Το «γλωσσικό ζήτημα» -δηλαδή η διαμάχη η οποία ανέκυψε ανάμεσα στους δημοτικιστές και στους οπαδούς της καθαρεύουσας – που κράτησε περίπου για έναν αιώνα (από τα τέλη του 19ου μέχρι το 1982), θεωρείται ότι έχει πλέον λυθεί με την επιβολή της δημοτικής γλώσσας, μέσω των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων του 1976 (μεταρρύθμιση Ράλλη) και του 1982 (μεταρρύθμιση Βερυβάκη).
Γράφει ο Μιχάλης Ρέττος*
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές είχαν ως βάση την απλοποίηση της γλώσσας -με την κατάργηση των λογίων τύπων (όπως η κατάληξη του τελικού -ν στην αιτιατική ενικού, η γ’ κλίση, η μη καταβίβαση του τόνου στα επίθετα, η αλλαγή καταλήξεων, ο περιορισμός χρονικών αυξήσεων κ.α.) και με την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος (το 1982)- με σκοπό να ικανοποιηθεί επιτέλους το εκσυγχρονιστικό αίτημα της καθιέρωσης της δημοτικής, που είχε ανακύψει πολλές δεκαετίες πριν με το κίνημα των δημοτικιστών, και να λυθεί άπαξ το «πρόβλημα» της διγλωσσίας, που δίχαζε (πολιτικά, κοινωνικά, ιδεολογικά) για πολύ μεγάλο διάστημα την ελληνική κοινωνία.
Όμως, τι στην πραγματικότητα ήταν η δημοτική γλώσσα και τι η καθαρεύουσα; Ήδη από τα Ελληνιστικά χρόνια και μέχρι την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, στην ελληνική πραγματικότητα συνυπάρχουν η λόγια και η λαϊκή-δημώδης γλωσσική παράδοση στις διάφορες μορφές τους, ανάλογα με την εποχή, χωρίς όμως να υπάρχει απαραίτητα σφοδρή αντιπαλότητα μεταξύ τους, χωρίς την αξίωση επιβολής και αλληλοεξόντωσης. Για παράδειγμα, ας σκεφτούμε μόνο την διαχρονική συνύπαρξη της λόγιας εκκλησιαστικής γλώσσας με το δημοτικό τραγούδι. Επομένως, ποια είναι η αιτία της τόσο πολωτικής σύγκρουσης των τελευταίων δύο αιώνων που κατέληξε με τις μεταπολιτευτικές μεταρρυθμίσεις ;
Προκειμένου να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα, είναι αναγκαίο -για να αποφευχθεί η σύγχυση- να υπάρξει διασαφήνιση των προς εξέταση όρων : Η «δημοτική γλώσσα» είναι η ιδιωματική μορφή της γλώσσας που έφτασε στις μέρες μας και προήλθε από τη διαχρονική, φυσική-κοινωνική εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής. Μάλιστα, εξ αιτίας της φυσικής εξελικτικότητας της και της ιστορικά αποκεντρωμένης, κοινοτικής πραγματικότητας του ελληνικού κόσμου, δημιούργησε διαφορετικές τοπικές διαλέκτους με διακριτά ιδιώματα για κάθε παράδοση (πχ. κρητική, κυπριακή, ποντιακή, θρακική διάλεκτος κλπ.). Η «λόγια» γλώσσα είναι η μορφή εκείνη της γλώσσας που μεταχειρίζεται αρχαιοπρεπείς και εκλεπτυσμένες εκφράσεις και λέξεις που διαθέτουν ένα πιο εξευγενισμένο και επίσημο ύφος. Η «καθαρεύουσα» είναι ένα αρχαιοπρεπές γλωσσικό κατασκεύασμα έμπνευσης του Αδαμαντίου Κοραή, που επεβλήθη ως γλώσσα του νέου ελληνικού κράτους, με σκοπό τον γλωσσικό καθαρμό από ξένα-αλλόγλωσσα και ιδιωματικά-δημώδη στοιχεία.
Με αυτή τη τριμερή διαίρεση μπορούμε να καταλάβουμε για ποιο λόγο υπήρξε αυτή η μεγάλη σύγκρουση και η γέννηση του κινήματος του δημοτικισμού, καθώς γίνεται αντιληπτό ότι η «καθαρεύουσα» κατασκευάστηκε εξ αρχής με σκοπό να αποκλείσει από την επίσημη και λογοτεχνική (τουλάχιστον) χρήση της γλώσσας τους δημώδεις και ιδιωματικούς τύπους, μέσω της κρατικής επιβολής της, σε αντίθεση με τη «λόγια» που χρησιμοποιούταν διαχρονικά χωρίς να έχει (εκ των πραγμάτων) αυτή την αξίωση και που δεν ταυτίζεται με την τεχνητή καθαρεύουσα, όπως πολλοί νομίζουν. Επομένως, ένα σημαντικό κομμάτι της μέχρι τότε λογοτεχνικής πραγματικότητας που αφορούσε τη δημώδη λαϊκή γλώσσα, αποκλείστηκε από τις «καθαρόγλωσσες» αντιλήψεις που υιοθέτησε το νέο κράτος. Επιπλέον, η καθαρεύουσα ταυτίστηκε πολιτικά σε μεγάλο βαθμό με την συντήρηση, και αυτή η ταύτιση έγινε εντονώτερη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, όπου η καθαρεύουσα έγινε η γλώσσα του καθεστώτος και των υποστηρικτών του, με αποτέλεσμα να στραφεί μεγάλο μέρος του λαού αλλά και της διανόησης εναντίον της.
Η ιδεολογία και η επικρατούσα (σε κρατικό επίπεδο) αντίληψη για την ταυτότητα του νέου ελληνικού κράτους, ήταν σημαντικοί παράγοντες που επέβαλαν την κατασκευή της καθαρεύουσας, μίας γλώσσας δηλαδή που να προσομοιάζει σε κάποιο βαθμό στην αρχαία αττική διάλεκτο. Η νέα Ελλάδα ιδεολογικά ήταν συνέχεια της αρχαίας, τουλάχιστον έτσι την έβλεπαν προστάτιδες δυνάμεις, Έλληνες λόγιοι της «εσπερίας», φιλέλληνες, και Βαυαροί αναμορφωτές, ενώ το κοντινό παρελθόν και η ζωντανή συλλογική ταυτότητα τέθηκαν εν πολλοίς στο περιθώριο. Η γλώσσα λοιπόν, έπρεπε να «καθαρεύει» από ιδιώματα και από ξένα στοιχεία, τα οποία αντλούσε από την κατακερματισμένη- κοινοτική (μη κρατική), πολυεθνική-πολυγλωσσική και αυτοκρατορική μακρά περίοδο του αμέσου παρελθόντος.
Η πόλωση που δημιουργήθηκε μεταξύ καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών ήταν έντονη ειδικά από τις αρχές του 20ου αιώνα και έπειτα. Υπήρξαν δημοτικιστές, όπως ο Ψυχάρης, που εξέφρασαν και υποστήριξαν μία άκρως ιδιωματική δημοτική, ενώ άλλοι όπως ο Μανώλης Τριανταφυλλίδης που προέκριναν μία μετριοπαθέστερη δημοτική. Υπήρξαν επίσης λογοτέχνες που αγνόησαν το πρόβλημα ή μάλλον δεν διέκριναν καν πρόβλημα «διγλωσσίας», όπως ο Καβάφης που εκφράζεται ελεύθερα συνδυάζονται τη δημοτική με τους λόγιους τύπους και τα πολίτικα ιδιώματα ή ο Παπαδιαμάντης και ο Βιζυηνός που την λόγια-αρχαιοπρεπή γλώσσα τους συμπληρώνουν ντοπιολαλιές, τις οποίες ηθελημένα αναδεικνύουν. Κοινός τόπος όλων αυτών των τάσεων της λογοτεχνίας -είτε των ακραία ιδιωματικών, είτε των μετριοπαθέστερων, είτε ακόμα και των λογίων-, ήταν ο απεγκλωβισμός από τις νόρμες και τις συμβάσεις, στις οποίες τοποθέτησε τη γλώσσα η καθαρεύουσα.
Αφού λοιπόν, με τις μεταρρυθμίσεις μεταπολιτευτικά, αυτή η πλαστή γλώσσα καταργήθηκε, ποιος ο λόγος να τεθεί γλωσσικό ζήτημα σήμερα (θα ρωτούσε κάποιος εύλογα) ; Ένας από τους κύριους λόγους, είναι ότι με την επιβολή της δημοτικής το 1976, ουσιαστικά δεν καταργήθηκε η καθαρεύουσα, απλά το κράτος δημιούργησε μία καινούργια απλοποιημένη καθαρεύουσα, δηλαδή τη δημοτική ως καθαρεύουσα. Διότι, η λογική με την οποία υιοθετήθηκε η δημοτική μεταπολιτευτικά, ομοιάζει δραματικά με τη λογική επιβολής της καθαρεύουσας στα πρώτα χρόνια του κρατικού μας βίου. Είναι η λογική του καθαρμού της γλώσσας. Η καθαρεύουσα στηρίχθηκε, όπως είπαμε, στον καθαρμό από δημώδη και ιδιωματικά στοιχεία, ενώ η νέα ελληνική κοινή (όπως ονομάζεται η δημοτική μετά το 1976) στον καθαρμό από λόγια στοιχεία, με τραγικώτερη απώλεια αυτή της γ’ κλισης. Επίσης, είναι με τον ίδιο τρόπο πλαστή και τεχνητή, στηριγμένη σε έναν συνδυασμό κακότροπης λόγιας σύνταξης με προκαθορισμένους δημώδεις ιδιωματισμούς.
Με λίγα λόγια, η διδασκαλία της σύγχρονης «δημοτικής» με τα στενά της τεχνητά καλούπια, λόγω του αποκλεισμό λογίων (αλλά και ιδιωματικών) τύπων, δυσκολεύει εξαιρετικά τη δημιουργία λογοτεχνικής γλώσσας ανάλογης δυναμικής, με εκείνης των δημοτικιστών του παρελθόντος και (προφανώς) ανάλογης με εκείνης των λογίων. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την υποβάθμιση της διδασκαλίας των Αρχαίων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και την εισαγωγή του μονοτονικού συστήματος, δημιούργησαν ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στις νέες γενιές και το άμεσο λογοτεχνικό μας παρελθόν, σε σημείο να είναι πλέον απαραίτητη η μετάφραση για την ανάγνωση του Παπαδιαμάντη, να υπαρχει δυσκολία κατανόησης της γλώσσας του Ροΐδη ή (ακόμα περισσότερο) των στίχων του Ακάθιστου Ύμνου.
Συμπερασματικά λοιπόν, ναι, δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι σήμερα υφίσταται γλωσσικό ζήτημα, και μάλιστα καίριας σημασίας, για την επανάκτηση της σχέσης με το λογοτεχνικό παρελθόν και την πολιτιστική επιβίωση του ελληνισμού εν τέλει. Το πρόβλημα όμως, δεν θα λυθεί με αποκλεισμούς και με ανούσιες διαιρέσεις σε «καθαρούς» και «μαλλιαρούς», αλλά με εμβάθυνση στη γνώση της ελληνικής γλώσσας στο σύνολό της -ως ενιαίας γλώσσας- (νέα ελληνική γλώσσα ως συνέχεια της αρχαίας και δημοτική γλώσσα ως παράγωγο της λόγιας), με την επαναφορά του πολυτονικού συστήματος στην εκπαίδευση, και με την έμφαση στη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών, γιατί όχι και από το δημοτικό.
*φοιτητής φιλολογίας
ΠΗΓΗ: ΙΝΣΠΟΛ