“Ο Λαός ο άριστος κυβερνήτης ή Ένα σχέδιο περί διακυβερνήσεως το οποίο θεμελιώνεται στις δίκαιες αρχές της φυσικής ελευθερίας” – Ανωνύμου, εκδόσεις Οκτώ, 81 σελίδες (Δεκ. 2019). Πρόλογος-μετάφραση: Φ. Παιονίδης.
“Αθηναίοι Δημαγωγοί: ανασκευάζοντας ένα αντιδημοκρατικό στερεότυπο” – Φ. Παιονίδης – Ν. Γιαννακόπουλος, εκδόσεις Οκτώ, 104 σελίδες (Μάρ. 2018)
γράφει ο Χρίστος Δαγρές,
Οι εκδόσεις Οκτώ διαθέτουν μία αρκετά δυναμική σειρά πολιτικών βιβλίων που ξεφεύγει από την πεπατημένη των πολυεκδοθέντων μελετητών, φωτίζοντας το δημοκρατικό φαινόμενο από διαφορετικές -και απροσδόκητες, ίσως- οπτικές γωνίες. Επέλεξα για τη βιβλιοπαρουσίαση αυτή δύο σχετικά μικρά σε μέγεθος αλλά πλούσια σε περιεχόμενο και αξία βιβλία που αναφέρονται στο αγαπημένο μου ζήτημα: τις σχέσεις εκλογέων και εκλεγμένων και με ποιο θεσμικό τρόπο μπορούν οι πρώτοι να παραμείνουν στη θέση του εντολέα ώστε να μη μετατραπούν σε εντολοδόχους των πολιτικών – ένα φαινόμενο ανησυχητικά επίκαιρο στη μεταμοντέρνα, “φιλελεύθερη δημοκρατία”.
Το πρώτο βιβλίο βασίζεται σε ένα ανώνυμο πολιτικό φυλλάδιο που είχε κυκλοφορήσει στην Αμερική μετά την έναρξη της Επανάστασης το 1775. Επρόκειτο για μια εξαιρετικά γόνιμη περίοδο παραγωγής πολιτικής σκέψης καθώς βρισκόταν σε εξέλιξη ένα κοινωνικό πείραμα που έμελλε να αλλάξει (άλλοτε προς το καλύτερο, άλλοτε προς το πολύ χειρότερο) την πορεία της Ανθρωπότητας στους επόμενους αιώνες. Ήταν η εποχή όπου οι πρώην αποικίες στην Αμερική μετεξελίσσονται σε “Πολιτείες”, δηλαδή σε αυτόνομες πολιτικές οντότητες που έμελλε να σχηματίσουν τη συνομοσπονδία. Στο πλαίσιο αυτό παρήχθη τότε πληθώρα πολιτικών κειμένων με τη μορφή άρθρων, δοκιμίων, φυλλαδίων, ανακοινώσεων, ψηφισμάτων και επιστολών, άλλοτε άλλης ποιότητας και απήχησης, τα οποία πραγματεύονταν τις βασικές αρχές, τα πολιτικά όργανα και το κανονιστικό πλαίσιο που θα διέπει τη λειτουργία τους, αυτόνομα και ως σύνολο (*).
Το συγκεκριμένο κείμενο φαίνεται πως δημοσιεύτηκε με αφορμή το προσωρινό σύνταγμα της πολιτείας του Νιου Χαμσάϊρ για να συνοψίσει και να επιχειρηματολογήσει υπέρ των διαμαρτυριών που προέρχονταν κυρίως από 11 πόλεις στα δυτικά της Πολιτείας. Οι κοινότητες αυτές αντιδρούσαν στον τρόπο επιλογής αντιπροσώπων με αφορμή τη διαμόρφωση του Πολιτειακού Συντάγματος και για τη μετάθεση μέρους των πολιτικών εξουσιών σε ένα όργανο που δεν εκλέγονταν άμεσα από τους πολίτες. Το κείμενο αποδίδεται στον Bezaleel Woodward διδάσκοντα και ανώτατο υπάλληλο του κολεγίου Dartmouth στο Ανόβερο του δυτικού Ν. Χαμσάϊρ και σημαίνουσα πολιτική προσωπικότητα της περιοχής.
Αν και παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με το ψήφισμα διαμαρτυρίας που είχαν εκδόσει νωρίτερα οι 11 πόλεις, το κείμενο δεν είναι περιορισμένης εμβέλειας αλλά περιλαμβάνει ιδέες και αρχές που πρέπει να τύχουν γενικότερης προσοχής και αξιολόγησης καθώς φωτίζουν τις αιτίες που οδήγησαν στα σημερινά αδιέξοδα του Αντιπροσωπευτικού Κοινοβουλευτισμού και τη μετεξέλιξη του σε οιωνεί εκλόγιμη Ολιγαρχία που εξυπηρετεί τα συμφέροντα “πολιτικών καρτέλ” (**). Η κεντρική ιδέα του βιβλίου μπορεί να συνοψιστεί στο παρακάτω απόσπασμα από τις οδηγίες που έδιναν οι πολίτες του Ανόβερου στους εκπροσώπους τους, και το οποίο έχει ως πηγή αναφοράς το φυλλάδιο αυτό “… όλοι οι φορείς εξουσίας θα πρέπει στο μέτρο του δυνατού να εξαρτώνται από τον λαό της επαρχίας ή της περιοχής όπου ασκούν εξουσία”. Όπως γράφει στο φυλλάδιο “Οι ελευθερίες ενός λαού διαφυλάσσονται κατά κύριο λόγο – ίσως και απόλυτα – με το να έχει τον έλεγχο αυτών των δύο εξουσιών”, αναφερόμενο στη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, τις οποίες προϋποθέτει σε άλλο σημείο ότι πρέπει να είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους.
Με βάση την αρχή αυτή στη συνέχεια ο Ανώνυμος αποδομεί το αντεπιχείρημα -αρκετά δημοφιλές μεταξύ των ελίτ αλλά εξίσου αστήριχτο μέχρι και στις μέρες μας- ότι οι πολίτες δεν έχουν την ικανότητα να επιλέξουν τους φορείς της εκτελεστικής εξουσίας (όπως δικαστές, σερίφηδες και άλλα όργανα). Ο Ανώνυμος αναρωτιέται πως είναι δυνατόν οι ίδιοι που υποστηρίζουν ότι ο λαός έχει την κατάλληλη σοφία και γνώση να επιλέγει νομοθέτες αλλά όχι αυτούς που θα εκτελέσουν τα νομοθετήματα των πρώτων! Ο παραλογισμός του αντεπιχειρήματος αυτού γίνεται ακόμη πιο προφανής σήμερα καθώς οι ίδιοι που το επικαλούνται συνήθως είναι επαγγελματίες πολιτικοί που ζητούν την ψήφο των πολιτών, θεωρώντας τους ικανούς να επιλέξουν σωστά και να τους στείλουν στο Κοινοβούλιο.
Η διορατικότητα του Ανωνύμου ως προς την ανάγκη συνεχούς ελέγχου των πολιτικών αντιπροσώπων από τους πολίτες φαίνεται επίσης από τη διαπίστωση ότι οι αντιπρόσωποι των πολιτών δεν μένουν ανεπηρέαστοι από τα προσωπικά τους συμφέροντα αλλά συνήθως κρίνουν έχοντας αυτά ως πρώτο γνώμονα. Επομένως, αν αφεθούν με μειωμένο έλεγχο ποιος θα τους εμποδίσει ώστε να έρθουν σε συνεννόηση μεταξύ τους και να διευρύνουν νομοθετικά τα προνόμια και τις εξουσίες τους, σε βάρος των πολιτών; Αυτό αποτελεί και τον πυρήνα της ιδέας του “πολιτικού καρτέλ” που δρα ανεξέλεγκτα και ιδιοτελώς, αλλά πάντα στο όνομα “του λαού”. Για το λόγο αυτό ο Ανώνυμος είναι καθέτως αντίθετος στη μεταφορά εξουσιών σε φορείς μη εκλεγόμενους απευθείας από τους πολίτες (όπως συμβαίνει με τη μεταφορά εξουσιών στην Ε.Ε., σε “ανεξάρτητους” φορείς, σε υπερεθνικούς οργανισμούς ή σε μη-κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), δηλαδή σε κάθε είδους υποτιθέμενα “τεχνοκρατική” ομάδα η οποία όμως στερείται δημοκρατικής λογοδοσίας). Άλλες προτάσεις που προσπαθούσαν να απαντήσουν στο έλλειμμα λογοδοσίας την εποχή εκείνη ήταν ο περιορισμός στο ένα έτος της θητείας των αντιπροσώπων, η άμεση ενημέρωση των πολιτών για τις αποφάσεις που ελήφθησαν και η υποχρέωση των αντιπροσώπων να δέχονται και να συμμορφώνονται με τις οδηγίες που στέλνουν οι εκλογείς τους για σημαντικά πολιτικά ζητήματα.
Το δεύτερο βιβλίο, οι “Αθηναίοι Δημαγωγοί”, εμπλέκεται σε έναν ενδιαφέροντα όσο και γοητευτικό διάλογο με το προηγούμενο, εξετάζοντας το ίδιο θέμα από μία άλλη οπτική. Παρά την τεράστια γεωγραφική αλλά και χρονική απόσταση, τα δύο βιβλία μιλάνε για το ίδιο αίτημα, το δικαίωμα των πολιτών στην πραγματική δημοκρατία και τα εμπόδια που ορθώνουν οι ελίτ για να μην το ασκήσουν.
Οι συγγραφείς δηλώνουν εξαρχής το στόχο του βιβλίου: την ακύρωση του πολιτικά φορτισμένου, αρνητικού προσήμου που έχει αποδοθεί στους Αθηναίους δημαγωγούς, ειδικά από συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων σε κρίσιμα κομβικά σημεία της Ιστορίας όπως π.χ. μετά τη Γαλλική Επανάσταση (ειδικά σε Αγγλία και Γερμανία όπου οι τοπικές αριστοκρατίες έννοιωθαν τις ιδεολογικές πιέσεις από τα κατώτερα οικονομικά στρώμματα) και στην Αμερική την περίοδο μετά την Επανάσταση. Η ιστορική αναδρομή αυτή είναι απαραίτητη καθώς εξηγεί τα κίνητρα όσων εσκεμμένα οικοδόμησαν την ψευδή αυτή εικόνα. Όλα φαίνεται να ξεκινούν από τον Πλούταρχο, ο οποίος όμως κάνει μια ουσιαστική και ενδιαφέρουσα διάκριση μεταξύ του “δημαγωγού” και του “δημοκόπου” η οποία δυστυχώς περνάει απαρατήρητη στη συνέχεια, ειδικά στη Δυτ. Ευρώπη.
Στην προσπάθεια αυτή δεν είναι μόνοι τους οι συγγραφείς. Υπάρχει μια σημαντική, αν και περιορισμένη στον ακαδημαϊκό χώρο, ομάδα μελετητών που έχουν αποκαταστήσει την εικόνα των δημαγωγών, ανατρέχοντας στις πηγές και απομακρύνοντας τα ιδεολογικά βάρη που τους έχουν επισυσσωρεύσει μέσα στο χρόνο οι εχθροί της (πραγματικής) Δημοκρατίας. Στο πλαίσιο αυτό αποσαφηνίζουν τα πραγματικά γεγονότα, φωτίζουν διαστρεβλώσεις και μύθους και επαναφέρουν την κριτική στα πραγματικά της όρια.
Μετά την ιστορική αναδρομή, οι συγγραφείς επιλέγουν να απαντήσουν στις κατηγορίες σε τρία κεφάλαια. Στην αρχή απαντούν στην κατηγορία για παντοδυναμία των δημαγωγών, αποδεικνύοντας ότι η αμεσοδημοκρατική δομή και οι δικλίδες που είχε το νομοθετικό σύστημα της Αθήνας λειτουργούσε αποτελεσματικά ενάντια στην υπερσυγκέντρωση δύναμης σε λίγα άτομα, ενώ υπήρχαν αυστηρές ποινές σε όσους παραπλανούσαν το Δήμο.
Το δεύτερο κεφάλαιο απαντά στην κατηγορία για επιλήψιμες τακτικές από τους δημαγωγούς. Είναι ίσως η πιο διαδεδομένη και πρόχειρη κατηγορία εναντίον τους που περιλαμβάνει εξαγορά ψήφων, δωροληψία, επικοινωνιακά τεχνάσματα, ύφος και τρόπο άσκησης πολιτικής, στόχευση στο βραχυπρόθεσμο όφελος έναντι του μακροπρόθεσμου και, το δημοφιλέστερο, “λαϊκισμό”, δηλαδή την κολακεία των πολλών. Είναι ίσως το μεγαλύτερο όλων καθώς με μεθοδικότητα οι συγγραφείς απαντούν σε όλες τις κατηγορίες, ανατρέχοντας στις πηγές. Εντυπωσιακή και λεπτομερής είναι ειδικότερα η απάντηση στις κατηγορίες για “λαϊκισμό” και για βραχυπρόθεσμους στόχους καθώς τα γεγονότα δείχνουν μία εντελώς διαφορετική ιστορία.
Τέλος, το τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται στην κριτική φιλοσόφων όπως ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας για τον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας, δίνοντας έμφαση στην κατηγορία για δημαγωγική απόπειρα υφαρπαγής των περιουσιών των ευπορότερων κατοίκων της πόλης. Οι συγγραφείς αναφέρονται ειδικά στο αθηναϊκό παράδειγμα, το οποίο είχε νομικούς κανόνες που απαγόρευαν τη διαγραφή χρεών και τον αναδασμό της γης, επισημαίνοντας έτσι ότι η πλειοψηφία των φτωχών κατοίκων δεν προσδοκούσαν στην αρπαγή των περιουσιών (με ή χωρίς την επίδραση των “δημαγωγών”) αλλά στην ισότιμη συμμετοχή στα κοινά. Υπέρ της λογικής αυτής συνηγορεί το γεγονός ότι η λειτουργία της πόλης και η ανάδειξη του “κοινού καλού” για τους πλούσιους κατοίκους εκφραζόταν όχι ως καταναγκασμός αλλά ως δημόσια εκτίμηση της εθελούσιας προσφοράς του εύπορου προς την πόλη και το δήμο, φιλοτιμία που μπορούσε να πάρει πολλές μορφές, από τον εξοπλισμό μίας τριήρης μέχρι τις θεατρικές χορηγείες.
Τα βιβλία είναι σύντομα, καλογραμμένα και ευκολοδιάβαστα και εξαιρετικά χρήσιμα. Ξεδιπλώνουν ένα τρόπο σκέψης και δημοκρατικής λειτουργίας που αν και απέχουν χρονικά και τοπικά από τη σημερινή κατάσταση της Ελληνικής Δημοκρατίας εντούτοις είναι επίκαιρα γιατί αναφέρονται σε βασικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης που βρίσκονται (και θα βρίσκονται) πάντα σε ισχύ, παρά τις βολονταριστικές μεγαλοστομίες “περί προόδου”, ιδρυτικό μύθο της μεταμοντέρνας μαζικοδημοκρατίας. Σίγουρα δεν εξαντλούν το ζήτημα, όμως το φωτίζουν με τρόπο πρωτότυπο και απροσδόκητο. Υπό το πρίσμα αυτό, είναι όχι μόνο εξαιρετικά επίκαιρα αλλά και ανησυχητικά “άβολα” για όσους έχουν αγκιστρωθεί στο κυρίαρχο αφήγημα των ελίτ “οι ειδικοί ξέρουν καλύτερα”.
(*) Αναλυτικότερα για το επικρατούν ιδεολογικό δίπολο μεταξύ των Ιδρυτικών Πατέρων της υπό διαμόρφωση νέας “Δημοκρατίας”, την αποτυχία του μοντέλου των εκλεγμένων πολιτικών ως (αυτόκλητων) “προστατών” των πολιτών και τη μεταρρύθμιση των αρχών του 20ου αιώνα με τη θεσμοθέτηση αμεσοδημοκρατικών πολιτειακών θεσμών στις περισσότερες Πολιτείες, μπορείτε να ανατρέξετε στο παλαιότερο άρθρο μου στο Cognosco “Η Άμεση Δημοκρατία και οι ΗΠΑ”.
(**) Για τη μετεξέλιξη του Κοινοβουλευτισμού σε εκλόγιμη Μοναρχία έχει αναφερθεί διεξοδικότατα ο τ. πρύτανης κ. Κοντογιώργης, ειδικά στο magnum opus του για “Το Ελληνικό Κοσμοσύστημα” (5 τόμοι). Η έννοια του πολιτικού καρτέλ αποτελεί κεντρική πολιτική του ολλανδικού κόμματος “Φόρουμ για τη Δημοκρατία” και αναφέρεται στην ύπαρξη κλειστής ομάδας μερικών χιλιάδων πολιτικών γραφειοκρατών (κατ΄ευφημισμό “τεχνοκρατών”) που μεταπηδούν από τον έναν πολιτικό χώρο στον άλλο έχοντας πρώτιστο -και συχνά αποκλειστικό- μέλημα τους τη διασφάλιση των προνομίων της ομάδας.
Πρόσφατα, ο καθ. Κ. Μελάς προχώρησε σε εύστοχες παρατηρήσεις για την “καρτελοποίηση” των κυρίων πολιτικών σχηματισμών στο άρθρο του “Πού οδήγησε το «εκσυγχρονιστικό» πείραμα της περιόδου 1996-2004” [Νέο Πλανόδιον]: “(…) έχοντας «καρτελοποιήσει» την πολιτική (σ.σ. τα ελληνικά κόμματα εξουσίας), μπλοκάρουν με τη βοήθεια των ΜΜΕ και άλλων χειραγωγητικών μηχανισμών οποιαδήποτε δυνητική διέξοδο του πολιτικού συστήματος, αναπαράγοντας διαρκώς τις συνθήκες αναπαραγωγής του. Τα κόμματα εξουσίας έχουν αλωθεί σε απόλυτο βαθμό από θεσμοποιημένες ή άτυπες ομάδες συμφερόντων. Η εκλογική επικράτηση του ενός ή του άλλου κόμματος αποτελεί αυτοσκοπό που αφορά μόνο στην υλική αποκατάσταση ολίγων εκατοντάδων στελεχών τα οποία θα αναλάβουν τη διεκπεραίωση των εντολών των οικονομικών ελίτ. (…) Καθορίζουν τους όρους του παιχνιδιού στα μέτρα τους διαπληκτιζόμενα «θεατρικά» για ζητήματα που αυτά έχουν επιλέξει και προτείνουν «λύσεις» το ένα έναντι του άλλου, που ουσιαστικά διαφοροποιούνται στο «φαίνεσθαι» και καθόλου στην ουσία.”
1 thought on ““Ο Λαός ο άριστος κυβερνήτης” – Δύο βιβλία ενάντια στην ελιτίστικη αποσάρθρωση της Δημοκρατίας [Βιβλιοπαρουσίαση]”