Το κάστρο της Μεθώνης -ουσιαστικά, καστροπολιτεία- είναι από τα σημαντικότερα και ωραιότερα του Ελλαδικού χώρου. Χτίστηκε από τους Βενετούς όταν έγιναν κύριοι της πόλης το 1209. Είναι χτισμένο σε στρατηγική θέση, σε έναν βράχο που εισχωρεί στην θάλασσα και χωρίζεται από την ξηρά με τεχνητή τάφρο.
Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα καστροπολιτείας που εκτείνεται σε μια μεγάλη έκταση 93 στρεμμάτων. Επιπλέον ένα εξαιρετικό φυσικό λιμάνι, το οποίο κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους αποτελούσε σταθμό στο δρόμο των προσκυνητών για τους Αγίους Τόπους και των εμπορικών πλοίων από τη Δύση στην Ανατολή.
Η περίοδος ακμής του κάστρου τοποθετείται στην περίοδο της Α’ Ενετοκρατίας (13ος-15ος αι.).
Ιστορία
Στην αρχαιότητα η Μεθώνη ήταν γνωστή με το όνομα Πήδασος. Ο Όμηρος την αναφέρει ως μία από τις επτά πόλεις που ο Αγαμέμνονας προσέφερε στον Αχιλλέα για να κατευνάσει την οργή του και να τον πείσει να επιστρέψει στη μάχη (Ιλιάδα , Ι 149-153). Ο Παυσανίας και ο Στράβωνας την ονομάζουν Μοθώνη και την ταυτίζουν με την ομηρική πόλη.
Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους η πόλη κερδίζει την αυτονομία της από τον αυτοκράτορα Τραϊανό και ενισχύεται με καλύτερες οχυρώσεις. Ο Παυσανίας μάλιστα αναφέρει την ύπαρξη ναού της Αθηνάς Ανεμώτιδος και ιερού της Άρτεμης, ενώ από την πόλη σώζονται νομίσματα που απεικονίζουν το λιμάνι της. Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο το λιμάνι της Μεθώνης γνωρίζει μεγάλη ακμή ως εμπορικό κέντρο και σταθμός ανεφοδιασμού των πλοίων, και αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε λίγο – πολύ και κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο.
Είναι γνωστό πως ο στρατηγός Βελισσάριος είχε χρησιμοποιήσει το κάστρο της Μεθώνης σαν ορμητήριο στην εκστρατεία του εναντίον των Βανδάλων της Βορείου Αφρικής το 583.
Στις αρχές του 12ου αιώνα η Μεθώνη είχε γίνει ορμητήριο πειρατών. Το 1125 οι Ενετοί επιτέθηκαν και κατέστρεψαν την πόλη σε αντίποινα για την αιχμαλωσία Βενετών εμπόρων από τους πειρατές.
Οι Ενετοί πρωτοεμφανίζονται στο ιστορικό σκηνικό κατά τον 11ο αιώνα, όταν αποκτούν προνόμια σχετικά με την ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων τους σε διάφορες πόλεις-λιμάνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας μεταξύ των οποίων και η Μεθώνη. Με την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους το 1204 (Δ΄ Σταυροφορία) και η Μεθώνη θα δοκιμάσει την κυριαρχία τους. Η Φραγκοκρατία θα διαρκέσει ως το 1206, οπότε η Μεθώνη καταλαμβάνεται από τους Ενετούς και με συνθήκη που υπεγράφη το 1209 εξασφαλίζεται η κυριαρχία τους στην πόλη.
Κατά την πρώτη Ενετική περίοδο, η ζωή στη Μεθώνη οργανώθηκε σύμωνα με τα συμφέροντα της Βενετίας. Η πόλη οχυρώθηκε και αναπτύχθηκε σε σημαντικό εμπορικό κέντρο αφού ορίζεται ως υποχρεωτικός σταθμός για όλα τα βενετικά πλοία που ταξίδευαν στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ακμάζουσα αυτή περίοδος για την Μεθώνη λήγει τον Αύγουστο του έτους 1500 όταν, μετά από αιματηρή πολιορκία, καταλαμβάνεται από τους Οθωμανούς. Η πρώτη περίοδος της Τουρκοκρατίας θα διαρκέσει ως το 1686 όταν η πόλη πολιορκήθηκε από τον Μοροζίνι και επανήλθε στην κατοχή των Βενετών. Το 1715 οι Οθωμανοί γίνονται για δεύτερη φορά κάτοχοι της Μεθώνης, ο πληθυσμός της οποίας αυξήθηκε καθώς και η εμπορική κίνηση στο λιμάνι.
Στην διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης το κάστρο της Μεθώνης δεν κατελήφθη από τους Έλληνες επαναστάτες, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες που είχαν καταβάλλει, λόγω της σθεναρής αντίστασης του οχυρωμένου οθωμανικού πληθυσμού. Το 1825 αποβιβάστηκε στο λιμάνι της πόλης ο Ιμπραήμ και εγκαταστάθηκε εντός του κάστρου, το οποίο έγινε ορμητήριο των Αιγυπτίων κατά την διάρκεια της εκστρατείας τους στην Πελοπόννησο. Οι Αιγύπτιοι θα παραδοθούν αμαχητί το 1828 στο γαλλικό εκστρατευτικό σώμα του οποίου ηγείτο ο στρατηγός Μαιζών. Ο οικισμός τότε μεταφέρεται εκτός των τειχών, γίνεται το ρυμοτομικό σχέδιο πόλης ενώ το κάστρο που για αιώνες υπήρξε το κέντρο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της πόλης ερημώνεται.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Το Κάστρο της Μεθώνης – εκτάσεως 93 στρεμμάτων περίπου – αποτελείται από δύο τμήματα: Στα νότια απλώνεται η πόλη, που περικλείεται από απλό τείχος με πύργους σε τακτά διαστήματα ενώ στο βόρειο τμήμα, που είναι ενισχυμένο αμυντικά, καθότι είναι το πλέον ευπρόσβλητο, αναπτύσσεται το φρούριο της πόλης, έδρα του κατά καιρούς στρατιωτικού διοικητή. Τα δύο τμήματα χωρίζονται με ένα ενδιάμεσο χαμηλό τείχος ενισχυμένο με πέντε πύργους.
Τα τείχη του φρουρίου προστατεύονται από ευρεία τάφρο και ενισχύονται από δύο προμαχώνες που δεσπόζουν στη βόρεια πλευρά του κάστρου. Στο μέσο της ίδιας πλευράς ανοίγεται η κεντρική πύλη εισόδου που είναι κατασκευασμένη από ορθογώνια λαξευμένους πωρόλιθους και φέρει περίτεχνη διακόσμηση στις παραστάδες της.
Το κάστρο έχει ακόμα έξι πύλες εκ των οποίων τρεις βρίσκονται προς την πλευρά του λιμανιού. Οι περισσότερες από τις πύλες ανοίγονται στο ισόγειο πύργου και προστατεύονται από καταφραγές και καταχύστρες.
Τα τείχη του κάστρου κατασκευάζονται από αδρά λαξευμένους λίθους με ισχυρό συνδετικό ασβεστοκονίαμα, έχουν επάλξεις που είναι προσιτές από τον περίδρομο στον οποίο η πρόσβαση γίνεται από το εσωτερικό των δύο τμημάτων του κάστρου. Τα τείχη ενισχύονται κατά διαστήματα με πύργους, οι περισσότεροι εκ των οποίων σώζονται σε πολύ χαμηλό ύψος. Ανάλογα με τις ανάγκες και τις εξελίξεις της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής για την αντιμετώπιση των νέων απαιτήσεων της πολεμικής τέχνης, τα τείχη ενισχύονται ή ανακατασκευάζονται.
Κτίσματα
Εντός του κάστρου διατηρούνται διάφορα κτίσματα. Σε κεντρικό του τμήμα γνωστό ως “πλατεία των όπλων” υπάρχει ο Ι.Ν Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, μονόχωρος ξυλόστεγος ναός που πιθανόν κατασκευάστηκε κατά την διάρκεια της Β΄Ενετοκρατίας. Πλησίον αυτού και σε επαφή με το δυτικό τείχος υπάρχει τετράγωνο οικοδόμημα μικρών διαστάσεων με πυραμιδοειδή κάλυψη το οποίο χρησίμευε ως πυριτιδαποθήκη και χρονολογείται κατά την πρώτη Ενετική περίοδο.
Κατά μήκος της κεντρικής διαδρομής του κάστρου σώζονται δύο οθωμανικά λουτρά τα οποία αποτελούνται από πολλές θολοσκεπείς αίθουσες, κάθε μια εκ των οποίων είχε διαφορετικές χρήσεις (αποδυτήριο, χλιαρή αίθουσα, ζεστή αίθουσα). Χρονολογούνται κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Σε κοντινή απόσταση διατηρείται η βάση του μιναρέ από ένα κατεστραμμένο πλέον τζαμί. Το τέμενος χτίστηκε στη θέση μιας τρίκλιτης βασιλικής, οι εξωτερικοί τοίχοι της οποίας ενισχύονταν με αντηρίδες. Πιθανόν πρόκειται για τον ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.
Χαρακτηριστικό αρχιτεκτόνημα της Μεθώνης είναι το Μπούρτζι, μικρό επιθαλάσσιο οχυρό, κτισμένο σε μικρή νησίδα στα νότια του κάστρου. Αποτελείται από έναν οκτάπλευρο πύργο, ο οποίος περιβάλλεται από χαμηλό οκτάπλευρο τείχος. Ο πύργος δομείται σε δύο επίπεδα και καλύπτεται με ημικυλινδρικό τρούλο. Το ισόγειο του καταλαμβάνει τετράπλευρη κινστέρνα. Κεκλιμένο επίπεδο οδηγεί τόσο στον περίδρομο του περιμετρικού τείχους όσο και στον όροφο του πύργου, όπου διαμορφώνεται αίθουσα με κανονιοθυρίδες περιμετρικά. Στους εσωτερικούς τοίχους διακρίνονται οι δοκοθήκες που θα στήριζαν τέσσερα ξύλινα πατώματα, σήμερα κατεστραμμένα.
Η οικοδόμηση του άρχισε λίγο πριν το 1500 από τους Ενετούς και ολοκληρώθηκε από τους Οθωμανούς κατά τον 16ο αιώνα. Το Μπούρτζι αποτέλεσε τμήμα της θαλάσσιας οχύρωσης της Μεθώνης και εξυπηρέτησε διάφορους σκοπούς ανά εποχές: χρησιμοποιήθηκε ως έδρα της φρουράς για τον έλεγχο του λιμανιού, ως φάρος, φυλακή, αλλά και καταφύγιο των κατοίκων σε περιόδους πολιορκίας.