Γιώργος Λιερός* – 28/01/2024 – ΕΦ.ΣΥΝ.
Τα δύο κείμενα (Α και Β μέρος) Δημοσιεύθηκαν στο τεύχος 9-10, Ιούλιος 2008, και τεύχος 11, Νοέμβριος 2008, του περιοδικού Resistencias.
Η υποσαχάρια Αφρική επικοινωνούσε για χιλιάδες χρόνια αφ΄ ενός με την λεκάνη της Μεσογείου, τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη διαμέσου των καραβανιών, που διέσχιζαν την Σαχάρα, αφ΄ ετέρου με την Αραβία, την Περσία, την Ινδία και την Κίνα δια μέσου των περίφημων ‘’ντόου’’, που διέσχιζαν την Αραβική Θάλασσα και τον Ινδικό ωκεανό ξεκινώντας από τις πολυάριθμες εμπορικές πόλεις – κράτη, οι οποίες εκτείνονταν στην Ανατολική ακτή από την Σομαλία μέχρι την Μοζαμβίκη. Παρόλο που τα προϊόντα τους έφταναν στα πέρατα του κόσμου, ο αφρικανικές κοινωνίες προστατευμένες από την έρημο, τους ωκεανούς και τα τροπικά δάση παρέμεναν, κατά ένα μεγάλο μέρος, εξισωτικές κοινωνίες χωρίς τάξεις και κράτος.
Βέβαια το Βασίλειο του Αξούμ στη Αιθιοπία χρονολογείται από τους πρώτους προχριστιανικούς αιώνες και τα κουσιτικά Βασίλεια στο σημερινό Σουδάν ήταν ακόμη παλαιότερα. Νοτίως της Σαχάρας αξιόλογες αυτοκρατορίες αναπτύχθηκαν από τον 10ο αιώνα και μετά όπως της Γκάνα, του Μάλι, της Σογχάης και του Κανέμ – Μπορνού. Νοτιότερα, ανάμεσα στον Ζαμβέζη και τον Λιμπόπο, άκμαζε η αυτοκρατορία Μονομοτάπα. Ο ισλαμικός πολιτισμός που διείσδυε από τα βόρεια και ανατολικά διαπαιδαγωγούσε εμπόρους και γραφειοκράτες που έρχονταν να κατοικήσουν σε νεοαναγειρόμενες πόλεις όπως η Νιανί, το Γκάο, το Μπενίν, το Κάνο κ.α. Η φήμη των θεολογικών και νομικών σχολών του Τιμπουκτού και του Τζέννε διαδόθηκε ως τη μουσουλμανική Ασία. Ο περίφημος περιηγητής Ιμπν Μπατουτά που είχε επισκεφτεί τις περισσότερες γνωστές πόλεις του κόσμου, και είχε φτάσει μέχρι το Πεκίνο, θεωρούσε την Κιλούα (στα παράλια της σημερινής Τανζανίας) ως την ωραιότερη πόλη που είχε δει.
Χίλια χρόνια πριν, η υποσαχάρια Αφρική δεν ήταν πιο ΄΄καθυστερημένη΄΄ από πολλές περιοχές στην Δυτική Ευρώπη ή την Ιαπωνία (και προφανώς δεν μπορεί να υπάρξει καμία σύγκριση με την Βόρεια Αφρική, η οποία εδώ και χιλιάδες χρόνια βρισκόταν στην πρωτοπορία του παγκόσμιου πολιτισμού). Οπωσδήποτε, η εξουσία των γενών είχε αρχίσει να διαρρηγνύεται και η ανάδυση των ταξικών σχέσεων είχε δρομολογηθεί, βασισμένη στην επέκταση και στην τελειοποίηση της χρήσης του σιδήρου, στην διάδοση των εμπορικών εταιρειών (Έμποροι Ντυούλα κ.α.) και στον σχηματισμό γραφειοκρατιών γύρω από τους μονάρχες. Ωστόσο, οι αφρικανικές κοινωνίες με τα τεχνικά τους επιτεύγματα, τους πολέμους, τις μεταναστεύσεις τους, την ισορροπημένη σχέση με την φύση, την ευημερία που προσέφεραν στους κατοίκους τους, παρέμεναν, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, έξω από τον έλεγχο του κράτους, διαβαθμισμένες μεν αλλά όχι διαστρωματωμένες (δηλ. ταξικές) κοινωνίες.
Ο κατακερματισμός είναι το μυστικό της διατήρησης των αρχαϊκών κοινωνιών έλεγε ο Πιέρ Κλάστρ. Οι επιτυχίες τους έχουν λοιπόν ως τίμημα ότι δεν μπορούν να δώσουν τα μεγάλα συμπαγή πολιτισμικά σύνολα που έδωσαν για παράδειγμα στην Ινδία οι Άριοι Πολεμιστές, οι Βραχμάνοι ιερείς και οι έμποροι του παζαριού ή στην Κίνα οι ΄΄λόγιοι΄΄, στην Ιαπωνία οι Σογκούν και οι Σαμουράι κ.λ.π. Οι αφρικανικές αυτοκρατορίες της λεγόμενης ώριμης εποχής του σιδήρου (14ος – 16ος αιώνας) ήταν βήματα μιας δυναμικής κρατικής ενοποίησης (και του συνάδοντος βαθέματος των ταξικών διακρίσεων), η οποία όμως ανακόπηκε ή τροποποιήθηκε βαθιά από την ευρωπαϊκή εισβολή.
Παλαιότερα, το λεγόμενο εκπολιτιστικό έργο των μεγάλων κατακτητών (όπως των Ρωμαίων στην Δ. Ευρώπη) συνίστατο – αφού ολοκληρωνόταν η πρώτη περίοδος των σφαγών, των καταστροφών και των εξανδραποδισμών – στην επιβολή του δικού τους πολιτισμού στην θέση των πολιτισμών που κατέστρεψαν. Ακόμα συχνότερα η κατάχτηση οδηγούσε σε μια συγχώνευση του πολιτισμού των νικητών και των νικημένων. (όπως έγινε όταν οι Ρωμαίοι κατέκτησαν την Α. Μεσόγειο).
Οι Ευρωπαίοι στην Αφρική (αλλά επίσης στην Αμερική και την Αυστραλία) απλώς κατέστρεψαν αυτό που βρήκαν. Οι εξισωτικές τοπικές κουλτούρες αποδείχθηκαν εξαιρετικά ευάλωτες και δεν μπόρεσαν, όπως οι μεγάλοι, ιεραρχικοί, ταξικοί και παμπάλαιοι πολιτισμοί της Ασίας, να εξισορροπήσουν το πλήγμα και κατέρρευσαν.
Στις αρχές του 16ου αιώνα και μέσα σε λίγα χρόνια, οι Πορτογάλοι κατέστρεψαν τις ανθηρές εμπορικές πόλεις της ανατολικής ακτής (ίσως το πιο πολιτισμένο κομμάτι της ηπείρου) και προκάλεσαν την κατάρρευση του υπερπόντιου θαλάσσιου εμπορίου με την Ασία, ενός εμπορίου που έθρεψε θρύλους όπως αυτόν του Σεβάχ του θαλασσινού. Την ίδια εποχή ξεκίνησε η αφαίμαξη από το διατλαντικό δουλεμπόριο που επρόκειτο να κρατήσει τρεις με τέσσερις αιώνες. Δεκάδες εκατομμύρια Αφρικανοί αρπάχτηκαν από τις δυτικές ακτές (καθώς επίσης και αργότερα από τους Άραβες στις ανατολικές ακτές, με εντεινόμενους μάλιστα ρυθμούς).
Το χειρότερο δεν ήταν η πληθυσμιακή αφαίμαξη, η οποία δεν ήταν βαρύτερη από αυτή που επέφερε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες η μετανάστευση, αλλά η καταστροφή του παραγωγικού ιστού και η δηλητηρίαση των πολιτικών σχέσεων μέσα στην ίδια την ήπειρο. Σχηματίστηκαν εύπορα παράκτια αφρικανικά κράτη, τα οποία στήριζαν την ευημερία τους στο πούλημα αιχμαλώτων έναντι φτηνών βιομηχανικών προϊόντων και κυρίως πυροβόλων όπλων. Παρόλο που στην σχέση με τους Ευρωπαίους αναπτύχθηκαν πιο σύνθετες μορφές εμπορίου (πχ. οι λεγόμενες εταιρείες του μονόξυλου) και διοίκησης, η παραδοσιακή βιοτεχνία δεν μπόρεσε ν’ αντέξει τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Εάν κάποιος φωτισμένος αρχηγός – και υπήρξαν τέτοιοι – δίσταζε να εμπλακεί στο δουλεμπόριο, από το οποίο μπορούσε να προμηθευτεί πυροβόλα όπλα, θα το έκαναν οι ανταγωνιστές του. Πολλά εκατομμύρια πέθαναν στους πολέμους ανάμεσα στους Αφρικανούς για την αρπαγή δούλων, για να ικανοποιηθεί η ακόρεστη ζήτηση αυτού του εμπορίου, του προορισμένου για “βασιλιάδες, πλούσιους ανθρώπους και κορυφαίους εμπόρους”, όπως το χαρακτήριζε ο Barbot το 1680.
Στην συνδιάσκεψη του Βερολίνου το 1884 -1885, η λεγόμενη “κλοτσοπατινάδα για την Αφρική” (όπως απεκάλεσαν οι Τάιμς τον φρενήρη ανταγωνισμό των Ευρωπαϊκών δυνάμεων) κατέληξε σε συμφωνία κυριών για τον διαμελισμό και το μοίρασμα της ηπείρου.
Οι Ευρωπαϊκές αποικίες, που στις περισσότερες περιπτώσεις θα έδιναν αργότερα τα σύνορα στα μελλοντικά αφρικανικά έθνη – κράτη, συγκέντρωναν στις επικράτειες τους πολλούς, διαφορετικούς και συχνά με ανταγωνιστικές και εχθρικές σχέσεις μεταξύ τους, λαούς. Αυτό που ενδιέφερε την μητρόπολη ήταν η οικονομικά αποδοτική εκμετάλλευση της αποικίας και ενίοτε η εγκατάσταση αποίκων στις εύφορες και με ήπιο κλίμα περιοχές. Εντόπιζε τις πλουτοπαραγωγικές πηγές που χρειάζονταν και έφτιαχνε μόνο τις υποδομές ή εκπαίδευε τους Αφρικανούς αποκλειστικά στο μέτρο που κάλυπταν τις ανάγκες της εκμετάλλευσης των εν λόγω πόρων. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η αποικία δεν αποτελούσε μια κοινωνία αλλά μια σειρά από επάλληλες κοινωνίες σε αποσύνθεση ή σε σοβαρή κρίση, τις οποίες συγκρατούσε σ’ ένα όλον ένας μηχανισμός καθαρής βίας στην υπηρεσία της εκμετάλλευσης πολύ συγκεκριμένων και πολύ περιορισμένων θυλάκων, που είχαν οικονομικό ενδιαφέρον για τον αποικιοκράτη. Αυτοί οι θύλακες θα αποτελούσαν μετά την ανεξαρτησία τις μόνες σχετικά ανεπτυγμένες ζώνες του νεαρού κράτους, οι οποίες καθώς περιβάλλονταν από μια θάλασσα υπανάπτυξης, φτώχειας και ερήμωσης, συχνά θα εκδήλωναν αποσχιστικές τάσεις. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Κατάγκα, της 6ης επαρχίας του Κογκό, που έφερνε το 48% του συναλλάγματος της νεοσύστατης δημοκρατίας.
Οι προνεωτερικές κοινωνίες, ιδίως αυτές που βρίσκονται εκτός ή στα όρια της κρατικής τάξης, και ο αγροτικός κόσμος της αυτοσυντήρησης δεν μπορούν να διατηρηθούν άπαξ και έρθουν σ΄ επαφή με τις βιομηχανικές κοινωνίες, ακόμα και αν δεν πέσουν θύματα βίαιης εισβολής και κατάκτησης (αυτό βεβαίως δεν συνέβη στην περίπτωση της Αφρικής). Το 1919, μια έκθεση επίσημης Βελγικής αποστολής διαπίστωνε ότι ο πληθυσμός του Κογκό είχε μειωθεί κατά το ήμισυ στα 40 χρόνια της Βελγικής κατοχής. Την εποχή της απελευθέρωσης, η καρδιά της παραδοσιακής Αφρικής – η ζωή και η οικονομία του χωριού – είχε σχεδόν καταστραφεί. Η χειροτεχνία, η υφαντουργία, η μεταλλουργία με παράδοση δυο χιλιάδων χρόνων, οι συντεχνίες των τεχνιτών, είχαν όλα καταστραφεί. Οι ενήλικες άντρες έφευγαν όλοι μαζί για τις πόλεις (σε ποσοστά 30-60% στο Μαλάουι ), προκειμένου να εργαστούν για να πληρώσουν τους φόρους ή να αγοράσουν τα βιομηχανικά προϊόντα που έφταναν παντού. Από το 1894 στην Νότιο Αφρική και σε Βρετανικές κτήσεις, οι Αφρικανοί έπρεπε να πληρώνουν βαρύ φόρο εκτός και εάν τρεις μήνες τον χρόνο ασκούσαν μισθωτή εργασία για τους λευκούς. Τα παραδοσιακά συστήματα συλλογικής ζωής, νομού και αυτοσεβασμού είχαν πλέον καταρρεύσει.
Οι ιθαγενείς γίνονταν όλο και περισσότερο τα δημιουργήματα του αποίκου: νέγροι, αράπηδες. (΄΄ο νέγρος ποτέ δεν υπήρξε τόσο νέγρος όσο από τότε που κυριαρχείται από τον λευκό΄΄, έγραφε ο Φανόν). Όπως τα σώματα τους έτσι και οι πολιτισμοί τους συσπώνταν, πέρναγαν σε μια κίνηση αναδίπλωσης, σε αγκύλωση και ακαμψία, δεν ήταν πλέον παρά κομμάτια που χρησίμευαν για την οργάνωση μίας προσωπικότητας αμυντικής δομής. Οι αποικιοκράτες (οι τελευταίοι υπερασπιστές του νέγρικου στυλ για τον Φανόν), μπροστά σε ότι δημιούργησαν, μπορούσαν να μιλάνε για φονικά ένστικτα, για φυλετική προδιάθεση στην εγκληματικότητα, για κυριαρχία των ορμέμφυτων, για απουσία λογικής ή ηθικής συνείδησης, για παρορμητικότητα κ.λ.π, ενώ άλλοι Ευρωπαίοι μαζί με τους ντόπιους διανοούμενους εκστασιάζονταν από τον διονυσιασμό του νέγρου.
Η αποικιοκρατία ποτέ δεν άσκησε στα σοβαρά τον εκπολιτιστικό ρόλο που διακήρυσσε γιατί ήταν δέσμια των ρατσιστικών της προκαταλήψεων. Δεν καταπίεζε και εκμεταλλευόταν απλά τους ιθαγενείς, αλλά αμφισβητούσε την ανθρώπινη ιδιότητα τους. Όπως παρατηρούσε ο Φανόν, δεν έβλεπε τη χώρα παρά σαν ένα οικόπεδο, όπου οι ιθαγενείς, τα ζώα, τα δέντρα ήταν μόνο η φυσική σκηνογραφία της δικής της ανθρώπινης παρουσίας. Ακόμα και στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, σε έγκυρα συγγράμματα της ψυχιατρικής διατυπώνονταν απόψεις για τις ελάχιστα εξελιγμένες φλοιώδεις δραστηριότητες του Αφρικανού, του οποίου η φυτική και ενστικτώδης ζωή κανονίζεται κυρίως από τον διεγκέφαλο. Γινόταν λόγος για ΄΄μετωπιαία οκνηρία΄΄, η οποία κάνει τον ομαλό αφρικανό ένα λοβοτομημένο Ευρωπαίο.
Στα μορφωτικά επιτεύγματα της αποικιοκρατίας, στην πολιτική κληρονομιά που άφησε πίσω της καταγράφεται ότι:
Στη Ζιμπάμπουε το 1958, σε πληθυσμό 3 εκατομμυρίων Αφρικανών, φοιτούσαν 12.158 στην κατώτερη τάξη και μόνο 13 στην ανώτερη.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, η Ουγκάντα, η Κένυα και Τανζανία έδιναν και οι τρεις ετησίως 2.000 απολυτήρια μέσης εκπαίδευσης.
Όταν ανακηρύχτηκε η ανεξαρτησία του Κονγκό υπήρχαν λιγότεροι από 20 Κονγκολέζοι απόφοιτοι πανεπιστημίου ανάμεσα σε 15 εκατομμύρια κατοίκους.
* Συγγραφέας
1 thought on “Οι πολιτισμοί της Αφρικής και η αποικιοκρατία (Α’ μέρος)”