«Οι απώλειες των Τούρκων ανήλθαν σε περισσότερους από 1.500 άνδρες ενώ υπήρξαν και 150 νεκροί και τραυματίες Έλληνες. Μεγάλος όμως ήταν και ο αριθμός των θυμάτων του άμαχου πληθυσμού των Κυδωνιατών»
Οι Κυδωνιές (τουρκιστί Αϊβαλί) ήταν μια ακμάζουσα πολιτεία τουλάχιστον τριάντα χιλιάδων ανθρώπων κατοικούμενη αποκλειστικά από Έλληνες. Το Αϊβαλί σύμφωνα με μελετητές έλκει την ετυμολογία του από την τουρκική λέξη «αϊβά» (ayva), που σημαίνει κυδώνι. Λόγιοι ήταν εκείνοι που θέλοντας ν’ αποτινάξουν την τουρκική ορολογία ονόμασαν την πόλη Κυδωνίες. Στο έργο όμως του Ξενοφώντα Κύρου Ανάβασις βρίσκουμε για την πόλη τη λέξη Κυτώνιο. Φαίνεται λοιπόν ότι το Κυτώνιον του Ξενοφώντος ευθύνεται για τις Κυδωνιές κι όχι το κυδώνι ή το «αϊβά».
Στη ραγδαία ανάπτυξη των Κυδωνιών συνετέλεσαν τα εξαιρετικά προνόμια που εξασφάλισε ο ευφυέστατος ιερέας Ιωάννης Οικονόμος κατά κόσμον Δημητρακέλλης (1735-1791) με σουλτανικό φιρμάνι του 1773, εξαργυρώνοντας την περιποίηση που είχε προσφέρει στο παρελθόν στον Τούρκο αξιωματούχο Τζεζαερλί Χασάν Πασά (που κατέφυγε ναυαγός στις Κυδωνιές μετά από πυρπόληση του τουρκικού στόλου από τους Ρώσους). Όταν ο Τούρκος αξιωματούχος προήχθη σε βεζίρη ο Ιωάννης Οικονόμου τον επισκέφθηκε στην Κωνσταντινούπολη κι εξασφάλισε ειδικά προνόμια για την περιοχή του. Το πιο σπουδαίο ήταν η απαγόρευση εγκατάστασης στην πόλη μουσουλμάνων οι οποίοι έπρεπε ν’ απομακρυνθούν και να εγκατασταθούν αλλού.
Στην οικονομική άνθηση μεγάλη συμβολή είχε ο τεράστιος ελαιώνας της περιοχής που τροφοδοτούσε το εξαγωγικό εμπόριο ελαιολάδου και σαπουνιού. Λίγο πριν την Εθνεγερσία η πόλη είχε 12 ναούς, άρτιο νοσοκομείο 100 κλινών, μικρότερο νοσοκομείο λοιμωδών νοσημάτων και σχολεία όπως η Σχολή της Παναγίας των Ορφανών και κυρίως η Ακαδημία των Κυδωνιών. Το 1803 πραγματοποιείται η ανέγερση του κτηρίου της Ακαδημίας των Κυδωνιών όπου δίδαξαν διαπρεπείς διδάσκαλοι του Γένους (Βενιαμίν Λέσβιος, Θεόφιλος Καΐρης, Γρηγόριος Σαράφης, Ευστράτιος Πέτρου ή Πετρίδης και άλλοι). Η δαπάνη ανέγερσης ανήλθε σε 107.000 γρόσια. Προήλθε από λιμενικά και τελωνειακά δικαιώματα, εισφορές κατοίκων, δίδακτρα μαθητών και δωρεές. Επιπλέον κάθε εύπορος κάτοικος των Κυδωνιών είχε την υποχρέωση καταβολής ποσού ίσο με τις ετήσιες δαπάνες φοίτησης ενός παιδιού.
Το πνευματικό αυτό καθίδρυμα αποκαλείτο από τους ίδιους τους Κυδωνιείς Γυμνάσιον ή Μουσείον ή Ελληνομουσείον. Ήταν διώροφο κτήριο με εσωτερική στοά και κήπο. Διέθετε άνετες αίθουσες, βιβλιοθήκη, αμφιθέατρο, αίθουσα προσευχής, εργαστήριο φυσικών επιστημών και 72 θαλάμους για τροφίμους. Αργότερα στην υπάρχουσα υποδομή της Σχολής προστέθηκε και τυπογραφείο με μέριμνα του Γάλλου εκδότη και λόγιου Ambroise Didot (του ελληνιστί γνωστού ως Διδότου, εκδότη ελληνικών συγγραμμάτων). Οι συνολικές εγκαταστάσεις μπορούσαν να εξυπηρετήσουν 600 μαθητές. Έμβλημα της Ακαδημίας ήταν ένας δικέφαλος χρυσός αετός που παρέπεμπε στο Βυζάντιο. Η φοίτηση ήταν αρχικά τετραετής κι αργότερα έγινε πενταετής. Εκεί διδάχθηκαν για πρώτη φορά στον ελληνικό χώρο οι φυσικομαθηματικές επιστήμες με σύστημα και μεθοδικότητα κι εφαρμόστηκε για πρώτη φορά η πειραματική διδασκαλία. Η Ακαδημία είχε 1.000-2.000 τόμους. Άξιο αναφοράς είναι και το γεγονός ότι η παράσταση αρχαίου δράματος απ’ τους μαθητές της Ακαδημίας, έγινε αιτία για να συνταχθεί ένα κείμενο με το οποίο όλοι αναλάμβαναν την υποχρέωση να μιλούν μεταξύ τους μόνο αρχαία ελληνικά!.
Μια τέτοια ακμάζουσα πνευματικά και οικονομικά ελληνική κοινότητα ήταν φυσικό ν’ αποτελέσει μια απ’ τις σημαντικότερες εστίες δράσης της Φιλικής Εταιρείας. Παράλληλα όμως είχαν δημιουργηθεί αισθήματα φόβου κι αντιπάθειας εκ μέρους γειτονικών μουσουλμανικών πληθυσμών, στα οποία πρωτοστατούσαν γειτονικοί τοπάρχες (ντερεμπέηδες). Παραδείγματα του έμπρακτου ενδιαφέροντος των κατοίκων των Κυδωνιών για την συμμετοχή τους στον Αγώνα, είναι τόσο η περίπτωση των αδελφών Πίσσα (όλοι αγωνιστές του ’21) δύο απ’ τους οποίους έπεσαν ηρωικά στο πεδίο της μάχης, όσο και η περίπτωση 200.000 γροσίων που δόθηκαν στον Παπαφλέσσα για την Επανάσταση, με τη δικαιολογία ότι προορίζονταν για την έκδοση Ελλήνων λογογράφων και ποιητών. Η αποκάλυψη του μυστικού της Φιλικής Εταιρείας και η αναχώρηση σημαντικού αριθμού Κυδωνιατών για την κυρίως Ελλάδα δεν άργησε να φέρει την αντίδραση της Υψηλής Πύλης. Η πόλη που διοικητικά υπαγόταν στο σαντζάκι (επαρχία) της Προύσας, τέθηκε υπό αυστηρή επιτήρηση και διατάχθηκε η παράδοση των όπλων. Οι Κυδωνιάτες παρέδωσαν κάποια, κράτησαν κι έκρυψαν όμως τα περισσότερα και καλύτερα. Οι Τούρκοι απ’ την άλλη πλευρά φρόντισαν να εξαγριώσουν τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της ευρύτερης περιοχής βοηθούμενοι από τους φανατικούς σοφτάδες (μαθητές των ισλαμικών ιεροδιδασκαλίων).
Λίγο μετά την έναρξη της Επανάστασης (Μάϊος 1821) στα ανοικτά της θάλασσας των Κυδωνιών κάνει την εμφάνιση της μικρή μοίρα του ελληνικού στόλου. Σκοπός της ήταν η παρεμπόδιση της θαλάσσιας μεταφοράς στρατευμάτων κι εφοδίων προς ενίσχυση των τουρκικών δυνάμεων της επαναστατημένης Ελλάδας. Οι Έλληνες κυριεύουν 24 τουρκικά εμπορικά πλοία, καταλαμβάνουν δύο εξοπλισμένα τουρκικά μεταγωγικά γεμάτα στρατιώτες και συλλαμβάνουν στα τέλη Απριλίου 1821 δύο τουρκικά σκάφη. Το ένα μετέφερε προσκυνητές στη Μέκκα και το άλλο το Μολλά της Αιγύπτου Γιαζιντζή-ζαντέ Μεχμέτ εφέντη στην Αλεξάνδρεια. Όλοι οι επιβάτες θανατώθηκαν και το πτώμα του θρησκευτικού αξιωματούχου της Αιγύπτου (Μισίρ-μολλασί) κρεμάστηκε στον ιστό του ελληνικού καραβιού σε αντίποινα για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’. Κυρίαρχο ρόλο σ’ αυτές τις ενέργειες των Ελλήνων έπαιξαν οι πλοίαρχοι Γεώργιος Σαχτούρης και Λάζαρος Πινότσης.
Στις 27 Μαΐου 1821 στις νοτιοδυτικές ακτές της Λέσβου στα νερά της Ερεσού ο Ψαριανός πυρπολητής Δημήτριος Παπανικολής ανατίναξε το τουρκικό δίκροτο με 74 πυροβόλα Μανσουριγιέ (Νικητής) παρασύροντας στο βυθό πάνω από χίλιους άνδρες. Ο στρατιωτικός διοικητής της Περγάμου έστειλε αντιδρώντας έξω από την πόλη 4.000 άνδρες, οι οποίοι ενισχύθηκαν από ατάκτους τους λεγόμενους ταγκαλοζεϊμπέκηδες. Ο πρόκριτος των Κυδωνιών Χατζη-Αθανάσης Χατζηγεωργίου ζήτησε από τον διοικητή της Περγάμου ν’ απομακρύνει το στρατό χωρίς αποτέλεσμα. Το πρωί της 2ας Ιουνίου 3.000 γενίτσαροι άρχισαν να εισβάλλουν στην πόλη. Τα ελληνικά πλοία με επικεφαλής το στόλαρχο Γιακουμάκη Τομπάζη έλαβαν επίκαιρες θέσεις. Οι κάτοικοι των Λευκών (νησίδα των Μοσχονησίων) διώχνουν τον Τούρκο αγά της περιοχής. Ο Χατζη-Αθανάσης Χατζηγεωργίου για να γλιτώσει τα χειρότερα, ζήτησε από τον Τομπάζη την απομάκρυνση του ελληνικού στόλου. Το γεγονός αυτό όμως οδήγησε τους Τούρκους σε ακόμη μεγαλύτερα έκτροπα. Ενώπιον αυτής της πραγματικότητας οι Κυδωνιάτες, ένοπλοι προσπαθούσαν ν’ αντισταθούν στους Τούρκους εισβολείς. Παράλληλα σώμα 1.000 Ελλήνων στρατιωτών αποβιβάζεται στην ακτή για την προστασία του ελληνικού πληθυσμού. Οι Τούρκοι βάζουν φωτιά σε είκοσι διαφορετικά σημεία της πόλης και την καταστρέφουν ολότελα. Οι απώλειες των Τούρκων ανήλθαν σε περισσότερους από 1.500 άνδρες ενώ υπήρξαν και 150 νεκροί και τραυματίες Έλληνες. Μεγάλος όμως ήταν και ο αριθμός των θυμάτων του άμαχου πληθυσμού των Κυδωνιατών. Από την καταστροφική μανία των Τούρκων δεν γλίτωσε ούτε η Ακαδημία των Κυδωνιών. Η μανία αυτή μάλιστα επεκτάθηκε κι έξω από την πόλη στους Έλληνες αγρότες των γειτονικών χωριών. Τα ελληνικά πλοία κατάφεραν να γλιτώσουν από βέβαιο θάνατο αρκετούς Έλληνες. Τους αποβίβασαν αρχικά στα Ψαρά κι από εκεί κατανεμήθηκαν σε διάφορα νησιά (Άνδρο, Κέα, Ύδρα, Τήνο, Σύρο, Σαλαμίνα κι αλλού). Το πλήθος των προσφύγων με βάση τις μαρτυρίες κυμαίνεται από 25.000-40.000.
Όσοι από τους Κυδωνιάτες ήταν ικανοί να φέρουν όπλα έσπευσαν να ενωθούν με τους επαναστατημένους Έλληνες. Κατετάγησαν στον τακτικό στρατό (60 άτομα στην Καλαμάτα υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη που αργότερα αυξήθηκαν σε 200 όμως οι περισσότεροι σκοτώθηκαν μεταγενέστερα στη μάχη του Πέτα) κι άλλοι σε ομάδες ή μπουλούκια κάτω από την αρχηγία συμπατριώτη τους ή γνωστών στρατηγών (Κολοκοτρώνης, Νικηταράς, Καραϊσκάκης και άλλοι). Το 1826 μεγάλος αριθμός Κυδωνιατών στελέχωσε τη σύσταση της Ιωνικής Φάλαγγας που πολέμησε υπό τον Νικηταρά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα όπως προαναφέρθηκε ήταν τα 5 αδέλφια Πίσσα. Ο Ευστράτιος Πίσσας υπολογίζει τους πεσόντες Κυδωνιάτες σε 5.000, αριθμός όμως που είναι δύσκολο να εξακριβωθεί.
Οι γυναίκες των Κυδωνιατών αποδεικνύοντας τη φιλοπατρία τους από τη Σύρο όπου βρέθηκαν, κινητοποίησαν το ενδιαφέρον των γυναικών της Ευρώπης με επιστολές. Ο πόνος και η δυστυχία των προσφύγων από τις Κυδωνιές αποτυπώνεται στο πρόσωπο της Πανωραίας Χατζηκώστα. Πρόσφερε την περιουσία της στην πατρίδα κι αφού είδε και τα πέντε παιδιά της να θυσιάζονται στον Αγώνα, κατέληξε υπηρέτρια του Βενιαμίν του Λέσβιου στο Ναύπλιο. Όταν ο Βενιαμίν ο Λέσβιος πέθανε πάμπτωχος το 1824, ξενοδούλευε ως πλύστρα, υπέργηρη και ρακένδυτη στο εκεί ορφανοτροφείο. Ήταν αυτή που απεκλήθη Ψωροκώσταινα κι έμεινε στη λαϊκή παράδοση να ταυτίζεται με τη μίζερη Ελλάδα.
Πολλοί από τους Κυδωνιάτες πρόσφυγες επέστρεψαν στη γενέθλια γη από το 1827 και κυρίως μετά το 1832. Στην επιστροφή αυτή συνέτειναν η νοσταλγία της πατρίδας, οι κακές συνθήκες παραμονής στην Ελλάδα, η αμνηστία που παραχώρησε η Υψηλή Πύλη το 1832 σύμφωνα με το πρωτόκολλο του Λονδίνου και η πολιτική του Καποδίστρια προκειμένου να μην απογυμνωθούν τα παράλια της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό πληθυσμό. Σύμφωνα με τον Ν. Σαλτέλη* οι Κυδωνιάτες που επέστρεψαν φθάνουν τους 12.000 ενώ τα θύματα στον αγώνα για την ελευθερία ήταν φθάνουν τους 16.000. Το σουλτανικό διάταγμα του Μαχμούτ του Β’ τους έδινε άδεια να επιστρέψουν στη γη τους, να κτίσουν πάλι τα σπίτια τους, ν’ ανακτήσουν τους αγρούς και τα αμπέλια τους, όχι όμως τους ελαιώνες τους που εξαγόρασαν αντί 1.500.000 γροσίων. Η εργατικότητα, η ευφυΐα και το δημιουργικό πνεύμα των Κυδωνιατών ήταν τα εφόδια για τη δημιουργία μιας νέας πολιτείας εφάμιλλης της παλιάς μέχρι τη χρονιά ορόσημο του 1922 και τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής.
(*) Νικόλαος Ι. Σαλτέλης (1815-1850). Κυδωνιάτης φιλομαθής και βιβλιόφιλος που σπούδασε ιατρική στη Γαλλία κι ασχολήθηκε με τη μετάφραση, τη συγγραφή και την ποίηση.
Πηγή: «Η Μικρά Ασία στην Επανάσταση του 1821, η συμβολή των Μικρασιατών στον εθνικό αγώνα.», Τάκη Α. Σαλκιτζόγλου, Έκδοση Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, Αθήνα 2010.