Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκειών – ΤΡΙΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
Στὶς 8 Φεβρουαρίου 1828 γεννήθηκε στὴ Νάντη τῆς Γαλλίας ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔμελλε νὰ σφραγίσει τὴν Ἱστορία μὲ τὸ πέρασμά του καὶ μέσα ἀπὸ τὸ λογοτεχνικό του κυρίως ἔργο νὰ θεωρηθεῖ ἕνας «σύγχρονος προφήτης», ἀφοῦ προέβλεψε καὶ περιέγραψε μὲ θαυμαστὴ ἀκρίβεια πολλὲς ἐπιστημονικὲς καὶ τεχνολογικὲς ἀνακαλύψεις τοῦ 20οῦ αἰῶνα. Αὐτὸς δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἰούλιο Βέρν, Γάλλο νομπελίστα καὶ πατέρα τῆς σύγχρονης ἐπιστημονικῆς φαντασίας.
Πρωτότοκος γυιὸς μιᾶς πολύτεκνης οἰκογένειας, ὁ Ἰούλιος Βὲρν εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ φοιτήσει στὸ σχολεῖο τῆς Madame Sambin, χήρας ἑνὸς καπετάνιου μὲ πολλὰ ταξίδια στὸ ἐνεργητικό του. Γοητευμένος ἀπὸ τίς ἀφηγήσεις τῆς δασκάλας του, ἄρχισε ἀπὸ πολὺ νωρὶς νὰ πλάθει στὸ μυαλό του τὰ ἀναρίθμητα λογοτεχνικά του ταξίδια στὰ πέρατα τοῦ κόσμου. Μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του ἀπὸ τὸ Λύκειο, τὸ 1846, μετέβη στὸ Παρίσι ὅπου σπούδασε Νομικὰ καὶ ἔλαβε πτυχίο τὸ 1849.
Πολὺ νωρὶς ἐκδήλωσε ἔντονο ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ θέατρο καὶ μαζὶ μὲ ἕναν μουσικὸ ἀπὸ τὴ Νάντη, τὸν Aristide Hignard, ἔγραψε μερικὰ λιμπρέτα γιὰ τὴν ὄπερα. Τὸ 1851 ἐμφανίσθηκαν τὰ πρῶτα του ἔργα στὸ Musée des familles, ὑπὸ τὴ διεύθυνση τοῦ Pitre-Chevalier. Στὶς 10 Ἰανουαρίου 1857 νυμφεύθηκε τὴν Honorine de Viane, ἡ ὁποία καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀμιένη, καὶ τὸ φθινόπωρο τοῦ 1872, προκειμένου νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἐπιθυμία τῆς συζύγου του, ἐγκαταστάθηκε μονίμως στὴ γενέτειρά της.
Ἡ πρώτη συλλογὴ συνθέσεων τοῦ Βὲρν ἐμφανίσθηκε μὲ τὴ μουσική τοῦ Hignard. Ἐγραψε ἀκόμα πλῆθος θεατρικῶν ἔργων καὶ ἔγινε φίλος μὲ τὸν Ἀλέξανδρο Δουμὰ υἱό. Τὸ 1861 ἀπέκτησε τὸ πρῶτο καὶ μοναδικὸ παιδί του, τὸν Μισέλ. Ἐπὶ μερικὰ ἔτη κινήθηκε μεταξὺ τῆς μουσικῆς καὶ τοῦ θεάτρου, ἀλλὰ μετὰ τὸ 1863 ἔστρεψε τὸ ἐνδιαφέρον του στὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες καὶ τὴ γεωγραφία, γράφοντας μία σειρὰ ἀπὸ μυθιστορήματα στά ὁποῖα περιέγραφε ἐξαιρετικά, ὅσο καὶ φανταστικὰ ταξίδια. Τὸ 1862 γνώρισε τὸν ἐκδότη Pierre-Jules Hetzel καὶ στὶς 23 Ὀκτωβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους ὑπέγραψε μαζί του τὸ πρῶτο του συμβόλαιο γιὰ τὸ «Ταξίδι στοὺς αἰθέρες», τὸ μελλοντικὸ «Πέντε ἑβδομάδες σὲ ἀερόστατο». Μία δωδεκάδα συμβολαίων θὰ ἀκολουθήσει στὸν χῶρο τοῦ ἐπιστημονικοῦ μυθιστορήματος. Ἡ ἀρχὴ γιὰ νὰ ἀναπτύξει τὸ ταλέντο του ὁ μεγάλος συγγραφέας εἶχε γίνει.
Ἀπὸ τὸ γραφεῖο του στὴν Ἀμιένη, ὁ Ἰούλιος Βὲρν ἔστειλε τοὺς ἥρωὲς του νὰ ταξιδεύσουν σὲ ὅλες τίς ἠπείρους, νὰ πλεύσουν σὲ ὅλες τίς θάλασσες τοῦ κόσμου, καὶ νὰ πετάξουν στοὺς αἰθέρες φθάνοντας κάποτε καὶ μέχρι τὴ Σελήνη. Τὰ ἔργα του φλόγισαν τὰ ὄνειρα σὲ πολλὲς γενεὲς νέων ἀνθρώπων καὶ δὲν ἦταν λίγες οἱ φορὲς ποὺ ἀπετέλεσαν τὸ ἔναυσμα νέων ἀνακαλύψεων καὶ ἐφευρέσεων. Μποροῦμε νὰ τὸν χαρακτηρίσουμε μηχανικό, διπλωμάτη, ἐξερευνητῆ, θαλασσοπόρο, μεγάλο ἀναζητητή, ἀλλὰ κυρίως ἕναν δυναμικὸ συγγραφέα ποὺ δημιουργεῖ χαρακτῆρες καὶ ἥρωες οἱ ὁποῖοι ἐξάπτουν τὴ φαντασία τῶν νέων. Ἡ γήινη σφαῖρα, ὁρισμένες ζῶνες τῆς ὁποίας ἦταν ἀκόμη ἀνεξερεύνητες, ἐνέπνευσε τὸν Ἰούλιο Βὲρν καὶ ἔδωσε τὴ δυνατότητα στὴ φαντασία του νὰ καλπάσει ἐλεύθερη σὲ ἕναν ὁρίζοντα γεμᾶτο μυστήρια καὶ θαύματα. Δὲν στάθηκε μόνο στὰ ὅσα γνώριζαν οἱ ἄνθρωποι μέχρι τότε, ἀλλὰ προχώρησε ἀρκετὰ βήματα πιὸ πέρα ἀνακαλύπτοντας μυστικὰ περάσματα στὰ ἄκρα τοῦ πλανήτη, δημιουργῶντας ζοῦγκλες καὶ φυλὲς ἰθαγενῶν, καὶ στέλλοντας ἀκόμη καὶ διαστημόπλοια καὶ δορυφόρους στὸ διάστημα. Ἐργάσθηκε πραγματικὰ μὲ τὴ δύναμη τῆς φαντασίας του δημιουργῶντας τοὺς τίτλους καὶ τὸ περιεχόμενο τῶν ἔργων του. Μέσα στὸ σιωπηλό του γραφεῖο στὴν Ἀμιένη αἰσθανόταν ἕνας μικρὸς θεὸς καί, ὅπως ὁ ἥρωάς του, Κάπταιν Νέμο, ἀνέπτυξε τὴ μελαγχολία τοῦ δημιουργοῦ μπροστὰ σὲ μιὰ ἀνθρωπότητα τῆς ὁποίας τὰ πρόσωπα καὶ οἱ χαρακτῆρες κόσμησαν τὸ ἔργο του ὡς ἀρχέτυπα καὶ ἰδεαλιστικὰ ὁράματα. Στὸν ρόλο του ὡς δημιουργοῦ φανέρωσε μιὰ ἱκανότητα νὰ ἐκθέτει καὶ νὰ ἐπιλύει τὰ προβλήματα. Κάποιες στιγμὲς γινόταν καὶ ἀστρονόμος, γεωμέτρης, φυσικός, χημικός, μαθηματικός, πολιτειολόγος, γεωγράφος, ἱστορικός, βιολόγος, γεωλόγος καὶ ἐπιδιδόταν μὲ πάθος στὴν πυροτεχνία καὶ τὴ μηχανική, στὴν τέχνη τῶν ὑδραυλικῶν, τῆς ἀκουστικῆς ἢ τῆς μουσικῆς, χωρὶς νὰ παραβλέπει καὶ τὰ πιὸ ἁπτὰ προβλήματα ὅπως ἐκεῖνα τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης, τῆς οἰκονομικῆς καταπίεσης ἢ τῆς καθαρῆς πολιτικῆς.
Ἡ ἐπιστήμη τροφοδοτεῖ ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Ἰουλίου Βέρν. Στὰ βιβλία του ἐμφανίζει τοὺς σοφοὺς νὰ ἀγαποῦν τίς περιπέτειες καὶ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὰ μαθήματα καὶ τίς παραδόσεις τους γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ «ριχθοῦν» στὴν περιπέτεια καὶ στὰ θαυμαστὰ κατορθώματά τους. Λέγεται ὅτι ὁ συγγραφέας ἦταν παθιασμένος μὲ τίς ἐπιστημονικὲς ἀνακαλύψεις καὶ ἐφευρέσεις τῆς ἐποχῆς του. «Εἴμαστε σὲ μιὰ ἐποχῇ ὅπου ὅλα γίνονται… κι ἂν κάτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει σήμερα, τότε σίγουρα θὰ γίνει αὔριο χάρη στὶς ἐπιστημονικὲς ἀνακαλύψεις ποὺ πληθαίνουν καθημερινῶς». Ὡστόσο, ἀλλοῦ ὁ ἴδιος δήλωνε μὲ ἐξομολογητικὴ διάθεση:
«Ὄχι, δὲν μπορῶ νὰ πῶ ὅτι ἑλκύσθηκα ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη. Στὴν πραγματικότητα δὲν μοῦ ἄρεσε ποτέ». Καὶ ὅμως, ζοῦσε καὶ περιέγραφε τὴν ἐποχῇ κατὰ τὴν ὁποία οἱ ἐπιστήμονες, ἀπελευθερωμένοι ἀπὸ τὴ μεταφυσική, πλησίασαν τὴ γῆ καὶ ἔστρεψαν σὲ αὐτὴν τὴν προσοχή τους. Ὁ Ἰούλιος Βὲρν μπόρεσε νὰ φαντασθεῖ καὶ νὰ περιγράψει μηχανές, οἱ ὁποῖες μοιάζουν μὲ τίς σύγχρονες, χάρη στὸ πάθος ποὺ τὸν διακατεῖχε γιὰ τίς ἐπιστημονικὲς ἀνακαλύψεις τῆς ἐποχῆς του. Διαβάζοντας τὸ ἔργο του μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ τίς πιὸ ἀπίθανες καὶ τίς πιὸ φημισμένες ἐφευρέσεις τῶν καιρῶν μας. «Αὐτὸ ποὺ μὲ ἐνδιαφέρει πρῶτα ἀπὸ ὅλα εἶναι νὰ εἶμαι συγγραφέας», ἐξομολογεῖτο ὁ Ἰούλιος Βὲρν τὸ 1864 στὸν ἐκδότη του Hetzel. Τὸ νὰ μείνει ὁ ἴδιος διαχρονικὸς συγγραφέας, τὸ ἔργο τοῦ ὁποίου θὰ κοσμεῖ τίς νεανικὲς βιβλιοθῆκες, ἦταν τὸ ὄνειρο ὅλης του τῆς ζωῆς.
Ἐξοπλισμένος μὲ ἕναν ἐντυπωσιακὸ ἀριθμὸ χαρτῶν καὶ ταξιδιωτικῶν ἐγγράφων τά ὁποῖα εἶχε στὴ διάθεσή του, δημιούργησε φανταστικὲς ἱστορίες στὶς ὁποῖες οἱ χαρακτῆρες ποὺ ἔπλαθε ἦταν ἕτοιμοι νὰ ἐξερευνήσουν ἄγνωστους τόπους καὶ νὰ ἱδρύσουν ἀποικίες. Οἱ ἥρωές του, εἰκόνα καὶ ὁμοίωση δική του, ξεκινῶντας τα ταξίδια τους μὲ σκοπὸ νὰ διαβοῦν τὰ ὅρια τοῦ γνωστοῦ κόσμου καὶ νὰ περάσουν στὸν ἄγνωστο, στηρίζονταν στὶς δικές τους κυρίως δυνάμεις. Ὁ κόσμος τοῦ μυθιστοριογράφου ἦταν τόσο εὐρύς, ὅσο τὸ σύμπαν ὁλόκληρο. Κανένα ἐμπόδιο δὲν στάθηκε ἱκανὸ νὰ ἀνακόψει τὴν πορεία του ἢ νὰ τὸν ἀποτρέψει ἀπὸ νέες ἀνακαλύψεις καὶ ἐφευρέσεις, οἱ ὁποῖες θὰ γίνονταν πραγματικότητα τὸν ἀμέσως ἑπόμενο αἰῶνα. Μπροστὰ στὰ μάτια τῆς φαντασίας του τὸ σύμπαν ἦταν ἕνα ἀντικείμενο πρὸς ἐξέταση, ἕνα στολίδι, στὸ ὁποῖο περιέχονται ἀνθρώπινοι θρίαμβοι, ἰδιοφυεῖς ἐφευρέσεις, γιγάντια παγόβουνα καὶ τρομακτικὰ θαλάσσια κήτη. Ἂν θέλαμε μὲ δύο λέξεις νὰ χαρακτηρίσουμε τὸ ἔργο του, κάλλιστα θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ «ὀδύσσεια ἀπὸ χαρτὶ» στὴν ὁποία ὁ ἐφευρέτης, ἐξερευνητὴς καὶ εὐγενικὸς ταξιδιώτης Ἰούλιος Βὲρν περιλαμβάνει τὰ πάντα. Ὁ Ἰούλιος Βὲρν ἦταν ἕνας μυθιστοριογράφος χωρὶς ὅρια.
Γιὰ ἐκεῖνον δὲν ὑπῆρχαν ἀπροσπέλαστα ἐμπόδια, ὑπῆρχαν μόνο ἐθελοντὲς μὲ λιγότερη ἢ περισσότερη θέληση καὶ ἐνεργητικότητα, καὶ αὐτὸ ἦταν ὅλο.
Ὁ ἴδιος ἦταν ἕνας μεγαλόκαρδος συγγραφέας καί, ἀφοῦ δημιουργοῦσε τοὺς χαρακτῆρες τῶν ἔργων του βάσει τῶν δικῶν του χαρακτηριστικῶν στοιχείων, δὲν ὑπάρχει κανένας ἀπὸ τοὺς ἥρωές του, ὁ ὁποῖος νὰ μὴν εἶναι ἕτοιμος νὰ ριψοκινδυνεύσει τὴ ζωή του γιὰ τὸν πλησίον του.
Ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ διαμερίσματός του στὴ Νάντη, ὁ νεαρὸς Ἰούλιος Βὲρν μποροῦσε νὰ ἀτενίζει τὴ θάλασσα βλέποντας μὲ τίς ὧρες «ποντίων τὲ κυμάτων τὸ ἀνήριθμον γέλασμα», νὰ ἀγκαλιάζει μὲ τὸ βλέμμα του τὸ αἰώνιο ξεδίπλωμα τῶν κυμάτων καὶ νὰ βλέπει νὰ φθάνουν καὶ νὰ φεύγουν τὰ ἐμπορικὰ πλοῖα. Τότε ἦταν ποὺ ἀγάπησε τὴ θάλασσα καὶ γεννήθηκε μέσα του ὁ πόθος νὰ τὴν ἐξερευνήσει καὶ νὰ τὴν κατακτήσει. «Ἡ τέχνη τῆς πλοήγησης μὲ ἔθελξε ἀπὸ τὰ παιδικά μου ἀκόμα χρόνια», ἐξομολογεῖται ὁ ἴδιος στὶς «Ἀναμνήσεις» τῶν παιδικῶν καὶ τῶν ἐφηβικῶν του χρόνων.
«Γνώριζα ἤδη ἀπὸ τότε ὁλόκληρη τὴ ναυτικὴ ὁρολογία καὶ καταλάβαινα ὅλους τους ἑλιγμοὺς ποὺ γίνονταν στὰ θαλασσινὰ διηγήματα τοῦ Fennimore Cooper», διηγεῖτο. Ὁ πόθος του αὐτὸς νὰ ταξιδεύσει στὴ θάλασσα ἐπηρέασε ἔντονα τὸ λογοτεχνικό του ὕφος. Τὸ ἔργο του μοιάζει μὲ μιὰ τεράστια ἀρμάδα ποὺ πλέει δίπλα-δίπλα μὲ φαλαινοθηρικά, φρεγάτες καὶ βαπόρια. Τὸ Ναυτικὸ Μουσεῖο ἦταν μιὰ θαυμάσια ἔκθεση ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦσε νὰ ἐμπνευσθεῖ ὁ συγγραφέας. «Δὲν ἀγάπησα τίποτε ἄλλο περισσότερο ἀπὸ τὴν ἐλευθερία, τὴ μουσικὴ καὶ τὴ θάλασσα», συνήθιζε νὰ λέει ὁ Βέρν. Ἐτσι, ἔπλασε μὲ τὴν πένα του τὸν θαυμαστὸ θαλάσσιο κόσμο τοῦ Κάπταιν Νέμο, καθιστῶντας τη θάλασσα καὶ τὸν μαγικὸ βυθό της τὸ τοπίο στὸ ὁποῖο θὰ ἐκτυλίσσονταν πολλὲς ἀπὸ τίς περιπέτειές του. Ἡ θάλασσα ἔγινε γιὰ ἐκεῖνον ἕνα μυθιστόρημα, ἕνας κόσμος ὅπου ὁ συγγραφέας μποροῦσε νὰ ἀναπτύξει τὴ φαντασία καὶ τὸ ταλέντο του μὲ κάθε ἐλευθερία, μὲ συνέπεια τὸ ἔργο του νὰ ἀποτελεῖ ἄλλο ἕνα λογοτεχνικὸ «Ναυτικὸ Μουσεῖο». Ὁ «Ναυτίλος», τὸ πλοῖο τοῦ Κάπταιν Νέμο, παραμένει ἡ πιὸ διάσημη καὶ ἡ πιὸ θαυμαστῆ ἀπὸ τίς ἐφευρέσεις του.
Ἐδῶ φυσικά, γιὰ νὰ εἴμαστε δίκαιοι, πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε πὼς ὁ συγγραφέας, προκειμένου νὰ δημιουργήσει τὸν «Ναυτίλο», εἶχε ὑπ’ ὄψιν του τὸ «Tortue» του David Bushnell, ποὺ κατασκευάσθηκε τὸ 1776 καὶ τὸ ὁποῖο ἦταν τὸ πρῶτο ὑποβρύχιο ποὺ χρησιμοποιήθηκε κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Ἀμερικανικοῦ Πολέμου τῆς Ἀνεξαρτησίας ἐναντίον τῶν βρετανικῶν πλοίων. Ὡστόσο, εἶναι ἀπίστευτες ἡ ἐφευρετικότητα καὶ ἡ πολυτέλεια μὲ τίς ὁποῖες διακόσμησε τὸ ἐσωτερικό του «Ναυτίλου».
Ὁ ἴδιος εἶχε ἀσχοληθεῖ ἐπισταμένως μὲ τὰ πλοῖα καὶ μάλιστα ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ἀγάπη του γι’ αὐτὸ τὸ μέσο, ὥστε ἔγραψε ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ σελίδων παρουσιάζοντας τὸν ἑαυτὸ του νὰ ταξιδεύει στὸ μυστηριώδη γαλάζιο κόσμο μὲ τὸ πλοῖο του, «Σαὶν Μισέλ». Ἐτσι, τὰ πρόσωπα τά ὁποῖα περιέγραφε ἀντικατόπτριζαν πολλὲς φορὲς τὸν ἴδιον. Ἐγινε ὁ καθηγητὴς Hatteras ἀνακαλύπτοντας τὸν Νότιο Πόλο. Ὡς Φιλέας Φὸγκ καὶ Πασπαρτοῦ διέσχισε τὰ γαλάζια νερὰ πολλὲς φορὲς προκειμένου νὰ ὁλοκληρώσει τὸν «Γῦρο τοῦ κόσμου σὲ ὀγδόντα ἡμέρες». Μαζὶ μὲ «Τὰ τέκνα τοῦ πλοιάρχου Γκρὰντ» ταξίδευσε χιλιάδες μίλια προσπαθῶντας νὰ διασχίσει τὸν 37ο παράλληλο. Ἡ τάση αὐτὴ τοῦ Βὲρν ἔχει τίς ρίζες της στὸ οἰκογενειακό του δένδρο, καθὼς οἱ πρόγονοί του ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας του ἦταν ναυτικοὶ καὶ καπετάνιοι.
Γεννημένος στὴ Νάντη, τὸν μεγάλο ἀποικιακὸ λιμένα τῆς Γαλλίας καὶ ταυτόχρονα, μιὰ δημοκρατικὴ πόλη στὴ βαθειὰ βασιλικὴ ἐπαρχία τῆς Βανδέας καὶ μεγαλώνοντας μέσα σὲ ἕναν πλουραλισμὸ ἀνθρώπων καὶ ἀντιλήψεων, δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ εἶναι ὑπέρμαχος τῆς προόδου καὶ τῆς ἐλευθερίας. Στὸν ρόλο τοῦ τρομεροῦ καὶ ἀπαισιόδοξου Κάπταιν Νέμο, ἀνακαλύπτουμε ἕναν Ἰούλιο Βὲρν ὁ ὁποῖος εἶναι ἐχθρὸς τῆς ἀποικιοκρατίας καὶ ἀγωνίζεται στὴ θάλασσα γιὰ τὴν ἐλευθερία ἐνάντια σὲ ὅσους ἐχθρεύονται μιὰ ἀνοικτὴ κοινωνία. Ὁ Βὲρν διακήρυσσε: «Τὸ πλοῖο εἶναι τὸ πραγματικὸ ὄχημα τοῦ πολιτισμοῦ». Τὸ ἄλλο, καλλιτεχνικό του ὄνομα θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι Κάπταιν Νέμο. Τὸ πνεῦμα τῆς προόδου τοῦ 19ου αἰῶνα ἑνώνει τοὺς λαοὺς μέσα στὸ ἔργο του, ἀλλὰ τὰ ἔθνη ἀντιστέκονται ἀκόμη στὴν ἰδέα μιᾶς παγκοσμιοποιημένης δημοκρατίας. Εἶναι ὁ αἰῶνας κατὰ τὸν ὁποῖον κυριαρχεῖ ὡς πολιτικὴ ἰδεολογία ὁ ἐθνικισμός. Πέρα ἀπὸ τὴ στεριά, ὅμως, ἡ ἀπέραντη θάλασσα, μεγαλοπρεπής, μὲ τὰ τέρατα καὶ τὰ θαυμαστά της πλάσματα, φέρει τοὺς ἀνθρώπους πιὸ κοντά, ἀμβλύνοντας τίς μεταξύ τους διαφορὲς καὶ καλῶντας τους σὲ μιὰ παγκόσμια ἑνότητα.
Ἡ θάλασσα γεννοῦσε μέσα του ποιητικοὺς καὶ λυρικοὺς στοχασμούς. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς θαλασσινοὺς τόπους ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἱστορία καὶ τὸν θρῦλο εἵλκυσαν τὴν προσοχὴ τοῦ Βέρν. Ἐτσι, δὲν δίστασε νὰ «ἀνακαλύψει» τὴν Ἀτλαντίδα καὶ τίς ἀναρίθμητες ἐπαύλεις της. Στὴ θάλασσα βρίσκονταν, γιὰ τὸν συγγραφέα, ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἐλευθερία. «Ἡ θάλασσα δὲν ἀναγνωρίζει δεσπότες. Ζῆστε στὸ κέντρο τῶν θαλασσῶν. Ἐκεῖ μόνο θὰ εἶστε πραγματικὰ ἀνεξάρτητοι. Αὐτὴ δὲν ξέρει νὰ δέχεται κανένα ἀφεντικό. Ἐκεῖ εἶμαι ἐλεύθερος!». Ἡ θάλασσα μεταφράζεται τελικὰ ὡς μιὰ πολιτικὴ ἰδέα. Ὁ Κάπταιν Νέμο ἀγωνίζεται γι’ αὐτὴν τὴν ἰδέα.
Μὲ τὸ ἱστιοπλοϊκὸ του «Σαὶν Μισὲλ» ὁ Ἰούλιος Βὲρν ἔπλευσε στὴν Ἀγγλία, τὴν Ἰρλανδία, πλησίασε τίς ἀκτὲς τῆς Ὁλλανδίας, τῆς Γερμανίας καὶ τῆς Δανίας, ἔκανε τὸν γῦρο τῆς Ἱσπανίας, ἀποβιβάσθηκε στὸ Ἀλγέρι, τὴν Τυνησία καὶ τὴ Μάλτα καὶ ἐπισκέφθηκε τὴ Σικελία. Ὀταν δὲν πηδαλιουχοῦσε τὸ πλοῖο, ἔγραφε, καί, ὅταν δὲν ἔγραφε, πηδαλιουχοῦσε. Καί, ὅταν ἔγραφε, σχεδίαζε ναυτικὰ διηγήματα ὅπως τὸν «Δεκαπενταετῆ πλοίαρχο» (1877-1878), ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὸν γυιό του, Μισέλ, ὅπου ὁ μικρὸς Dick Sand ἀναλαμβάνει τὴ διοίκηση τοῦ πλοίου μετὰ ἀπὸ ἕνα ἀτύχημα ποὺ προκάλεσε τὸ θάνατο τοῦ πλοιάρχου.
Ὁ «Ναυτίλος» του βασιλεύει στοὺς ὠκεανοὺς στὸ «Εἴκοσι χιλιάδες λεῦγες ὑπὸ τὴ θάλασσα» (1869-1870). Ὁ συγγραφέας βρίσκεται στὴν πλώρη τοῦ πιὸ μεγάλου ἀτμοπλοίου τῆς ἐποχῆς, τοῦ «Μεγάλου Ἀνατολικοῦ», στὴν «Πλωτὴ Πολιτεία» (1871), παρουσιάζοντάς το νὰ διασχίζει τὸν Ἀτλαντικό, ταξίδι ποὺ εἶχε πραγματοποιήσει ὁ ἴδιος μὲ τὸν ἀδελφό του, Πώλ, τὸ 1867. Ὁ ἴδιος ταξιδεύει ὡς μέλος τοῦ πληρώματος τοῦ «Σανσελὸρ» (1875), ἑνὸς ἐμπορικοῦ πλοίου ποὺ ἀφήνει τὸ Τσάρλεστον μὲ κατεύθυνση τὸ Λίβερπουλ καὶ τὸ ὁποῖο διοικεῖται ἀπὸ ἕναν καπετάνιο ποὺ πάσχει ἀπὸ διανοητικὲς διαταραχὲς μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἀπομόνωσή του ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Μπαρκάρει μὲ τὸ «Καρνάτικ», ἕνα ἄλλο ἀτμόπλοιο, στὸ ὁποῖο ἐπιβαίνει ὁ Πασπαρτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ τὸν Φιλέα Φὸγκ μὲ τὴν «Τανγαντέρε», μιὰ μικρὴ γολέτα. Καὶ ἡ λίστα δὲν ἔχει τέλος. Ὁ Ἰούλιος Βὲρν δὲν ἔχει καμμία προκατάληψη γιὰ τὴ θάλασσα. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι καὶ τὸ «Ταξίδι στὸ κέντρο τῆς γῆς» ἄρχισε ἀπὸ τὴν ἐμμονὴ τοῦ συγγραφέα νὰ ἀνακαλύψει μιὰ θάλασσα στὸ ἐσωτερικό του πλανήτη.
Ὡστόσο, ἡ ἀνοικτὴ θάλασσα καὶ ὁ μαγευτικὸς βυθός της δὲν ἦταν ὁ μόνος χῶρος ποὺ γοήτευσε τὸν ταλαντοῦχο συγγραφέα. Ὁ κόσμος τῶν πάγων εἵλκυσε τὴν προσοχὴ του καὶ ἐξῆψε τὴ φαντασία του, μὲ συνέπεια ἡ κατάκτηση τῶν Πόλων νὰ καταλαμβάνει ἕνα πολὺ σημαντικὸ μέρος στὸ ἔργο του. Αὐτό τοῦ ἐπιτρέπει νὰ περιγράφει ἀφ’ ἑνὸς τὸ θάρρος τῶν ἀνθρώπων ποὺ ξεκινοῦν νὰ τοὺς ἐξερευνήσουν, καὶ ἀφ’ ἑτέρου τὸ μυστήριο τῶν ἄγνωστων γαιῶν τῶν δύο Πόλων. Ἡ «πολικὴ τρέλλα» ἦταν, μποροῦμε νὰ ποῦμε, ἡ μόδα τῆς ἐποχῆς στὴν ὁποία ἔζησε ὁ συγγραφέας καὶ ἀντικατοπτρίζεται στὸ ἔργο του μὲ μιὰ προσωπικὴ κλίση πρὸς τὸ ἀκραῖο καὶ τὸ φανταστικό. Τὸ τέλος τῶν Ναπολεόντειων Πολέμων ἔδωσε τὴν εὐκαιρία γι’ αὐτὲς τίς ἐξερευνήσεις. Οἱ ἐξερευνητικὲς ἀποστολὲς πρὸς τίς ὑπερβόρειες καὶ τίς ὑπερνότιες ἐκεῖνες γαῖες πολλαπλασιάζονται. Βρετανοί, Σουηδοί, Νορβηγοί, Ρῶσοι, Αὐστριακοί, Βέλγοι, σχεδὸν ὅλοι οἱ Εὐρωπαῖοι κινοῦνται πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση. Ἡ ἐξερεύνηση τῶν ἀπωτάτων σημείων τῆς Γῆς, ὅπως οἱ Πόλοι καὶ ἡ αὐστραλιανὴ ἤπειρος, συνιστᾷ τὸν «μίτο τῆς Ἀριάδνης» στὸ ἔργο τοῦ Βέρν. Ὁ συγγραφέας μὲ τὴ φαντασία του περνᾷ τὰ ὅρια τοῦ κόσμου καὶ ἀνακαλύπτει «περάσματα», τά ὁποῖα οἱ Εὐρωπαῖοι ἀναζητοῦσαν ἀπὸ τὸν 15ο αἰῶνα ἀκόμη. Τὸ πολικὸν σέλας, μαζὶ μὲ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν ποικιλομορφία τοῦ ζωικοῦ καὶ τοῦ φυτικοῦ βασιλείου, ἐξάπτουν τὴ φαντασία ὅλων ὅσοι ἀναζητοῦν τὴν περιπέτεια. Ὅλα ἐμφανίζονται παράξενα καὶ ἐξαιρετικὰ σὲ αὐτὲς τίς πολικὲς περιοχὲς καὶ ἡ μακρὰ νύκτα τῶν Πόλων ἐπιφυλάσσει μαγεῖες καὶ θαύματα σὲ ὅποιον ἀποφασίσει νὰ περιηγηθεῖ αὐτὲς τίς περιοχὲς μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Βέρν.
Μὲ τὸ ἴδιο πάθος, ὡστόσο, ταξιδεύει νοερὰ καὶ σὲ ἄλλες ἀνεξερεύνητες περιοχὲς τοῦ πλανήτη. Ὁ Ἄτλας τοῦ Ἰουλίου Βὲρν περιλαμβάνει, ἀπὸ τίς στέπες τῆς Σιβηρίας μέχρι τίς θάλασσες τοῦ Νότου, περάσματα ἀπὸ τὰ παρθένα δάση τῆς Ἀγκόλα καὶ τοὺς δρόμους τῆς Κίνας. Ὁ Μιχαὴλ Στρογκώφ, διασχίζοντας τὴν Αὐτοκρατορία τῶν Τσάρων, ταξιδεύει τοὺς ἀναγνῶστες μὲ κάθε λεπτομέρεια μέσα στὶς ἀπέραντες στέπες. Περιηγούμενος τὴν «αἰώνια Ρωσία» μὲ τίς τεράστιες ἀντιθέσεις της, ἔχει τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίσει τὰ μοσχοβίτικα μπαλέτα καὶ νὰ συναντήσει ἄγριους Τατάρους. Στὸ ἔργο του τὸ Παρίσι συναντᾷ τὸν ρωσικὸ κόσμο. Ὁ «Μιχαὴλ Στρογκὼφ» θριαμβεύει.
Ἡ Ἀσία μάγεψε τὸν Ἰούλιο Βέρν, ὅπως μάγεψε καὶ τὴν ἐποχῇ του ὁλόκληρη. Ἀπέραντη καὶ μυστηριώδης στὸ σύνολό της, προσφερόταν γιὰ τίς πιὸ ἀπίθανες περιπέτειες. Τὸ 1878 ἡ Παγκόσμια Ἐκθεση τῶν Παρισίων ἄνοιξε τίς πύλες της στὴν Κίνα καὶ τὴν Κεντρικὴ Ἀσία. Τὸ γεγονὸς δὲν εἶχε προηγούμενο. Ὁ κόσμος εἶχε γίνει «κινέζικος». Τὸ ἴδιο ἔτος ὁ Βέρν, πάντοτε εὐαίσθητος στὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς του, ἀπεφάσισε νὰ περιγράψει τίς «Περιπέτειες ἑνὸς Κινέζου στὴν Κίνα», ἔργο τὸ ὁποῖο δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ μοιάζει μὲ φιλοσοφικὸ δοκίμιο. Ὀπως πάντοτε, στὸν Βὲρν ἡ περιπέτεια ἦταν ταραχώδης. Πιστὸς στὶς ἀρχικές του συνήθειες, ἀρχίζει νὰ παρακολουθεῖ μαθήματα γιὰ τὰ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου προκειμένου νὰ συνθέσει τὴ νέα του περιπέτεια.
Τὰ «ἐξαιρετικὰ ταξίδια» του μποροῦν μερικὲς φορὲς νὰ ἀποτελέσουν μαθήματα γεωγραφίας καὶ ἀληθινὰ δοκίμια ἐθνολογίας. Ὁ Ἰούλιος Βὲρν ἦταν ἕνας μεθοδικὸς συγγραφέας. Γιὰ νὰ συνθέσει τὰ ταξίδια του, χρησιμοποιοῦσε ἐγκυκλοπαίδειες, λεξικά, ἐκθέσεις εἰδικῶν καὶ πάντοτε εἶχε ἕναν χάρτη στὸ χέρι του. Πρὶν γράψουμε ὁτιδήποτε ἄλλο, πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ ἀναφέρουμε ὅτι ὁ Ἰούλιος Βὲρν γνώριζε γεωγραφία. Μελετοῦσε τους χάρτες καὶ τὰ σημειώματα τῆς Γαλλικῆς Γεωγραφικῆς Ἑταιρείας καὶ παρακολουθοῦσε ὅλα τὰ τεύχη τοῦ ἑβδομαδιαίου περιοδικοῦ «Ὁ γῦρος τοῦ κόσμου» (Le tour du monde), τὸ ὁποῖο εἶχε ἱδρυθεῖ στὸ Παρίσι ἀπὸ τὸν γνωστὸ ἐκδότη Louis Hachette. Πολλὲς φορὲς ὁ ἀναγνώστης πρέπει νὰ χρησιμοποιήσει διαβῆτες καὶ χάρακες προκειμένου νὰ διαβάσει τὸ ἔργο τοῦ Ἰουλίου Βέρν. Τὰ γεωγραφικὰ ὄργανα εἶναι τὰ πιὸ χρήσιμα ὅπλα τῶν ἡρώων του. Γιὰ παράδειγμα, ἀναφέρουμε ὅτι, γράφοντας τὸ «Εἴκοσι χιλιάδες λεῦγες ὑπὸ τὴ θάλασσα», ὁ Ἰούλιος Βὲρν φαντάσθηκε καὶ περιέγραψε τὸ ἀνάγλυφο τῶν ἀβυσσαλέων διαφορῶν ποὺ ὑπάρχουν ἀπὸ τὴ μία γεωγραφικὴ περιοχὴ στὴν ἄλλη μὲ τὴ βοήθεια χαρτῶν καὶ γεωγραφικῶν ἔργων. Βασιζόμενος στὸ ἔργο τοῦ μεγάλου Ντέϊβιντ Λίγκβιστον, γιὰ κάθε τόπο καὶ περίοδο μπόρεσε νὰ μελετήσει τίς διάφορες περιοχές. Ὡς καλὸς γεωγράφος καὶ ἐθνολόγος, εἶχε κατατμήσει μεθοδικὰ τὸν πλανήτη σὲ διάφορες ζῶνες, ὅπως ὁ Μπάλζακ τοὺς ἀνθρώπους σὲ ξεχωριστοὺς κοινωνικοὺς τύπους. Ὀπως ὁ καπετάνιος μελετᾷ τὰ σημεῖα ἐπάνω στοὺς χάρτες στὸ πλοῖο του, ἔτσι καὶ ὁ συγγραφέας ἀπὸ τὸ γραφεῖο του στὴν Ἀμιένη χάραζε τὴν πορεία τῶν ἡρώων του βασιζόμενος στοὺς γεωγραφικοὺς ἄτλαντες. «Πρὸς τὸ ἀπόγευμα ἡ γολέτα πλησίασε τὸ ἀκρωτήριο Skagen στὸ βορειότερο σημεῖο τῆς Δανίας, διασχίζοντας κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας τὸ Skager-Rak, τὴν ἀκρότατη παρυφὴ τῆς Νορβηγίας, γιὰ νὰ περάσει ἀπὸ τὸ ἀκρωτήριο Lindness καὶ νὰ μπεῖ μέσα στὴ Βόρειο Θάλασσα…» (Ταξίδι στὸ κέντρο τῆς γῆς).
Ὁ Ἰούλιος Βὲρν ἔβλεπε τοὺς πρωτόγονους κόσμους μὲ τὸ βλέμμα τοῦ ἀστοῦ τοῦ 19ου αἰῶνος. Μὲ ἄλλα λόγια, διακατεχόταν ἀπὸ μιὰ βασικὴ ἰδέα: τὴν ἀνωτερότητα τῶν Δυτικῶν ἔναντι τῶν ἰθαγενῶν. Πολλὲς φορὲς δίνει μιὰ σχεδὸν γελοιογραφικὴ εἰκόνα τῶν πρωτόγονων πληθυσμῶν. «Οἱ κανίβαλοι τρῶνε ἀνθρώπινες σάρκες… εἶναι ἀνθρωποφάγοι, ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν μπορεῖ νὰ περιμένει κανεὶς κάτι καλὸ», γράφει χαρακτηριστικὰ γιὰ τοὺς Ἀβοριγίνες τῆς Αὐστραλίας στὰ «Τέκνα τοῦ πλοιάρχου Γκράντ».
Ὡστόσο, δὲν υἱοθετεῖ αὐτὴν τὴν στάση λόγῳ ἀντιθέσεως του μὲ τοὺς ἰθαγενεῖς τῆς Ἀφρικῆς, τῆς Ὠκεανίας ἢ τῆς Ἀμερικῆς, ἀλλὰ διότι αὐτὴ ἦταν ἡ ἄποψη ποὺ ἥρμοζε στοὺς Γάλλους ἀριστοκράτες καὶ ἀστοὺς τοῦ 19ου αἰῶνος. Ἐτσι, κάθε φορά ποὺ περιγράφει τμήματα τῆς ὑδρογείου τά ὁποῖα μέχρι ἐχθὲς ἀκόμη κάλυπτε ἡ ἀχλῦς τοῦ μυστηρίου, ὁ συγγραφέας σκιαγραφεῖ ἔντεχνα ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα τά ὁποῖα μποροῦσαν νὰ δικαιολογήσουν μιὰ ἀποικιακὴ ἐπέκταση. Γιὰ ἐκεῖνον, ὅπως καὶ γιὰ τὴν ἐποχῇ του, ὁ «χρυσοῦς αἰὼν» τῆς κοινωνίας ἦταν ἐκεῖ μπροστά, ὁ ἐπίγειος παράδεισος εἶχε ἐφευρεθεῖ χωρὶς νὰ ἀνακαλυφθεῖ: στὴ λογοτεχνία οἱ «καλοὶ ἄγριοι» ἐξαφανίζονται. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐμφανίζονται, παρόλα ταύτα, σποραδικὰ στὸ ἔργο τοῦ μυθιστοριογράφου. Ὁ Θαλκάβ, ὁ Ἀραουκάνος ὁδηγὸς τῶν τέκνων τοῦ πλοιάρχου Γκράντ, ἐπαινεῖται γιὰ «τὴν ἀγαθή του φύσῃ, τὴν εὐχέρειά του καὶ τὴν πρωτόγονη ὑπερηφάνειά του». Αὐτὲς οἱ καλὲς ἰδιότητες ἀποδίδονται καὶ σὲ ἄλλους ἥρωες τῶν ἔργων του, ὅπως στὸν Ἰνδιάνο Καγιὲτ στὸν «Καίσαρα Κάσκαμπελ», ἢ ἀκόμη καὶ στοὺς Τουαρὲγκ τῆς «Εἰσβολῆς ἀπὸ τὴ θάλασσα», οἱ ὁποῖοι ἐπαινοῦνται γιὰ τὸ ἐντυπωσιακὸ βάδισμά τους ἢ διότι εἶναι ὄμορφοι καὶ ὑπερήφανοι.
Τῆς ἴδιας ἀντιμετωπίσεως ἔτυχαν ἐκ μέρους του καὶ οἱ Κινέζοι. Ὁ συγγραφέας συμπαθοῦσε τοὺς κατοίκους τῆς «Οὐράνιας αὐτοκρατορίας» καὶ στὶς «Περιπέτειες Κινέζου» (1879) παρουσιάζει δύο χαρακτηριστικοὺς τύπους, ἕναν ἐξευρωπαϊσμένο νωθρὸ ἄρχοντα καὶ ἕναν μαχητικὸ φιλόσοφο ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ζωντανὴ παράδοση τῆς ἀρχαίας Κίνας. Ὡστόσο, παρόλη τὴ συμπάθειά του, μὲ διορατικότητα διακρίνει ὅτι ἐλλοχεύει κίνδυνος ἀπὸ τὴν ἀλόγιστη μετανάστευση τῶν Κινέζων στὴ Δύσῃ, ὄχι μόνο λόγῳ τῆς ἀνεργίας ποὺ αὐτὴ θὰ προκαλοῦσε, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῆς φυλετικῆς καὶ τῆς πολιτισμικῆς ἀνισορροπίας ποὺ θὰ ἐπέφερε στὸν Δυτικὸ κόσμο. Σήμερα ἐπαληθεύεται…
Ἡ Ἀφρική, ἡ ὁποία κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος της παρέμενε στὴν ἐποχῇ του ἀκόμη ἄγνωστη, εἶναι γιὰ τὸν Ἰούλιο Βὲρν ἡ κατ’ ἐξοχὴν ἤπειρος ποὺ ἐνδείκνυται γιὰ ἐξερεύνηση.
Ἡ Ὠκεανία, ἐπίσης, μὲ τίς ἀνθρωποφάγες φυλὲς της καὶ τὰ πολλὰ νησιά της, προσφερόταν γιὰ πλεῖστες ὅσες περιπέτειες. Ἡ Αὐστραλία τοῦ 19ου αἰῶνος ἦταν ἕνας προορισμὸς ἐξαιρετικὰ περιπετειώδης γιὰ τὸν Ἰούλιο Βέρν. Τὸ ἐσωτερικό τῆς ἠπείρου παρέμενε ἀνεξερεύνητο, καὶ εἶναι ἐκεῖ ὅπου ἐκτυλίσσεται τὸ δεύτερο μέρος τῆς περιπέτειας τῶν «Τέκνων τοῦ πλοιάρχου Γκράντ». Οἱ ἥρωές του περνοῦν ἀπὸ τὴν ἐπαρχία τῆς Ἀδελαϊδας καὶ τῆς Βικτώριας, περιοχὲς ἤδη κατοικημένες ἀπὸ ἀποίκους καὶ στὶς ὁποῖες, ὅπως γράφει ὁ Ἰούλιος Βέρν, «τὸ πέρασμα δὲν προσφέρει τίποτε ἐνδιαφέρον». Στόχος του ἦταν πάντοτε τὸ μυστηριῶδες καὶ τὸ ἀνεξερεύνητο.
Ὁ Ἰούλιος Βὲρν ἐπιθυμοῦσε νὰ ἐπισκεφθεῖ τίς ΗΠΑ καὶ νὰ γνωρίσει ἀπὸ κοντὰ τὸν Νέο Κόσμο. Στὶς 18 Μαρτίου 1867, δύο χρόνια μετὰ τὴ λήξη τοῦ Ἀμερικανικοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου, κατάφερε νὰ ταξιδεύσει, ὅπως προαναφέραμε, μὲ τὸν ἀδελφό του, Πώλ, στὴν Ἀμερικὴ ἐπιβιβαζόμενος στὸν «Μεγάλο Ἀνατολικὸ», τὸ πλοῖο ποὺ πόντισε στὸν Ἀτλαντικὸ τὸ καλώδιο τὸ ὁποῖο ἕνωσε τηλεγραφικὰ τὴ Βρετανία μὲ τὴν Ἀμερική. Ὁ διάπλους τοῦ Ἀτλαντικοῦ χάρισε στὸν συγγραφέα τίς μεγαλύτερες ἐμπειρίες καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἔμπνευση νὰ γράψει τὸ «Πλωτὴ Πολιτεία», ἕνα μυθιστόρημα μὲ συναρπαστικὴ πλοκή, εὐαισθησία καὶ ρομαντισμό.
Ὁ Ἰούλιος Βέρν, μολονότι βρῆκε τὴν Ἀμερικὴ καθημαγμένη ἀπὸ τὸν πόλεμο Βορείων καὶ Νοτίων, γοητεύθηκε ἀπὸ τὸν Νέο Κόσμο. Ἡ Ἀμερικὴ ἦταν ὁ ἀγαπημένος του προορισμός. Αὐτὴ ἡ νέα ἤπειρος, ἡ γεμάτη ἐνεργητικότητα καὶ ζωντάνια, ἡ ὁποία ἀντιτίθετο στὴ γηραιὰ Εὐρώπη, ἔθελξε μὲ τὴ δυναμικότητά της τὸν συγγραφέα. Στὸ βιβλίο του «Ἀπὸ τὴ γῆ στὴ σελήνη» (1865), δὲν εἶναι παρὰ ἡ Φλόριδα ὁ τόπος ὅπου ὁ Ἰούλιος Βὲρν τοποθετεῖ τὴ βάση ἀπογείωσης ἑνὸς «κοίλου κατασκευάσματος ποὺ χωράει μέσα στὸν φλοιὸ τοῦ τρεῖς ἀνθρώπους, δύο Ἀμερικάνους κι ἕναν Γάλλο». Αὐτὴ ἡ περιοχὴ τῆς Ἀμερικῆς, ἡ ὁποία εἶχε ἀνακαλυφθεῖ ἀπὸ τὸν Juan Ponce de Leon, τὸ 1512, καὶ ὀνομάσθηκε Paque-Fleuries χάρη στὰ λουλούδια ποὺ φύτρωναν στὶς ὄχθες της, ἐπελέγη ἀπὸ τὸν συγγραφέα, πρὶν ἀκόμα τὴ δεῖ, ὡς κατάλληλη γιὰ τὴν ἐκτόξευση ἑνὸς διαστημοπλοίου. Ἀργότερα τὴν περιέγραψε ὡς «ἕνα κομμάτι γῆς χαμένο στὴ μέση ἑνὸς μικροῦ ἀρχιπελάγους». Ἐκεῖ ὁραματίσθηκε τὸ ταξίδι τοῦ ἀνθρώπου στὰ ἄστρα καὶ τὴ δυνατότητα πραγματοποιήσεως του. Καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὁ Βὲρν ἀποδείχθηκε ὁραματιστής. Μιλᾶμε, φυσικά, γιὰ τὴ βάση τοῦ Ἀκρωτηρίου Κανάβεραλ.
Ἐδῶ εἶναι εὐκαιρία νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ὁ Βὲρν ἀγάπησε καὶ τὰ ἐναέρια ταξίδια, ὄνειρο ἀπραγματοποίητο γιὰ τὴν ἐποχῇ του. Ἀνακαλύπτουμε μέσα στὰ ὑπέροχα ταξίδια του τίς διάφορες φάσεις τῆς κατακτήσεως τῶν αἰθέρων, ἀπὸ τὰ ἀερόστατα ἕως τὰ ἑλικόπτερα. Ἀπὸ τὰ ἔγκατα τῆς Γῆς ταξιδεύει μέχρι τὴ Σελήνη καὶ «Γύρω ἀπὸ τὴ Σελήνη». Ταυτόχρονα, πραγματοποιεῖ ἕναν πρῶτο γῦρο τοῦ κόσμου μέσῳ τῶν αἰθέρων.
Παρ’ ὅλο τὸν θαυμασμό του, ὅμως, γιὰ τοὺς δυναμικοὺς Ἀμερικανούς, στὸ ἔργο του «Ὁ μυστηριώδης σκελετὸς» (1905), τὸ ὁποῖο κυκλοφόρησε μετὰ τὸν θάνατό του, δὲν διστάζει μὲ φινέτσα καὶ χιοῦμορ νὰ καυτηριάσει τίς ὑπερβολικὰ δύσπεπτες γιὰ ἕναν Εὐρωπαῖο ἀστὸ ἐκκεντρικότητες τῆς κοινωνίας τοῦ Νέου Κόσμου. Στὸ ἴδιο ἔργο ὑπογραμμίζεται καὶ ἡ καλοκάγαθη εὐπιστία τοῦ ἀμερικανικοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία ἔδινε τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν ἐκμεταλλεύονται πολλοὶ «ἀνοιχτομάτηδες», ἐνῷ οἱ ἐλαστικοὶ συνταγματικοὶ νόμοι δὲν προστάτευαν ἀρκούντως τους πολῖτες ἀπὸ τὰ τεχνάσματα τῶν ἐπιτηδείων.
Λίγο ἀργότερα, διαπλέοντας τὰ «ποτάμια τῆς φωτιᾶς», τὸν Ἀμαζόνιο καὶ τὸν Ὀρενόκο, θὰ εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀνακαλύψει τὴ γεμάτη θρύλους Λατινικὴ Ἀμερική.
Ὁ Ἰούλιος Βὲρν διέκειτο εὐμενῶς καὶ πρὸς τοὺς Ἑλληνες καὶ τὸν ἀγῶνα τους νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸ ζυγό. Σὲ δύο ἀπὸ τὰ πιὸ δημοφιλῆ μυθιστορήματά του, στὸ «Τὸ Ἀρχιπέλαγος στὶς φλόγες» (τὸ ὁποῖο ἀργότερα ἐκδόθηκε σὲ διασκευὴ τοῦ Νίκου Καζαντζάκη μὲ τὸν τίτλο «Οἱ πειραταὶ τοῦ Αἰγαίου») καὶ στὸ «Εἴκοσι χιλιάδες λεῦγες ὑπὸ τὴ θάλασσα», ἡ ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα κατέχει τὸν κύριο ρόλο καὶ γίνονται ἐκτενεῖς ἀναφορὲς στὸν ἐθνικοαπελευθερωτικὸ ἀγῶνα της. Ἂν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Βὲρν γνώριζε τὴν Ἑλλάδα, ἀρχαῖα καὶ σύγχρονη, κυρίως μέσα ἀπὸ τὴ σχετικὴ βιβλιογραφία, ὡστόσο διακατεχόταν ἀπὸ ἔντονα φιλελληνικὰ αἰσθήματα. Μέσα ἀπὸ τὴν ἀστείρευτη δημιουργικότητα τοῦ πνεύματός του ἄρχισε νὰ πλάθει ὄχι μόνο φυσικὰ τοπία, ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπινους χαρακτῆρες καὶ νὰ πλέκει περίτεχνα τὴ δομή τῶν συγκεκριμένων μυθιστορημάτων του μὲ βάση τὸ ἑλληνικὸ τοπίο καὶ τίς ἑλληνικὲς συνήθειες. Τὸ 1878 καὶ τὸ 1884 διέπλευσε τὰ στενά του Γιβραλτὰρ μὲ τὸ ἱστιοφόρο τοῦ «Σαὶν Μισὲλ» καὶ περιηγήθηκε διάφορα σημεῖα τῆς Μεσογείου, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἐπιβεβαιωμένο ἐὰν ἔφθασε μέχρι τὴν Ἑλλάδα καὶ ἐὰν ἐπισκέφθηκε κάποια μέρη της. Ἡ κρουαζιέρα του διακόπηκε ἐξ αἰτίας μιᾶς τρομερῆς καταιγίδος καὶ ὁ ἴδιος ἀναγκάσθηκε νὰ ἐπιστρέψει σιδηροδρομικῶς στὸ Παρίσι. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι, ἐὰν δὲν ἐπισκέφθηκε τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου μὲ ἱστιοπλοϊκό, σίγουρα μετέβη σὲ αὐτὰ μὲ τὴ φαντασία του.
Ἠδη ἀπὸ τὸ 1870 ἔστειλε τὸν «Ναυτίλο» του, μὲ τὸν μυστηριώδη Κάπταιν Νέμο, νὰ διαπλεύσει τὰ νερὰ τοῦ Αἰγαίου. Ἡ ὑπόθεση τοῦ ἔργου τοποθετεῖται λίγο πρὶν ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς Ναυμαχίας τοῦ Ναβαρίνου καὶ ἀποτελεῖ ἕναν ὕμνο γιὰ τὸν ἑλληνικὸ ἡρωισμό, ἐνῷ ταυτοχρόνως παρουσιάζει μὲ πολὺ ζωντανὰ χρώματα τὴ συμμετοχὴ στὸν ἀγῶνα τῶν Φιλελλήνων, οἱ ὁποῖοι ἀνιδιοτελῶς εἶχαν σπεύσει νὰ βοηθήσουν τοὺς ἐπαναστατημένους καὶ νὰ μοιρασθοῦν μαζί τους τοὺς πόθους, τὰ ἰδανικά, ἀλλὰ καὶ τίς κακουχίες τους. Στὸ ἔργο ἀναφέρονται ὀνομαστικὰ ἡ Μαντὼ Μαυρογένους, ἡ Μπουμπουλίνα καὶ ἄλλοι ἀγωνιστὲς καὶ ἀγωνίστριες ποὺ ἔδωσαν τὰ πάντα γιὰ τὸν ἀγῶνα καὶ οἱ ὁποῖοι εἶχαν τραγικὴ μοῖρα. Μὲ τὸν Κάπταιν Νέμο ὁ Ἰούλιος Βὲρν δημιούργησε ἕναν μυθικὸ ἥρωα, ἕναν ἀμείλικτο ἐχθρὸ τῆς ἀποικιοκρατίας ὁ ὁποῖος παρέδωσε σὲ ἕναν Ἑλληνα δύτη ράβδους χρυσοῦ, ποὺ εἶχε ἀνασύρει ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ κολπίσκου του Βίγκο, μὲ σκοπὸ νὰ βοηθήσει τὴν ἐξέγερση τῆς Κρήτης. Αὐτὴ ἦταν ἡ συμβολικὴ βοήθεια τοῦ Γάλλου συγγραφέα στὴν ἑλληνικὴ ὑπόθεση, καὶ ἂν τὰ χίλια κιλὰ χρυσὸ ποὺ μετέφερε στὸ ὑποβρύχιό του ὁ ἀπόκοσμος καπετάνιος δὲν ἔφθασαν ποτὲ στὰ χέρια τῶν Κρητῶν ἀγωνιστῶν, σίγουρα μέσα ἀπὸ τίς σελίδες τοῦ βιβλίου ὁ ἀγῶνας τους γιὰ ἐλευθερία καὶ δικαίωση ἔγινε γνωστὸς σὲ ἑκατομμύρια ἀναγνῶστες οἱ ὁποῖοι διάβασαν καὶ συνεχίζουν νὰ διαβάζουν τὸ βιβλίο.
Φυσικά, δὲν εἶναι μόνο ὁ Κάπταιν Νέμο ποὺ περνῶντας ἀπὸ τὴν Κρήτη δωρίζει μιὰ κασέλα γεμάτη χρυσάφι ὡς προσφορὰ στὸν ἀγῶνα τῆς νήσου γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία της. Στὴν καμπίνα τοῦ Νέμο-Βέρν συγκεντρώνονται ὅλοι οἱ μεγάλοι ἄνδρες οἱ ὁποῖοι πρωτοστάτησαν στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν ἐλευθερία τῶν Ἐθνῶν, συγκροτῶντας μιὰ θαυμάσια πινακοθήκη προσωπικοτήτων: ὁ Kosciusko, ὁ Μπότσαρης, ὁ Manin καὶ ὁ O’ Connel, ἀξιοσέβαστοι πατριῶτες, Πολωνός, Ἑλληνας, Ἰταλὸς καὶ Ἰρλανδὸς ἀντίστοιχα, συναντῶνται μὲ τὸν Washington, τὸν Lincoln καὶ τὸν John Brown, τὸν μάρτυρα τῆς νέγρικης φυλῆς.
Τὸ λογοτεχνικὸ ὕφος τοῦ Ἰουλίου Βὲρν μοιάζει πολὺ μὲ ἐκεῖνο τοῦ Γερμανοῦ συγγραφέα καὶ συνθέτῃ Ἐρνστ Τροντὸρ Βίλχελμ Χόφμαν (1776-1822) καὶ τοῦ Ἀμερικανοῦ ποιητῆ Ἐντγκαρ Ἀλλαν Πόε (1809-1849), οἱ ὁποῖοι ἔβλεπαν πράγματα ἀόρατα γιὰ τὰ γήινα μάτια. Τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τῶν ἔργων του διαπνέεται ἀπὸ μιὰ ἀπεριόριστη αἰσιοδοξία, ἡ ὁποία βοηθᾷ τοὺς ἥρωές του κάθε φορά ποὺ πανικοβάλλονται, ἀπογοητεύονται ἢ θέλουν νὰ παραιτηθοῦν ἀπὸ ἁπλὴ σαρκικὴ ἀδυναμία, νὰ ὑπερβαίνουν τὰ ἐμπόδια καὶ νὰ θριαμβεύουν. Τὸ ἔργο του εἶναι ἕνας ὕμνος στὴν ἀνθρώπινη θέληση. «Ἐτσι συμβαίνει στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἐχει ἀνάγκη νὰ κάνει ἕνα ἔργο τὸ ὁποῖο νὰ διαρκέσει, νὰ ἐπιβιώσει στὸν χρόνο, καὶ τὸ ὁποῖο θὰ ἀποτελεῖ τὸ σύμβολο τῆς ἀνωτερότητος του πάνω σὲ ὅλη τὴν πλάσῃ. Αὐτὸ ποὺ θὰ καθιερώσει τὴν κυριαρχία του καὶ τὸ ὁποῖο θὰ τὸν δικαιώνει ἐσωτερικά» («Ἡ μυστηριώδης νῆσος»).
Ὁ Ἰούλιος Βὲρν πέθανε στὶς 24 Μαρτίου 1905, ἀφήνοντας πίσω του ἕνα σημαντικὸ ἔργο, ἀλλὰ ἡμιτελές, τὸ ὁποῖο συνέχισε νὰ δημοσιεύει ὁ γυιός του κατὰ τὰ ἑπόμενα ἔτη, συχνὰ ἔντονα παρηλλαγμένο. Τὸ συγγραφικὸ ἔργο του περιλαμβάνει 65 μυθιστορήματα, 20 διηγήματα, 30 θεατρικὰ ἔργα, καθὼς καὶ λιμπρέτα γιὰ διάφορες ὄπερες. Τὰ πιὸ γνωστὰ στὴν Ἑλλάδα ἔργα του εἶναι τὸ «Πέντε ἑβδομάδες σὲ ἀερόστατο» (1863), «Ταξίδι στὸ κέντρο τῆς Γῆς» (1864), «Ἀπὸ τὴ Γῆ στὴ Σελήνη» (1865), «Εἴκοσι χιλιάδες λεῦγες ὑπὸ τὴ θάλασσα» (1870), «Ὁ γῦρος τοῦ κόσμου σὲ ὀγδόντα ἡμέρες» (1873), «Ἡ μυστηριώδης νῆσος» (1875) καὶ ὁ «Μιχαὴλ Στρογκὼφ» (1876). Ἀκρως δημοφιλής, συνέγραψε περισσότερα ἀπὸ 50 βιβλία μέχρι τὸν θάνατό του. Πολλὲς κινηματογραφικὲς ταινίες ἔχουν γυριστεῖ μὲ βάση τὰ ἔργα του, τά ὁποῖα διαβάζονται κυρίως ἀπὸ τοὺς νέους μέχρι σήμερα παρουσιάζοντας μιὰ διαχρονικότητα. Τὸ 1989 βρέθηκε τὸ ἐπὶ μακρὸν ἀπολεσθὲν χειρόγραφό του μὲ τίτλο «Τὸ Παρίσι στὸν 20ὸ αἰῶνα». Ἡ ἀπαισιόδοξη καὶ προφητικὰ φουτουριστικὴ ἐργασία του δημοσιεύθηκε μόλις τὸ 1994.
Ὁ Ἰούλιος Βὲρν γιὰ κάποιους ὑπῆρξε ἕνας συγγραφέας τοῦ πνεύματος καὶ γιὰ κάποιους ἄλλους, λίγους στὰ ἀλήθεια, ἕνας ἐκμαυλιστῇς τῆς νεολαίας. Ὅσο κι ἂν διίστανται ὅμως οἱ γνῶμες, τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι κανεὶς δὲν ἀγνοεῖ τὸν συγγραφέα Βέρν. Παθιασμένος ἐρασιτέχνης τῶν ἔργων του, σὰν μιὰ ἐκδήλωση τιμῆς καὶ μνήμης γιὰ τὰ ἑκατὸν εἴκοσι χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ μεγάλου καὶ ἐμπνευσμένου συγγραφέα, προσπάθησα νὰ σκιαγραφήσω ἕνα πορτρέτο του ἀνθρώπου ποὺ ταξίδευσε τὰ παιδικὰ καὶ ἐφηβικά μου ὄνειρα σὲ μέρη μαγευτικὰ ὅπως ὁ χαμένος παράδεισος, τότε ποὺ στὰ μάτια μου ὅλος ὁ κόσμος ἦταν καινούριος καὶ χρυσός…….
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) THE MAMMOTH BOOK OF NEW JULES VERNE ADVENTURES: RETURN TO THE CENTRE OF THE EARTH AND OTHER EXTRAORDINARY VOYAGES, ἐκδ. Carroll & Graf, New York 2005 (by the Heirs of Jules Verne).
(2) A.B. Evans: JULES VERNE REDISCOVERED, London 1988.
(3) JULES VERNE A BIBLIOGRAPHY, Country Lane Books, Oxford 1989.
(4) Andre Bottin: BIBLIOGRAPHIE DES EDITIONS ILLUSTREES DES VOYAGES EXTRAORDINAIRES DE JULES VERNE EN CARTONNAGES D’EDITEUR DE LA COLLECTION HETZEL, Paris 1978.
(5) JULES VERNE ENCYCLOPEDIA, Scarecrow Press Inc., Lanham, London 1996.
(6) Piero Gondolo della Riva (ed.): BIBLIOGRAPHIE ANALYTIQUE DE TOUTES LES OEUVRES DE JULES VERNE: I -OEUVRES ROMANESQUES PUBLIEES, Societe Jules Verne, Paris 1977.
(7) Piero Gondolo della Riva (ed.): BIBLIOGRAPHIE ANALYTIQUE DE TOUTES LES OEUVRES DE JULES VERNE: I -OEUVRES NON ROMANESQUES PUBLIEES ET OEUVRES INEDITES, Paris 1985.
(8) Edward J. Gallagher, Judith A. Mistichelli and John A. Van Eerde: JULES VERNE: A PRIMARY AND SECONDARY BIBLIOGRAPHY, G.K. Hall & Co., Boston 1980.