωάννη Αξούχο, τα γεγονότα αυτά παρέτειναν όπως ήταν φυσικό την πολιορκία και μέσα από την κατάσταση πανικού που βρίσκονταν το στράτευμα άρχισε η διάσπαση Βυζαντινών και Βενετών, ο Μέγας Δομέστικος έφτασε στο σημείο να στείλει εναντίον των Βενετών τους στρατιώτες της φρουράς του και ένα μέρος του στρατού. Οι Βενετοί τότε επιβιβάστηκαν στα πλοία τους και κατέφυγαν σε ένα κοντινό νησάκι την Αστερίδα που πιθανόν μπορεί να ταυτιστεί με το σημερινό Αρκούδι ανάμεσα στην Ιθάκη και την Λευκάδα. Οι Βενετοί στην συνέχεια επιτέθηκαν σε μερικά βυζαντινά  εμπορικά πλοία τα οποία και πυρπόλησαν, έπειτα αιχμαλώτισαν το καράβι του αυτοκράτορα, το στόλισαν με μεταξωτά υφάσματα κεντημένα με χρυσό και πορφυρά χαλιά, μετά έντυσαν σαν αυτοκράτορα έναν άνθρωπο σκούρου δέρματος  κοροϊδεύοντας τον αυτοκράτορα για το μελαμψό του χρώμα. Ο Μανουήλ δεν έδωσε σημασία λόγω της πολιορκίας και έτεινε χέρι φιλίας στους Βενετούς.

Όταν ο Ρογήρος Β΄ έμαθε πως ο αυτοκράτορας βρισκόταν στην Κέρκυρα, την  άνοιξη του 1149 έδωσε εντολή στον στόλο του να πραγματοποιήσει ελιγμούς με σκοπό να οδηγήσει τον αυτοκράτορα να λύσει την πολιορκία. Ο Μανουήλ δεν κινήθηκε καθόλου και έδωσε εντολή στον ναύαρχο Κουρούπη  να οδηγήσει ένα μέρος του στόλου εναντίον του νορμανδικού, όσων αφορά την πολιορκία αποφασίστηκε να τοποθετήσουν πάνω σε μερικά πλοία τα οποία ήταν δεμένα μεταξύ τους ώστε να σχηματίζουν βάση μια μεγάλη σκάλα για να επιτεθούν στην πόλη. Ο Μανουήλ απευθύνθηκε στους στρατιώτες του λέγοντας τους πως αν ξέφευγαν από τον θάνατο εκείνη την σοβαρή και δύσκολη στιγμή δεν θα τους αντιμετώπιζε σαν αυτοκράτορας αλλά σαν πατέρας, αν όμως η μοίρα ήθελε να πέσουν πολεμώντας με τιμή, υπερασπιζόμενοι την πατρίδα τους, αυτός (ο αυτοκράτορας) θα προέβλεπε  για ό,τι θα είχαν ανάγκη οι οικογένειες τους σε σημείο που θα τους ζήλευαν οι επιζώντες.

Πρώτος ανέβηκε ο Πουπάκης, αρχηγός της φρουράς του Ιωάννη Αξούχου, έπειτα τέσσερις Ιταλοί και τα αδέρφια Πετραλίφα, βλέποντας το παράδειγμα τους οι στρατιώτες που βρίσκονταν στα πλοία άρχισαν να ανεβαίνουν και αυτοί με σηκωμένες τις ασπίδες τους και τα σπαθιά στο χέρι, οι Νορμανδοί από την άλλη πλευρά αμύνονταν πετώντας πέτρες και βλήματα. Ο Πουπάκης κατάφερε να ανέβει στο κάστρο και να αρχίσει την μάχη σώμα με σώμα , όμως η σκάλα έσπασε και όλοι όσοι ήταν πάνω γκρεμίστηκαν, άλλοι έπεσαν στην θάλασσα, άλλοι συντρίφθηκαν στα βράχια και στα πλοία και κάποιοι θάφτηκαν κάτω από τις πέτρες που πετούσαν οι αμυνόμενοι, η πολιορκία παρέμεινε ανεπιτυχής.

Σύμφωνα με τον Ιωάννη Κίνναμο (η Βιχελμίνα Ζάχου στο έργο της επισημαίνει πως δεν γνωρίζει κατά πόσο ανταποκρίνεται το παρακάτω στην πραγματικότητα), ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή  στους ναύτες του να πλησιάσει το αυτοκρατορικό πλοίο στα τείχη για να ανέβει ο ίδιος  από την σκάλα, η επιχείρηση όμως απαγορεύτηκε από τους στρατηγούς και τους συγγενείς του διότι θεωρήθηκε πολύ επικίνδυνη, ο Μανουήλ επέμενε. Ένα καράβι φορτωμένο με άλογα και όπλα παρασύρθηκε από τους ανέμους πολύ κοντά στα βράχια στα πίσω τείχη, οι Νορμανδοί αμέσως άρχισαν να πετάνε στο πλοίο κάθε είδους βλήμα που έβρισκαν, μόλις ο αυτοκράτορας το αντιλήφθηκε άρπαξε μία μεγάλη ασπίδα και με το άλλο του χέρι κάλυψε του σώμα του με μία τέντα ώστε να προστατευθεί από τα βλήματα, πήδηξε σε ένα άλλο πλοίο ,κατάφερε να το ρυμουλκήσει και  έδεσε την πρύμνη του με την πρύμνη του δικού του πλοίου.

Η πολιορκία συνεχίστηκε ακόμα πιο ασφυκτικά, λίγες μέρες μετά την τελευταία συμπλοκή στάλθηκαν απεσταλμένοι από την Κέρκυρα και ζήτησαν να παραδοθούν και να αποσυρθούν με τα όπλα τους και με ό,τι άλλο είχαν στην κατοχή τους,  η νορμανδική βοήθεια που τους είχαν υποσχεθεί δεν είχε έρθει ποτέ και η έλλειψη τροφίμων ήταν πλέον αισθητή. Ο νορμανδικός στόλος όμως με 40 πλοία έφθασε ως την Κωνσταντινούπολη και άρχισε να λεηλατεί τα γύρω εδάφη χωρίς επιτυχία, κατά την επιστροφή υπήρξε μια σύγκρουση και οι Νορμανδοί ηττήθηκαν, μετά από αυτά τα γεγονότα οι Νορμανδοί της Κέρκυρας παραδόθηκαν οριστικά. Στην αρχή ο αυτοκράτορας προσποιήθηκε ότι ήταν εξοργισμένος, στην συνέχεια άκουσε τα αιτήματα των πολιορκημένων, αρκετοί από τους Νορμανδούς παρέμειναν στο νησί στην υπηρεσία του αυτοκράτορα, ενώ οι υπόλοιποι επέστρεψαν στο βασίλειο της Σικελίας.

Ο αυτοκράτορας μπήκε στην πόλη το καλοκαίρι του 1149 και εγκατέστησε ισχυρή φρουρά, έπειτα βράβευσε μερικούς τοπικούς άνδρες για την πίστη τους στην αυτοκρατορία, βελτίωσε περεταίρω την ενίσχυση των τειχών, οχύρωσε το λιμάνι, έσκαψε δεξαμενές και κατασκεύασε πολεμικές μηχανές, έπειτα σάλπαρε για τον Αυλώνα και μετά από μία μικρή στάση εκεί ξεκίνησε να σχεδιάζει την εκστρατεία του στην Σικελία.

ΠΗΓΗ: Βιχελμίνα Ζάχου, “ H ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΔΡΙΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ (11ος– 12ος ΑΙΩΝΑΣ)”. Διπλωματική τεκμηρίωση. Σελ. 262-270

, , , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *