Dušan T. Bataković: Η Σερβική εξέγερση του 1804. Μια Γαλλική Επανάσταση Βαλκανικών προδιαγραφών

Η πρώτη, κατά σειρά, βαλκανική εξέγερση της εποχής των εθνικισμών έλαβε χώρα στη Σερβία. Σε κανένα άλλο σημείο των ευρωπαϊκων κτήσεων της οθωμανικής επικράτειας η κεντρική διοίκηση δεν υπήρξε τόσο αδύναμη και η ξένη επιρροή τόσο ισχυρή, όσο σε αυτή την όμορη με την αυτοκρατορία των Αψβούργων βόρεια επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στη συμβολή των ποταμών Δούναβη και  Σάβου. Συχνοί πόλεμοι, αναγκαστικές εκτοπίσεις πληθυσμών και τιμωρητικές εκστρατείες κατά μήκος των ρευστών συνόρων ανάμεσα στις δυο αυτοκρατορίες, ενίσχυσαν, εν τέλει, τους δεσμούς μεταξύ των ορθοδόξων Σέρβων, παρά τις διαφορές (πολιτικές είτε κοινωνικές) των καθεστώτων, στα οποία υπάγονταν.¹

Σε ένα πρώϊμο στάδιο, η εξέγερση πραγματοποιήθηκε από χωρικούς εναντίον των τοπικών γενίτσαρων. Ωστόσο, ο εθνικός της χαρακτήρας άρχισε σταδιακά να διαμορφώνεται από το 1805 και κατόπιν, καθώς χρησιμοποίηθηκε, ως σύμβολο, ο θυρεός του μεσαιωνικού βασιλικού οίκου των Νεμάνια (Nemanjić) , ο οποίος μεταξύ των ετών  1166 και 1371 παρήγαγε έντεκα Σέρβους μονάρχες, ενώ οι συνεδριάσεις του πρώτου Κυβερνητικού Συμβουλίου (Praviteljtvujušči sovjet) του 1805, πραγματοποιήθηκαν κάτω από την εικόνα του αυτοκράτορα Στεφάνου Δουσάν (1331-1355) στο  Smederevo, “την πρωτεύουσα των δεσποτών και των αυτοκρατόρων μας”. Οι επίσημες επιστολές και πράξεις του ηγέτη της εξέγερσης, Karađorđe Petrović, ιδρυτή της δυναστείας των  Karađorđević, προς τους τοπικούς στρατιωτικούς διοικητές, οι διακηρύξεις καθώς και η αλληλογραφία, την οποία αντάλλαξε με εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων, κατέληγαν με τη φράση “στο όνομα σύσσωμου του Σερβικού έθνους”.²

Άποψη του Βελιγραδίου, γερμανικό έγχρωμο χαρακτικό του τέλους του 18ου αιώνα.

Μια αλληλουχία επιτυχιών σε βάρος του τακτικού οθωμανικού στρατού είχε ανυψώσει αισθητά το ηθικό των Σέρβων επαναστατών. Επρόκειτο για τις μάχες του  Ivankovac (1805), του Mišar και του  Deligrad (1806) καθώς και για την κατάληψη του ιδίου του Βελιγραδίου, της σημαντικότερης, δηλαδή, οχυρής θέσης της ευρύτερης περιοχής (Ιανουάριος 1807). Σε μια έκκληση προς τον τσάρο της Ρωσίας, αναφερόταν χαρακτηριστικά πως σε περίπτωση αποστολής ρωσικών ενισχύσεων στα Βαλκάνια, “όλοι οι Σέρβοι της Σερβίας, Βοσνίας, Ερζεγοβίνης, Μαυροβουνίου και Αλβανίας θα ένωναν με ενθουσιασμό τις δυνάμεις τους, συγκροτώντας έναν ισχυρό στρατό 200.000 ανδρών”.³

Ωστόσο, οι παραπάνω πολιτικές διεκδικήσεις στηρίζονταν σε μια αδιάκοπη επαφή και συνεργασία με αντίστοιχες εξεγέρσεις ενάντια στην οθωμανική διοίκηση, τις οποίες είχαν οργανώσει διάφορες Σερβικές φατρίες τόσο στην Ερζεγοβίνη όσο και στο Μαυροβούνιο. Ήδη από καιρό, υπήρχε στρατιωτικός συντονισμός με τον ηγέτη του Μαυροβουνίου, πρίγκιπα-επίσκοπο του Μαυροβουνίου  Petar I Petrović-Njegoš, ο οποίος θεωρούσε τους υπηκόους του ως “ανήκοντες στο έθνος των Σέρβων”.⁴ Την επομένη της ήττας των οθωμανικών στρατευμάτων από τους Μαυροβούνιους το 1796 (μάχες του  Krusi και Martinići), το ημι-αυτόνομο καθεστώς των τελευταίων ενισχύθηκε περαιτέρω, με προοπτικές ακόμη πιο δυναμικής και σημαίνουσας συμμετοχής σε μελλοντικά αντι-οθωμανικά κινήματα.

Petar I Petrović-Njegoš, πρίγκιπας-επίσκοπος του Μαυροβουνίου (1748-1830).

Κατά το αρχικό στάδιο της εξέγερσης στη Σερβία, το μικροσκοπικό Μαυροβούνιο, εν μέρει εξαιτίας της εμπλοκής Ρώσων απεσταλμένων, παρέμεινε, σε γενικές γραμμές, αδρανές. Παρά ταύτα, μια αλυσίδα από ξεσηκωμούς τοπικής εμβέλειας παρατηρήθηκαν στο σαντζάκι του Novi Pazar, μια στενή λωρίδα γης, η οποία χώριζε το πασαλίκι [πρόκειται για οθωμανική διοικητική διαίρεση, αντίστοιχη της σημερινής περιφέρειας] του Βελιγραδίου από τα βουνά του Μαυροβουνίου. Στα όπλα προσέφυγαν και φατρίες Σέρβων από τη γειτονική Ερζεγοβίνη (Drobnjaci, Nikšići, Bjelopavlići  και Moračani). Άλλες από το Μαυροβούνιο (Kuči και Piperi) και από την ορεινή Αλβανία (Klimenti ή Kelmendi) ξεσηκώθηκαν, με στόχο να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη αυτονομία έναντι της κεντρικής εξουσίας. Στο διοικούμενο με σιδηρά πυγμή από τοπικούς Αλβανούς πασάδες Κοσσυφοπέδιο, παρατηρήθηκαν σημεία αναταραχής στις τάξεις του εκεί Σερβικού πληθυσμού, ένα μέρος του οποίου έσπευσε να επανδρώσει τις δυνάμεις του Karađorđe.

Ήδη από το 1804, είχαν ξεκινήσει στην Ερζεγοβίνη οι επιθέσεις εναντίον της υπό οθωμανικό έλεγχο πόλης Podgorica από την φατρία των Drobnjaci. Ένα χρόνο αργότερα, το 1805, η κατάσταση εξελίχθηκε σε εξέγερση διαρκείας, η οποία ανακόπηκε μόνο όταν οι οθωμανικές αρχές της περιοχής συνέλαβαν ως ομήρους, μέλη των οικογενειών της συγκεκριμένης φατρίας.⁶ Σε προκήρυξη, που απέστειλε το 1806 προς τους εξεγερθέντες της Ερζεγοβίνης, ο Karađorđe τους καλούσε να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τις δικές του “για τις εκκλησίες και τα μοναστήρια μας, για την απελευθέρωση της μητέρας πατρίδας”. Ταυτόχρονα, σε επιστολή του προς τον πρίγκιπα-επίσκοπο του Μαυροβουνίου, έκανε λόγο για συγκρότηση ενός κοινού κράτους, με διακριτικό γνώρισμα την ορθόδοξη πίστη και το Σερβικό αίμα. Τους παρότρυνε να γίνουν μαζί με τους Σέρβους “ένα σώμα, μια καρδιά και μια ψυχή”.⁷ Ανταποκρινόμενα στην έκκληση, τα στρατεύματα του Μαυροβουνίου προσέβαλαν μια σειρά από οθωμανικά οχυρά κατά μήκος της μεθορίου μεταξύ Σερβίας και Μαυροβουνίου. Η πολυπόθητη ένωση δεν κατόρθωσε τελικά να επιτευχθεί υπό ευνοϊκές συνθήκες, δηλαδή ενόσω διαρκούσε η προέλαση του Karađorđe στο γειτονικό σαντζάκι του Novi Bazar το 1809. Η αιφνιδιαστική, τότε, εκδήλωση επίθεσης από τους Οθωμανούς στο νότιο μέτωπο, ανάγκασε τους Σέρβους να αποσύρουν τα στρατεύματά τους από εκεί.

Το όραμα των Σέρβων επαναστατών, μείγμα σύγχρονου ρεαλισμού και ρομαντικού παρορμητισμού με ιστορικές καταβολές, προσέβλεπε στην ανασύσταση του μεσαιωνικού Σερβικού κράτους, το οποίο είχε σταδιακά πάψει να υφίσταται έπειτα από τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389). Ο Jovan Rajić, κύριος εκφραστής της ιστορικής μοναστικής παράδοσης, είχε επιλέξει ως πρότυπο την αυτοκρατορία του Στεφάνου Δουσάν, παρά το ότι το κέντρο της τελευταίας βρισκόταν νοτιότερα, μεταξύ Κοσσυφοπεδίου και Σκοπίων. Το τετράτομο έργο του Rajić “Ιστορία των διαφόρων Σλαβικών Εθνών, Βουλγάρων, Κροατών και Σέρβων”, που δημοσιεύθηκε μεταξύ των ετών 1794 και 1795 στη Βιέννη, εξελίχθηκε σε πραγματικό πυλώνα της Σερβικής εθνικής ιδεολογίας των αρχών του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με μια μαρτυρία του 1806, προερχόμενη από έναν Οθωμανό κρατούμενο σε Σερβική

Ο Jovan Rajić (1726-1801).
Η τετράτομη “Ιστορία των διαφόρων Σλαβικών Εθνών, Βουλγάρων, Κροατών και Σέρβων”.

φυλακή, το διακύβευμα για τους εξεγερθέντες είχε ως ακολούθως: «Όπως κάποτε ο βασιλέας [πρίγκιπας] Λάζαρος μετέβη στο Κοσσυφοπέδιο [το 1389, προκειμένου να αναμετρηθεί με τους Οθωμανούς], έτσι όλοι οι Σέρβοι θα επανέλθουν εκ νέου στην ίδια περιοχή. Κάνουν συνεχώς χρήση βιβλίων σχετικών με την ιστορία τους [πρόκειται για την Ιστορία του Jovan Rajić] και ειδικότερα εκείνη του προαναφερθέντα βασιλέα [πρίγκιπα Λαζάρου], που στο νου τους αποτελεί πηγή έμπνευσης και προτροπής για εξέγερση”.⁸

Οι επαναστάτες χωρικοί στερούνταν ισχυρής πνευματικής καθοδήγησης. Ο κυριότερος ιδεολόγος, στην περίπτωση, ήταν ο ιερέας  Matija Nenadović, άτομο, το οποίο διακατεχόταν από Σερβικές μεσαιωνικές παραδόσεις. Το παραπάνω κενό καλύφθηκε από πολιτική υποστήριξη, προερχόμενη από την πεφωτισμένη Σερβική διανόηση της γειτονικής αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Ήδη από το 1790, οι Σέρβοι κάτοικοι των νοτίων επαρχιών της αυτοκρατορίας των Αψβούργων (πρόκειται για τη σημερινή Vojvodina), θεωρούσαν υποχρέωση να παρέχουν πολιτική και ιδεολογική υποστήριξη σε ολόκληρο το Σερβικό εθνικό κίνημα, με σημαία τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ήταν δε τόσο ενθουσιώδης η συστράτευσή τους, ώστε προκάλεσε εύλογο προβληματισμό στις Αυστριακές τοπικές αρχές. Οι μυστικοί δεσμοί παγιώθηκαν εκατέρωθεν των συνόρων μέχρι σημείου προμήθειας οπλισμού και πολεμοφοδίων, με σκοπό την ενίσχυση της επανάστασης. Υφιστάμενοι, με τη σειρά τους, τις καταπιεστικές πρακτικές της διοίκησης των Αψβούργων, οι Σέρβοι της νοτίου Ουγγαρίας όχι μόνο επικρότησαν την εξέγερση, αλλά άρχισαν να συνδέουν το δικό τους μέλλον με την προοπτική δημιουργίας ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου Σερβικού κράτους.⁹

Dositej Obradović (1739-1811).

Ο επονομαζόμενος “Σέρβος Βολταίρος” ποιητής Dositej Obradović, συνέθεσε μια ωδή, η οποία έμελλε να χρησιμεύσει ως ύμνος των επαναστατών: “Σήκω Σερβία/ αγαπημένη μητέρα όλων μας/ για να ξαναγίνεις αυτό που υπήρξες κάποτε/ τα τέκνα σου κλαίνε για σένα/ πολεμούν γενναία για σένα”.¹º Παρακάτω στο ίδιο ποίημα, ο Obradović επισημαίνει πως η εξέγερση των Σέρβων αναπτέρωσε τις ελπίδες για απελευθέρωση της Βοσνίας, της Ερζεγοβίνης, του Μαυροβουνίου “και άλλων γειτονικών περιοχών, θαλασσών και νήσων”. Την ίδια στιγμή που επικαλούνταν το μεσαιωνικό κράτος του Στεφάνου Ντουσάν, οι Σέρβοι διανοούμενοι σχεδίαζαν νέες εδαφικές διεκδικήσεις, με γνώμονα τη σύγχρονη, για την εποχή εκείνη, αντίληψη της εθνικής ταυτότητας, που συνεπαγόταν εννιαία γλώσσα καθώς και κοινές θρησκευτικές, πολιτισμικές και ιστορικές καταβολές και παραδόσεις. Όμως, πρώτος ο Obradović αναγνώρισε ως κυρίαρχο διακριτικό γνώρισμα εθνικής ταυτότητας τη γλώσσα, που, με τη σειρά της, ήταν σε θέση να σφυρηλατήσει θρησκευτικούς δεσμούς. Όπως χαρακτηριστικά υποστήριζε, “η επικράτεια, όπου η Σερβική γλώσσα χρησιμοποιείται, δεν είναι μικρότερη  από εκείνη της Γαλλίας ή της Αγγλίας, στο ποσοστό που μπορεί κανείς να παραβλέψει ορισμένες ανεπαίσθητες διαφορές σε επίπεδο προφοράς. Ανάλογες διαφορές εντοπίζονται σε όλες τις υπόλοιπες γλώσσες […] Οσάκις αναφέρομαι σε πληθυσμούς, οι οποίοι κατοικούν στα συγκεκριμένα βασίλεια και στις συγκεκριμένες επαρχίες, εννοώ τα μέλη της Ελληνικής και της Λατινικής Εκκλησίας δίχως να εξαιρώ ακόμα και Τούρκους [Βόσνιους Μουσουλμάνους]  της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης, στο ποσοστό που το θρήσκευμα και η πίστη μπορούν να αλλάξουν.Όμως η φυλή και η γλώσσα ουδέποτε μπορούν.¹¹

Στο ίδιο πάντοτε πνεύμα, ο κόμης  Sava Tekelija, ευκατάστατος Σέρβος προύχοντας από την Ουγγαρία, δημοσίευσε το 1805 στη Βιέννη, σε 2000 αντίτυπα, έναν “Γεωγραφικό χάρτη της Σερβίας, Βοσνίας, Ντουμπρόβνικ, Μαυροβουνίου και όμορων περιοχών”. Τα πρώτα 500 είχαν ως αποδέκτες τους ηγέτες της εξέγερσης μέσα στην ίδια τη Σερβία. Μάλιστα, ο Tekelija στράφηκε και προς τους Αυστριακούς και Γάλλους κυβερνώντες (παρά το γεγονός ότι ως φυσικός σύμμαχος των Σέρβων εθεωρείτο ανέκαθεν η τσαρική Ρωσία) και ζήτησε τη συνδρομή τους για μια ανασύσταση ενός Σερβικού κράτους, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πυρήνας μιας ακόμη πιο διευρυμένης πολιτικής οντότητας. Σε υπόμνημα, που απέστειλε το 1804 προς τον μόλις ενθρονισθέντα αυτοκράτορα Ναπολέοντα Α΄, πρότεινε την ίδρυση ενός αχανούς βασιλείου της Ιλλυρίας, το οποίο θα συμπεριλάμβανε στο σύνολο σχεδόν των Σερβικών και γενικότερα Σλαβικών πληθυσμών της Βαλκανικής. Ανάλογη πρόταση απηύθυνε, ένα χρόνο αργότερα, προς τον αυτοκράτορα των Αψβούργων Φραγκίσκο Α΄.¹²

Η Σερβία του Karađorđe το 1809.

Πάντοτε σύμφωνα με τον Tekelija, το περίφημο αυτό βασίλειο της Ιλλυρίας, απαρτιζόμενο κατά κύριο λόγο από Σέρβους, ως την κυρίαρχη σλαβική εθνότητα στα Βαλκάνια, θα ήταν σε θέση να συμβάλλει στη εν γένει σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής. Εκτεινόμενο από την Αδριατική έως τη Μαύρη Θάλασσα, θα λειτουργούσε ως ανάχωμα έναντι του Ρωσικού και του Αυστριακού επεκτατισμού. Συνεπώς η Ευρώπη όφειλε να εγγυηθεί “τη σημαίνουσα θέση και την επιτυχή συνέχεια” ενός έθνους, που διέθετε όλες τις προδιαγραφές προκειμένου να προσφέρει αυτή την σταθερότητα. “Σήμερα”, ανέφερε ο Tekelija στο υπόμνημά του προς τον Ναπολέοντα Α΄, “ένα τέτοιο έθνος έχει εξεγερθεί, αποτινάσσοντας τον ζυγό, τον οποίο ουδέποτε, πλέον, είναι διατεθειμένο να αποδεχθεί εκ νέου για οποιοδήποτε λόγο. Πρόκειται για ένα Σερβικό έθνος, στο ποσοστό που περιοριστεί κάποιος μόνο σε όσους κατοικούν εντός της Σερβικής επικράτειας […] Όταν, όμως, διαθέτοντας την υποστήριξη της Γαλλίας, ενώσει σε ένα ευρύ βασίλειο της Ιλλυρίας τη Βοσνία, τη Βουλγαρία, τη Δαλματία, την Κροατία, τη Σλοβενία, το Μαυροβούνιο, τη Μακεδονία, την Αλβανία, το Ντουμπρόβνικ και τις επαρχίες της Ουγγαρίας, όπου κατοικούν Σερβικοί πληθυσμοί, με τη Σερβία, τότε, το εν λόγω βασίλειο θα αποτελεί ισχυρό ανάχωμα ενάντια στις χώρες εκείνες, και συγκεκριμένα στην Αυστρία και στη Ρωσία, οι οποίες θα επιχειρούσαν να επιβάλλουν τη δική τους κυριαρχία στα Βαλκάνια”. Πάντως, στο αντίστοιχο υπόμνημα προς τον Αυστριακό αυτοκράτορα Φραγκίσκο Α΄, ο κόμηςTekelija κάνει ονομαστική αναφορά μόνο στη Ρωσία, ως εν δυνάμει απειλή στη χερσόνησο των Βαλκανίων, για λόγους ευνόητους.¹³

Όσο και αν στερούνται ρεαλισμού, οι παραπάνω φιλοδοξίες δεν είναι απλά σχέδια με ισχυρό ιστορικό υπόβαθρο. Πολύ γρήγορα η σημασία τους επαληθεύθηκε από την αναστάτωση, η οποία εκδηλώθηκε στις τάξεις των Σέρβων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και εκείνης των Αψβούργων. Σύμφωνα με Γαλλικές εκθέσεις, ήδη από το 1805 ακούγονταν στη Δαλματία τραγούδια για τον “ήρωα-ελευθερωτή” Karađorđe, ακριβώς εκεί όπου η ίδια η έννοια της ελευθερίας ταυτιζόταν με το πρόσωπό του. Η απήχηση της εξέγερσης των Σέρβων υπήρξε τεράστια, από άκρη σε άκρη των Βαλκανίων, ξεπερνώντας κατά πολύ τα όρια του πασαλικίου του Βελιγραδίου, όπου είχε εκδηλωθεί. Η συγκίνηση μεταφέρθηκε και μεταξύ των Σέρβων κατοίκων των νοτίων επαρχιών της Ουγγαρίας, όπως και μεταξύ των Σέρβων στρατιωτών των παραμεθορίων ευρωπαϊκών κτήσεων (Vojna Krajina, Vojna Granica)  της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά μήκος του Σάβου ποταμού γύρω από τη Βοσνία και τη Δαλματία.

Το χωριό Orašac, όπου στις 14 Φεβρουαρίου 1804 εκδηλώθηκε η εξέγερση με την ανάθεση της ηγεσίας στον Karađorđe Petrović.

Οι Αυστριακές αρχές κατέγραψαν πολλές περιπτώσεις Σέρβων αγροτών, στρατιωτικών, ιερέων, δασκάλων και δικηγόρων, κατοίκων των νοτίων επαρχιών της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, οι οποίοι διέσχισαν τα σύνορα προκειμένου να ενταχθούν στις δυνάμεις των επαναστατών. Ορισμένοι, μάλιστα, από αυτούς στελέχωσαν τα ανώτατα κλιμάκια της εξέγερσης. Πρώτος, κατά σειρά, υπουργός Παιδείας ανέλαβε ο Dositej Obradović, εξέχουσα φυσιογνωμία του Σερβικού Διαφωτισμού. Από τη δική τους πλευρά, διαθέτοντας και την σιωπηρή ανοχή των τοπικών αρχών κατά το αρχικό στάδιο της εξέγερσης, Σέρβοι έμποροι των όμορων επαρχιών της Αυστρίας (Srem, Banat, Bačka), δεν έχαναν ευκαιρία να εφοδιάζουν τους επαναστάτες με πολεμοφόδια και οπλισμό. Ιθύνων νους και συντονιστής της όλης προσπάθειας οικονομικής και στρατιωτικής υποστήριξης των δυνάμεων του Karađorđe ήταν ο Stevan Stratimirović, πνευματικός ηγέτης των Σέρβων της αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Στον απόηχο των αρχικών επιτυχιών στο πεδίο των εχθροπραξιών, ένας κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητος αριθμός πεπειραμένων Σέρβων αξιωματικών και στρατιωτών, που υπηρετούσαν στις τάξεις του Αυστριακού στρατού άρχισε, με τη σειρά του, να καταφθάνει στην επαναστατημένη Σερβία. Μεγάλος προβληματισμός κατέλαβε τη διοίκηση των Αψβούργων. Τον Απρίλιο του 1807, ο στρατιωτικός διοικητής του Ζάγκρεμπ ανέφερε πως οι ειδήσεις, σχετικά με την εξέλιξη της εξέγερσης, που μετέφεραν Ορθόδοξοι Χριστιανοί (δηλ. Σέρβοι), είχαν αντίκτυπο σε ολόκληρο τον πληθυσμό της περιφέρειάς του. Ο τελευταίος έδειχνε να δελεάζεται από την ελευθερία, της οποίας έχαιραν, πλέον, οι επαναστάτες.¹⁴ Ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των προσχωρήσεων στις τάξεις των Σέρβων έφθανε τους 515 άνδρες, συμπεριλαμβανομένων 188 με προέλευση μονάδες του Αυστριακού τακτικού στρατού. Σε αυτούς θα έπρεπε να προστεθούν όλοι όσοι είχαν διασχίσει τα σύνορα προερχόμενοι και από άλλες περιοχές, όπως λ.χ. η Δαλματία.¹⁵

Ο άμεσος αντίκτυπος στη σημερινή Βοϊβοντίνα, ήταν δυο μικρής διάρκειας εξεγέρσεις χωρικών  το 1807 και 1808. Αμφότερες προσέβλεπαν σε εθνική και κοινωνική απελευθέρωση. Λίγο νωρίτερα, οι επίδοξοι επαναστάτες είχαν ενημερώσει, στέλνοντας υπόμνημα, τον Ρώσο αυτοκράτορα για την πρόθεσή τους να ξεσηκωθούν “ενάντια στον Γερμανικό [Αυστριακό] ζυγό”. Το αρχηγείο τους κοσμούσε ένας από τους χάρτες του Sava Tekelija [βλ. παραπάνω], όπου διαφαίνονταν όλα τα εδάφη εκείνα, τα οποία έπρεπε να ελευθερωθούν και να ενωθούν με τη Σερβία.

Μεγάλος υπήρξε ο αντίκτυπος της επανάστασης και στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπου, σύμφωνα με στατιστικές, ο αριθμός των εξεγερθέντων Σέρβων Ορθοδόξων ξεπερνούσε ακόμη και αυτόν των ομολόγων τους μέσα στην ίδια τη Σερβία.¹⁶ Μυστικές επαφές είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1803 στο Σεράγεβο, με αντικείμενο την ανάληψη κοινής δράσης. Το καλοκαίρι του 1804, τραγούδια, που εξυμνούσαν τα ανδραγαθήματα του Karađorđe, ακούγονταν από άκρη σε άκρη μέσα σε ολόκληρη τη Βοσνία. Την ίδια στιγμή, μεγάλος αριθμός εθελοντών διέσχιζε ακατάπαυστα τα σύνορα με τη Σερβία. Η είδηση της επικράτησης 12.000 Σέρβων ενάντια σε 20.000 πάνοπλους Οθωμανούς στη μάχη του Mišar το 1806, δημιούργησε, μεταξύ των Σέρβων της Βοσνίας, βάσιμες ελπίδες πως το καθεστώς του Karađorđe επρόκειτο σύντομα να υποκαταστήσει την Οθωμανική διοίκηση της Βοσνίας. Ενδεικτικά είναι τα όσα έγραψε την ίδια χρονιά ένας ιερομόναχος από το Prijedor: “Υπέμενα καρτερικά τον Τουρκικό ζυγό, με την ελπίδα πως ο Karađorđe θα μας απελευθέρωνε και θα μας έθετε υπό την προστασία του”.¹⁷ Η εξέγερση των Σέρβων λειτουργούσε ως έναυσμα για την άμυνα των Σέρβων της Βοσνίας ενάντια στην Μουσουλμανική βία.¹⁸

Δυο, μικρού βεληνεκούς, εξεγέρσεις εκδηλώθηκαν τελικά στη Βοσνία. Αμφότερες κατεστάλησαν από τις τοπικές αρχές, με τη χρήση μονάδων του τακτικού Οθωμανικού στρατού. Η πρώτη από αυτές ξέσπασε το 1807 ανατολικά, κατά μήκος του ποταμού Δρίνου, ο οποίος αποτελεί και το φυσικό σύνορο με τη Σερβία. Η δεύτερη, πιο αξιόλογη, έλαβε χώρα το 1809 στην Κράϊνα.¹⁹

Η μάχη του Mišar (12–15 Αυγούστου 1806), πίνακας του Afanasij Scheloumoff.

Οι Σέρβοι ηγέτες, στερούμενοι στρατιωτικής υποστήριξης έπειτα από την υπογραφή της Συνθήκης του Πρεσβούργου (Δεκέμβριος 1805), στράφηκαν προς άλλους Χριστιανικούς πληθυσμούς της Βαλκανικής, προς αναζήτηση βοήθειας στον αγώνα τους κατά των Οθωμανών. Η παραπάνω μεταστροφή αποφασίστηκε από τη Συνέλευσή τους, που ως έδρα είχε το Smederevo. Κατόπιν τούτου, αναταράξεις παρατηρήθηκαν σε διάφορες περιοχές κατοικούμενες από Σλάβους της Μακεδονίας. Στη Βουλγαρία, ειδικότερα στις όμορες επαρχίες, κατά μήκος του Δούναβη με τη Σερβία (Βιδίνιο και  Belogradčik) ξέσπασαν προσωρινές εξεγέρσεις φιλειρηνικών, έως τότε, χωρικών. Το ίδιο έτος (1805), ο Έλληνας οπλαρχηγός Νικοτσάρας διέσχισε με το ένοπλο σώμα του ολόκληρη, σχεδόν, τη Βαλκανική, από τον Όλυμπο έως τον Δούναβη, προκειμένου να ενωθεί με τις δυνάμεις του Karađorđe. Σύμφωνα με εκθέσεις του προξένου της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη, οι Οθωμανικές αρχές προχώρησαν σε αθρόες συλλήψεις Ελλήνων και Σλάβων, με την υποψία και μόνο ότι παρείχαν υποστήριξη προς τους Σέρβους επαναστάτες.²º

Υπολογίζεται πως εντός του 1806, 5000 ένοπλοι Βούλγαροι είχαν την πρόθεση να προσχωρήσουν στην εξέγερση. Από τους 4000, που διέσχισαν τελικά τα σύνορα την επόμενη χρονιά, οι 800 ενώθηκαν αμέσως με τον στρατό του Karađorđe. Πέρα από τους τελευταίους, στις τάξεις των Σέρβων επαναστατών καταγράφηκε παρουσία Ελλήνων και Βλάχων, οι οποίοι, νωρίτερα, είχαν πολεμήσει στο πλευρό των Ρώσων εναντίον των Οθωμανών. Σε αρκετές περιπτώσεις, έφτασαν από τη Ρουμανία εκκλήσεις για αποστολή βοήθειας κατά των Οθωμανικών αρχών, ενώ το παράδειγμα των Σέρβων ενέπνευσε πολλαπλώς τον εκκολαπτόμενο αγώνα ανεξαρτησίας των Ελλήνων. Ο πρώτος ιστορικός της Σερβικής εξέγερσης ήταν ο ελληνικής καταγωγής Τριαντάφυλλος Δούκας, ο οποίος, το 1807, δημοσίευσε στη Βουδαπέστη ένα βιβλίο με τίτλο :“Ιστορία των Σερβο-Σλάβων”.

O Karađorđe, απογοητευμένος αφενός από τους δισταγμούς των Αυστριακών και αφετέρου από την προσπάθεια των Ρώσων να θέσουν την εξέγερση αποκλειστικά υπό τον δικό τους έλεγχο, έστρεψε τις ελπίδες του προς την κατεύθυνση μιας πιθανής συμμαχίας με τη Γαλλία. Είναι αλήθεια πως οι Γάλλοι θεωρούσαν τη Βοσνία ως κατεξοχήν κομβικό σημείο για τη διακίνηση των δικών τους αγαθών προς τη Μικρά Ασία, ενόσω βρισκόταν σε ισχύ ο ηπειρωτικός αποκλεισμός. Αντίθετα, μια Σερβία υπό Ρωσικό έλεγχο συνιστούσε απειλή για τα συμφέροντά τους. Το 1809, αφότου οι Σέρβοι επαναστάτες εισέπραξαν βαριές απώλειες σε όλα τα μέτωπα, ο  Karađorđe κάλεσε τον Ναπολέοντα να εισέλθει στο Šabac (Σερβική κωμόπολη κοντά στα σύνορα με τη Βοσνία) συνοδευόμενος από τα στρατεύματά του, ώστε να μπορέσουν να δρομολογηθούν διαπραγματεύσεις με την Υψηλή Πύλη.

Karađorđe Petrović (1762-1817).
Janko Popović (1779–1833) εκ των πρωτεργατών της εξέγερσης.

Ένα χρόνο αργότερα, το 1810, ο Σέρβος ηγέτης εισηγήθηκε προς τον Ναπολέοντα μέσω του ειδικού απεσταλμένου του στο Παρίσι, λοχαγού Rade Vučinić, την ένωση της Σερβίας με τη Βοσνία, την Ερζεγοβίνη, τις επαρχίες της Ιλλυρίας από τη Λιουμπλιάνα έως το Ντουμπρόβνικ (συμπεριλαμβανομένης της Δαλματίας μαζί με το Ντουμπρόβνικ καθώς και τμημάτων της Κροατίας και της Σλοβενίας). Θέση μεταξύ των διεκδικήσεών του είχαν και σερβοκατοικημένες επαρχίες της αυτοκρατορίας των Αψβούργων (Banat, Srem, Σλαβονία). Τα πάντα υπό την προστασία της Γαλλίας. Ο Ναπολέων ήταν αδύνατο να συναινέσει σε μια παρόμοια προοπτική, που έθετε σε κίνδυνο την ακεραιότητα της συμμάχου του Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δεν παρέλειψε, ωστόσο, να προτρέψει τον πρόξενο της Γαλλίας στο Βουκουρέστι να συνεργαστεί διακριτικά με τους Σέρβους. Η πρόταση του Karađorđe, παρά το ανέφικτο του περιεχομένου της, αποδεικνύει πως μια υποστήριξη από πλευράς Γαλλίας, αποτελούσε τη μοναδική διέξοδο για απαλλαγή από την επιρροή της Ρωσίας και της Αυστρίας. Από τη δική του πλευρά, ωστόσο, ο Γάλλος αυτοκράτορας εκλάμβανε την εξέγερση των Σέρβων ως μοχλό για την διάδωση της Ρωσικής επιρροής στη Βαλκανική. Ίσως γι αυτό και αναδιοργάνωσε τις Γαλλικές κτήσεις στη Δαλματία, την Κράϊνα και τη Σλοβενία σε επαρχίες της Ιλλυρίας (1809-1814), με απώτερο σκοπό να αντικρούσει τη Σερβική επανάσταση.²¹

Απογοητευμένοι από τις εξελίξεις, οι Σέρβοι αναγκάστηκαν να στραφούν εκ νέου προς τη Ρωσία. Η εναλλακτική λύση μιας ενδεχόμενης συμμαχίας με την Αυστρία ήταν από μόνη της θνησιγενής, καθότι για πολλούς και ποικίλους λόγους, η Σερβία βρισκόταν στρατιωτικά  σε θέση εξάρτησης από τους Ρώσους. Εγκαταλειμμένοι ακόμα και από τους τελευταίους μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1812, οι Σέρβοι, αν και έτοιμοι να αποδεχθούν ένα ημι-αυτόνομο καθεστώς ανάλογο με εκείνο της Μολδαβίας και της Βλαχίας, απέρριψαν τελικά την πρόταση που τους υποβλήθηκε και η οποία έκανε λόγο για ακόμα πιο περιορισμένη αυτονομία: “Δεν αναγνωρίζουμε τις διατάξεις της [Οθωμανικής] Συνθήκης με τη Ρωσία [Συνθήκη του Βουκουρεστίου]. Διεκδικούμε τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους και δεν είμαστε διατεθειμένοι να αποδεχθούμε οποιασδήποτε μορφής άλλη λύση”.²²

Το φθινόπωρο του 1813, στερούμενη όποιας ξένης υποστήριξης, η Σερβική εξέγερση καταπνίγηκε βάρβαρα από τον τακτικό Οθωμανικό στρατό. Συμπιεσμένη ανάμεσα στη γενική αδιαφορία των ευρωπαϊκών χωρών και την αίγλη των Ναπολεοντίων πολέμων, η ιστορική της σημασία είναι πολυδιάστατη. Για τα έθνη της Βαλκανικής, αρχής γενομένης από τους Έλληνες και τους Νοτιοσλάβους, επρόκειτο για μια Γαλλική επανάσταση, προσαρμοσμένη σε τοπικές προδιαγραφές. Η αρχή της εθνικής κυριαρχίας ερχόταν σε αντιδιαστολή με εκείνη της νομιμοποίησης. Μια νέα μορφή κοινωνίας αναδείχθηκε παντού όπου, ελλείψει αριστοκρατίας και ανεπτυγμένης μεσαίας τάξης, η ισονομία μεταξύ ελεύθερων χωρικών συνέπιπτε με εκκολαπτόμενες διεκδικήσεις ενός σύγχρονου, για την εποχή, έθνους. Οι μακροχρόνιες πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις σε ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή, επέτρεψαν στον έγκριτο Γερμανό ιστορικό Leopold von Ranke, να κάνει χρήση του όρου “Σερβική Επανάσταση”, αντιπαραβάλλοντας την τελευταία με την ομώνυμη Γαλλική.²³

O Dušan T. Bataković (Βελιγράδι 1957-Βελιγράδι 2017) ήταν ιστορικός και διπλωμάτης. Έπειτα από μια πλούσια σταδιοδρομία στον χώρο της επιστήμης της Ιστορίας, διετέλεσε πρέσβυς της Σερβίας στην Ελλάδα, στον Καναδά, στη Γαλλία και ειδικός σύμβουλος της Προεδρίας της Δημοκρατίας για το ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου. Από το 2008 έως τον θάνατό του, υπήρξε διευθυντής του Βαλκανολογικού Ινστιτούτου της Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών της Σερβίας.

 ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Βλ. G. Yakchitch, L’ Europe et la resurrection de la Serbie (1804-1834), Paris: Hachette 1917, σσ. 7-35; D. Djordjevic, Les revolutions nationals des peoples balkaniques 1804-1914, Belgrade, Institut d’histoire  1965, σσ. 23-38, W. S. Vucinich (ed.), The First Serbian Uprising 1804-1813, Boulder-New York: Columbia University Press 1982.

[2]  R. Perović, Prvi srpski ustanak; Akta i pisma na srpskom jeziku, vol. I, (1804-1808), Beograd: Narodna knjiga 1978, σσ. 124, 125, 149.

[3]   M. Djordjević, Oslobodilački rat srpskih ustanika 1804-1806, Beograd: Vojnoizdavački zavod 1967

[4]   J. M. Milović, “Titule vladike Petrovića’, Istorijski zapisi, vol. LX  (1), Titograd 1987, σ. 57.

[5]  D. T. Bataković, The Kosovo Chronicles, Belgrade: Plato 1992, σσ.42-45.

[6]  A. Aličić, « Ustanak u Drobnjacima 1805. godine »,  Godišnjak društva istoričara BiH,  vol. XIX, Sarajevo 1973, σσ. 51-54.

[7]  R. Perović, Prvi srpski ustanak. Akta i pisma na srpskom jeziku, vol. I, 1804-1808, σσ. 175-177.

[8]  R. Tričković, «Pismo travničkog vezira iz 1806. godine», Politika, Beograd,  21. 02.  1965.

[9]  A. Ivić, Spisi bečkih arhiva o Prvom srpskom ustanku, vol. III, BeogradČ Srpska kraljevska akademija 1937, σ. 349.

[10]  J. Mitrović,  Istorija Srba, Beograd: Privatno izdanje 1993

[11]  D. Obradovic, “Letter to Haralampije.” The Life and Adventures of Dimitrije Obradovic. Ed. and transl. G. R. Noyes. Berkeley, Los Angeles: University of California Press, 1953, σ. 135.

[12]  S. Tekelija, Opisanije života, Beograd: Prosveta 1966, σσ. 171-187, 379-396.

[13]  S. Gavrilović, Vojvodina i Srbija u vreme prvog srpskog ustanka,  Novi Sad: Institut za istoriju 1974 σσ.20-24.

[14] F. Šišić, «Karadjordje, Južni Sloveni i Napoleonova Ilirija», in: Karadjordje, Beograd: Geca Kon 1923, σσ. 55-56.

[15] Ibid.

[16]  Ο M. Ekmečić επικαλείται στατιστικές, οι οποίες εκτιμούν τον συνολικό πληθυσμό της Βοσνίας σε 1,3 εκατομ. κατοίκους (M. Ekmečić, Stvaranje Jugoslavije 1790-1918, vol. I, Beograd: Prosveta 1989,  σ. 77. )

[17] J. Tošković, Odnosi izmedju Bosne i Srbije 1804-1806 i boj na Mišaru, Subotica 1927, σ. 72.

[18] M. Šamić, Francuski putnici o Bosni na pragu XIX stoljeća i njihovi utisci o njoj,Sarajevo: Svjetlost 1966,  σ. 206.

[19]  V. Čubrilović, Prvi srpski ustanak i bosanski Srbi, Beograd: Geca Kon 1939, σσ. 115-125.

[20]  C. A. Vacalopoulos, La Macédoine vue  en début du XIX siècle par les consuls Européens de Thessalonique, Thessalonique: Institut des eétudes balkaniques 1980, σ. 65.

[21]  Cf. D. Roksandić, Vojna Hrvatska La Croatie militaire. Krajiško društvo u Francuskom carstvu (1809-1813), vol. I, Zagreb : Školska knjiga 1988, σσ. 151-153.

[22]  S. Hadžihuseinović-Muvvekit, Tarih-i Bosna, quoted in : M. Ekmečić, Stvaranje Jugoslavije 1790-1918, vol. I, σ. 157.

[23] Leopold von Ranke, A history of Servia and the Servian Revolution. Translated by Mrs. Alexander Kerr.New York, Da Capo Press, 1973.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

  • Savremenici o Kosovu i Metohiji 1850-1912 (Contemporaries on Kosovo and Metohija 1850-1912), Belgrade: Srpska književna zadruga 1989.
  • Kolubarska bitka (The Battle of Kolubara 1914), Belgrade: Litera 1989 (with N. B. Popović). 210 p.
  • Kosovo i Metohija u srpskoj istoriji (Kosovo and Metohia in Serbian History), Belgrade: Srpska književna zadruga 1989, (co-author); German translation: Kosovo und Metochien in der serbischen Geschichte, Lausanne: L’Age d’Homme 1989 (co-author; four chapters); French translation: Le Kosovo-Metohija dans l’histoire serbe, Lausanne: L’Age d’Homme 1990 (co-author, four chapters).
  • Kosovo i Metohija u srpsko-arbanaškim odnosima (Kosovo and Metohija in Serb-Albanian Relations), Priština: Jedinstvo 1991. (2nd updated edition: Čigoja štampa, Belgrade 2006.) 391 р.
  • The Kosovo Chronicles, Belgrade: Plato Books 1992.
  • La spirale de la haine, Lausanne: L’Age d’Homme 1993 (2nd Edition 1998), 106 p. [3];
  • La Yougoslavie : nations, religions, idéologies, Lausanne: L’Age d’Homme 1994.
  • Bataković, Dušan T. (1996). The Serbs of Bosnia & Herzegovina: History and Politics. Paris: Dialogue.
  • The Serbs and Their National Interest, N. Von Ragenfeld-Feldman & D. T. Batakovic (eds.), San Francisco & Belgrade 1997, 140 p.
  • Cronica de la Kosovo, prefaţă de academician Dan Berindei; Buçuresti: Editura biblioteca bucurestilor 1999, 207 p.
  • Kosovo i Metohija. Istorija i ideologija, (Kosovo and Metohija: History and Ideology), Belgrade: Hrišćanska misao 1998. (2nd updated edition: Belgrade: Čigoja štampa 2006). 469 p.
  • Нова историја српског народа (A New History of the Serbian People), Belgrade: Naš Dom 2000 (co-authors: A. Fotić, M. St. Protić, N. Samardžić); Second updated edition: Belgrade 2002, ; Korean translation: Seoul 2001, ;
  • Histoire du peuple serbe, Lausanne: L’Age d’Homme 2005. 395 p.
  • Kosovo and Metohija. Living in the Enclave, D. T. Bataković (ed.), Institute for Balkan Studies, SASA, Belgrade 2007, 314 p.
  • Un conflit sans fin? Lausanne: L’Age d’Homme 2008. 322 p.
  • Kosovo And Metohija. Living in the Enclave (with added multimedia content and original documents) T. Bataković (ed.), Institute for Balkan Studies, Serbian Academy of Sciences and Arts, Belgrade 2008. (cd-rom)
  • Istorija za sedmi razred osnovne škole Belgrade, Zavod za udžbenike, 2009, 175 p.
  • La Serbie et la France : une alliance atypique. Les relations politiques, économiques et culturelles,1870-1940 T. Bataković (dir.), Institut des Études Balkaniques, Académie serbe des Sciences et des Arts, Belgrade 2010. 613.p.
  • Косово и Метохия : история и идеология, перевод с сербского Д. Кокотович, Екатеринбург : Издательство Уральского университета, 2014, 399 p.
  • Minorities in the Balkans. State Policy and Inter-Ethnic Relations (1804-2004) T. Bataković (ed.), Belgrade, Institute for Balkan Studies, Serbian Academy of Sciences and Arts, 2011, 364 p.
  • Serbia’s Kosovo Drama. A Historical Perspective, Belgrade, Čigoja Štampa, 2012, 369 p.
  • Qeveria serbe dhe Esat Pashe Toptani, e perktheu nga anglishtja Maklen Misha, Tirane, Botimet IDK, [2012], 70 p.
  • Les sources françaises de la democratie serbe (1804-1914), Paris, CNRS Editions, 2013, 570 p.
  • A Turbulent Decade.The Serbs in Post-1999 Kosovo, Paris, Dialogue, 2014, 324 p.
  • The Foreign Policy of Serbia (1844-1867). Ilija Garašanin’s Načertanije, Institute for Balkan Studies SASA, Belgrade 2014, 308 p.
  • Christian Heritage of Kosovo and Metohija. Historical and Spiritual Heartland of Serbian People, Chief contributing editor Dušan T. Bataković, Los Angeles: Sebastian Press & Belgrade: Institute for Balkan Studies, 2015, 1007 p.
  • Serbia in the Great War. Anglo-Saxon Testimonies and Historical Analysis. Edited by Dušan T. Bataković, Belgrade: National Library of Serbia 2015, 374 p.
  • Srbija i Balkan. Albanija, Bugarska, Grčka 1914-1918 (Serbia and the Balkans: Albania, Bulgaria, Greece 1914-1918), Prometej-RTS, Novi Sad-Belgrade 2016, 572 р.
  • Dešifrovanje prošlosti. Pisci, svedoci, pojave (Deciphering the Past. Witnesses, Writers, Phenomenons), Čigoja štampa, Belgrade 2016, 436 р.

clioturbata.com

, , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *