Η έννοια της ποινής: Σωφρονισμός -παραδειγματισμός – θανατική «ποινή»

Σαράντος Ι. Καργάκος

Ιστορικός – Συγγραφέας

Πηγή:  Προβληματισμοί

Ο Φραντς Κάφκα στη σκιαγραφία του σύγχρονου ανθρώπου παρουσιάζει το άτομο, που προσπαθεί μάταια να βρει διέξοδο και λύτρωση. Ο άνθρωπος βρίσκεται μετέωρος ανάμεσα στο άλυτο πρόβλημα της εκλογής, όπου τ’ αντίθετα συμπίπτουν: η ελευθερία και η φυλακή. Κάθε εκλογή έχει μέσα της το στοιχείο της έπαρσης και της ενοχής. Η ενοχή όμως τιμωρείται και, για ν’ αποφέρει θετικά για το κοινωνικό σύνολο αποτελέσματα, είναι απαραίτητη η φόρτιση της τιμωρίας μ’ ένα στοιχείο σωφρονισμού για τον κατηγορούμενο και παραδειγματισμού για τους άλλους.

Αυτό είναι μια εκπεφρασμένη από παλιά άποψη, την οποία ανέπτυξε διεξοδικά ο περίφημος Ιταλός ποινικολόγος Τσεζάρε Μπεκαρία με το έργο του «Περί εγκλημάτων και ποινών». Σκοπός της ποινής, γράφει ο Μπεκαρία, δεν είναι η εκδίκηση, αλλ’ ο σωφρονισμός αυτού που διέπραξε το αδίκημα και ο παραδειγματισμός των άλλων. Άρα, ο σκοπός της ποινής είναι η πρόληψη υπό δύο έννοιες: γενική πρόληψη του κακού, δηλαδή ν’ αποτρέψει πολλούς άλλους από το να θελήσουν ν’ αδικήσουν (σωφρονισμός) και ειδική πρόληψη, ν’αποτρέψει, δηλαδή, το συγκεκριμένο άτομο από το να ξαναεγκληματήσει. Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι οποιαδήποτε κι αν είναι τα ελατήρια, που ώθησαν το άτομο που διέ-πραξε το αδίκημα —έστω κι αν αυτά δε φαίνονται άμεσα—, η ποινή που θα του επιβληθεί είναι αναγκαίο να έχει έναν εξαγνιστικό, καθαρτικό χαρακτήρα, μ’ άλλα λόγια να παίξει ένα ρόλο νουθέτησης κι όχι να φορτίζεται με το στοιχείο της εκδίκησης, γιατί τότε πια η τιμωρία παύει να είναι ποινή. Τιμωρία στ’ αρχαία ελληνικά σημαίνει, σε πρώτη σημασία, βοήθεια, αρωγή, συνδρομή. Κατά μία έννοια, συνδρομή παραμένει και με την έννοια της ποινής, εφόσον συμβάλλει στον «επανανθρωπισμό» του εγκληματία. Αντίθετα, μια πράξη βίας, αν αντιμετωπιστεί πάλι με βία, θα επιφέρει στην ψυχή του δράστη περισσότερο μίσος τόσο για τη δικαιοσύνη, όσο και για την κοινωνία, με αποτέλεσμα το έγκλημα να επαναληφθεί περισσότερο βίαιο και αποτρόπαιο, αλλ’ ίσως πιο τεχνικά σχεδιασμένο. Αν και τη δεύτερη φορά επιβληθεί τιμωρία πάλι με τη μορφή εκδίκησης, πιο σκληρή από την προηγούμενη, το μίσος θ’ αυξηθεί και θα ξαναεκτονωθεί σε τρίτο έγκλημα, ακόμη χειρότερο. Έτσι είναι φανερό ότι θα έχουμε μια ακολουθία εγκλημάτων, συνοδευόμενη ταυτόχρονα από μια αντίστοιχη ακολουθία ποινών. Το κακό, λοιπόν, θ’ αναπαράγεται και το αποτέλεσμα θα είναι να “πείσουμε” τον εγκληματία να παραμείνει παντοτινός “πελάτης” των δικαστηρίων και των φυλακών.

Η λύση επομένως δεν είναι δυνατό ν’ αναζητηθεί μέσ’ από την επιβολή τέτοιου είδους ποινών αλλά μόνο μέσ’ από το σωφρονισμό του εγκληματία, γιατί έτσι θα πεισθεί για το λάθος του, θα μπορέσει να δει αντικειμενικότερα την πράξη του, σε συνάρτηση όχι πια με τους υποκειμενικούς παράγοντες, που τον οδήγησαν να ενεργήσει έτσι, αλλά των γενικότερων συνθηκών, που άπτονται και των περιπτώσεων του θύματος. Η οπτική γωνία, που θα του υποδειχθεί να εξετάσει την πράξη του, θα είναι περισσότερο πολύπλευρη και συνεπώς σωστότερη, εφόσον θα εξετάσει σ’ όλο το βάθος και πλάτος το έγκλημά του -όπως κι αν εκδηλώθηκε αυτό- χωρίς να υποτάσσεται σε μικροπρεπείς υποκειμενικότητες, που εμποδίζουν να τοποθετηθεί σωστά απέναντι στην πράξη του.

Με το σωφρονισμό του καταδικαζομένου πετυχαίνουμε το σημαντικότερο αποτέλεσμα, που έγκειται στο να πεισθεί αυτός για το έγκλημά του, ώστε όχι μόνο να μην το επαναλάβει, αλλ’ ούτε -στο μέτρο που μπορεί- ν’ αφήσει κι άλλους να το διαπράξουν. Έτσι ο χτεσινός εγκληματίας, γίνεται σήμερα ανασχετικός παράγοντας στην επέκταση του εγκλήματος. Αυτό συνιστά την ουσία του πραγματικού σωφρονισμού. Γιατί είναι βέβαια επιτυχία το να εμποδίσει η ποινή έναν εγκληματία να μην επαναλάβει την πράξη του, όμως το να μπορέσει να τον σωφρονίσει σε βάθος, με αποτέλεσμα να γίνει ο ίδιος εμπόδιο στην εγκληματική ενέργεια κάποιου άλλου, αποτελεί πολλαπλή επιτυχία και μόνο σ’ αυτήν τη βάση μπορεί να λειτουργήσει η δικαιοσύνη στην πιο άρτια μορφή της.

Εάν, λοιπόν, η οικογένεια δεν κατόρθωσε να δώσει στο άτομο μια σωστή αγωγή, εάν το σχολείο ή το ευρύτερο περιβάλλον του το επηρέασαν αρνητικά στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς κι αν, τέλος, κάποια δυσλειτουργία ορισμένων θεσμών ή κάποια δυσμενής συγκυρία σε συνάρτηση με κάποιους υποκειμενικούς παράγοντες στον τομέα των διαπροσωπικών σχέσεων, το οδήγησαν στο έγκλημα, οφείλει η πολιτεία, χρησιμοποιώντας το θεσμό της δικαιοσύνης, να επαναφέρει τον εγκληματία στην ευθεία και να τον προσανατολίσει σε κάποιες αξίες και να του εμπεδώσει κάποιες αρχές, πείθοντάς τον έτσι ν’ αποφύγει νέες παρεκτροπές. Για πολλούς ευαισθητοποιημένους ανθρώπους η ποινή στη μορφή, τουλάχιστον, που την ξέρουμε, είναι απαράδεκτη. Πιστεύεται ότι ο εγκληματίας είναι ψυχικά ασθενής και δε χρειάζεται τιμωρία αλλά θεραπεία. Συνεπώς, η πολιτεία είναι προτιμότερο να κτίζει όχι φυλακές αλλ’ ειδικού τύπου θεραπευτήρια, που να λειτουργούν ως εκπαιδευτήρια. Όσο κι αν μοιάζει χιμαιρική η φράση του Αδαμαντίου Κοραή πως «και η πλέον θηριώδης ψυχή,ακούουσα τα αθάνατα παραγγέλματα των αρχαίων συγγραφέων της ελληνικής γλώσσης, θα μεταβληθεί εις ενάρετον», εν τούτοις είναι η πλέον ρεαλιστική. Μόνο μορφώνοντας το κεφάλι των ανθρώπων, δε θα χρειαστεί ποτέ η πολιτεία να το κόψει, έλεγε ο Ουγκό.

Θα πρέπει ακόμη μέσα στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας ν’ αναγνωρίζεται στον πολίτη το δικαίωμα του «σφάλλειν»: Μόνο οι δικτάτορες είναι «αλάνθαστοι»! Όμως, από την άποψη αυτή και η ποινή είναι ένα δικαίωμα, έστω και αρνητικό. Είναι λάθος να συνυφαίνεται το δικαίωμα μόνο με τον ωφελιμισμό, μ’ αυτό που μας εξυπηρετεί προσωπικά. Ο Ντοστογιέφσκη πιστεύει πως η ελευθερία υπάρχει στο παράπτωμα. Παράπτωμα χωρίς τιμωρία δε νοείται. Άρα, η τιμωρία είναι το τίμημα της ελευθερίας. Γι’ αυτό συνιστούσε στους ενόρκους να τιμωρούν τους εγκληματίες, αποδίδοντάς τους την αξιοπρέπεια του ενόχου. Θεωρούσε τη μεταβίβαση της ευθύνης στην ένοχη κοινωνία ως την έσχατη προσβολή κατά του ανθρώπινου προσώπου. Ακόμη κι ο ένοχος έχει δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, παρατηρεί ξένος διανοητής. Η αποενοχοποίηση και η ατιμωρησία την αφαιρεί.

Όπως προαναφέρθηκε, η ποινή παίζει διπλό ρόλο. Πέρ’ από το σωφρονισμό αυτού που διέπραξε το αδίκημα, πρέπει να συντελεί και στον παραδειγματισμό των άλλων. Όταν ο εγκληματίας τιμωρηθεί με πνεύμα σωφρονιστικό και τελικά πεισθεί για την ενοχή του, είναι φυσικό να παραδειγματιστούν και πολλοί, όταν διαπιστώσουν ότι ο δράστης αποστρέφεται την πράξη του. Βλέποντας, δηλαδή, τον εγκληματία τιμωρημένο, μετανιωμένο και σωφρονισμένο, είναι δύσκολο να μην παραδειγματιστεί από αυτόν κάποιος, που είχε ροπή προς την αδικία και να μην κρατηθεί μακριά από αυτή. Γιατί σε τελευταία ανάλυση δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη παραδείγματος απ’ αυτήν που προσφέρει ο σωφρονισμός του ίδιου του ενόχου.

Μια τέτοια, λοιπόν, ποινή, που ανταποκρίνεται στη διπλή της αποστολή, να επενεργεί, δηλαδή, σωφρονιστικά προς την κατεύθυνση του ενόχου και παράλληλα να λειτουργεί ως παράδειγμα για πολλούς άλλους, μπορεί, χωρίς κανέναν ενδοιασμό να θεωρηθεί ως μια ολοκληρωμένη ποινή, ως ποινή που έχει υλοποιήσει τους στόχους της. Γιατί, ενώ από τη μια θα έχει βοηθήσει τον εγκληματία να συναισθανθεί την ενοχή του και ν’ αποφύγει την επανάληψη αδικημάτων, από την άλλη βοηθώντας τον να εναρμονίσει τη συμπεριφορά με τους κανόνες εκείνους που καθορίζουν αρτιότερες συνθήκες διαβίωσης, δημιουργεί το κοινωνικό πρότυπο, που λόγω κακού παρελθόντος κι έντιμου παρόντος αυξάνει την επιρροή του στα κοινωνικά μέλη.

Φυσικά μια κοινωνία πρέπει να είναι δημοκρατική, αλλά δεν πρέπει να είναι αφελής. Δεν επιτρέπεται στ’ όνομα καμιάς δήθεν σωφρονιστικής σκοπιμότητας η επίδειξη ανοχής. Η τιμωρία -έστω και μικρή- πρέπει να είναι βέβαιο πως θα επιβληθεί. Η ατιμωρησία γεννά την ηθική παραλυσία κι εκτρέφει κάθε λογής αντικοινωνικές συμπεριφορές. Χρειάζεται -τουλάχιστον για τις ατελείς συνειδήσεις- ο φόβος της ποινής. «Ἵνα δέος (= φόβος), ἔνθα καί αἰδώς», έλεγαν οι αρχαίοι με την κομψή τους εκφορά, ενώ ο Μπεκαρία το έλεγε πιο παραστατικά: «Αρχή σοφίας ο νόμος του… χωροφύλακα». Όχι βέβαια πως η αστυνόμευση είναι πανάκεια για την εξάλειψη των αδικιών, όμως χωρίς αστυνομική εποπτεία, χωρίς σοβαρή λειτουργία δικαιοσύνης, το άτομο που έχει αντικοινωνικές τάσεις αποθρασύνεται, βλέποντας μια κοινωνία ανεκτική απέναντι του. Η ατιμωρησία υποθάλπει το έγκλημα, που βρίσκει πρόσφορο έδαφος για ν’ αναπτυχθεί. Αυτό θα επιφέρει και μια άλλου είδους κοινωνική εκτροπή. Όταν η πολιτεία δεν τιμωρεί, θ’ αρχίσουν να τιμωρούν οι πολίτες. Κι αυτό ούτε τον αδικήσαντα συμφέρει (είναι γνωστά τ’ αποτελέσματα του νόμου του Λιντς[1]), ούτε τους αδικημένους (που εξομοιώνονται σε αγριότητα με τους αδικητές), ούτε φυσικά και την κοινωνία, γιατί ο νόμος της αυτοδικίας ξαναγυρίζει τον άνθρωπο στο νόμο της ζούγκλας.

Υπάρχει, τέλος, και το θέμα της θανατικής «ποινής», που τα τελευταία χρόνια επανέρχεται διαρκώς στο πεδίο των έντονων συζητήσεων, λόγω της κατακόρυφης αύξησης της βίας και του εγκλήματος. Προσωπικά πιστεύουμε πως η εκτέλεση του ενόχου δεν είναι ούτε λύση αλλ’ ούτε και ποινή. Κάθε ποινή, όπως είπαμε προοιμιακά, πρέπει να έχει το στοιχείο του σωφρονισμού. Θα ήταν αφέλεια, λοιπόν, να μιλάμε για σωφρονισμό, αναφερόμενοι σε μελλοθάνατους. Όσον αφορά στον τομέα του παραδειγματισμού, κυριαρχεί η άποψη πως η θανάτωση του εγκληματία είναι το αποτελεσματικότερο μέτρο αποτροπής. Η «αποτελεσματικότητα» όμως αυτή οφείλεται στο φόβο· και όταν η συμπεριφορά των πολιτών καθορίζεται από αυτόν, τότε είναι σωστότερο να μιλάμε για τρομοκρατία κι όχι για δημοκρατία. Η δημοκρατία απαιτεί ελευθερία κι η ελευθερία σημαίνει δυνατότητα επιλογών, χωρίς τρομοκρατικούς εξαναγκασμούς. Όταν όμως ο φόβος χαράζει την κατευθυντήρια γραμμή των πράξεών μας, δημιουργεί τον τρομοκρατημένο υπήκοο, που είναι ανίκανος να υπηρετήσει δημοκρατία. Εξάλλου, ο φόβος δεν εξαλείφει το έγκλημα· απλώς το αναβάλλει.

Ακόμη η θανατική εκτέλεση, ως ακραία περίπτωση ποινής, οδηγεί τον εγκληματία σε ακραίες αποφάσεις μέσα από ψυχολογικές διαδικασίες, που καταλήγουν στο να εγκληματεί, αδιαφορώντας για τη θανατική του καταδίκη. Όταν, δηλαδή, ο εγκληματίας γνωρίζει πως η τιμωρία που θα του επιβληθεί είναι ο θάνατος, οδηγείται σε περισσότερο ειδεχθή[2] και φρικιαστικά εγκλήματα, για να εκδικηθεί από τα πριν το θάνατό του. Θα είναι ίσως ανεπίτρεπτη μωρία, να επαναφέρουμε τη θανάτωση ως τιμωρία. Γιατί, ας μη μας διαφεύγει πως πάντοτε εμφωλεύει ο κίνδυνος της ηρωοποίησης. Συχνά ειδεχθείς εγκληματίες, που εκτελέστηκαν, πέρασαν στο θρύλο, έγιναν τραγούδι και λαϊκά ινδάλματα[3]. Ο θάνατός τους λειτούργησε στη λαϊκή συνείδηση μ’ έναν ιδιότυπο τρόπο, ώστε να προβάλλονται ως πρόμαχοι των λαϊκών συμφερόντων κατά της κρατικής εξουσίας.

Πέρ’ απ’ όλα αυτά η θανατική εκτέλεση απαιτεί κι εκτελεστές. Είναι θλιβερό να υπάρχουν κατ’ επάγγελμα δήμιοι, ακόμη θλιβερότερο θανατοποινίτες να εξαγοράζουν τη ζωή τους με το να γίνονται δήμιοι και ακόμη πιο τραγικό κάποια ανυποψίαστα παιδιά του λαού, που καλούνται να υπηρετήσουν την πατρίδα, να μεταβάλλονται ξαφνικά κάποιο πρωινό σε μέλη εκτελεστικού αποσπάσματος. Να συμμετέχουν, δηλαδή, στην εκτέλεση κάποιου, που έστω κι αν είναι κακούργος, δεν παύει να είναι άνθρωπος. Κάποτε στο παρελθόν είχαμε περιπτώσεις αυτοκτονίας στρατιωτών και πάντα περιπτώσεις βαθύτατων ψυχικών κλονισμών. Ας προστεθεί ακόμη ότι η δημόσια εκτέλεση αποτελούσε παλιά είδος λαϊκού θεάματος, που σημαίνει πως ο λαός εθιζόταν στο αίμα ή ερεθιζόταν από το αίμα. Άρα, ούτε κι από την άποψη αυτή βλέποντας το ζήτημα, μπορούμε να θεωρήσουμε τη θανατική τιμωρία ως ποινή.

Έτσι, λοιπόν, η ακραία ποινή του θανάτου θεωρήθηκε ακραίο έγκλημα και, κατά συνέπεια, αποτελούσε ανάγκη η κατάργησή της για τη βελτίωση της λειτουργίας της δικαιοσύνης, για την περισσότερη ασφάλεια των πολιτών και κυρίως για την ηθικοποίησή τους. Επί αιώνες η θανατική ποινή εφαρμοζόταν αδιάλειπτα και συστηματικά. Αυτό δεν έκανε τους ανθρώπους ηθικότερους. Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθούν νέοι τρόποι για την περιστολή και καταστολή του εγκλήματος. Η κατάργηση της θανατικής ποινής βοήθησε θετικά προς την κατεύθυνση αυτή. Αναγνωρίστηκε πως ένα κεφάλι γίνεται καλύτερο, όταν το μορφώνεις κι όχι όταν το… κόβεις.

Στις μέρες μας, που η υπαρξιακή αγωνία κι ανασφάλεια διαρκώς επιτείνονται κι επεκτείνονται, καθώς οι δείκτες της βίας και της εγκληματικότητας ακολουθούν. συνεχώς μια ανιούσα τάση, γίνεται περισσότερο επιτακτική η αναγκαιότητα για αρτιότερη λειτουργία του θεσμού της δικαιοσύνης και ουσιαστικότερη η συμβολή του τόσο στα διάφορα πολιτικά θέματα, όσο και στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Μια τέτοια, όμως, ολοκληρωμένη δικαιοσύνη -όχι με την τρέχουσα «δικαστηριακή» σημασία του όρου- έχει έναν και μοναδικό σκοπό της, τη δημιουργία δίκαιων ανθρώπων, που είναι δυνατό να επιτευχθεί με τρεις τρόπους: το σωφρονισμό του θύτη, τη συγγνώμη από τη μεριά του θύματος και τον παραδειγματισμό του «θεατή».

(29 Νοεμβρίου 1985)

[1]Νόμος τον Λιντς: Η χωρίς δίκη άμεση εκτέλεση του εγκληματία από το πλήθος. Ο όρος προέρχεται από τ’ όνομα του Αμερικανού δικαστή Λιντς (1736-1796), όπου στην περιοχή της Βιργινίας επέβαλε την άμεση εκτέλεση του κακούργου.

[2]Ειδεχθής: κακόμορφος, φρικτός, άσχημος, δυσειδής, δύσμορφος, αποκρουστικός.

[3]Ίνδαλμα: ομοίωμα, εικόνα- συνεκδ. είδωλο, πρότυπο.

sarantoskargakos.gr

, , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *