Στο πρώτο μέρος ο Γιώργος Λιερός παρουσίαζε την ιστορική πορεία της υποσαχάριας Αφρικής από την προαποικιακή περίοδο έως την αρχή των αντιαποικιακών αγώνων, σημείο από το οποίο ξεκινάει το δεύτερο μέρος του κειμένου που παρουσιάζεται στο παρόν τεύχος.
Γιώργος Λιερός* – 28/01/2024 – ΕΦ.ΣΥΝ.
Τα δύο κείμενα (Α και Β μέρος) Δημοσιεύθηκαν στο τεύχος 9-10, Ιούλιος 2008, και τεύχος 11, Νοέμβριος 2008, του περιοδικού Resistencias.
Β. Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ
Σε αρκετές περιοχές του Αφρικανικού χώρου, ο απελευθερωτικός αγώνας ήταν σκληρός (ιδίως όπου υπήρχαν εγκατεστημένοι πολυάριθμοι Ευρωπαίοι άποικοι – Ν. Αφρική, Αλγερία, Κένυα κ.α.), ενώ αλλού, η μητρόπολη παραχώρησε η ίδια την ανεξαρτησία πιεζόμενη από τις ευρύτερες εξελίξεις στην ήπειρο και προκειμένου να ελέγξει καλύτερα την κατάσταση, καθώς πλέον για τον ιμπεριαλισμό η κατοχή αποικιών δεν αποτελούσε αναγκαιότητα (μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο η αποικιοκρατία είχε δώσει τη θέση της στη νέο-αποικιοκρατία). Ο αγώνας είχε τη μορφή ανταρτοπόλεμου στην ύπαιθρο, απεργιών στην πόλη, ενώ τα εθνικιστικά κόμματα είχαν την πολιτική ηγεσία του αγώνα.
Τα εθνικιστικά κόμματα
Τα εθνικιστικά κόμματα στηριζόταν στους διανοούμενους, τους εμπόρους, τους επιχειρηματίες αλλά και στα εργατικά συνδικάτα των πόλεων. Οι τελευταίες υφίσταντο μάλλον σαν παραφυάδες των ευρωπαϊκών μητροπόλεων παρά σε στενή οργανική σχέση με την ύπαιθρο και την υπόλοιπη χώρα. Πολλές φορές τα εθνικιστικά κόμματα δεν ήθελαν το ξέσπασμα των εξεγέρσεων ούτε (πολύ περισσότερο) τις προκάλεσαν. Πάντα όμως εμφανιζόταν ως ο συνομιλητής, ο απαραίτητος μεσολαβητής με τους αποικιοκράτες και από την ουρά του εθνικού κινήματος βρισκόταν ξαφνικά στη κεφαλή και αναλάμβαναν τα ηνία των νεοσύστατων κρατών (χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι η Κένυα όπου κανείς εθνικιστής ηγέτης δεν τοποθετήθηκε δημόσια υπέρ του κινήματος των Μάου-Μάου).
Οι λαοί, οι οποίοι κατοικούσαν τις αποικίες που κέρδισαν την ελευθερία τους, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αποτελούσαν ένα πραγματικό έθνος. Μετά την απελευθέρωση δημιουργούταν ένα κράτος, μια επικράτεια, αλλά όχι κατ’ ανάγκην ένα έθνος, καθώς το έθνος δεν φτιάχνεται, δεν κατασκευάζεται, όπως νομίζουν μερικοί ιστορικοί.
Παρόλο που ο πόλεμος “δημιουργεί κοινότητα”, ένα έθνος δε γεννιέται μόνο και μόνο στην κοινή πάλη εναντίον του καταχτητή, στην αλληλεγγύη ανάμεσα στις διάφορες εθνότητες κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα. Η λεγόμενη ιστορική κοινότητα είναι μία μόνο από τις ενδεχόμενες προϋποθέσεις του έθνους, η πολιτισμική ή η γλωσσική συνάφεια το ίδιο, άλλα όλα αυτά από μόνα τους δεν κάνουν το έθνος (εξάλλου ως ιστορικές κοινότητες, πολλές από τις εθνότητες που απαρτίζουν τα αφρικανικά κράτη, θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους εξίσου νόμιμα με οποιοδήποτε ευρωπαϊκό έθνος).
Στον βιομηχανικό καπιταλισμό, το έθνος εκφράζει την ηγεμονία (με την γκραμσιανή έννοια του όρου), την ενότητα της σχέσης του ηγεμόνα με τους ηγεμονευόμενους, του κυρίαρχου με τους κυριαρχούμενους. Ή αλλιώς, το έθνος είναι το πολιτικό σώμα της αστικής κοινωνίας την εποχή του βιομηχανικού καπιταλισμού. Η έκταση και το βάθος της πολιτικής κοινωνίας μαζί με την λαμπρότητα της δημόσιας σφαίρας είναι το μέτρο της ισχύος του έθνους. Άρα λοιπόν, αν το έθνος αποτελεί μια θεμελιακή μορφή που παίρνει στο πολιτικό-πολιτισμικό επίπεδο η σχέση κεφαλαίου – εργασίας, το θέμα των αφρικανικών κρατών-εθνών συναρτάται, επίσης, με την κατάσταση των δύο όρων αυτής της σχέσης: της αστικής και της εργατικής τάξης. Ο Πάτρις Λουμούμπα, θαυμαστής των Ιακωβίνων και της Γαλλικής Τρίτης τάξης, υπερτόνιζε το αριθμητικά ασήμαντο στρώμα των “εξελιγμένων”, απ’ όπου προερχόταν και ο ίδιος, ως μια πανεθνική τάξη. Ο Φάνον, πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα, μίλαγε “για μια μικρή κάστα με μεγάλα δόντια” για “κοράκια υπερβολικά πολυάριθμα και υπερβολικά λαίμαργα σχετικά με την ισχνότητα του εθνικού θηράματος”.
Με την απελευθέρωση το πρώτο μέλημα της αστικής τάξης, “μιας κάστας ανασφαλών, άτολμων υπαλλήλων”, ήταν να αρπάξει τις θέσεις και τις περιουσίες, που κατείχε προηγουμένως ο ξένος πληθυσμός, καλυμμένη πίσω από το σύνθημα της εθνικοποίησης. Κοινωνικά ατροφική και αδύναμη, προτιμούσε ένα μονοκομματικό καθεστώς από την δημοκρατία, στημένο γύρω από έναν χαρισματικό ηγέτη, ο οποίος εγγυάτο στις λαϊκές μάζες την συνέχεια του απελευθερωτικού αγώνα. Οι λαϊκές μάζες δεν έβλεπαν καμία βελτίωση της ζωής τους, αντίστοιχη με εκείνη που πέτυχαν, για παράδειγμα, οι Γάλλοι αγρότες μετά την επανάσταση. Ενώ οι ανταγωνισμοί για την νομή του κράτους μαίνονταν στους ηγετικούς κύκλους, ο ηγέτης απομονώνονταν όλο και περισσότερο και προσέφευγε στην βοήθεια της εθνότητας του, της παρέχει τις πιο προσοδοφόρες θέσεις υποδαυλίζοντας με αυτό τον τρόπο τους εθνοτικούς ανταγωνισμούς. Οι άνεργοι, το λούμπεν προλεταριάτο, οι μικροβιοτέχνες αντέγραφαν στο δικό τους επίπεδο την νοοτροπία αυτής της κάστας, και εξαπέλυαν πογκρόμ εναντίον των δικών τους ανταγωνιστών, των ξένων δηλαδή Αφρικανών μεταναστών. Έτσι γρήγορα πολλαπλασιάζονταν οι συγκρούσεις με εθνοτικό και φυλετικό χαρακτήρα. Σταδιακά, το κόμμα ταυτίστηκε με το κράτος και αποσυντέθηκε. Ο στρατός, εκπαιδευμένος από ξένους ειδικούς, αποδείχθηκε όλο και πιο αναγκαίος για την καταστολή των ταραχών και των λαϊκών εκδηλώσεων, και αποτέλεσε τη μόνη αξιόπιστη οργανωμένη δύναμη της κοινωνίας.
Αυτή η αστική τάξη δεν ενδιαφέρεται να δημιουργήσει πλούτο, δεν αντιλαμβάνεται την ακόρεστη δίψα της για πλούτη σαν συσσώρευση κεφαλαίου, σαν παραγωγική επανεπένδυση της υπεραξίας. Αδιαφορεί για την παραγωγή, δεν διακινδυνεύει το κομπόδεμα της στο στήσιμο εργοστασίων, ή στον εκσυγχρονισμό της γεωργίας. Συγκροτείται ως τάξη γύρω από την νομή του κρατικού μηχανισμού, ο οποίος γρήγορα θα περιοριστεί στα καθήκοντα της αποικιοκρατικής διοίκησης, στην διασφάλιση υποδομών για το ξένο κεφάλαιο και την αναπαραγωγή του. Σε αυτό το πλαίσιο η ξένη βοήθεια κατευθύνεται στις εντυπωσιακές κατασκευές στην πρωτεύουσα. Οι πολυτελείς καταναλωτικές συνήθειες των νεόπλουτων αυξάνουν το δημόσιο χρέος. Εμπιστεύονται λιγότερο το νέο κράτος που οι ίδιοι έφτιαξαν, από ξένο κεφάλαιο και επενδύουν τα κέρδη τους στο εξωτερικό. Δεν διακατέχονται από το παλιό ασκητικό ιδεώδες των πρωτοπόρων Ευρωπαίων καπιταλιστών που δημιούργησαν – πάνω στο αίμα και τα δάκρυα των εργατών – την βιομηχανική κοινωνία. Το ήθος τους είναι ηδονιστικό, το ήθος των σύγχρονων αστών της μητρόπολης, όχι γιατί – όπως λέει σαρκαστικά ο Φανόν – πέρασαν μ’ ένα πήδημα τα ενδιάμεσα στάδια. Στην πραγματικότητα άρχισαν από το τέλος.
Ο ρόλος της εργατικής τάξης
Η οργανωμένη (σε συνδικάτα στην περίπτωση μας) εργατική τάξη – η άλλη τάξη που στον καπιταλισμό μπορεί να εγείρει ηγεμονικές αξιώσεις – πήρε δραστήρια μέρος στον εθνικό αγώνα. Οι απεργίες της υπήρξαν κορυφαία στιγμή της πάλης (στην Σενεγάλη τα συνδικάτα των σιδηροδρομικών ξεκίνησαν τον εθνικό αγώνα). Δεν μπόρεσε όμως να αρθρώσει μια κοινωνική συμμαχία γύρω της κατά την διάρκεια του αγώνα, θεωρείτο σχετικά προνομιούχα και πιεζόταν από ένα τεράστιο εφεδρικό στρατό, που συγκεντρωνόταν στις παραγκουπόλεις. Μετά την απελευθέρωση, ξεκομμένη από την ύπαιθρο, συντρίφτηκε εύκολα στην σύγκρουση της με την αστική τάξη, όταν διεκδίκησε έναν ανεξάρτητο πολιτικό ρόλο. Ο Φανόν θεωρούσε τυπικό λάθος των εθνικιστών την προνομιακή απεύθυνση στους εργάτες και έγραφε:
«Το σημειώσαμε πολλές φορές: στα αποικιακά εδάφη το προλεταριάτο είναι το μέρος του αποικιοκρατούμενου λαού που περιποιείται περισσότερο το αποικιακό καθεστώς. Το εμβρυακό προλεταριάτο των πόλεων είναι σχετικά προνομιούχο. Στις καπιταλιστικές χώρες το προλεταριάτο δεν έχει τίποτα να χάσει… Στις αποικιοκρατούμενες χώρες το προλεταριάτο έχει να χάσει τα πάντα. Πραγματικά αποτελεί το μέρος του αποικιοκρατούμενου λαού που είναι απαραίτητο και αναντικατάστατο για την καλή λειτουργία της αποικιακής μηχανής: οδηγοί τραμ, ταξί, ανθρακωρύχοι, λιμενεργάτες, διερμηνείς, νοσοκόμοι κλπ. είναι τα στοιχεία που αποτελούν την πιο πιστή πελατεία των εθνικιστικών κομμάτων και που με προνομιούχα θέση που κατέχουν στο αποικιοκρατικό σύστημα αποτελούν το “αστικό” μέρος του αποικιοκρατούμενου λαού». (Της γης οι κολασμένοι, εκδ. Κάλβος σελ. 85-86).
Ανάλογες παρατηρήσεις θα μπορούσαν να διατυπωθούν 50 χρόνια πριν για το Ρωσικό ή το Κινέζικο προλεταριάτο. Μήπως το τελευταίο, αν και νικήθηκε στις εξεγέρσεις του 1925 – 27, δεν γονιμοποίησε πρόσφορα το όλο επαναστατικό κίνημα; Μήπως στις μέρες του Φανόν είχε περάσει πια ο καιρός της εργατικής τάξης; (Η μήπως δεν είχε έρθει ακόμα). Τα εθνικά αφρικανικά συνδικάτα είχαν μια στενή σχέση με τα μητροπολιτικά συνδικάτα και δεχόταν την επιρροή τους, υφίσταντο στην νεότητα τους τις επιπτώσεις της γήρανσης και της παρακμής του παλιού εργατικού κινήματος της Ευρώπης, τις συνέπειες μίας ήττας σε μια μάχη που τα ίδια δεν είχαν προλάβει να δώσουν. Άλλωστε την δεκαετία του 50 το διεθνές επαναστατικό πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης (κομουνιστές – αναρχικοί) είχε χάσει πλέον την ορμή του και τον ανεξάρτητο ηγεμονικό του ρόλο.
Ο πρωτο-εθνικός χαρακτήρας των μετααποικιακών Αφρικανικών κρατών.
Σχηματίζονται έτσι οι αδρές γραμμές των χαρακτηριστικών μιας διαδεδομένης μορφής κοινωνίας στην μεταποικιακή Αφρική. Οι Αμπντουλάχ Λαρουί και Ζαν Ζήγκλερ για να την περιγράψουν χρησιμοποίησαν εύστοχα την έννοια πρώτο-έθνος [από την λέξη πρώτος: στοιχειώδης, πρωτόγονος]. Αυτή η έννοια κατά την γνώμη μας στην εποχή της “παγκοσμιοποίησης” αποκτά μια ευρύτερη σημασία μέσα και έξω από την Αφρική.
Το πρώτο-έθνος είναι μια ετερογενής κοινωνία, όπου η εξουσία είναι μόνιμο αντικείμενο αγώνων, διαπραγματεύσεων και συναλλαγών, η ενότητα της υφίσταται στην βάση ενός συνεχώς επαναδιαπραγματεύσιμου συμβολαίου. Διαπραγματεύονται δυτικοποιημένες ελίτ με τις παραδοσιακές ιεραρχίες ή τους γόνους των παλαιών βασιλικών δυναστειών, στρατιωτικοί με τις τοπικές εμπορικές αστικές τάξεις και τους προύχοντες της υπαίθρου, δικτάτορες μ’ ένα πλήθος θρησκευτικών τοπικών και εθνικών παραεξουσιών, θεσμικοί παράγοντες με το οργανωμένο έγκλημα κ.ο.κ. Στο πρώτο-έθνος η διάκριση δημόσια / ιδιωτική κοινωνία είναι ασαφής. Μεγάλο μέρος της πολιτικής εξουσίας διαφεύγει της “δημόσιας” σφαίρας, χάνεται και διασκορπίζεται στους λαβύρινθους της “ιδιωτικής” κοινωνίας, στα διάφορα αποσυνδεδεμένα ή χαλαρά συνδεδεμένα επίπεδα του κοινωνικού.
Το πρώτο-έθνος επιδιώκει – ευκαιρίας δοθείσης – να βελτιώσει τη θέση του στο ιμπεριαλιστικό πλέγμα. Χρησιμοποιεί γλώσσα εθνικιστική, ανεξαρτησιακή, διεκδικητική ακόμα και “επαναστατική”. Σε συνεδρία και σε συνδιασκέψεις οι “πρωτοεθνικοί σατράπες” κερδίζουν τα χειροκροτήματα των τροφίμων των μη-κυβερνητικών οργανώσεων αλλά και διαφόρων “αφελών” Ευρωπαίων αριστερών. Σε κατοπινούς καιρούς θα πάρουν μέρος στο κίνημα για μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση και ίσως μπορέσουν να φιλοξενήσουν στην χώρα τους και ένα παγκόσμιο κοινωνικό φόρουμ.
Ωστόσο το πρώτο-έθνος δεν έχει το βάθος που θα του επέτρεπε ένα αυτόνομο ιστορικό πεπρωμένο. Ζει κατά παραχώρηση, είναι δημιούργημα της συγκυρίας, αποκτά ή χάνει την κρατική του οντότητα ανάλογα με τις επιλογές του ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Οι συμμαχίες του είναι ρευστές και εξαιρετικά ευμετάβλητες. Οι χωροφύλακες της Κατάγκα, οι φονιάδες του Λουμπούμπα, το 1961 -1965 πολεμούν στο πλάι των Ευρωπαίων μισθοφόρων εναντίον των επαναστατικών δυνάμεων. Το 1975 ως πρόσφυγες στην Αγκόλα προσχωρούν στο φιλοσοβιετικό MPLA και πολεμούν στο πλευρό των Κουβανών.
Αυτός ο sui generis σχηματισμός, που μελετήθηκε και πήρε το όνομα του στην “καθυστερημένη” Αφρική, διαδίδεται σήμερα σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Στη γειτονιά μας, τα Βαλκάνια έχουν γεμίσει πρωτο-έθνη, παντού, ακόμα και τα παλιά έθνη-κράτη αποχτούν, στις μέρες μας, τα χαρακτηριστικά του πρωτο-έθνους. Η πολιτική οικονομία του πρωτο-έθνους για τον Ζαν Ζήγκλερ στηρίζεται στο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο (επενδύσεις στους φυσικούς πόρους της χώρας, δανεισμός) και στην παρουσία μιας κρατικής αστικής τάξης, η οποία σπαταλά την ξένη “βοήθεια” και καρπώνεται την “υπεραξία του κράτους”, που εξασφαλίζει τις ελάχιστες αναγκαίες υποδομές και προστασία για τις ξένες επενδύσεις απομυζώντας τους ντόπιους. Η άποψη του βρίσκεται κοντά με την δική μας, όπως την διατυπώσαμε στο σχεδίασμα για μελέτη “Η ηγεμονία των ΗΠΑ” (2001, αδημοσίευτο). Γράφαμε ότι την εποχή της παγκοσμιοποίησης, το διεθνές κεφάλαιο διαπραγματεύεται με τα κράτη-έθνη από μια εξωτερική ως προς αυτά θέση. Τα κράτη-έθνη ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να του πουλήσουν ή να του ενοικιάσουν ζώνες για την εκδίπλωση των παραγωγικών και κερδοσκοπικών του δραστηριοτήτων. Σήμερα, προκειμένου να αυξηθεί η αποδοτικότητα, η παραγωγή αναλύεται σε επιμέρους παραγωγικές διαδικασίες, οι οποίες επιτελούνται σε διαφορετικούς τόπους και χώρες ανάλογα με τις ιδιαίτερες απαιτήσεις τους για υποδομές, φυσικούς πόρους, επίπεδο συλλογικού εργάτη κτλ. Στην παγκόσμια αγορά υφίσταται η ανάγκη χώρων πολλών ταχυτήτων, χώρων μεγάλης διαφοροποίησης και μεγάλης ποικιλίας των σφαιρών παραγωγής-κατανάλωσης. Έτσι η παγκοσμιοποίηση δεν οδηγεί στην ομογενοποίηση αλλά στο μέγιστο δυνατό τεμαχισμό. Το κράτος – έθνος καταλήγει να είναι ο συλλογικός ιδιοκτήτης ενός τόπου ή τόπων παραγωγής και κατανάλωσης που αναζητούν ενοικιαστή. Το διεθνοποιημένο κεφάλαιο πληρώνει στο κράτος την ανταλλακτική αξία της υποδομής, (κάποια από) τα έξοδα για την αναπαραγωγή του συλλογικού εργάτη και μια πρόσοδο για τους φυσικούς πόρους.
Η πρωτοεθνική αστική τάξη είναι μέρος της υπερεθνικής ελίτ. Υιοθετεί τον κοσμοπολίτικο τρόπο ζωής, τα δυτικά καταναλωτικά πρότυπα και εντάσσεται στην κοσμόπολη με μια πολιτιστική και όχι με μια πολιτική (εθνική ή ταξική) ταυτότητα. Το αφρικανικό πρώτο-έθνος με ασαφή εθνική συνείδηση και μικρή αφομοιωτική δύναμη, διχασμένο ανάμεσα σε διαφορετικές εθνοτικές ομάδες και την κουλτούρα τους, καταφεύγει στο φολκλόρ και την πολιτιστική ταυτότητα του αφρικανισμού ή της νεγροσύνης. Και στις άλλες ηπείρους, τα κράτη-έθνη που βλέπουν την δημόσια τους σφαίρα να κενώνεται και την πολιτική εξουσία να διαφεύγει προς τα πάνω και προς τα κάτω (υπερεθνικές ολοκληρώσεις – αποσχίστηκες τάσεις) προσφεύγουν σε υπερεθνικές ιδεολογίες όπως ο Ευρωπαϊσμός, το Ισλάμ, ο Παναραβισμός κ.α. Αυτές, αν και διαφέρουν πολύ μεταξύ τους ως την προέλευση, τα χαρακτηριστικά και την δυναμική, επικαλούνται όλες όχι εθνικές/πολιτικές αλλά πολιτισμικές ενότητες, ανεξάρτητες των κρατικών συνόρων και των χωριστών πολιτικών κοινωνιών. Στο ίδιο πλαίσιο ο Χάντιγκτον μιλάει για σύγκρουση των πολιτισμών. Η κοσμόπολη (η Αυτοκρατορία) είναι πολυπολιτισμική. Το φολκλόρ είναι βασικό στοιχείο του σύγχρονου κοσμοπολιτισμού. Μέσα στην κοσμόπολη ο Αφρικανός αστός είναι πιο κοσμοπολίτης από τον Αμερικανό, τον Γερμανό ή τον Κινέζο αστό.
Οι Αφρικανικές πολιτισμικότητες
Ο Φανόν αναγνώριζε ότι ο Αφρικανός χρειάζεται διπλή συνείδηση (εθνική – αφρικανική), αλλά αμφισβητούσε αυτές τις ταυτότητες στο επίπεδο του πολιτισμού, που τσουβαλιάζουν λαούς, τάξεις κοινωνικούς σχηματισμούς, άτομα, ράτσες. Ήδη στις μέρες του (1961) διαπίστωνε με οδύνη ότι «η αφρικανική ενότητα… που άσκησε τρομερή πίεση στην αποικιοκρατία αποκαλύπτει το πραγματικό της πρόσωπο και κομματιάζεται σε επαρχιωτισμούς μέσα στα πλαίσια μίας και της αυτής εθνικής πραγματικότητας». (Της γης οι κολασμένοι, σελ. 135). Ο Φανόν, παραμένοντας προσηλωμένος στο αστικό – δημοκρατικό παράδειγμα, πίστευε ότι δεν μπορούσε να υπάρξει κουλτούρα για τους αφρικανικούς λαούς, άσχετη με μια συγκροτημένη (έθνος-κράτος) ή υπό διαμόρφωση (εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα) πολιτική κοινωνία. Γι’ αυτόν δεν υπάρχει ζωντανή κουλτούρα χωρίς το υποκείμενο της, χωρίς τον συγκεκριμένο λαό της με όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του, χωρίς την πολιτική του υπόσταση, αυτήν ακριβώς που τον κάνει υποκείμενο.
Ο Φανόν δεν έβλεπε καμία αντίφαση ανάμεσα στον διεθνισμό και τα εθνικοαπελευθερωτικά καθήκοντα. Θεωρούσε ότι «ο εθνικός της χαρακτήρας θα κάνει την κουλτούρα περατή από τις άλλες κουλτούρες και θα της επιτρέψει να επιδράσει, να εισχωρήσει σε άλλες κουλτούρες» και ότι θα επρόκειτο για «λάθος βαρύ σε συνέπειες αν θέλαμε να πηδήξουμε το εθνικό στάδιο… η εθνική συνείδηση που δεν είναι εθνικισμός είναι η μόνη που μπορεί να μας δώσει διεθνή διάσταση… αν η εθνική οικοδόμηση είναι αληθινή συνοδεύεται απαραιτήτως από την ανακάλυψη και την προώθηση διεθνιστικών αξιών» (σελ. 220,222,223, Της γης οι κολασμένοι). Ο Φανόν έβλεπε το έθνος σαν αναντικατάστατη πρόσβαση στην οικουμενικότητα και έγραφε ότι η αδυναμία της εθνικής δημοκρατικής ολοκλήρωσης των πρώην αποικιών, θα οδηγούσε σε ατελεύτητες εθνοτικές συγκρούσεις, στην απελπιστική επιστροφή του πιο απεχθούς και του πιο έντονου σωβινισμού, στο χυδαίο φυλετισμό, στην αναβίωση όλων των ειδών θρησκευτικών ανταγωνισμών.
Και αν τα πράγματα έχουν έτσι, τότε ο κύριος εχθρός προφανώς και δεν είναι ο εθνικισμός (και φυσικά δεν μπορούμε πολεμώντας δήθεν τον εθνικισμό να υποστηρίζουμε όλων των ειδών τους εθνοτισμούς και μαζί την Αυτοκρατορία, όπως κατάντησε να κάνει μέρος της αριστεράς κατά τους Γιουγκοσλαβικούς εμφύλιους). Από την άλλη όμως σήμερα – παρότι 47χρόνια μετά τον θάνατο του οι παρατηρήσεις του Φανόν παραμένουν βάσιμες – ούτε το δικό μας απελευθερωτικό σχέδιο μπορεί να περάσει μέσα από την αναβίωση των αστικών κρατών-εθνών, των αστικών δηλαδή πολιτικών κοινοτήτων, που η ίδια η αστική τάξη τις έχει εγκαταλείψει στην παρακμή
Ο Φανόν γράφοντας το “Της γης οι κολασμένοι”, και ενώ πέθαινε στα τριανταέξι του από καρκίνο, καταλάβαινε καλά το αδιέξοδο. Ήλπιζε (έπρεπε να ελπίζει κάπου), στους αγρότες και στην συμμαχία τους με το λούμπεν προλεταριάτο και τους εξτρεμιστές των εθνικιστικών κομμάτων. Όμως, τουλάχιστον κατά τους νεώτερους χρόνους, οι αγρότες μπόρεσαν να παίξουν ένα ρόλο στην ιστορία μόνο σε συμμαχία – περισσότερο ή λιγότερο ετεροβαρή – είτε με την εργατική τάξη είτε με μία ιντελιγκέντσια, αστικής ή πρώτο-αστικής προέλευσης. Πάλι, και για τις δύο περιπτώσεις, προϋποτίθεται μια ελάχιστη βάση αστικής ανάπτυξης. Η συμμετοχή των αγροτών, πάντα σε συμμαχία με άλλες τάξεις και κοινωνικά στρώματα, υπήρξε καθοριστική σε πολλές επαναστάσεις του 20ου αι., ιδιαίτερα διαφωτιστική είναι η σύγκριση με την κινέζικη επανάσταση. Καθοριστικός για την επιτυχία της τελευταίας ήταν ο ρόλος μιας ιντελινγκέντσιας, η οποία συνδύαζε την προέλευση από τα ταχέως αναπτυσσόμενα αστικά στρώματα των παραλιών, το μπόλιασμα από ένα δυναμικό εργατικό κίνημα στην άμεση συνέχεια της Ρωσικής επανάστασης, την εικονοκλαστική (δες πολιτιστική επανάσταση) και χωρίς αναστολές (ο Σουν Γιάτ Σεν δεν δίστασε να γίνει Χριστιανός για να εμβαθύνει…) προσχώρηση στον δυτικό πολιτισμό, και το γερό στήριγμα που έδινε η τρομερή παράδοση των λόγιων. Οι δύσμοιροι Αφρικανοί που άραγε μπορούσαν να πατήσουν;
Ιστορικά, το πέρασμα από μια υπό κατάρρευση παραδοσιακή κοινωνία στον κομμουνισμό αποδείχθηκε ανέφικτο. Σήμερα την περιοχή που μπορεί να παίξει τον μεσσιανικό ρόλο που ευαγγελιζόταν ο Φανόν για τον Τρίτο κόσμο, ίσως πρέπει να την αναζητήσουμε στην Κίνα και την Ινδία: δηλαδή χώρες οι οποίες τείνοντας να πραγματώσουν την αστική ολοκλήρωση τους, έχουν συμβάλει στη γέννηση μιας εργατικής τάξης που έχει τις ποιοτικές και ποσοτικές προδιαγραφές να πρωταγωνιστήσει στο μεγάλο παιχνίδι του κόσμου (θα το κάνει όμως;).
Θεωρητικά, στην Αφρική μια γραφειοκρατία στο όνομα του σοσιαλισμού, θα μπορούσε να κερδίσει το στοίχημα μιας επιτυχημένης πρωταρχικής συσσώρευσης, της δημιουργίας μίας σχετικά ανεπτυγμένης οικονομικής βάσης, ενός ευάριθμου προλεταριάτου, με δυο λόγια να συμβάλλει στην γέννηση μιας αστικής και ει δυνατόν δημοκρατικής κοινωνίας.. Τα κατάλληλα θεωρητικά και ιδεολογικά εργαλεία προσέφερε ένας “μαρξισμός” δουλεμένος κατάλληλα από την δεύτερη και τρίτη Διεθνή, προς εξυπηρέτηση μάλιστα μιας κρατικής ιδεολογίας που ήταν ταυτόχρονα δυτική (αναγκαία η υιοθέτηση του προηγμένου δυτικού πολιτισμού) και αντιφατική (ανάγκη αυτοπροσδιορισμού σε αντιπαράθεση με την Δύση των νέων αστικών τάξεων ). Και σε αυτά την εκδοχή ο απολογισμός, αν και μπορεί να διαφέρει από χώρα σε χώρα, σε γενικές γραμμές είναι πολύ φτωχός. Ακόμα και εκεί που υπήρξε μακροχρόνιος απελευθερωτικός αγώνας, ανάδυση θεσμών λαϊκής αυτοεπίγνωσης και επίμονες μορφωτικές εκστρατείες κατά την διάρκεια του λαϊκού πολέμου, μετά την απελευθέρωση το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα ήταν ελάχιστα διαφορετικό (έτσι ή αλλιώς, δύσκολα θα μπορούσε να πάρει άλλη τροπή η κατάσταση λαμβανόμενης υπόψη και της γενικευμένης αναδιάρθρωσης του παγκόσμιου καπιταλισμού από την δεκαετία του 70 και μετά).
Πάντως φαίνεται ότι η ηθική των λεγόμενων συστημάτων “τιμής και ντροπής”, τυπική για τις παραδοσιακές χωρίς κράτος κοινωνίες, δεν μπορεί να δώσει την συνοχή και αποτελεσματικότητα που χρειάζεται η τεράστια γραφειοκρατία του σύγχρονου κράτους. Ίσως οι Αφρικανοί υφίστανται ένα έλλειμμα της “πλεονάζουσας απώθησης” (όπως την όρισε ο Μαρκούζε) και στερούνται τις πολιτισμικές αρετές που προέρχονται από την φοβερή ορθοπεδική, στην οποία υπέβαλλε τα πλήθη επίμονα και για χιλιετηρίδες ο ασκητικός ιερέας του Νίτσε. Από αυτής της πλευράς το Ισλάμ, όχι στην φωτισμένη αλλά στην πιο “απεχθή” καταπιεστική του εκδοχή, μήπως επιτελεί ένα πραγματικά νεωτερικό έργο; Μήπως είναι ο Προτεσταντισμός του Τρίτου κόσμου; Γιατί θυμόμαστε μόνο την Γαλλική από τις αστικές επαναστάσεις και ξεχνάμε τον σπουδαίο ρόλο που έπαιξαν οι φανατικές θρησκευτικές σέκτες στην Αγγλική και την Αμερικανική επανάσταση αλλά και στην ίδια την ανάδυση της νεωτερικότητας;
Οι Αφρικανοί για χιλιετηρίδες ζούσαν ευτυχείς, ενώ από την Κίνα μέχρι την Ευρώπη στα χωράφια, στις δημόσιες και τα κανάλια κείτονταν τα θύματα της πείνας, των λιμών και των σφαγών, ενώ στους αγροτικούς δρόμους, στις πύλες και στις πλατείες των πόλεων υψώνονταν ικριώματα πάνω στα οποία στήνονταν τα κατακρεουργημένα πτώματα των εκτελεσμένων. Οι Αφρικανοί ζούσαν στην μυθική “Χρυσή Εποχή”, που ονειρεύονταν οι καταπιεσμένοι της Ευρασίας. Όμως τελικά ούτε οι Αφρικανοί μπόρεσαν να ξεφύγουν, ήταν προνομιούχοι αλλά τώρα τους ζητούν να πληρώσουν τον λογαριασμό. «Στον αστερισμό του δήμιου συντελέστηκε η ανάπτυξη του πολιτισμού…. δεν μπορεί κανείς να καταργήσει τον τρόμο και να του μείνει ο πολιτισμός», έγραφαν οι Αντόρνο – Χορκχάιμερ. Κανένας δεν γλυτώνει από εκείνο τον κακό Θεό τον Δημιουργό, που περιέγραφε η κοσμολογία των αρχαίων Γνωστικών.
Η Αφρική χρειάζεται μια μαζική εισδοχή πόρων και τεχνολογίας από το εξωτερικό για να ορθοποδήσει. Σήμερα η ξένη “βοήθεια” και ο ένοπλος ανθρωπισμός των δυτικών την βυθίζει ακόμα χειρότερα στο χάος. Ο Φάνον ζήταγε σωστά “πολεμικές αποζημιώσεις” για τα εγκλήματα της αποικιοκρατίας. Αυτές οι αποζημιώσεις όμως δεν πρόκειται να καταβληθούν όσο η σημερινή παγκόσμια αστική τάξη εξακολουθεί να θριαμβεύει κυνικά.
Στις τεράστιες παραγκουπόλεις του Ναϊρόμπι, του Γιοχάνεσμπουργκ και του Λάγκος οι κολασμένοι αυτοοργανώνονται και είναι οπλισμένοι. Οι στοιχειακές δυνάμεις της εξέγερσης υφίστανται, η φλόγα μέσα στις στάχτες σιγοκαίει. Η λάμψη της βέβαια δεν φτάνει ή φτάνει με δυσκολία στα φόρουμ που αγωνίζονται για μια “εναλλακτική παγκοσμιοποίηση”, ακόμα και όταν αυτά φιλοξενούνται στην Αφρική. Αλλά ο αφρικανός Πουγκατσώφ υπάρχει λίγο – πολύ παντού. Του λείπει ακόμα η τόσο κρίσιμη συμμαχία με την φιλοσοφία μια και οι Αφρικανοί διανοούμενοι έχουν εγκαταλείψει τις χώρες τους για να ζήσουν στις μητροπόλεις του καπιταλισμού. Πουθενά αλλού αυτό δεν έχει συμβεί σε τέτοια κλίμακα.
Οι νέες τεχνολογίες διαδίδονται εντυπωσιακά σ’ όλη την ήπειρο, φέρνουν την πόλη στο χωριό και σπάζουν την παραδοσιακή απομόνωση της υπαίθρου. Οι Αφρικανοί εργάτες (όπως και οι Ευρωπαίοι) είναι ακόμα ζαλισμένοι, αλλά αποτελούν παντού μια υπαρκτή κοινωνική δύναμη. Δεν υπάρχει πια η αντιιμπεριαλιστική ρητορεία της πρωτοεθνικής αστικής τάξης που τους τράβηξε στην ουρά της την εποχή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, οι πρώτες ύλες που παράγουν ταξιδεύουν συχνά για την μακρινή Ανατολή, εκεί όπου ένα όλο και πιο συμπαγές, όλο και πιο πολυάριθμο και με πλούσια επαναστατική παράδοση προλεταριάτο σχηματίζεται…. Ίσως θα έρθει ξανά ο καιρός μας.
* Συγγραφέας
*** Προτείνουμε θερμά το βιβλίο του Φρανς Φανόν ‘’Της γης κολασμένοι’’ εκδ. Κάλβος. Πρόκειται ένα από τα μείζονα έργα της επαναστατικής γραμματείας αλλά και γενικότερα της πολιτικής φιλοσοφίας στον 20ο αιώνα. Είναι το βασικό κείμενο αναφοράς των Αφρικανών και Αφροαμερικανών επαναστατών, ενέπνευσε από τον Τσε Γκεβάρα μέχρι τους Μαύρους Πάνθηρες, σχολιάστηκε από την Χάνα Άρεντ και γνωρίζει σήμερα μια νέα δημοσιότητα στις διαπολιτισμικές σπουδές, αν και δυστυχώς παραμένει σχετικά άγνωστο στο ριζοσπαστικό κοινό της χώρας μας.