Τοῦ Κωνσταντίνου Δουδούμη,
Δίχως νὰ προκαλεὶ ἰδιαίτερη ἔκπληξη, σήμερα ἐγκρίθηκε ἀπὸ τὸ συμβούλιο τῆς κυβέρνησης τὸ ἐπίμαχο νομοσχέδιο γιὰ τὴν ἵδρυση μή-κρατικῶν πανεπιστημίων στὴν χώρα μας, ποὺ μέλει νὰ ψηφιστεῖ ἐντὸς τοῦ Ἰανουαρίου. Ἀποτελεῖ μιὰ κίνηση ποὺ δὲν θὰ πρέπει νὰ μᾶς προβληματίζει οὔτε νὰ ἐγείρει ἀπορίες, ἀφοῦ ἐξ ἀρχῆς συνιστᾷ τὴν ἀναμενόμενη ἔκβαση τῆς περὶ παιδείας ἀντίληψης ποὺ κομίζει σύνολο τὸ νεοελληνικὸ κρατίδιο, ὄχι μόνον ἡ παράταξη τῆς Νέας Δημοκρατίας.
Τὸ ἐν λόγῳ νομοσχέδιο προβλέπει συγκεκριμένα τὴν ἐγκατάσταση παραρτημάτων πανεπιστημίων τοῦ ἐξωτερικοῦ στὴν χώρα μας, τὰ ὁποῖα πληροὺν ἀφ’ ἑνὸς τῶν χαρακτῆρα τῶν «μή-κρατικῶν ἱδρυμάτων» καὶ ἀφ’ ἑτέρου, οὕτως ὥστε νὰ ἐγκατασταθοῦν ἐπὶ ἑλληνικοῦ ἐδάφους, τοῦ μή-κερδοσκοπικοῦ. Τὰ αἴτια καὶ οἱ προοπτικές, γνωστά. Πρῶτον καὶ κύριον ἡ «ἄρση τοῦ κρατικοῦ μονοπωλίου», ποὺ «ταλανίζει ἐπὶ μακρὸν τὴν ἑλληνικὴ τριτοβάθμια ἐκπαίδευση». Πέραν αὐτοῦ ὅμως ἀποτελεῖ συγχρόνως μιὰ κίνηση ἐπικαιρική, ἀφοῦ προσαρμόζει τὴν ἑλληνικὴ ἐκπαίδευση στὴ διεθνῆ ἐπικαιρότητα. Μὲ ἄλλα λόγια, γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ λαμβάνουμε ἀποφάσεις φωτισμένοι ἀπὸ «τὰ λαμπρὰ ἔθνη τῆς Δύσης» τὰ ὁποῖα ἔρχονται νὰ μᾶς ξεστραβώσουν ἐμᾶς τοὺς «ὑποανάπτυκτους» καὶ πάλι. Τὸ ἴδιο τὸ Σύνταγμα προβλέπει μιὰ τέτοια κίνηση ἐνῶ ἐναρμονίζεται μὲ διεθνεῖς συμβάσεις τοῦ παγκοσμίου ἐμπορίου (!) ποὺ ἔχει ἐπικυρώσει καὶ ἡ Ἑλλάδα (General Agreement on Trade in Services – ἐφεξῆς «GATS»).
Προφανῶς καὶ τὰ ὀφέλη ποὺ θὰ ἔχει ἡ χώρα μας ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀπόφαση κυμαίνονται στὸ ἴδιο μῆκος κύματος, μὲ τὸν ἴδιο τὸν ὑπουργὸ Παιδείας καὶ θρησκευμάτων νὰ ἀπαριθμεῖ ὡς κέρδη τὴν ἱκανοποίηση τῆς ζήτησης γιὰ πανεπιστημιακὴ ἐκπαίδευση τόσο σὲ Ἑλλάδα ὅσο καὶ σὲ ἐξωτερικὸ ὅπως καὶ τὴν πρόσληψη ἀναξιοποίητων ἐργατικῶν χεριῶν, θίγοντας ἐμμέσως καὶ ἀμέσως τὸ ζήτημα τῶν ἀπόδημων σπουδαγμένων Ἑλλήνων, ἤτοι «χρυσώνοντας τὸ χάπι» γιὰ τὸν μέσο πολίτη ποὺ στὸ ἄκουσμα αὐτοῦ θὰ ἱκανοποιηθεῖ λέγοντας πὼς «τουλάχιστον κάνουν κάτι γιὰ νὰ φέρουν τὰ παιδιά μας πίσω» (ἀσχέτως τοῦ γεγονότος πὼς ἡ παλιννόστηση τῶν ἀποδήμων εἶναι ἕνα μεγάλο καὶ πολυσύνθετο ζήτημα ποὺ δὲν λύνεται ἐν μία νυκτὶ μὲ κινήσεις ὅπως μιὰ φαινομενικὰ «ἐπικερδέστερη» δουλειά, πόσο δὲ μᾶλλον ὅταν μιλάμε γιὰ θέσεις σὲ ἱδρύματα τὰ ὁποῖα θὰ λειτουργοῦν ἐν πολλοῖς αὐτόνομα καὶ δίχως τὸ κράτος νὰ τὰ καθοδηγεῖ ὡς πρὸς τὸ τί ἀποφάσεις θὰ λάβουνε, πρᾶγμα ποὺ ἀφορᾷ προφανῶς καὶ τὸν τομέα τῶν προσλήψεων).
Ταυτόχρονα τὸ νομοσχέδιο προβλέπει σημαντικὴ ἐλάφρυνση τῆς γραφειοκρατίας σὲ ὅ,τι ἀφορᾷ τὴν λειτουργία τῶν ἱδρυμάτων, μάλιστα τονίζοντας πὼς αὐτὲς οἱ ἀπελευθερώσεις θὰ ἐφαρμοστοῦν ἐξίσου καὶ στὰ δημόσια ἱδρύματα. Ἀπορίας ἄξιο εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποφάσισε τώρα ἡ κυβέρνηση νὰ βοηθήσει κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο τὰ πανεπιστήμια, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐγκατάσταση ξένων ἰδιωτικῶν ἱδρυμάτων. Μὲ ἐλαφρύνσεις μάλιστα, ὅπως τὴν ἄμεση ἐκταμίευση ποσῶν ποὺ προορίζονται γιὰ τὴν ἔρευνα καὶ τὴν λειτουργία, ἕνα χρόνιο ἄλγος τῶν δημόσιων πανεπιστημίων ποὺ ἐδῶ καὶ χρόνια ἀναγνωριζόταν ὡς πρόβλημα καὶ ποὺ παρόλα αὐτὰ ἔμεινε ἀνέγγιχτο ἀπὸ κάθε κυβέρνηση ἕως τώρα. Ἔπρεπε νὰ ἔρθουν οἱ «λελαμπρισμένοι οἱ τῆς Ἑσπερίας ἰδιῶτες» οὕτως ὥστε νὰ δοθεῖ μεγαλύτερη εὐκινησία καὶ αὐτονομία στὰ πανεπιστήμια νὰ κάνουν τὸ αὐτονόητο: τὴν περιάνθηση τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῆς ἔρευνας, ὅπως καὶ τὴν μέριμνα γιὰ τὴν οὐσιαστικότερη πρόοδο τῶν φοιτητῶν. Σὰν νὰ μὴν ἔφταναν ὅλα αὐτά, τὸ νομοσχέδιο προβλέπει τὴν προαναφερθεῖσα ἀνάπτυξη ὅλου τοῦ εὐρέως φάσματος τῶν πανεπιστημίων σὲ ἕνα πλαίσιο «διεθνοποίησης», μὲ τὸ πρόσχημα νὰ εἶναι ὅτι οὕτως τὰ ἱδρύματα τῆς Ἑλλάδας θὰ λάβουν μεγαλύτερη ἀπήχηση στὸ διεθνὲς ἀκαδημαϊκὸ περιβάλλον. Αὐτὸ ὅμως θὰ γίνει μέσα σὲ ἕνα πλαίσιο διεθνῶν συναλλαγῶν, ἤτοι σὲ ἕνα καθεστὼς ἐλεύθερης ἀγορᾶς, ὅπου ἡ ἀξιολόγηση τοῦ τί εἶναι ὠφέλιμο ἔγκειται ἀμιγῶς στὴν λογικὴ τῶν ἐπενδύσεων καὶ τοῦ κέρδους, στὴν προσφορὰ καὶ στὴν ζήτηση. Τὸ νομοσχέδιο, τέλος, συμπληρώνει μιὰ λίστα δαπανῶν ποὺ προβλέπονται γιὰ τὰ δημόσια καὶ μὴ πανεπιστήμια, ἡ ὁποία ἀφορᾷ ἀνάγκες τῶν ἱδρυμάτων ἀλλὰ καὶ τὴν γενικὴ ἐνίσχυσή τους. Εἶναι ἀπορίας ἄξιο πὼς ἀπὸ τὸ πουθενὰ ξαφνικὰ τὸ Ταμεῖο Ἀνάκαμψης, τὸ ΕΣΠΑ καὶ ὁ κάθε συναφὴς ἁρμόδιος φορέας ὄχι μόνο ἔχουν τόσο μεγάλα χρηματικὰ ἀποθέματα (διότι μιλάμε γιὰ χρηματικὰ ποσὰ πελώρια) πρὸς χορήγηση στὰ πανεπιστήμια, ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς πὼς ὅλες αὐτὲς οἱ μείζονες ἀνάγκες ποὺ ἔχουν τὰ δημόσια πανεπιστήμια ἀναγνωρίζονται καὶ καλύπτονται (ἔστω στὰ λόγια) τώρα, ἐνῶ πόσες ἄλλες ἀκόμη ἐκκρεμοὺν καὶ δὲν θεματοποιήθηκαν οὔτε κἂν τώρα ρητά. Τὸ πιὸ δύσμοιρο τῆς ὑπόθεσης ὅμως δὲν παύει νὰ εἶναι ἡ ἔτι περαιτέρω ἐξαθλίωση τῆς παιδείας στὴν Ἑλλάδα, ἀπὸ πάσα ἔποψη.
Ἡ παρακμὴ τῆς παιδείας σὲ ἐμπόρευμα, ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἁμαρτήματα τοῦ ἑλλαδικοῦ κρατιδίου, συνιστὰ τὸν ἐπιθανάτιο ρόγχο τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Δὲν ἀποτελεῖ μιὰ ἀπόφαση ποὺ πάρθηκε πρὶν ἀπὸ μερικὲς ἑβδομάδες ἢ μῆνες, παρὰ μιὰ συνεχὴς πλεύση αὐτοχειρίας ποὺ ἀπὸ δεκαετίες ἔχει χαράξει ὄχι μόνο ἡ κάθε κυβέρνηση ἀλλὰ στὸ σύνολο τῆς ἡ νεοελληνικὴ πραγματικότητα καὶ νοοτροπία. Δύο εἶναι τὰ ριζικὰ σφάλματα ἐδῶ. Τὸ πρῶτο εἶναι «τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα» τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους, ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς δημιουργίας του τὸ 1833: ὁ ἄκρατος καὶ στεῖρος μεταπρατισμὸς ποὺ τὸ κατέβαλλε ἀπὸ γεννησιμιοῦ του, ἡ διαμόρφωση ἑνὸς κοινοῦ, συλλογικοῦ κόμπλεξ κατωτερότητας, πὼς δὲν εἴμαστε ἄξιοι παρὰ μόνον ἐφόσον ἀντιγράφουμε ὅτι κάνουν ἔξω οἱ ὑπόλοιποι στὴν Εὐρώπη, στὰ «φῶτα». Εἶναι ἐνδεικτικὸ πὼς τὸ ἐθνικὸ τυπογραφεῖο στὸ Ναύπλιο δὲν ἔκανε τίποτε ἄλλο, μετὰ τὴν ἄφιξη τοῦ Ὄθωνα, παρὰ νὰ μεταφράζει ἀπὸ τὰ γερμανικὰ τὰ πάντα, ἀπὸ τὸν ἀστικὸ κώδικα καὶ τὴν διάταξη τῆς κυβέρνησης καὶ τῶν ὑπουργείων μέχρι καὶ τὶς βαθμίδες στὸ σχολεῖο (Δημοτικό-Γυμνάσιο-Ελληνικό σχολεῖο (τὸ τότε Λύκειο) = Grundschule-Gymnasium-Deutsche Schule). Αὐτὸ τὸ κόμπλεξ εἶναι τὸ ἀβάσταχτο βάρος τοῦ νεοέλληνα, ὁ ὁποῖος πασχίζει 200 χρόνια τώρα νὰ γίνει κάτι ποὺ δὲν εἶναι ὁ ἴδιος, νὰ καλύψει ἀνάγκες ποὺ ὁ ἴδιος δὲν ζήτησε, μόνο καὶ μόνο ἀπὸ μειονεξία πρὸς τὸν ἴδιο τοῦ τὸν ἑαυτό. Γιὰ αὐτὸν ἡ ἐγκυρότητα κάτινος πιστοποιεῖται ἀπὸ τὸ ἂν εἶναι ξενόφερτο ἢ ὄχι, ἡ ὅποια ἀπόπειρα ἐνδότερου διαλόγου μὲ τὸ ποιός εἶναι ἢ ταυτίζεται μὲ «ἀκροδεξιὸ φασισμό» ἢ ἁπλὰ ἀντιμετωπίζεται ἀπαξιωτικά, σὲ σημεῖο πλέον ποὺ ἀκόμα καὶ ὅ,τι δικό του ἐγκωμιάζει νὰ τυγχάνει νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀρεστὸ στοὺς ξένους. Δὲν εἶναι τυχαία ἡ ἐμμονή μας μὲ τὸν τουρισμὸ καὶ τὸ πὼς θὰ προβάλλουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ ἐκείνους, πὼς θὰ ἐνδυθοῦμε τὸν μανδύα αὐτοῦ ποὺ βλέπουν καὶ μποροῦν νὰ καταλάβουν, καὶ ἂς μὴν εἴμαστε πραγματικὰ αὐτό.
Στὴν πραγματικότητα ἕνας λαὸς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄξιος συμμετοχῆς στὸ διεθνὲς γίγνεσθαι ἐὰν ὁ ἴδιος δὲν ἔχει νὰ κομίσει κάποια πρόταση. Δὲν γίνεται νὰ γίνει διάλογος ἐὰν ἡ δική σου στάση εἶναι ἡ παντομίμα. Καὶ ὅμως, νομίζουμε ἀκόμα ὅτι μὲ τὸ νὰ ἀντιγράφουμε ὅ,τι κάνουν οἱ ὑπόλοιποι στὸ ἐξωτερικὸ θὰ καταστοῦμε εὐυπόληπτοι καὶ ἄξιοι λόγου, ἐνῶ στ’ ἀλήθεια ἁπλῶς γινόμαστε ἕνας κομπάρσος, τὸν ὁποῖον οἱ ὑπόλοιποι ἐκμεταλλεύονται πρὸς ὄφελος τους. Τυχαῖο εἶναι ἐξάλλου πὼς τὰ κατ’ ἐξοχὴν ὀφέλη ποὺ ὁ ἴδιος ὁ ἁρμόδιος ὑπουργὸς ἀνέφερε εἶναι οἰκονομικά; Ἡ παιδεία ποὺ σήμερα ἔχει νὰ προσφέρει τὸ κράτος τῶν Ἑλλήνων, ὡς οἱ ἀπόγονοι ἐκείνων ποὺ τὴν κατέστησαν ἰδεῶδες τοῦ βίου τοῦ ἀνθρώπου, στὸν διεθνῆ διάλογο εἶναι… μιὰ καλὴ ἐπένδυση. Ἰδοὺ τὸ δεύτερο μοιραῖο ἁμάρτημά μας.
Μέσα στὸν μιμητισμὸ ποὺ μᾶς μέθυσε ἐδῶ καὶ πόσες δεκαετίες, καταφέραμε νὰ κατακτήσουμε τὴν παγκόσμια πρωτοτυπία στὴν ἴσως πιὸ βάρβαρη ἀντίληψη ποὺ ἔχει σήμερα ὁ Ἕλληνας: στὸ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν παιδεία μὲ ὅρους οἰκονομίας καὶ ἀποκατάστασης, τὸ νὰ γίνει ἡ παιδεία κυριολεκτικὰ ἕνα ἐργαλεῖο, ἕνα ἐντελῶς χρηστικὸ μέσο προκειμένου νὰ χειραφετηθεῖ τὸ ἄτομο. Κατὰ κόρον ἔχει ριζωθεῖ στὸν Ἕλληνα ἡ νοοτροπία πὼς τὸ σχολεῖο δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα μέρος ὅπου τὸ παιδὶ λαμβάνει «ἐφόδια», ἀποκτᾷ χρηστικὰ γνώσεις καὶ δεξιότητες ποὺ θὰ τοῦ φανοὺν χρήσιμες στὴν ἀγορὰ ἐργασίας. Τὸ παιδὶ πρέπει ὅπως καὶ δήποτε νὰ περάσει στὸ πανεπιστήμιο, «νὰ πάρει ἕνα χαρτὶ νὰ ἔχει, πὼς θὰ βγάλει τὸ ψωμί του;». Ἡ τελικὴ βαθμίδα τῆς δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης εἶναι κυριολεκτικὰ ἕνα στάδιο προγυμνάσματος προκειμένου οἱ μαθητὲς νὰ ἐξοικειωθοῦν καὶ νὰ συναγωνιστοὺν τοὺς συμμαθητές τους σὲ ἕναν «ἀγῶνα δρόμου» γιὰ τὸ ποιός θὰ καταξιωθεῖ στὸ ἑπόμενο προγύμνασμα, αὐτὸ γιὰ τὴν ἀγορὰ ἐργασίας. Ὅλη ἡ ὑπόσταση τοῦ Λυκείου εἶναι οἱ πανελλήνιες, ἕνας θεσμὸς ἐγκληματικὸς γιὰ κάθε ἐχέφρονα λαὸ ὁ ὁποῖος θέλει νὰ ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτό του πολιτισμένο. Ἡ γνώση ὑποβιβάζεται σὲ πληροφορία, ἡ χαρὰ τῆς δημιουργίας ἀλέθεται προκειμένου νὰ μετατραπεὶ σὲ ἀποδοτικότητα, τὸ γεγονὸς τῆς μάθησης γίνεται καταναγκασμὸς καὶ ἀτελείωτες ὧρες ἐξαντλητικῆς ἀποστήθισης πληροφοριῶν.
Ἀπὸ τὴν βάση του τὸ ἐκπαιδευτικό μας σύστημα ἔχει δομηθεῖ μὲ τὸ σκεπτικὸ πὼς ἀπὸ τὸ νηπιαγωγεῖο ἕως τὸ διδακτορικὸ ὁ μαθητὴς καλεῖται νὰ δαμάσει πληροφορίες, νὰ λάβει ὅ,τι εἶναι ἀπαραίτητο προκειμένου νὰ ἐνσωματωθεῖ στὴν ἀγορὰ ἐργασίας, κοινῶς προγραμματίζεται μὲ ὅρους τῆς ἐλεύθερης ἀγορᾶς, ἡ ἰδιοσυγκρασία του καὶ ἡ «μόρφωσή» του θὰ πρέπει νὰ ἁρμόζει στὰ οἰκονομικὰ μοντέλα ποὺ θὰ τοῦ δώσουν «τὸ ψωμί του».
Τὰ δημόσια πανεπιστήμια, σὰν τελικὴ ἀπόληξη τῆς ἁλυσίδας τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ μας συστήματος, βρίθουν ἐδῶ καὶ δεκαετίες ἀπὸ πολλὰ προβλήματα, ἐκ τῶν ὁποίων κάποια ἀναφέρθηκαν πιὸ πάνω. Ὅμως δὲν ἔχει γίνει λόγος γιὰ τὴν παρακμὴ τοῦ φοιτητικοῦ σώματος, καθότι πλέον τὰ πανεπιστήμια ἔχουν μετατραπεῖ σὲ χώρους συνάθροισης ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἐπιζητοῦν κάτι ὑψηλὸ οὔτε ἀπὸ τὴν μόρφωση τοὺς οὔτε γενικὰ ἀπὸ τὴν ζωή τους. Κυρίαρχη εἶναι ἡ νοοτροπία τῶν Πανελλαδικῶν, ζητούμενο εἶναι ἁπλὰ νὰ ληφθεῖ τὸ πολυπόθητο χαρτὶ «νὰ ὑπάρχει, καὶ μετὰ βλέπουμε». Οἱ περισσότεροι δὲν θέλουν κἂν νὰ σπουδάσουν τὸ ἀντικείμενο πάνω στὸ ὁποῖο φοιτούν, γεγονὸς ἀναμενόμενο ἀφοῦ ποτὲ τὸ σχολεῖο δὲν ἐνέκυψε στὴν προσωπικότητά τους, νὰ ἀναζητήσει καὶ νὰ καλλιεργήσει τὸ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ θέλουν οἱ ἴδιοι, τὶς κλήσεις τους, τὴν προσωπικὴ ἰδιαιτερότητά τους. Τὰ παιδιά μας μεγαλώνουν θεωρῶντας οὐσιῶδες μόνον ὅ,τι τοὺς εἶναι χρήσιμο, μαθαίνουν ἀπὸ τὶς πιὸ τρυφερές τους ἡλικίες νὰ ἀντιλαμβάνονται τὸν κόσμο χρησιμοθηρικά. Ἡ ἴδια ἡ παιδεία καθίσταται μιὰ παροχή, μιὰ ὑπηρεσία, εἶναι «δικαίωμα», ἕνα μέσο ἐξασφάλισης τοῦ «Ἐγώ» τους. Τόσο ῥιζικὰ εἶναι τὰ ἐλαττώματα τῆς παιδείας μας, ὅμως οἱ λύσεις ποὺ ἀντιπροτείνονται ὄχι μόνο φαντάζουν πενιχρές, ἀλλὰ δὲν ἑστιάζουν κἂν στὰ οὐσιώδη. Ἐκεῖ ὅπου ἀνακύπτουν οἱ δυσχέρειες τῆς παρακμῆς τῆς δημόσιας ἐκπαίδευσης ἐμφανίζεται ὡς ἰδανικὴ λύση ἡ ἰδιωτικοποίηση της, λὲς καὶ ὁ ὑπαίτιος εἶναι τὸ περιβόητο «κρατικὸ μονοπώλιο».
Ἡ ἀντίληψη πὼς ἡ παιδεία εἶναι ἕνα προϊὸν εἶναι φρικαλέα. Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀπολίτιστη καὶ ἀπάνθρωπη ἀντίληψη ἀπὸ αὐτήν. Ἀποτελεῖ τὸν πλήρη ἐξευτελισμὸ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν θεμελίωση τοῦ μηδενισμοῦ του, τὴν ἀποξένωσή του ἀπὸ ὅλα τὰ ὄμορφα καὶ ἀληθινὰ στὴν ζωή, γιὰ χάρη τοῦ κομφορμισμοῦ του στὴν δικτατορία τῆς χρηστικότητας. Τί ἔχει νὰ λέει αὐτὴ ἡ ἀντίληψη περὶ παιδείας γιὰ τὸν ἄνθρωπο; Ὅτι εἶναι ἕνα πλάσμα ποὺ μόνος του σκοπὸς εἶναι νὰ εἶναι χρήσιμος; Εἶναι ὅ,τι παράγει, ὅ,τι κερδίζει ὁ ἴδιος; Ἡ ὑπόστασή του εἶναι τὸ ἀτέλευτο καὶ μάταιο κυνήγι γιὰ ἀργύρια; Νὰ εἶναι πρώτα καταναλωτὴς καὶ μετὰ ἄνθρωπος; Πὼς εἶναι δυνατὸν μιὰ τέτοια ἀντίληψη τοῦ τί εἶναι ἡ παιδεία νὰ ἔχει νὰ προσφέρει τὸ ὁτιδήποτε σὲ αὐτὸν τὸν τόπο; Καὶ ὅμως αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπικρατέστερη νοοτροπία αὐτὴ τὴν στιγμὴ στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία καὶ δὲν δείχνει σημάδια ὕφεσης.
Φανερὰ ὁ Ἕλληνας ἔχει ξεχάσει τί εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸν ἔκανε σπουδαῖο κάποτε. Καὶ αὐτὸ δὲν ἔχει νὰ κάνει, ὅπως πολλοὶ νομίζουν σήμερα, μὲ δῆθεν φανφάρες γιὰ τὸ πὼς «τοὺς βάζαμε ὅλους κάτω καὶ τοὺς ραπίζαμε» καὶ ὅτι «πάντα εἴμασταν οἱ πιὸ δυνατοὶ καὶ δὲν μᾶς θέλουν ἔτσι γιατί μᾶς φοβοῦνται». Ἡ ἀξία ἑνὸς πολιτισμοῦ δὲν μετριέται μὲ ἀξιώσεις ἰσχύος, αὐτὸ εἶναι παιδαριῶδες. Ὁ Ἕλληνας μέχρι σήμερα ἔχει μείνει γνωστὸς (παρὰ τὶς ἀλλοτριώσεις στὴν νεότερη ἐποχὴ) γιὰ τὴν ἀξία ποὺ ἔδινε στὸν ἄνθρωπο, μιὰ ἀξία ποὺ δὲν ἀφοροῦσε μόνο τοὺς ἴδιους μεταξύ τους, γιὰ ἐσωτερικὴ κατανάλωση, ἀλλὰ ἀφοροῦσε πανανθρώπινα, ἐξοῦ καὶ τὸ ἀτέλειωτο ἐνδιαφέρον τους νὰ γνωρίσουν ἄλλους λαοὺς καὶ νὰ τοὺς κομίσουν τὸν «πολιτισμὸ» (ἀπὸ τὴν «πόλις») τους. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα συνέλαβαν τὸν ἄνθρωπο σὰν ὁλότητα ὡς κάτι παραπάνω ἀπὸ τὴν βιολογική του κατασκευὴ καὶ αὐτὸ φαίνεται στὴν γέννηση τῆς ἔννοιας τῆς «παιδείας». Ἡ παιδεία γιὰ τὸν Ἕλληνα διαχρονικὰ ἦταν ἕνα ἰδεῶδες, ἕνα γεγονὸς ποὺ ἀφοροῦσε καθολικά, ὄχι μόνο εἰδικὰ τὸ ἄτομο, ἄρα μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια δὲν ἦταν «δικαίωμα», παροχή. Ἦταν ἕνα γεγονὸς διαλογικό, μία πράξη ἱερή, ὅπου τὸ παιδὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ πλαθόταν ὡς πρόσωπο, ὡς μιὰ ἀναφορὰ στὸ σύνολο, καὶ τῆς «πόλης» ἀλλὰ καὶ τῆς γνώσης. Παιδεία σημαίνει τὸ παιδὶ νὰ «μαθαίνει γράμματα», νὰ διδάσκεται τὴν γλῶσσα ὡς μιὰ ἀντίληψη περὶ τοῦ κόσμου, τὰ μαθηματικὰ ὡς μιὰ γλῶσσα, νὰ μαθαίνει μιὰ τέχνη, νὰ εἶναι τεχνίτης, νὰ βγαίνει στὸν κόσμο μὲ ἕνα χαμόγελο εἰλικρινές, νὰ ξέρει νὰ κοπιάζει γιὰ τὰ σημαντικὰ στὴν ζωή, νὰ ξέρει νὰ ἀγαπᾷ καὶ νὰ συγχωρεί, νὰ κουβαλᾷ μὲ καρτερικότητα καὶ ταπεινοφροσύνη τὸν σταυρό του.
Γιὰ νὰ εἶναι ἡ παιδεία λειτουργική, πρέπει νὰ εἶναι πρώτα λειτουργημένη. Πὼς γίνεται νὰ ἔχουμε παιδεία ἂν δὲν ὑπάρχει κάτι γιὰ νὰ διδαχθεῖ, ἕνας λόγος γιὰ νὰ θέλουμε νὰ λεγόμαστε «πεπαιδευμένοι»; Πάντα πολιτισμὸς καὶ παιδεία πάνε χέρι-χέρι, καὶ ἡ διαστροφὴ αὐτῆς τῆς πραγματικότητας ἔχει ἀποβεῖ ὀλέθρια. Πλέον ζοῦμε στὴν κοινωνία ποὺ ἀποζητᾷ μονάχα τὸ χρήσιμο, πρακτικὸ καὶ ἐπικερδές. Ἐνῶ αὐτὴ ἡ κοινωνία διατυμπανίζει τὴν εὐμάρειά της καὶ τὴν «πρόοδο» τῆς σὲ κάθε ἐπίπεδο, βλέπουμε πὼς παρακμάζει, καὶ ὅλα ξεκινοὺν ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τῆς παιδείας. Σὰν ἀποτέλεσμα, ἐνῶ ἀπανταχοῦ ζητοῦμε τὸ χρήσιμο ἐγκωμιάζουμε μὲ λόγια ἀγάπης τὸν ἄνθρωπο, λόγια κενὰ καὶ φαινομενικά, ἀφοῦ σήμερα βλέπουμε νὰ συμβαίνουν γύρω μας τα εἰδεχθέστερα ἐγκλήματα, ἐνῶ πλέον ἔγινε φαινόμενο καθημερινὸ οἱ συνάνθρωποι μᾶς νὰ σκοτώνουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Εἴμαστε μιὰ κοινωνία ποὺ καίει τὰ σώματα τῶν νεκρῶν της καὶ βάζει ἐνοικιαστήριο μέχρι καὶ στοὺς τάφους, ἡ ἀπόλυτη περιφρόνηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ ἄνευ προηγουμένου μηδενισμός του.
Ἂς ἐξασκήσουμε λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς μας στὸ νὰ κοιτάμε σὲ βάθος τὰ προβλήματα τῆς πολιτικῆς μας ζωῆς, διότι εἶναι πολὺ πιὸ ριζικὰ καὶ βαθύτερα ἀπὸ ἄσκοπες μικροπολιτικὲς ἁψιμαχίες. Ἀλλιῶς σύντομα δὲν θὰ κάνουμε λόγο μόνο γιὰ «finis graeciae», ἀλλὰ μᾶλλον καὶ γιὰ «finis hominis».