Είναι κάποια χρόνια τώρα που έχω παραμελήσει μια καλή συνήθεια, άλλοτε αυτονόητη μια φορά τον χρόνο: Να κοινωνώ με τους αναγνώστες της επιφυλλίδας μου τίτλους βιβλίων, κυρίως λογοτεχνίας, ξεχωριστής για μένα ποιότητας και αξίας. Χωρίς την παραμικρή αξίωση βιβλιοκριτικής εγκυρότητας, μόνο για την αμοιβαιότητα της χαράς που γεννιέται με την κοινοποίηση μιας απόλαυσης. Μέρες γιορτινές, και αμνηστεύεται, ελπίζω, αυτή η παρένθεση φυγής από το πνιγερό αδιέξοδο της χώρας, την ανικανότητα, νηπιότητα και τυφλότητα του πολιτικού μας προσωπικού, κυρίως.
Μυθιστόρημα, από αυτά που σημαδεύουν έναν αιώνα και όχι μια δεκαετία, νομίζω, είναι «Ο Στόουνερ» του John Williams, σε θαυμάσια μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου, στις Εκδόσεις Gutenberg. Θα τολμούσα να παρατηρήσω ότι η αποκαλυπτική δυναμική και ποιότητα του έργου δεν εξαντλείται στο περιγραφικό ταλέντο ή στην ανατομία χαρακτήρων. Εντοπίζεται στον φωτισμό «νοήματος», στόχου και πυξίδας της ανθρώπινης ύπαρξης, μέσα από μια κοινότοπη περίπτωση ανθρώπου, καταγωγικά παγιδευμένη στη μετριότητα, που όμως λειτουργεί με την αυθεντικότητά της σαν καταλύτης αποκαλύψεων αλήθειας. «Ο Στόουνερ» μπορεί να αξιολογηθεί με μέτρο τον ντοστογιεφσκικό «Ηλίθιο» ή τον «Ξένο» του Αλμπέρ Καμύ, νομίζω.
Ενα δεύτερο αριστουργηματικό, κατά τη γνώμη μου, μυθιστόρημα είναι του Γερμανού Bodo Kirchhoff, με τίτλο: «Οταν δεν το περιμένεις» – σε επίσης εξαίρετη μετάφραση της Δέσποινας Κανελλοπούλου, στις Εκδόσεις «Αιώρα».
Δεν έχει τη ρωμαλέα ανατομία της υπαρκτικής περιπέτειας που κατορθώνει να αποτυπώσει στον «Στόουνερ» ο John Williams, αλλά είναι το βιβλίο αυτό έκπληξη και συναρπαγή για την αφηγηματική δεινότητα και ποιητική αισθαντικότητα του συγγραφέα – κορύφωμα μυθιστορηματικής γλωσσικής εκφραστικής. Για μένα προσωπικά, ήταν το μόνο ώς τώρα μυθιστόρημα που, μόλις το τέλειωσα, ξανάρχισα αμέσως να το διαβάζω, δεύτερη φορά, μόνο για τη γλωσσική του μαγεία.
Μεγάλη γοητεία ασκεί στον αναγνώστη και η μυθιστορηματική γραφή του Theodore Dreiser, στο βιβλίο του «Η Κάρι μας» («Sister Carrie»), πρωτοεκδεδομένο στην Αμερική, το 1900, και για πρώτη φορά σε ελληνική μετάφραση, της Ελλης Φιλοκύπρου, το 2018. Είναι αφήγημα περιγραφικό, χωρίς φιλοδοξίες υψηλών προβληματισμών, αλλά σαγηνευτικό κορύφωμα αφηγηματικής τέχνης, που σε παρασύρει απολαυστικά – δεν το αφήνεις από τα χέρια σου.
Θα μου επιτραπεί να παρεμβάλω εδώ προσωπική και πάλι εκτίμηση – κρίση, χωρίς την αρμοδιότητα του ειδικού, για το επίπεδο, σήμερα, των ελληνικών μεταφράσεων ξένης λογοτεχνίας. Είναι επίσης μια έκπληξη. Και αν συγκρίνει κανείς την ποιότητα των έντυπων μεταφράσεων με την ανοσιότητα και τον γραμματικο-συντακτικό πρωτογονισμό υποτίτλων σε τηλεοπτικές προβολές ταινιών (χώρια η ανατριχιαστική γλωσσική αγραμματοσύνη εκφωνητών, σχολιαστών, κομματικών εκπροσώπων – οδυνηρότατη ντροπή και θλίψη) η ποιότητα των λογοτεχνικών μεταφράσεων είναι βάλσαμο.
Να προσθέσω, με αυτή την ευκαιρία, ότι κάποτε η μετάφραση μπορούσε να εξασφαλίζει βιοπορισμό. Σήμερα, τα επαγγέλματα του μεταφραστή, του διορθωτή-επιμελητή κειμένων, του έκτακτου συνεργάτη εντύπων, έχουν στην πράξη απαγορευθεί από το παρανοϊκό (κυριολεκτικά) «σύστημα» φορολόγησης της εργασίας.
Ενα συναρπαστικό βιβλίο, στις Εκδόσεις «Αγρα», συγκροτεί η μετάφραση τριών κειμένων του κορυφαίου οικονομολόγου John Maynard Keynes: «Δυο αναμνήσεις από το Μπλούμσμπερυ στο Παρίσι» – «Δρ Μέλχιορ, ένας ηττημένος εχθρός» – «Τα νεανικά μου πιστεύω». Ο Κέινς δεν ήταν μόνο το δυνατότερο μυαλό και η πιο καλλιεργημένη ανθρώπινη ευαισθησία που λάμπρυνε το πεδίο της Οικονομίας. Ηταν και ένα εκπληκτικό συγγραφικό ταλέντο, άφθαστο στην περιγραφική δεινότητα και στην αποτύπωση χαρακτήρων και ιδιοσυγκρασιών. Στο πρώτο κείμενο καταγράφει την εμπειρία από τη συμμετοχή του στη διάσκεψη για την υπογραφή της «Συνθήκης των Βερσαλλιών», το 1919. Στο δεύτερο επικεντρώνεται στη μυστική συνάντησή του με τον Γερμανό τραπεζίτη Καρλ Μέλχιορ, σημαντικό μέλος της γερμανικής αντιπροσωπείας. Και στο τρίτο κείμενο καταγράφει συζητήσεις και την ατμόσφαιρα μιας φοιτητικής συντροφιάς στο Κέμπριτζ, αρχές του 20ού αιώνα, που την κοσμούσαν χαρισματικές προσωπικότητες, παγκοσμίως διάσημες αργότερα για το έργο τους: D.H. Lawrence, Bertrand Russell, G.E. Moore.
Πολλαπλά σημαντικό ήταν για μένα και το βιβλίο του Μαροκινού Μάχι Μπινμπίν, πολυτάλαντου και πολυβραβευμένου μυθιστοριογράφου, «Τα Αστέρια του Σιντί Μουμέν», στις Εκδόσεις «Αγρα». Είναι η ιστορία δυο παιδιών, που γεννήθηκαν, επέζησαν και μεγάλωσαν στην πιο άθλια χωματερή και παραγκούπολη της Καζαμπλάνκας, για να επιστρατευθούν στη συνέχεια εθελοντές στον «ιερό πόλεμο» του Ισλάμ, να τιναχτούν ζωσμένοι εκρηκτικά, ζωντανές βόμβες της Τζιχάντ. Μαθαίνει κανείς από αυτό το βιβλίο πολλά. Κυρίως πόσο εξόφθαλμα δυτικογενής είναι ο τυφλός φανατισμός της ιδεοληψίας.
Τα υπόλοιπα βιβλία που θα ήθελα να συστήσω στον αναγνώστη, τα παραθέτω σε τίτλους: Της θαυμαστής Φλάνερυ Ο’ Κόνορ, «Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος», Εκδ. «Γράμματα». «Η ώρα του αστεριού», της Κλαρίσε Λισπέκτορ («Αντίποδες»). «Ιώβ, η ιστορία ενός απλού ανθρώπου», του Joseph Roth («Αγρα»), «Νέα Φινλανδική Γραμματική», του Diego Marani («Αιώρα»), «Ο σκλάβος», του Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ («Καστανιώτης»). Προσωπικές επιλογές, που δεν το έβρισκα γόνιμο να κριθούν, όχι για να δικαιωθούν οι αξιολογήσεις, αλλά για να πλουτιστεί και διευρυνθεί ο προβληματισμός.
Θα προσθέσω κι ένα παλαιότερο βιβλίο, όχι όμως δυσεύρετο (εκδόθηκε το 1995): Το ημερολόγιο του Φίλιππου Δραγούμη (1916-1919), πολύτιμο για να συνειδητοποιήσουμε τη στρεβλή ιστορική συνείδηση που έχει επιβληθεί στον λαό μας από την αυθαιρεσία των κομματικών σκοπιμοτήτων.
Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά στην εφημερίδα Καθημερινή στις 6/1/2019