Η υπηρεσία πληροφοριών του Ισραήλ έχει προσωρινή άδεια για πρόσβαση στα δεδομένα των τηλεφώνων πολιτών που είναι επιβεβαιωμένα κρούσματα του παραλλαγμένου στελέχους Όμικρον του κορωνοϊού, προκειμένου να ιχνηλατηθούν οι επαφές τους. Στην υπηρεσία είχαν δοθεί παρόμοιες εξουσιοδοτήσεις και κατά τα πρώτα κύματα της πανδημίας στη χώρα. Ενεργοποιώντας το νομοθετικό πλαίσιο έκτακτης ανάγκης, το ισραηλινό υπουργικό συμβούλιο ψήφισε την Κυριακή υπέρ της αδειοδότησης της υπηρεσίας πληροφοριών, Shin Bet, για παρακολούθηση των τηλεφωνικών δεδομένων ασθενών με Όμικρον μέχρι το τέλος της ημέρας την Πέμπτη – χωρίς ωστόσο να έχει πρόσβαση στα τηλεφωνικά δεδομένα όσων μολύνθηκαν με άλλα στελέχη του κορωνοϊού.
Η ισραηλινή βουλή αναμένεται να ψηφίσει αυτή την εβδομάδα μια νέα νομοθεσία, η οποία θα επεκτείνει την εν λόγω αδειοδότηση κατά δύο ακόμη εβδομάδες, και θα της επιτρέψει να ανανεώνεται κάθε δύο εβδομάδες, σύμφωνα με την εκπρόσωπο του πρωθυπουργού Ναφτάλι Μπένετ.
Η κυβέρνηση και οι υποστηρικτές της ανέφεραν ότι αυτή η απόφαση ήταν απαραίτητη προκειμένου να ταυτοποιηθούν γρήγορα πιθανοί φορείς του ιού που θα πρέπει να υποβληθούν σε τεστ και καραντίνα, ώστε να περιοριστεί η διασπορά του νέου στελέχους. «Έχουμε όντως φτάσει σε ένα σημείο που χρειαζόμαστε έναν “Μεγάλο Αδερφό” που να έχει στοιχεία για το πού πηγαίνουμε», ανέφερε σε άρθρο του σε κεντρώα εφημερίδα, ο καθηγητής Εγκληματολογίας, Λιμόρ Γιεχούντα.
Οι επικριτές έχουν αναφέρει ότι η κίνηση αυτή παραβιάζει τις ελευθερίες των πολιτών και αντιβαίνει στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου τον περασμένο Μάρτιο. Το δικαστήριο είχε αποφασίσει τότε ότι η υπηρεσία πληροφοριών θα μπορεί να χρησιμοποιεί τηλεφωνικά δεδομένα κατ’ αυτόν τον τρόπο μόνο για την παρακολούθηση ατόμων που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με τις προβλεπόμενες διαδικασίες ιχνηλάτησης.
«Καμία άλλη δημοκρατική χώρα δεν επέλεξε να επιστρατεύσει τις υπηρεσίες ασφαλείας της για την ιχνηλάτηση ατόμων», δήλωσε ο Γκιλ Γκαν-Μορ, δικηγόρος στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ανανέωση της αδειοδότησης της Shin Bet για παρακολούθηση ήταν μια «τρομακτική, παράνομη απόφαση», πρόσθεσε.
Πηγή: The New York Times