από τη σελίδα Αγιά Σοφιά / Hagia Sophia,
Ο Αναστάσιος Α’ (Φλάβιος Αναστάσιος) ήταν ο 13ος αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 491 έως το 518. Γεννήθηκε περί το 430 στο Δυρράχιο από γονείς ταπεινής καταγωγής και είχε το σπάνιο φυσικό χαρακτηριστικό, ότι οι κόρες των ματιών του είχαν διαφορετικό χρώμα, αφού το ένα μάτι φαινόταν μαύρο ενώ το άλλο γαλανό, γι’ αυτό και τον ονόμαζαν Δίκορο. Πολύ νέος ήλθε στην Κωνσταντινούπολη και έγινε δεκτός στην υπηρεσία των ανακτόρων. Με την πάροδο του χρόνου, προάχθηκε σε δευτερεύουσα θέση αυλικού, αυτή του Σιλεντιάριου. Απέκτησε όμως φήμη για τις διοικητικές του ικανότητες και εξασφάλισε την εύνοια της κόρης του αυτοκράτορα Λέοντα Α’, Αριάδνης. Μετά το θάνατο του Ζήνωνα, η χήρα πλέον αυτοκράτειρα, Αριάδνη, προώθησε και ανέβασε στο θρόνο, στις 11 Απριλίου 491, τον εκλεκτό της αυλικό Αναστάσιο (που τότε ήταν 61 ετών) και σαράντα μέρες μετά την αναγόρευσή του σε αυτοκράτορα, τον παντρεύτηκε, εξακολουθώντας έτσι να αναμειγνύεται στις υποθέσεις της αυτοκρατορίας. Ο Αναστάσιος πρέσβευε το δόγμα της αίρεσης του Ευτυχούς, ήταν δηλαδή μονοφυσίτης. Για το λόγο αυτό, ο Πατριάρχης Ευφήμιος προέβαλλε αντιρρήσεις για την άνοδό του στο θρόνο. Η διένεξη όμως αυτή διευθετήθηκε με την έγγραφη ομολογία πίστης του Αναστασίου στο Ορθόδοξο δόγμα.
Από τις πρώτες πράξεις του ως αυτοκράτορα ήταν ο περιορισμός της δύναμης των Ισαύρων. Έτσι κατέστειλε τη στάση του Λογγίνου, αδελφού του αποθανόντος αυτοκράτορα Ζήνωνα, ο οποίος ήταν Ίσαυρος στην καταγωγή και προσπάθησε να σφετεριστεί το θρόνο ως διάδοχος του Ζήνωνα. Στη συνέχεια, υποχρέωσε τους Ίσαυρους να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη, περιορίζοντας και τις υπέρογκες αμοιβές που τους είχε παραχωρήσει ο Ζήνων. Οι Ίσαυροι εξοργισμένοι στασίασαν και, με ορμητήριο την Ισαυρία, κατέστρεφαν τις γύρω περιοχές της Φρυγίας. Τελικά το 496, ύστερα από εξαετή πόλεμο, ο στρατός τους διαλύθηκε και έχασαν όλα τους τα προνόμια. Το 502, οι Σασσανίδες Πέρσες κατέλαβαν την πόλη Άμιδα (σημ. Ντιγιάρμπακιρ) στη Μεσοποταμία και τη Θεοδοσιούπολη (σημ. Ερζερούμ). Αναγκάστηκαν όμως να επιστρέψουν τις κατακτημένες περιοχές και συνομολόγησαν ειρήνη το 505. Για την εξασφάλιση των συνόρων ο Αναστάσιος έκτισε το οχυρό Δάρας, το οποίο αναπτύχθηκε σε πόλη που ονομάστηκε Αναστασιούπολη.
Από τις πρώτες ενέργειες του Αναστασίου ήταν η κατάργηση του μισητού στους Βυζαντινούς κεφαλικού-επαγγελματικού φόρου του χρυσάργυρου. Το 498 αναμόρφωσε το νομισματικό σύστημα, εκδίδοντας νέα χρυσά σολδία καθώς και υποδιαιρέσεις σε μισά και τρίτα καθώς και σε μικρότερης αξίας χάλκινα νομίσματα. Κατάργησε το παλιό σύστημα συλλογής των φόρων, δημιουργώντας μία κεντρική υπηρεσία φοροσυλλογής. Ήταν από τους ελάχιστους αυτοκράτορες που άφησε γεμάτα τα δημόσια ταμεία, εφόσον μετά τον θάνατό του υπήρχαν στο κρατικό θησαυροφυλάκιο 350.000 λίτρες χρυσού. Από τα μεγαλύτερα δημόσια έργα του ήταν η κατασκευή νέου τείχους γύρω από την πρωτεύουσα, το οποίο περιέλαβε όλα τα κτίσματα που είχαν κτισθεί πέρα από το Θεοδοσιανό τείχος. Έτσι έκτισε το Αναστασιανό τείχος της Κωνσταντινούπολης, ενισχυμένο με πύργους που επικοινωνούσαν με εσωτερικούς διαδρόμους. Φρόντισε επίσης να οχυρώσει πολλές πόλεις της περιφέρειας, άνοιξε τη διώρυγα που ένωσε την λίμνη Βοάνη κοντά στη Νικομήδεια με τον Αστακινό κόλπο, έκτισε υδραγωγεία και δημόσια λουτρά.
Την εποχή του Αναστασίου, το Βυζάντιο σπαρασσόταν από θρησκευτικές διαμάχες ανάμεσα στους Ορθοδόξους και τους Μονοφυσίτες της αίρεσης του Ευτυχούς. Ο αυτοκράτορας, αν και μονοφυσιτικών τάσεων, δήλωσε επίσημα την αποδοχή του Ορθόδοξου (Χαλκηδονικού) δόγματος και προσπάθησε να ακολουθήσει ήπια πολιτική ανάμεσα στις αντιμαχόμενες μερίδες εφαρμόζοντας το Ενωτικό διάταγμα του Ζήνωνα. Η διαμάχη όμως είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις με τους πληθυσμούς της Αιγύπτου, Συρίας και Παλαιστίνης να ασπάζονται τον μονοφυσιτισμό ενώ στην πρωτεύουσα και τις ευρωπαϊκές κτήσεις επικρατούσε το Χαλκηδονικό δόγμα. Φανατικοί και από τις δύο πλευρές ξεσήκωναν τον πληθυσμό και ταραχές ξεσπούσαν στην Αλεξάνδρεια και την Κωνσταντινούπολη. Το 495 ο Αναστάσιος αναγκάστηκε να καθαιρέσει τον Πατριάρχη Ευφήμιο (πατρ. 489-495), ο οποίος αντιπολιτεύονταν τον αυτοκράτορα ερχόμενος σε κρυφές συνεννοήσεις με τον Πάπα της Ρώμης. Στην θέση του τοποθέτησε τον Μακεδόνιο Β’ (πατρ. 495-511), ο οποίος, ενώ στην αρχή έδειξε κάποια διαλλακτικότητα, στη συνέχεια αντιτάχθηκε και αυτός στον Αναστάσιο, κατηγορώντας τον ότι προστατεύει τους αιρετικούς. Το 511 καθαιρέθηκε και ο Μακεδόνιος και στη θέση του τοποθετήθηκε ο Τιμόθεος Α’ (πατρ. 511-518), ο οποίος διοίκησε την Εκκλησία με μετριοπάθεια.

Μετά την καθαίρεση του Πατριάρχη Μακεδόνιου, οι φανατικοί Ορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης υποκίνησαν σοβαρή στάση στην πρωτεύουσα, η οποία όμως κατεστάλη. Στη συνέχεια όμως εκδηλώθηκε κίνημα στη Θράκη υπό την ηγεσία του Βιταλιανού που ήταν εγγονός του Άσπαρος. Ο Βιταλιανός, κόμης των φοιδεράτων, δηλαδή αρχηγός των Γότθων, Αλανών και άλλων βαρβάρων μισθοφόρων του Βυζαντινού στρατού, κατευθύνθηκε προς τις βορειότερες επαρχίες του κράτους όπου συγκέντρωσε στρατό από Βουλγάρους και Ούννους. Στη συνέχεια ναυπήγησε στόλο και εμφανίστηκε μπροστά στην πρωτεύουσα, απειλώντας να την κυριεύσει, ζητώντας την επαναφορά του Μακεδόνιου και το διορισμό του ίδιου ως γενικού διοικητή της Θράκης. Η επανάστασή του όμως απέτυχε. Σύμφωνα με τον ιστορικό Μαλάλα, ο στόλος του καταστράφηκε από εύφλεκτη ουσία κατασκευασμένη με βάση το θειάφι. Αυτό ήταν το περίφημο ελληνικόν πυρ (υγρό πυρ), που επινόησε ο Αθηναίος φιλόσοφος, φυσικός και χημικός Πρόκλος, το οποίο εκτοξευόταν πάνω στα ξύλινα καράβια και άναβε με μόνη τη θερμότητα του ήλιου, κατακαίγοντας το στόλο των πολιορκητών.
Ο Αναστάσιος πέθανε το 518, σε ηλικία 88 ετών, μετά από 27 χρόνια βασιλείας, χωρίς να αφήσει απογόνους. Είχε βέβαια τρεις ανεψιούς, από τους οποίους όμως δεν εξέλεξε κανένα για διάδοχό του. Πολλοί σύγχρονοί του τον επαίνεσαν για την προσφορά του στην αυτοκρατορία, ενώ άλλοι τον πολέμησαν, επικρίνοντας τη στάση του απέναντι στην Εκκλησία. Σε δύσκολα χρόνια πέτυχε πράγματι να σταθεροποιήσει το κράτος, αντιμετωπίζοντας πολλούς εξωτερικούς κινδύνους, να ανακουφίσει τις λαϊκές μάζες, και να προαγάγει την τεχνολογία, την οικονομία και τη δικαιοσύνη. Ήταν ο τελευταίος Ρωμαίος-Βυζαντινός Αυτοκράτορας που θεοποιήθηκε. Νέος αυτοκράτορας αναγορεύτηκε ο αρχηγός των βασιλικών σωματοφυλάκων Ιουστίνος, που έγινε ιδρυτής νέας δυναστείας αυτοκρατόρων.