Ο αυτόπτης μάρτυρας της Αλώσεως Γεώργιος Σφραντζής και το χρονικό της πολιορκίας

Κωνσταντίνος Αλεξόπουλος, θεολόγος – 6-18/10-2023 – ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ

     Πίσω από τα μεγάλα γεγονότα βρίσκονται πάντα οι άνθρωποι που τα καταγράφουν. Στην περίπτωση της Άλωσης, υπάρχουν τέσσερις πηγές που μας εξιστορούν όσα συνέβησαν. Το ψυχομαχητό της Ανατολικής Αυτοκρατορίας μετέφεραν στις γενιές μας οι ιστορικοί Δούκας, Λαόνικος Χαλκοκονδύλης και Μιχαήλ Κριτόβουλος αν και στηρίζονται σε μαρτυρίες ή διηγήσεις τρίτων. Εκείνο το έργο που ξεχωρίζει όμως είναι το ‹‹Χρονικό›› που έγραψε ο Γεώργιος Φραντζής ή Σφρατζής, ο οποίος ήταν ο μοναδικός βυζαντινός ιστορικός, αυτόπτης μάρτυρας της κοσμοϊστορικής κατάληψης της Πόλης από τους Οθωμανούς, για αυτό τον λόγο το χρονικό του θεωρείται το αυθεντικότερο ιστορικό ντοκουμέντο των συνταρακτικών συμβάντων της εποχής εκείνης.

            Αναμφίβολα επομένως, μέσα από τα συνταρακτικά γεγονότα που μας αφηγείται λεπτομερέστερα στο Μεγάλο Χρονικό, ο Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής, αυτός ο βασανισμένος υψηλός βυζαντινός πρόσφυγας, ήταν μια τραγική και κομβική φυσιογνωμία της εποχής του και ίσως οι μαγευτικές εικόνες που αντίκριζε στην Κέρκυρα, μαζί με τους ευγενικούς κατοίκους της, είναι φανερό πως λειτούργησαν ως παραμυθία στην πονεμένη ψυχή του.

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΦΡΑΝΤΖΗ

            Ο μόνος από τους τέσσερις ιστορικούς της αλώσεως της Κωνσταντινούπολης (1453μ.χ.), που έζησε από κοντά την Άλωση, ήταν ο στενός φίλος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ΙΑ΄ (1448-1453μ.χ.), πρωτοβεστιάριος Γεώργιος Σφραντζής.[1]

            Γεννήθηκε στη βυζαντινή πρωτεύουσα στις 30 Αυγούστου του 1401μ.χ. (από κτίσεως κόσμου 6910) επί της βασιλείας του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου (1391-1425μ.χ.).[2]Ο πατέρας του, ήταν στην υπηρεσία του Θωμά Παλαιολόγου (1409-1465μ.χ.), ο οποίος ήταν υιός του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, έτσι βρέθηκε μικρός μέσα στην παράδοση του Ιερού Παλατιού.

            Καταγόταν από αριστοκρατική ελληνική οικογένεια της Λήμνου και σε νεαρή ηλικία φαίνεται ότι έχασε τους γονείς του από επιδημία πανώλης το 1416μ.χ. ή κατά άλλους το 1417μ.χ., οπότε την επιμέλεια του ανέλαβε η ίδια αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων, με πρωτοβουλία καθώς φαίνεται του ίδιου του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄.[3] Η φιλία του με την οικογένεια των Παλαιολόγων απέκτησε και πνευματικό δεσμό καθώς ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙΑ΄ έγινε ανάδοχος των παιδιών του.[4]

            Η μεγάλη οικειότητα του αυτοκράτορα απέναντί του φαίνεται από το γεγονός ότι του ανέθεσε να γράψει ο ίδιος τη διαθήκη του με την οποία τον όριζε μαζί με άλλους επίτροπο της τελευταίας θέλησής του και έκανε ιδιαίτερη σύσταση στο υιό και διάδοχό του Ιωάννη Η΄(1392-1448μ.χ.) να τον έχει πάντα μαζί του και να τον θεωρεί σαν έναν από τους πιστότερους ανθρώπους του και να του δώσει προαγωγή, έτσι ο Σφραντζής πήρε το αξίωμα του Πρωτοβεστιάριου από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο σύμφωνα με την θέληση του πατέρα του, ενώ λίγες μέρες πριν από την πολιορκία την Κωνσταντινούπολης ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ,τον ονόμασε Μεγάλο Λογοθέτη.[5]

            Μετά την Άλωση της Πόλης ο Σφραντζής και η οικογένειά του παρέμειναν αιχμάλωτοι και μπήκαν στην υπηρεσία του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή.[6] Ο ιστοριογράφος αρχικά υπηρέτησε για μικρό χρονικό διάστημα σαν ιπποκόμος του σουλτάνου αλλά λίγα χρόνια αργότερα, στις αρχές του 1455μ.χ. εξαγόρασε την ελευθερία του, καταφεύγοντας στην Πάτρα, αν και η γυναίκα του παρέμεινε αιχμάλωτη στην Αδριανούπολη. Τον Σεπτέμβριο του 1455μ.χ. η μικρή του κόρη, Θάμαρ πέθανε από λοιμώδη νόσο έγκλειστη στο χαρέμι του σαραγιού της Κωνσταντινούπολης πλέον Ισταμπούλ,[7] ήδη λίγα χρόνια πριν στα τέλη του 1453μ.χ. είχε σφαγιαστεί και ο δεκαπεντάχρονος υιός του Ιωάννης, κατηγορούμενος για συμμετοχή σε μια δολοφονική απόπειρα κατά του Σουλτάνου.[8]

            To 1468/1469μ.χ. o Σφραντζής αποσύρθηκε οριστικά στην Κέρκυρα όπου λίγο αργότερα, το 1472μ.χ. με τη σύζυγο του ασπάστηκαν το μοναχικό σχήμα, μετονομαζόμενοι σε Γρηγόριο και Ευπραξία. Εκεί θα γράψει και τα δύο χρονικά (Minus, Majus) μετά από προτροπή Κερκυραίων ευγενών. Η σύνθεση του τελικού κειμένου πραγματοποιήθηκε στο τέλος της ζωής του όταν το 1476μ.χ. εκδηλώθηκε σοβαρή ασθένεια που τον καθήλωσε στο κρεβάτι. Δεν είναι ακριβώς γνωστό πότε πέθανε ο ιστοριογράφος, αλλά σύμφωνα με τις πληροφορίες που λαμβάνουμε από το χρονικό του ,μάλλον το γεγονός πρέπει να συνέβη γύρω στο 1478μ.χ.,καθώς το έτος αυτό ολοκληρώνεται η αφήγηση του χρονικού του.[9].[10]

ΟΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ

Ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος τον αγαπούσε ιδιαίτερα για την πίστη του, την αφοσίωση και την εξυπνάδα του, για αυτό και τον χρησιμοποίησε σε πάρα πολλές εμπιστευτικές υποθέσεις και αποστολές. Σύντομα ο νεαρός Σφραντζής διορίστηκε γραμματικός στα βυζαντινά ανάκτορα και του είχαν ανατεθεί πολλές διπλωματικές αποστολές. Η πρώτη του διπλωματική αποστολή του είχε ανατεθεί το έτος 1424μ.χ., όταν στάλθηκε ως συνοδός του μεγάλου Δούκα, Λουκά Νοταρά στην οθωμανική αυλή του σουλτάνου Μουράτ Β΄ (1403-1451μ.χ.). [11] Το 1425μ.χ., ακολούθησε το γέροντα πια Μανουήλ Β΄ στο Δεσποτάτο του Μορέως. Λίγα χρόνια αργότερα διορίστηκε διοικητής της Γλαρέντζας και των Πατρών από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ΙΑ΄. Το 1430μ.χ. ηγήθηκε ξανά δύο σημαντικών αποστολών, προς τον Οθωμανό σουλτάνο Μουράτ Β΄ και προς τον Ιταλό Κόμη των Επτανήσων, Κάρολο Β΄ Τόκκο(1429-1448μ.χ.).[12]

Το 1434/1435μ.χ. στέλνεται ως πρέσβης στη χήρα του Φλωρεντίνου Δούκα της Αθήνας, Θωμά Τομμάζο αλλά και στη Θήβα το 1436μ.χ. στο περιβόητο Τούρκο πολέμαρχο, Τουραχάν μπέη (1413-1456μ.χ.). Μια εξαετία αργότερα το 1440μ.χ. έφθασε ως πρέσβης του Ιωάννη Η΄ (1392-1448μ.χ.) στη Γενουάτισσα ηγεμονίδα της Λέσβου, Αικατερίνη Γατελούζου, ενώ πάλι το 1448μ.χ. πήγε εκ νέου στο σουλτάνο Μουράτ Β΄ στην Αδριανούπολη, για να αναγγείλει το θάνατο του προτελευταίου Παλαιολόγου αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ και τη διαδοχή του από τον αδελφό του Κωνσταντίνο ΙΑ΄ του έως τότε Δεσπότη του Μορέως.[13]

Οι πιο σημαντικές αποστολές του θεωρούνται οι δύο διπλωματικές αποστολές του, στην Τραπεζούντα το 1447-1448μ.χ. και το 1451μ.χ. οι οποίες συνδέονται με την προσπάθεια ανεύρεσης βασιλικής νύφης για τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο που την περίοδο 1449-1453μ.χ. υπήρξε ο τελευταίος βυζαντινός ηγεμόνας (Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Δραγάσης). Την άνοιξη του 1451μ.χ. ο Σφραντζής έφθασε στον Ιωάννη Δ΄ Μεγάλο Κομνηνό (1429-1458/60μ.χ.) και στο Γεωργιανό Ίβηρα βασιλιά Γεώργιο Η΄ Βαγρατίδη (1446-1465μ.χ.) αναζητώντας νύφη αυτοκράτειρα και στην ουσία στρατιωτική βοήθεια για να αντιμετωπιστεί ο απειλητικός Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής (1432-1481μ.χ), παρά τις προσπάθειες του η πρεσβεία του δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.[14]

Οι υπερβολικές χρηματικές απαιτήσεις του Γεωργιανού μονάρχη αλλά και η αδυναμία πυκνών επαφών των ποντιακών χώρων με τους βυζαντινούς της Βασιλεύουσας, λόγω της αυξανόμενης παρουσίας Τούρκων στα μεταξύ τους εδάφη, οδήγησαν στην ματαίωση του σχεδίου. Κατά τα επόμενα έτη ο Σφραντζής ανέλαβε πάλι σοβαρές διπλωματικές αποστολές για την εξεύρεση βοήθειας, που τον οδήγησαν το 1454μ.χ. στη Σερβία και το 1455/1456μ.χ. στη Βενετία.[15]

Όλες αυτές οι πολυάριθμες διπλωματικές αποστολές κατά τα χρόνια των τριών τελευταίων Παλαιολόγων αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, των Μανουήλ Β΄ (1391-1425μ.χ.), Ιωάννη Η΄ (1425-1448μ.χ.) και Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Δραγάση-Παλαιολόγου προς διάφορους ξένους ηγεμόνες, τον έκαναν να αποκτήσει πολύτιμες γνώσεις και εμπειρίες για τις σχέσεις της Αυτοκρατορίας με τους γείτονές της Ιταλούς, Οθωμανούς, Σέρβους, Βουλγάρους και Ίβηρες.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ Η ΣΦΡΑΝΤΗΣ

Έχει ταλανίσει την έρευνα εδώ και μια πεντηκονταετία, το πρόβλημα του σωστού τύπου του ονόματος Φραντζής ή Σφραντζής. Πρώτος που καθιέρωσε τον ορθό τύπο του ονόματος Σφραντζής, φαίνεται να είναι ο π. Vitalien Laurent αντί του παλαιοτέρα χρησιμοποιουμένου ‹‹Φραντζής››. Έτσι, στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα άρχισε να χρησιμοποιείται ο όρος Σφραντζής από σπουδαίους επιστήμονες και έχει υιοθετηθεί σε όλες τις παλαιότερες εκδόσεις των δύο χρονικών του ιστοριογράφου.

Το 1951 ο V. Laurent έδωσε μια καίρια ώθηση στην επικράτηση της φόρμας ‹‹Σφραντζής›› μια άποψη που ενισχύθηκε σοβαρά μετά από μία διετία με το επίσης μικρό αλλά εμβριθές μελέτημα του Διονύσιου Ζακηθυνού ( Σφραντζής ο Φιαλίτης), [16] ο οποίος έδειξε ότι το πλήρες επίθετο του ιστοριογράφου ήταν Σφραντζής Φιαλίτης, έκτοτε γνωστοί Έλληνες και ξένοι βυζαντινολόγοι είχαν κάνει αποδεκτή την άποψη αυτή, χρησιμοποιώντας τον τύπο ‹‹Σφραντζής››.

Τα επιχειρήματα που οδήγησαν τον V. Laurent στο συμπέρασμα πως το σωστό επίθετο του Γεώργιου Φραντζή είναι Σφραντζής είναι τα ακόλουθα:

α) Στα μεσαιωνικά ελληνικά κείμενα συναντούμε τα επώνυμα Φράντσες, Φραντζής, Σφραντζής και Σφρεντζής, επειδή όμως από αυτά συχνότερα είναι τα επίθετα Σφραντζής και Φραντζής και από τα δύο αυτά πάλι συχνότερο το Σφραντζής πρέπει να δεχθούμε πως και του ιστορικού των τελευταίων Παλαιολόγων Γεώργιου Φραντζή το επώνυμο πρέπει να είναι Σφραντζής και όχι Φραντζής.[17]

β) Το βυζαντινό όνομα Σφραντζής μέσα στον ιταλοελληνικό περίγυρο της Κέρκυρας έπαθε φωνητική απλοποίηση κι έγινε Φραντζής, γιατί στους Δυτικούς ήταν γνώριμα τα ονόματα Frances και Francesco.[18]

γ) Το επώνυμο Φραντζής στις μεσαιωνικές ελληνικές πηγές το συναντούμε σχεδόν αποκλειστικά στον βυζαντινό ιστορικό Γεώργιο Φραντζή και στα μέλη της οικογενείας του.

Το συμπέρασμα λοιπόν είναι πως το πραγματικό επώνυμο του Γεώργιου Φραντζή που συναντούμε στο τίτλο του Minus και είναι όπως δέχονται όλοι έργο του αυθεντικό, πρέπει να είναι Σφραντζής.[19]

Σε ένα δεύτερο άρθρο του ο Laurent πρόσθεσε ακόμα δύο επιχειρήματα:

α) Σε ένα ορισμό του σουλτάνου Μεχμέτ Β΄ από τις 26 Δεκεμβρίου του 1454μ.χ. διαβάζουμε ‹‹ἔν μπρώτοις ἂρχον κυρ Σφραντζής με ὂλλους τούς ἔιδικούς του…..››.

β) Σε δύο στίχους ενός έπους του Ulbertino Poscolo με τον τίτλο Constantinopolis συναντούμε το επίθετο Sphrancius που δε μπορεί να είναι άλλο παρά το επώνυμο του ιστοριογράφου Γεώργιου Σφραντζή.[20]

Από την άλλη πλευρά, ελάχιστοι πλέον είναι εκείνοι που συνέχισαν να χρησιμοποιούν τον τύπο ‹‹Φραντζής›› κάτι που γίνεται λόγω άγνοιας της σχετικής βιβλιογραφίας είτε λόγω του ότι δεν αποδέχθηκαν την προτεινόμενη ονομασία ‹‹Σφραντζής››. Ο κυριότερος όλων ήταν ο Ιωάννης Τσίαρας που σε ειδική μελέτη του το 1977 αμφισβήτησε τον τύπο ‹‹Σφρατζή›› διότι ανέφερε ότι τη σωστή γραφή του επωνύμου Φραντζής δεν μπορούμε να την αναζητήσουμε στα εκδιδόμενα κείμενα, μα μόνο στα χειρόγραφα και σε άλλες πηγές. Αν όμως μέσα στην ιεραρχία της βυζαντινής διοίκησης συναντούμε τα επώνυμα Σφρατζής και Φραντζής, δεν σημαίνει πως το δεύτερο παράγεται από το πρώτο ή και το αντίθετο, ούτε πως τα πρόσωπα με τα επώνυμα αυτά κρατούν από την ίδια γενεαλογική φύτρα ή πως οι σχέσεις τους με τα μεγάλα αξιώματα και με το Ιερό Παλάτι μπορούν να επιβεβαιώσουν συγγενολόι μεταξύ τους.[21]

Τα χειρόγραφα και του Μεγάλου (Majus) και του Μικρού (Minus) χρονικού όπως και το μονόγραμμα Φ που συναντούμε στις βούλες των δύο τελευταίων Παλαιολόγων, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία πως τον διπλωμάτη-ιστορικό τον έλεγαν Γεώργιο Φραντζή. Το σφάλμα να νομίσουμε πως ο Φραντζής πρέπει να λέγεται Σφραντζής βρίσκεται και στη βάση του προβλήματος και στον τρόπο της μελέτης του, μια και το πρόβλημα και από διαφορετικό σκοπό ξεκίνησε και διαφορετικό δρόμο πήρε. Έτσι λοιπόν καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: πως το όνομα του ιστοριογράφου πρέπει να ήταν Φραντζής και όχι Σφραντζής[22] ή Φιαλίτης.[23]

Όμως, αυτή η συλλογιστική του Ιωάννου Τσιάρα για να πείσει τον αναγνώστη να μην κάνει αποδεκτή μια επιστημονικά τεκμηριωμένη άποψη για την ορθότητα του τύπου ‹‹Σφραντζής›› δεν έχει βρει θιασώτες. Καθοριστικό παράδειγμα για την ορθότητα του τύπου ‹‹Σφραντζής›› και την αποδοχή του από τη  επιστήμη προέρχεται από το προσωπογραφικό λεξικό της παλαιολόγειας εποχής (PLP) όπου εκτός του ιστορικού καταλογογραφούνται άλλοι 14 Σφραντζήδες για την περίοδο 14ου -15ου αιώνα, αντίθετα ούτε ένας Φραντζής στο οικείο αλφαβητικό τμήμα του έργου αυτού.[24]

ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ MINUS KAI MAJUS

Δύο είναι οι ιστοριογραφικές συνθέσεις που αποδίδονται στον Γεώργιο Σφραντζή: το ‹‹Μικρό Χρονικό›› και το ‹‹Μεγάλο Χρονικό›› για τα οποία η βυζαντινολογική έρευνα έχει υιοθετήσει τους λατινικούς τύπους ‹‹Chronicon Minus›› και ‹‹Chronicon Majus››.

To Μinus μπορεί να διαιρεθεί στο τίτλο, πρόλογο και το κύριο σώμα. Στο πρόλογο αναφέρει τη χρονολογία της γέννησης και το όνομα του αναδόχου του. Στο κύριο σώμα αποδίδει χρονογραφικά τα γεγονότα των ετών 1413-1477. Χαρακτηριστικό του μικρού χρονικού είναι ότι ο ιστοριογράφος επιμένει περισσότερο στα προσωπικά γεγονότα της ζωής του, ενώ τα γεγονότα της άλωσης περιγράφονται ελάχιστα.[25]

Το Μικρό Χρονικό πάντως δεν ήταν τόσο γνωστό όσο το Μεγάλο, τουλάχιστον ως τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οπότε και πραγματοποιήθηκαν δύο αγγλικές μεταφράσεις. Καλύπτεται σε τέσσερα ανισομερή ως προς τη χρονολογική περίοδο και ως προς την ύλη τους βιβλία με αξιοσημείωτες λεπτομέρειες και επίσης μεγάλη ακρίβεια στη χρονολόγηση.

Στο Α΄ βιβλίο, φαίνεται αξιοσημείωτη μια αρκετά μεγάλη παρέκβαση για τους Οθωμανούς ως την εποχή του Μωάμεθ Β΄ με χρονολογική διάταξη των γεγονότων, καθώς και μια άλλη για την παρουσία των Αράβων στην Ισπανία και την Κρήτη.[26]

Το Β΄ βιβλίο, αναφέρει μια κριτική παρέκβαση για τη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας(1438-1439μ.χ.) και βρίσκονται προσθήκες που προδίδουν τον Μακάριο Μελισσηνό και αφορούν κυρίως μέλη της οικογενείας του.[27]

Το Γ΄ βιβλίο κλείνει με την πολιορκία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 ενώ ο αυτόπτης μάρτυρας Γεώργιος Σφραντζής στο ημερολόγιό του αρκείται σε μια σύντομη αναφορά στο γεγονός αυτό. Θεωρείται το σημαντικότερο βιβλίο του Majus (Μεγάλου Χρονικού) διότι παρέχονται λεπτομέρειες σχετικά με τα τελευταία δύο χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την τελική πτώση της Κωνσταντινούπολης κάτω από τα χτυπήματα του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ .[28]

Τέλος, το Δ΄ βιβλίο του, κατά κύριο λόγο περιλαμβάνει τα αποτελέσματα, την εντύπωση και τον απόηχο που προκάλεσε η άλωση του 1453 στον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, ακόμη είναι αφιερωμένο στα γεγονότα της Πελοποννήσου μετά το 1453 και στις περιπέτειες του συγγραφέα και της οικογένειάς του.  [29]

Στην συνέχεια, ακολουθούν μικρότερα κεφάλαια που αναφέρονται στα ουράνια φαινόμενα, σεισμούς και τα τέσσερα στοιχεία της φύσης, έναν χρυσόβουλο λόγος του Ανδρόνικου Β΄ για την Μονεμβασιά και μια επιστολή του Βησσαρίωνα.

Εφόσον υπάρχει το Μικρό Χρονικό, έχουμε το πρόβλημα της συμφωνίας προς το Μεγάλο Χρονικό, διότι στο Μεγάλο Χρονικό υπάρχουν άσχετες προσθήκες και παρεμβολές κειμένων ώστε να διερωτηθούμε μήπως κάποιος μεταγενέστερος πρόσθεσε τα κείμενα στον αρχικό κορμό, έτσι προκλήθηκε μεγάλη φιλολογική συζήτηση, όταν διαπιστώθηκε πριν εξήντα περίπου χρόνια η μεγάλη νοθεία του. Τις ενδιαφέρουσες αυτές επισημάνσεις έκανε το 1934 ο καθηγητής της μεσαιωνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ιωάννης Β. Παπαδόπουλος. Σύμφωνα με αυτές η εκτενέστερη μορφή του χρονικού δεν αποτελεί το γνήσιο και αυτούσιο κείμενο του Σφραντζή, αλλά νεότερο κατασκεύασμα γεμάτο από παρεμβολές.[30]

Ακόμη, ο καθ. Παπαδόπουλος επισημαίνει και τα πρόσωπα που κρυβόταν πίσω από τις παρεμβολές. Κυριότερο νοθευτή θεωρεί τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας Μακάριο Μελισσηνό που έζησε στα μέσα του 16ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Παπαδόπουλο, αιτία της επέμβασης αυτής των Μελισσηνών ήταν η εξυπηρέτηση των οικογενειακών τους συμφερόντων. Ήθελε να αποδειχθεί, ότι η οικογένεια τους ταυτίζεται με τη μεγάλη βυζαντινή οικογένεια των Μελισσηνών, της οποίας το όνομα είχαν σφετεριστεί αποποιούμενοι το πραγματικό τους όνομα που ήταν Μελισσουργοί. Όλες αυτές τις θεωρίες προσπάθησαν να τις στηρίξουν πλαστογραφώντας το χρονικό του Σφραντζή. Άλλη αιτία νοθεύσεως ήταν η επιθυμία του Μακάριου Μελισσηνού να κολακέψει με τις παρεμβολές του, διάφορα πρόσωπα που βρισκόταν στην Ιταλία την ίδια εποχή μ’ αυτόν, δηλαδή το 1575 ώστε να κερδίσει τη φιλία τους και την υποστήριξή τους.[31][32]

ΟΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΚΩΝ

Τα χειρόγραφα του Majus γράφτηκαν σε τόπους όπου έζησε ο Μακάριος Μελισσηνός (Ισπανία, Νεάπολη Ιταλίας), αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο. Μια σημαντική αντίφαση είναι ότι ο Σφραντζής στο Μικρό Χρονικό είναι ορθόδοξος και ανθενωτικός και η κατάληξη σε ορθόδοξο μοναστήρι αυτό μαρτυρεί, ενώ στο Μεγάλο Χρονικό δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε αν ο συγγραφέας είναι ορθόδοξος ή ουνίτης.[33] Ακόμη περίεργο είναι ότι δεν αναφέρει κανένα πατριάρχη μετά από τον Γεννάδιο Σχολάριο και μέχρι του 1478. Επιπλέον στο Majus, βλέπουμε να αναφέρει τον Πάπα ως αιδεσιμότατο καρδινάλιο και πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αυτό είναι αδύνατον διότι ο Γεώργιος Σφραντζής ήταν ανθενωτικός και εξαιρετικά πιστός στην ορθόδοξη πίστη των προγόνων του. Τέλος σε όλο το Μεγάλο Χρονικό φαίνεται ο Σφραντζής να ασπάζεται τις παραδόσεις των Λατίνων, αυτό είναι αδιανόητο διότι αν ασπαζόταν τις λατινικές αντιλήψεις θα πήγαινε σε μοναστήρι της Ιταλίας.[34]

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΚΩΝ

Ο αληθινός Σφραντζής διατύπωσε το σύντομο χρονικό του (Minus) σε δημώδη γλώσσα ακολουθώντας την παράδοση των χρονικογράφων εκείνης της περιόδου. Από την άλλη πλευρά, η διατύπωση του Μεγάλου Χρονικού (Majus) φαίνεται ως συγκρότηση ιστορικού συγγράμματος το οποίο έπρεπε να ακολουθήσει το ύφος και την γλωσσική παράδοση των ανάλογων βιβλίων γι’ αυτό η γλώσσα του είναι λογιοτέρα, ομαλή όμοια με την εκκλησιαστική,[35] αυτό γίνεται έντονα αντιληπτό διότι στο κείμενο υπάρχουν πολλές εκφράσεις της βυζαντινής καθομιλουμένης καθώς και εκκλησιαστικοί και διπλωματικοί όροι. [36]

Από άποψη ύφους, ο Σφραντζής φαίνεται να ακολουθεί μια μεσότητα χωρίς να αποκλείει τους αρχαϊσμούς και τις δημοτικές εκφράσεις, χρησιμοποιώντας ομαλή γλώσσα που συγγενεύει με την εκκλησιαστική και πολιτική ιεραρχία αποφεύγοντας τον αττικισμό εκείνης της εποχής. Ο λόγος είναι καθαρός και η αφήγηση ακολουθεί ομαλή πορεία. Η συχνή χρήση χρονολογιών των κάθε μηνών, των ημερών, ονομάτων, προσώπων και χώρων καθιστά το κείμενο ενεργό και κατανοητό. [37]

Το προσωπικό στοιχείο, τέλος στο έργο του δεν είναι μικρό. Ο ιστοριογράφος μας συμμετείχε ενεργά στα δρώμενα της άλωσης της Πόλης. Αιχμαλωτίστηκε, εξαγοράστηκε, είδε τα παιδία του να χάνουν τη ζωή τους από τον Μωάμεθ Β΄ Πορθητή. Από την άλλη μεριά έτρεφε μεγάλο σεβασμό για τον Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο και ιδιαίτερη συμπάθεια για τον τελευταίο αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Δραγάση, του οποίου υπήρξε απολογητής.[38]

Η ζωή του ιστορικού φαίνεται πολυτάραχη, αξιώματα, πρεσβείες, ταξίδια, μάχες, διοίκηση, αυλή και Ιερό Παλάτι όμως αυτά δεν υπάρχουν πλέον. Οι ευγενείς Κερκυραίοι ζητούν να μάθουν πως το γένος έπεσε και έγιναν όλα τα γεγονότα, έτσι στην περιοχή αυτού του νησιού του δόθηκε η ευκαιρία να γράψει τα γεγονότα έως  της άλωσης της Κωνσταντινούπολης την 29ην του μηνός Μαΐου 1453μ.χ. Με αυτό το εγχείρημα βοήθησε ολόκληρο τον ελληνικό λαό ώστε να βλαστήσει ο σπόρος της ελευθερίας, ξεσηκώνοντας τους εναντίον του τουρκικού ζυγού. [39]

Τέλος οι φιλοδοξίες του Σφραντζή φαίνονται να είναι αρκετά μικρές, πίστευε μόνο στη θεία δικαιοσύνη και την εκδίκηση του Κυρίου γι’ αυτό θεωρούσε πως η άλωση της Πόλης ήταν μια τιμωρία προς τους Ορθόδοξους χριστιανούς εξαιτίας της ενώσεως των εκκλησιών.

Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΦΡΑΝΤΖΗ

Ως προς την ιδεολογία του ο Σφραντζής παρουσιάζεται ως πιστός αυλικός που μένει προσηλωμένος στον αυτοκράτορα, Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο και στους διαδόχους του ως το Μεγάλο Τέλος. Απολογείται για τις πράξεις του τελευταίου βασιλέως και μιλά σκληρά για τους χριστιανούς της Δύσης, οι οποίοι αδιαφόρησαν για την τύχη του Βυζαντινού Κράτους. Έντονα αποτυπώνεται στο χρονικό και η ανθενωτική στάση του Σφραντζή. Ως πιστός ορθόδοξος της εποχής του αντιδρά στην Ένωση των Εκκλησιών και απορρίπτει τη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας(1438-1439)  φέρνοντας όχι δογματικά αλλά πατριωτικά πολιτικά επιχειρήματα. Ακόμη, βλέπει την υποχωρητική στάση των βυζαντινών κατά τη σύνοδο εκείνη, την αιτία για την πολιορκία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Την ανεξάρτητη κρίση του την αποδεικνύει η παρατήρηση του για την ανεπιτυχή ‹‹πολιτική›› του Δεσπότη Θωμά, ο οποίος έφτασε στο σημείο να διαπραγματευθεί με τον Πάπα όλα τα εισοδήματα, τα δικά του για την επιστροφή της κάρας του Αγίου Αντρέα.[40]

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΦΡΑΝΤΖΗ-ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ολοκληρώνοντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο έργο του Πρωτοβεστιάριου Γεώργιου Σφραντζή παρουσιάζεται μια α) συνεχής, ένθερμη πίστη στα ιδανικά της Ορθοδοξίας ως της μόνης αληθινής Χριστιανοσύνης, β) αποστροφή προς τους Δυτικούς και γ) την εναντίωση του σε κάθε σχέδιο για την άρση του σχίσματος του 1054.

Ακόμα, μέσα από το σύγγραμμα διαφαίνεται α) η σταθερή υποστήριξη προς τη δυναστεία των Παλαιολόγων και β) αδιάλλακτο μίσος για τους Τούρκους και τον αιμοσταγή σουλτάνο τους που είχε γίνει αιτία να δολοφονηθεί με βαρβαρότητα ο νεαρός γιος του και η πανέμορφη κόρη του.

Σαν κατακλείδα, το χρονικό του Γεώργιου Σφραντζή όπως και όλα τα άλλα κείμενα εκείνης της περιόδου είναι ικανά να συνδέσουν τον αρχαίο κόσμο με τη νέα ζωή, μέσω του ένδοξου Βυζαντίου, του οποίου ο συγγραφέας μας έχει εξιστορήσει και κλαύσει για την Πτώση του.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Βλέπε Ν. Πρίντζιπα, Οι ιστορικοί της αλώσεως, Συλλογικός Τόμος, Επιστημονική Επιμέλεια Ευάγγελος Χρυσός, Εκδ. Ακρίτας, σ. 64

[2] Βλέπε Ν. Β. Τωμαδάκη, Γεώργιος Σφραντζής, Θ.Η.Ε, τομ.11ος , Αθήνα, 1967, σ. 608

[3]Βλέπε Ν. Β. Τωμαδάκη, Περί αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, Συναγωγή κειμένων μετά προλόγου και βιογραφικών μελετημάτων περί των τεσσάρων ιστοριογράφων, Αθήνα, 1953, σ. 139

[4] Ν. Πρίντζιπα, Οι ιστορικοί της αλώσεως, σ. 68

[5] Ο. π. σ. 70

[6] Μανουήλ του Παλαιολόγου τα Ευρισκόμενα πάντα, Γεώργιος Φραντζής Χρονικό ‹‹Τα οικογενειακά του συμβάντα τα διηγείται στο Minus›› , P.G. 156, σ. 1026-1027(a-d)

[7] P.G. 156, σ. 1064-1065 a

[8] P.G. 156, σ. 1064 a

[9] Βλ. Ν. Β. Τωμαδάκη, Περί αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, σ. 141

[10] Βλέπε Δήμητρα Μόνιου, Μνήμες αλώσεως, Κωνσταντινούπολη 1453, Εκδ. Κυριακίδη, Αθήνα, 2006, σ. 272

[11] Βλ. Ν. Β. Τωμαδάκη, Περί αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, σ. 139

[12] Ν. Πρίντζιπα, Οι ιστορικοί της αλώσεως, σ. 69

[13] Βλ. Ν. Β. Τωμαδάκη, Περί αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, σ. 139-140

[14] Βλέπε Αλέξιος Σαββίδης, Σφραντζής και Πόντος, Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ε1λληνισμού, Τομ. Ε΄, Εκδ. Μαλλιάρης- Παιδεία,  Θεσσαλονίκη, 1989, σ.

[15]Ὅπ. π., σ.

[16] Βλέπε Δ. Ζακηθυνός, Σφραντζής ο Φιαλίτης, Ε.Ε.Β.Σ, Τομ. 15 Αθήνα, 1945, σ. 657-662

[17] Βλέπε V. Laurent, Φραντζής μα Σφραντζής, Βυζαντινά, Τομ. 44, Θεσσαλονίκη, 1951, σ. 377

[18] Ὅπ. π., σ. 378

[19] Ὅπ. π., σ. 378

[20]  Βλέπε Ιωάννης Τσιάρας, Σφραντζής Φιαλίτης ή Φραντζής, Βυζαντινά, Τομ.9ος , Θεσσαλονίκη, 1977, σ. 127

[21] Ὅπ. π., σ. 138

[22] Ὅπ. π., σ. 138-139

[23] Σε αυτό το σημείο στρέφεται εναντίον του άρθρου του Διονύσιου Ζακηθυνού, Σφραντζής ο Φιαλίτης.

[24] PLP   σσ. 152-156, αρ.27.268-27.285 (ιδίως το περί Γεώργιου Σφραντζή λήμμα: Βλέπε αρ.27.278, σσ.153-154 με την βιβλιογραφία)

[25] P.G. 156, σ. 635-636

[26] P.G. 156, σ. 641-738

[27] P.G. 156, σ. 738-806

[28] P.G. 156, σ. 807-896

[29] P.G. 156, σ. 897-1092

[30] I. B .Papadopoulos, Frantzes est-il reellment l’ auteur de la grande chronique qui Porte son nom? Extrait des Actes du IVe congres international des etudes byzantines (Bulletin de l’ institute archeologipue bulgare tome IX), Sofia, 1935, σ. 177-189. Έχοντας μεγάλη συναναστροφή με τα κείμενα των χρονικών του Γεώργιου Σφραντζή, ο Κ. Παπαδόπουλος έφθασε ορθά στο συμπέρασμα ότι το Μεγάλο Χρονικό του Σφραντζή, δεν είναι δικό του κείμενο αλλά διασκευή. Έτσι ξεκίνησε να μελετάει και άλλες πηγές μεγάλων βυζαντινών χρονογράφων και ιστοριογράφων όπως τους Ζωναρά, Χωνιάτη, Κινναμό, Πορφυρογέννητο και Νικηφόρο Γρηγορά. Έχοντας διαβάσει και άλλες πηγές αναγνώρισε πως οι βυζαντινοί συγγραφείς γνώριζαν πολύ καλά τα ελληνικά συγγράμματα και δεν δίσταζαν να περιλαμβάνουν εξ’ αυτών αυτούσια ή διασκευασμένα ότι νόμιζαν χρήσιμο.

[31]  I. B. Papadopoulos, Frantzes est-il reellment l’ auteur de la grande chronique qui Porte son nom? Extrait des Actes du IVe congres international des etudes byzantines (Bulletin de l’ institute archeologipue bulgare tome IX), Sofia, 1935, σ. 177-189

[32] Βλ. Ν. Β. Τωμαδάκη, Περί αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, σ.154 (Αλλά το Majus επιμένει στα δικαιώματα και αξιώσεις τόπων και προσώπων της αρχιεπισκοπής Μονεμβασίας ώστε να διερωτώμεθα μήπως γι’ αυτό τον λόγο προσέλαβε την μορφή με την οποία μα παραδόθηκε). Σε αυτό το σημείο βλέπουμε τον Κύριο Τωμαδάκη να θεωρεί και αυτός ως κύριο νοθευτή του Χρονικού τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας Μακάριο Μελισσηνό.

[33] P.G. 156, σ. 1062

[34] Βλ. Ν. Β. Τωμαδάκη, Περί αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, σ.154-155

[35] Βλ. Ν. Β. Τωμαδάκη, Περί αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, σ. 164 (Η έλλειψη όμως μιας τελειωτικής κριτικής εκδόσεως εμποδίζει μια τελειωτική απόφανση για τη γλώσσα του Μεγάλου Χρονικού (Magus).

[36] Βλ. Δήμητρα Μόνιου, Μνήμες αλώσεως, Κωνσταντινούπολη 1453, σ. 273

[37] Βλ. Ν .Β. Τωμαδάκη, Περί αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, σ. 164

[38] Ὅπ. π., σ. 165

[39] Ὅπ. π., σ. 165

[40] Δήμητρα Μόνιου, Μνήμες αλώσεως, Κωνσταντινούπολη 1453, σ. 274

ΠΙΝΑΚΑΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Α. ΠΗΓΕΣ:

− Μανουήλ του Παλαιολόγου τα ευρισκόμενα πάντα, Γεώργιος Φραντζής, Χρονικό, P.G 156,(641-1022) Εκδ. Turnholti (Belgium), Typographi Brepols editores pontificii.

Β.ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Β.1 Ελληνόγλωσση:

  • Aλέξιος Σαββίδης, Βυζαντινό ιστοριογραφικό, Προκόπιος, Μιχαήλ Ψελλός,   Άννα Κομνηνή, Ιωάννης Κινναμός, Γεώργιος Σφραντζής, Συμβολή για τους ιστοριογράφους και την εποχή τους, Εκδ. Ηρόδοτος, 2002.
  • Αλέξιος Γ. Σαββίδης, Σφραντζής και Πόντος, Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, (Ιστορία, Λαογραφία, Πολιτισμός), Τομ. Ε΄, Εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη, 1989, σελ.
  • Γεώργιος Φραντζής-Νικολό Μπάρμπαρο, Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ, Το χρονικό της πολιορκίας και της άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως, Μεταγλώττιση στην απλή νεοελληνική Γιώργος Κουσουνέλος, Εκδ. Λιβάνη, 1993.
  • Γιώργου Πρίντζιπα, Οι ιστορικοί της Αλώσεως, Συλλογικός Τόμος, Η Άλωση της Πόλης, Επιστημονική Επιμέλεια Ευάγγελος Χρυσός, Εκδ. Ακρίτας, σελ.
  • Δήμητρα Ι. Μόνιου, Μνήμες Αλώσεως, Κωνσταντινούπολη 1453, Εκδ. Κυριακίδη, Αθήνα, 2006.
  • Διονύσιος Ζακηθυνός, Σφραντζής ο Φιαλίτης, Ε.Ε.Β.Σ., Τομ. 23, Αθήνα, 1945, σ. 657-662.
  • Ιωάννου Καραγιαννόπουλου, Πηγές της Βυζαντινής Ιστορίας, Εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1987.
  • Ιωάννου Παπαδόπουλου, Η περί αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως ιστορία Λεάνδρου του Χίου, Ε.Ε.Β.Σ., Τομ. 15, Αθήνα, 1939, σ. 85-96.
  • Ιωάννου Τσίαρα, Σφραντζής Φιαλίτης ή Φραντζής, Βυζαντινά, Τομ. 9, Θεσσαλονίκη, 1977, σ. 123-139.
  • Ν. Β. Τωμαδάκη, Περί αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως (1453), Συναγωγή κειμένων μετά προλόγου και βιογραφικών μελετημάτων των τεσσάρων ιστοριογράφων, Εκδ. Μηνά Μυρτίδη, Αθήνα, 1953.
  • Ν. Β. Τωμαδάκη, Σφραντζής Γεώργιος, Θ.Η.Ε., Τομ.11, Αθήνα, 1967, σ. 607-608.

Β.2 Ξενόγλωσση:

  • Herbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, Η λόγια κοσμική γραμματεία των βυζαντινών, (μτφρ. Ταξ. Κόλιας, Κατερίνα Συνέλλη, Γ. Χ. Μακρής, Ιω. Βάσσης), Τομ. Β΄, Εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1992.
  • National Geographic, Φραντζής, Δούκας, Χάμερ, Πέαρς, Η Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως, Τομ. 6, Μέρος Α΄.
  • V. Laurent, Φραντζής μά Σφραντζής, Βυζαντινά, Τομ. 44, Θεσσαλονίκη, 1951, σ. 373-377.
, , , , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *