του Τάσου Μαλεσιάδα,
Στις 23 Απριλίου του 1941 ο αντιστράτηγος Τσολάκογλου υπέγραφε στη Θεσσαλονίκη το Πρωτόκολλο Ανακωχής με τα γερμανικά στρατεύματα υπό τον τίτλο: «Σύμβασις Συνθηκολογήσεως». Η συνθηκολόγηση αυτή είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενη ακόμα και στις ημέρες μας για την ιστορική κοινότητα καθώς και στη συλλογική συνείδηση.
Ήταν παράδοση; Ήταν διάσωση της τιμής των ελληνικών όπλων; Ο Ελληνικός Στρατός μπορούσε να συνεχίσει τον αγώνα εναντίον των Γερμανών ευρισκόμενος πάση δυνάμει στην Αλβανία και εξουθενωμένος, δίχως στρατηγικές εφεδρείες;
Όλα αυτά είναι ερωτήματα που ένα ένα αναλύονται και εξηγούνται από πολλές πλευρές και μάτια. Σημασία έχει πως η «Σύμβασις Συνθηκολογήσεως» έδινε ένα τέλος στις δύο μεγάλες εποποιίες του Έθνους μας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Έπος της Βορείου Ηπείρου και της Αλβανίας και το Έπος των Οχυρών της «Γραμμής Μεταξά», δείχνοντας πως η αριθμητική και βιομηχανική δύναμη και η στρατιωτική κινητοποίηση ενός κράτους μπροστά στην ψυχική ορμή για το δίκαιο αποτελούν απλές παραμέτρους και προς επίρρωσιν των στίχων, του ποιητή, αποδεικνύουν ότι:
«Η μεγαλοσύνη στα Έθνη δε μετριέται με το στρέμμα.
Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα.»
Στο Άρθρο 4 της «Συμβάσεως» αναγραφόταν: «Τα όπλα, άπαν το πολεμικόν υλικόν και τα αποθέματα της στρατιάς ταύτης, συμπεριλαμβανομένου και του αεροπορικού υλικού, ως και αι επίγειοι εγκαταστάσεις της αεροπορίας είναι λεία πολέμου.»
Στο Άρθρο 5, μεταξύ άλλων, αναγραφόταν: «Η Ανωτάτη Διοίκησις των ελληνικών στρατευμάτων θα φροντίση, με παν μέσον, όπως παύση πάσα καταστροφή ή εκμηδένισις πολεμικού υλικού και προμηθειών…»
Η διαταγή φτάνει στον Στρατό Ηπείρου ο οποίος συμπτυσσόταν, ώστε να μην επιτρέψει την είσοδο στα ελληνικά εδάφη στα ιταλικά στρατεύματα που τους τελευταίους έξι μήνες καταδίωκε ανηλεώς στα άγια χώματα της Βορείου Ηπείρου και μέσα στην Αλβανία.
Όλες οι τοποθεσίες που είχαν κυριευθεί με πλειάδα αίματος και με απίστευτες θυσίες και δυσχέρειες αφήνονταν. Οι άνδρες επηρεάζονταν ψυχολογικά από την απρόσμενη έκβαση του πολέμου. Πώς είναι δυνατόν η ευκλεής Νίκη να μετατρέπεται σε επονείδιστη ήττα…
Ο ηθοποιός Μάνος Κατράκης που υπηρετούσε στο 1ο Σύνταγμα Πυροβολικού αναφέρει:
«Προς το τέλος του πολέμου, η πυροβολαρχία μας ήταν ταγμένη έξω από το Αργυρόκαστρο προς Τεπελένι, στ’ αριστερά του Αώου ποταμού. Επέστρεφα έφιππος στη μονάδα μου από τα Γιάννενα, όπου είχα πάει με ειδική αποστολή του λοχαγού, όταν, περνώντας από το αλβανικό χωριό Καλοκαρατζή, σκέφτηκα να χαιρετήσω τον φίλο μου και συγγραφέα Άγγελο Τερζάκη, που υπηρετούσε ως γραφέας στη διοίκηση του Αρχηγείου Πυροβολικού. Είπαμε για λίγο τα δικά μας, αποχαιρετηθήκαμε κι ενώ έφευγα καβάλα στο άλογό μου, ο Άγγελος με φώναξε να γυρίσω πίσω. Ζύγωσα πάλι κοντά, μ’ ανάγκασε να σκύψω και ψιθυριστά μου εμπιστεύθηκε το μεγάλο μυστικό: “Έχουμε λάβει διαταγή για γενική υποχώρηση, θα κοινοποιηθεί εντός της ημέρας.”
Έμεινα άναυδος να τον κοιτάζω… Χωρίσαμε δακρυσμένοι και σιωπηλοί… Στα Γιάννενα πήραμε διαταγή να παραδώσουμε τον οπλισμό μας. Εκατοντάδες στρατιώτες και αξιωματικοί πετούσαν κατά γης τα όπλα κι έφευγαν δρομέως. Σωροί από κάρα, πυροβόλα, κάθε λογής εφόδια και ό,τι δυσκόλευε την πορεία της επιστροφής, εγκαταλείπονταν από ΄δω και από κεί…»
Μέσα σε αυτούς τους άνδρες του 1ου Συντάγματος Πυροβολικού βρισκόταν και ο Ταγματάρχης Κωνσταντίνος Βερσής, διοικητής Μοίρας Πυροβολικού.Ένας αξιωματικός θαρραλέος και γενναίος από κάθε άποψη, έχοντας αποδείξει από νεαρή ηλικία αυτή τη γενναιότητα στα πεδία των μαχών της Μικράς Ασίας όπου είχε τιμηθεί επανειλημμένα.
Ο Βερσής, ως Ταγματάρχης, βρίσκεται στην Ήπειρο και γίνεται άσσος του Πυροβολικού αντιμετωπίζοντας τους εισβολείς. Γίνεται θρύλος στους στρατιώτες. Και πάλι γράφει ιστορίες γενναιότητας και ανδρείας (τις ίδιες ιστορίες που αιώνες γράφουν οι άριστοι των ανδρών που καλούνται να υπερασπίσουν αυτόν τον τόπο).
Όπως όμως η ελληνική παράδοση «προστάζει», από την αρχαιότητα ως και τις μέρες μας, η ιστορία της ζωής ενός ανθρώπου, όπως και η αξία του, κρίνονται όχι μόνο από τα γεγονότα της ζωής του, αλλά και του θανάτου του. Για τον θάνατο του ταγματάρχη Βερσή, ας μιλήσoυν ο λογοτέχνης Άγγελος Τερζάκης και ο συγγραφέας-υποστράτηγος Βερνάρδος:
«Με πεισματωμένη πίκρα, πένθιμα, γράφει ο Τερζάκης, στην “Ελληνική Εποποιία”, οι νικητές της Ιταλίας άρχιζαν να παρελαύνουν σε μακρυές θεωρίες από τους τόπους όπου τους είχαν ορίσει να παραδώσουν τον οπλισμό τους, να πετάνε χάμου, σε σωρούς, σαν παλιοσίδερα, τα τιμημένα όπλα τους. Ένας νέος, λεβέντης πυροβολάρχης, έξω από τα Γιάννενα, τίναξε, την ώρα εκείνη, τα μυαλά του πάνω στα κανόνια του.»(“Ελληνική Εποποιία 1940-41”, Β’ έκδοση, σελ. 222).
Σ’ αυτό το βιβλίο του , ο Τερζάκης δεν κατονομάζει -κακώς- των Πυροβολάρχη. Στον “Απρίλη” του όμως δεν παραλείπει να τον κατονομάσει:
«Η διαταγή ήρθε πρωί-πρωί να παραδώσουμε τον οπλισμό μας. Ήμασταν αιχμάλωτοι. Κατά το μεσημέρι, την ώρα που παραδίδονταν στους Γερμανούς τα πυροβόλα, αυτοκτόνησε ο ταγματάρχης Βέρσης και δύο λοχίες. Είχανε κρατήσει τον όρκο πως ο πυροβολητής πεθαίνει πάνω στο πυροβόλο του, αλλά δεν το εγκαταλείπει.» (“Απρίλης”, Γ’ έκδοση, σελ. 178).»
«Το V Σύνταγμα Πυροβολικού παρέδωσε τα πυροβόλα και τον οπλισμό του εις το χωρίον Σταυράκι. Η ταχύπτερος φήμη έφερε μέχρις ημών την νύκτα της επομένης, ότι ο ταγματάρχης πυροβολικού Βερσής Κωνσταντίνος, διοικητής μοίρας πυροβολικού, ετίμησε, κατά τρόπον μεγαλειώδη, το υπερήφανον όπλον του. Όταν, δηλαδή, έλαβε την διαταγή να παραδώση τα πυροβόλα του, συνεκέντρωσεν τους άνδρας της μοίρας του με μέτωπον προς νότον, προς την αιώνιαν Ελλάδα. Διέταξε και πάντες έψαλαν τον Εθνικό μας Ύμνον, και κατόπιν, αφού ησπάσθη τα πυροβόλα του, έδωσε διαταγήν και τα συνέτριψαν με δυναμίτιδα. Κι ενώ ακόμη το έδαφος εσείετο από τας εκρήξεις, ο Βερσής, στηρίξας το περίστροφόν του εις τον δεξιόν του κρόταφον, ηυτοκτόνησε». (Ι.Α. Βερνάρδου “Τρεμπεσίνα”, σελ. 176. Εκδόσεις Ν. Αλικιώτης και Υιοί).
Για την αυτοκτονία του ήρωα και των δύο λοχίων ακούστηκαν πολλά. Ιδίως από εθνομηδενιστές και ανθρώπους που δεν έχουν νιώσει και δεν μπορούν να νιώσουν την αξία της αυτοθέλητης θυσίας εμπρός σε ιερά και πάνσεπτα ιδανικά.
Ως επίλογος παρατίθεται η ανάλυση της Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, του Γενικού Επιτελείου Στρατού:
«Σχετικά με την τελευταία πράξη της ζωής του Βερσή, υποστηρίχθηκε η άποψη, ότι ο ηρωικός ταγματάρχης, προκειμένου να περάσει στην αθανασία, είχε από πολλού σχεδιάσει την αυτοκτονία του και δεν ήταν μια απόφαση της στιγμής. Η άποψη αυτή καταρρίπτεται από επιστολή προς την οικογένεια του, που έγραψε ο Βερσής στις 15 Απριλίου 1941, ήτοι οκτώ ημέρες πριν θυσιαστεί:
“15 Απριλίου 1941.
Αγαπητοί, με το σημερινό μου γράμμα σας επιστρέφω και την φωτογραφία της “Νίκης” της 22 Μαρτίου, που μου είχατε στείλει μαζί με άλλες εφημερίδες. Κρατήστε την γιατί με ενδιαφέρει ως ανάμνησις. Βρισκόμουν κι εγώ κάπου.
“Οι Ούνοι του Βορρά, σπουδαίοι μιμηταί του Μουσολίνι… Σαν δεν ντράπηκαν να μας επιτεθούν κατά τέτοιο τρόπο, μετά τόσον καιρόν (μια λέξη δυσανάγνωστη).
“Έχουμε καλοκαιρινές μέρες. Προχθές χιόνισε ψηλά και 2 – 3 μέρες βρέχει, αλλά τώρα πάλι καλοκαίρι. Ο Δρίνος, γείτονας μας, μας προσφέρει το θέαμα του σε βραδιές με φεγγάρι και με δένδρα που έχει στις όχθες του. Και λέει κανείς, γιατί δυο τρελοί να χαλάνε την ομορφιά της φύσεως χωρίς κανένα λόγο, παρά για να ικανοποιήσουν την βουλιμία τους…
“Ο Σωτηράκης τι κάνει; Ήταν πολύ ωραίο το γράμμα του. Να φροντίζετε να μη κόβει την όρεξη του με πολλά γλυκά σε ακατάλληλες ώρες. Να τρώει μόνο σε ώρες που πρέπει και αφού φάγει όλο του το φαγητό πρώτα. Να μάθει να τρώει από όλα τα φαγητά, όπως όλοι εδώ οι στρατιώται, για να γίνει και αυτός ένας καλός στρατιωτάκος όταν μεγαλώσει. Ίσως να με συναντήσει ως στρατιώτης στο μέτωπο, καθώς πάμε, καμμιά φορά. Εις όλους τους δικούς μας χαιρετίσματα.
Φιλιά, Κώστας”.»