Το 1952 προσχώρησαν στη βορειοατλαντική συμμαχία η Ελλάδα και η Τουρκία. Στο πλαίσιο της ανάγκης καθορισμού των τομέων επιχειρησιακής ευθύνης των δύο χωρών, η Μεγάλη Βρετανία ζήτησε από Ελλάδα και Τουρκία να αποτυπώσουν σε χάρτη τη διαχωριστική γραμμή των θαλασσίων συνόρων τους και πιο συγκεκριμένα μεταξύ των Δωδεκανήσων και των μικρασιατικών ακτών.
Τα θαλάσσια σύνορα ήταν γνωστά από την συμφωνία μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας το 1932, από την οποία υπήρχαν αρκετοί ιταλικοί και τουρκικοί χάρτες. Θυμίζουμε ότι η Ελλάδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε λάβει τα Δωδεκάνησα από την Ιταλία, ενώ τα υπόλοιπα θαλάσσια σύνορα είχαν διευθετηθεί ήδη από τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Το βρετανικό αίτημα σε Ελλάδα και Τουρκία έγινε τον Σεπτέμβριο του 1952. Όμως η τουρκική πλευρά δεν έστειλε ποτέ απάντηση. Η Τουρκία είχε μόλις μπει στο ΝΑΤΟϊκό στρατόπεδο και δεν ήθελε να ενοχλήσει το Λονδίνο με αμφισβητήσεις, αλλά από την άλλη δεν ήθελε με χάρτη να αποδεχτεί de facto τα σύνορα με την Ελλάδα. Το Foreign Office έστειλε ένα επείγον τηλεγράφημα στις 14 Ιανουαρίου του 1953 προς την Άγκυρα ζητώντας και πάλι τη συνοριακή γραμμή στις νήσους Αρκοί και Γάιδαρος. Η Αθήνα απέστειλε χάρτη στις 16 Ιανουαρίου όπου τα σύνορα ορίζονταν με βάση τις συμφωνίες μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας (1932) τονίζοντας ότι εφόσον δεν έχουν υπάρξει διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών τα σύνορα αυτά αποτελούν την κόκκινη γραμμή.
Τί έπραξαν οι Τούρκοι στη συνέχεια; Δεν απέστειλαν επίσημη απάντηση, αλλά στις 6 Απριλίου παρέπεμψαν στην απάντηση των Αθηνών για να αποδεχτούν την κόκκινη γραμμή. Στο έγγραφο του Βρετανού πρέσβη στην Άγκυρα αναφέρεται χαρακτηριστικά πως: “Μολονότι τελικά αποδέχτηκαν την ίδια διαχωριστική γραμμή με αυτήν που περιγράφεται στην επιστολή από την Αθήνα, ήταν απρόθυμοι να την καταγράψουν οι ίδιοι στο χαρτογραφικό μας δοκίμιο. Και δεν νομίζουμε ότι θα απαντήσουν επισήμως στη σχετική Διακοίνωση που τους αποστείλαμε”.
Δείτε, τέλος, το σχετικό έγγραφο και τη μετάφραση:
Μετάφραση
Οι Τούρκοι μας έδωσαν επιτέλους ένα είδος απάντησης σχετικά με το σύνορο μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας στην περιοχή των Δωδεκανήσων, στο οποίο αναφέρεται η επιστολή του Πολιτικού Τμήματος της πρεσβείας Αθηνών στις 16 Μαρτίου.
Ο αρμόδιος αξιωματούχος στο τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών ζήτησε συνάντηση με τον Άρθουρ στις 6 Απριλίου και, αφού ζήτησε συγγνώμη για την καθυστέρηση της απάντησης στην ερώτησή μας, έδειξε στον Άρθουρ έναν τουρκικό χάρτη, όπου το σύνορο ήταν, είπε, επακριβώς αποτυπωμένο. Ο χάρτης αυτός αποσαφήνιζε ότι οι Αρκοί και ο Γάιδαρος όπως και το μικρό νησί που σημειώσαμε ως “Χ” στο εσώκλειστο δοκίμιο, ήταν ελληνικά εδάφη. Και ότι δεν υπήρχε προεξοχή προς τα δυτικά επί της διαχωριστικής νοτίως της Νισύρου. Χαράξαμε μια κόκκινη γραμμή στο εσώκλειστο δοκίμιο, η οποία γενικώς συμπίπτει με τις διαχωριστικές γραμμές επί του χάρτη, ο οποίος επιδείχθηκε στον Άρθουρ.
Ο αξιωματούχος αναφέρθηκε στα άρθρα 4, 6 (τελευταία παράγραφο), 12 και 16 της Συνθήκης της Λωζάννης και στην ιταλο-τουρκική Σύμβαση της 4ης Ιανουαρίου 1932. Θα βρείτε το γαλλικό κείμενο της τελευταίας στη σελίδα 690 του τόμου ΧΙ του έργου του Rizzo, La Legislation Turque: τα νησιά που τότε ήταν ιταλικά είναι ήδη, ασφαλώς, ελληνικά.
Η συμπεριφορά των Τούρκων στο θέμα αυτό υπήρξε μάλλον περίεργη! Μολονότι τελικά αποδέχτηκαν την ίδια διαχωριστική γραμμή με αυτήν που περιγράφεται στην επιστολή από την Αθήνα, ήταν απρόθυμοι να την καταγράψουν οι ίδιοι στο χαρτογραφικό μας δοκίμιο. Και δεν νομίζουμε ότι θα απαντήσουν επισήμως στη σχετική Διακοίνωση που τους αποστείλαμε. Επιπλέον, έχουμε δει τουρκικούς χάρτες που δίνουν την ίδια διαχωριστική γραμμή όπως αυτή που σημειώνεται στο δοκίμιο που εσωκλείουμε.
Από: P.R.O., FO 371/107558, British Embassy (Ankara) to Foreign Office, April 10, 1953