Η προέλευση του ελληνικού πολιτισμού και η πρόσληψη του (ελληνικού) παρελθόντος

Θεόδωρος Γ. Γιαννόπουλος * από το Άρδην τ. 134-35
επ. Καθηγητής Ανοικτού Παν/μίου Κύπρου, Δρ. Προϊστορίας και Πρωτοϊστορίας Παν/μίου Χαϊδελβέργης

Στην έναρξη του σπουδαίου άρθρου του με τίτλο «Πόθεν οι Κύπριοι; Η αρχαία ελληνική ιστορία στην κλίνη του Προκρούστη (1860-1900)»,[1] ο ιστορικός Πάνος Χριστοδούλου ανατρέχει ευφυώς σε ένα χα­ρακτηριστικό απόσπασμα από το έργο του Πλάτωνα,  Ἵππίας Μείζων. Είναι το σημείο (285c-286e), όπου ο Σω­κράτης ρωτά τον σοφιστή Ιππία ποια είναι τα πράγματα που οι ακροατές του «ἡδέως ἀκροῶνται» («Ἀλλὰ τί μήν ἐστιν ἃ ἡδέως σου ἀκροῶνται καὶ ἐπαινοῦσιν; αὐτός μοι εἰπέ, ἐπειδὴ ἐγὼ οὐχ εὑρί­σκω»). Στο ερώτημα αυτό ο Ιππίας δίνει μια απάντηση, η οποία γίνεται ευχερώς κατανοητή ακόμη και χωρίς μετάφραση στα νέα ελληνικά και έχει διαχρονική αξία για όσους ασχο­λούνται με την ιστορία, την αρχαιολογία και γενικώς τη μελέτη του παρελθόντος: «Περὶ τῶν γενῶν, ὦ Σώκρατες, τῶν τε ἡρώων καὶ τῶν ἀνθρώπων, καὶ τῶν κατοικίσεων, ὡς τὸ ἀρχαῖον ἐκτίσθησαν αἱ πόλεις, καὶ συλλήβδην πάσης τῆς ἀρχαιολογίας ἥδιστα ἀκροῶνται». Τα πράγματα, επομένως, που απολάμβα­ναν να ακούν από το στόμα του οι ακροατές του Ιππία ήταν οι αφηγήσεις σχετικά με την προέλευση των ηρώων, των ανθρώπων και των πόλεων. Όπως ομολογεί ο Ιππίας, για αυτόν ακριβώς το λόγο αναγκάστηκε να εντρυφήσει ιδιαιτέρως στα «τῆς ἀρχαιολογίας» («ὥστ᾽ ἔγωγε δι᾽ αὐτοὺς ἠνάγκασμαι ἐκμεμαθηκέναι τε καὶ ἐκμεμελετηκέναι πάντα τὰ τοιαῦτα»). Η απάντηση του Ιππία εί­ναι εξαιρετικά διδακτική για κάθε σύγχρονο ερευνητή που επιθυμεί να προ­σεγγίζει με αναστοχαστι­κό τρόπο το παρελθόν. Και τούτο διότι καταδεικνύει αφενός το διαχρονι­κό ενδιαφέρον των αν­θρώπων και των κοινωνιών για την αναζήτηση των απαρχών και των καταβο­λών τους και αφετέρου τη στενή συνύφανση των αφηγήσεών μας για το παρελθόν με όσους «ἥδι­στα ἀκρο­ῶνται» τις αφη­γήσεις αυτές στο παρόν.

Η μελέτη του παρελθόντος, επομένως, λαμβάνει πάντοτε χώρα εντός του πλαισίου των ενδιαφερόντων, πνευματικών τάσεων, αντιπαραθέσεων, ταυ­τοτήτων, ενίοτε και υπαρ­ξιακών αγωνιών του παρόντος. Και, αν είναι έτσι, τότε και η έρευνα περί των απαρ­χών ή της κατα­γωγής «των γενών και των κατοικίσεων», ως μια επιμέρους πτυχή της ευ­ρύτερης ενασχόλησης με τα «τῆς ἀρχαιολογίας», εκκινεί και αυτή από το εκάστοτε παροντικό συ­γκείμενο.

Όταν πριν περίπου 12 χρόνια ο γράφων καταπιάστηκε με το ζήτημα της προέλευσης του ελληνι­κού πολιτισμού,[2] ήταν σαφές ότι ένα τέτοιο ερευνητικό εγχείρημα αποτελούσε προϊόν των αναζητή­σεων του παρόντος. Το παρόν, εν προκειμένω, συνίσταται στο ευρύτερο πλαίσιο και πλέγμα των νεω­τερικών εθνικών κρατών και ταυτοτήτων, στους κόλπους των οποίων η ιστορική και αρχαιολο­γική έρευνα έχει συχνά προσδεθεί σε αντιλήψεις ουσιοκρατίας και αρχεγονισμού. Σύμφωνα με αυ­τές, τα σύγχρονα έθνη χαρακτηρίζονται από μια κατά το μάλλον ή ήττον σταθερή εθνοπολιτισμική ταυτότητα που εν είδει βαθύτερης «ουσίας» διατρέχει περίπου αναλλοίωτη τους αιώνες ή και τις χι­λιετίες. Αυτή η αντίληψη, η οποία στους νεώτερους χρόνους συνδέθηκε ιδιαίτερα με τον γερμανικό ρομαντισμό, αποτέλεσε τον άξονα της νεοελληνικής ρομαντικής ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα. Η τελευταία, μέσα κυρίως από το έργο των ιστορικών Σπ. Ζαμπελίου και Κ. Παπαρρηγόπουλου, έπαι­ξε ως γνωστόν αποφασιστικό ρόλο στη διάπλαση της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας και συνεί­δησης. Ίδιον των ουσιοκρατικών και αρχεγονιστικών αυτών αντιλήψεων είναι η τάση σύγχυσης ή εξίσωσης διαφορετικών ταυτοτήτων ή κατηγοριών: η γλώσσα συχνά ταυτίζεται με το έθνος, το έθνος με τον ευρύτερο πολιτισμό, ενώ φορέας του εθνικού αυτού πολιτισμού θεωρείται ενίοτε πως είναι ένας φυλετικά/γενετικά ομοιογενής λαός.

Βασική προσπάθεια της σχετικής έρευνας του γράφοντος ήταν να καταδείξει ότι ένας τέτοιος ορισμός των Ελλήνων ή του ελληνικού πολιτισμού είναι ιδιαίτερα προβληματικός στο πλαί­σιο της προϊστορικής έρευνας ή γενικώς μιας έρευνας «μακράς διάρκειας». Αντιθέτως, πολύ πιο ορθή μεθο­δολογικά στην προκειμένη περίπτωση είναι η αναλυτική διάκριση μεταξύ των διαφορετι­κών κατη­γοριών της πολιτισμικής ταυτότητας (γλωσσικής, εθνικής, θρησκευτικής, ευρύτερης πολι­τισμικής, κλπ.), καθώς και μεταξύ της πολιτισμικής και της φυσικής ανθρωπολογίας. Διακρίνοντας αναλυτικά τις κατηγορίες αυτές, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι αυτό που μπορεί να αναζητήσει η προϊστορι­κή έρευνα δεν είναι η «καταγωγή των Ελλήνων», αλλά η καταγωγή της ελληνικής γλώσ­σας. Μια τέτοια οριοθέτηση του ερευνητικού ζητουμένου δεν είναι προφανώς άσχετη με το ιστορι­κό πλαίσιο του 21ου αιώνα και τη στενή διασύνδεση γλώσσας και έθνους στο πλαίσιο πολλών εθνι­κών κρατών, μεταξύ αυτών και της Ελλάδας. Δεν είναι βέβαιο ότι μια ανάλογη ερευνητι­κή αναζήτηση θα επιχει­ρούνταν π.χ. πριν περίπου δύο αιώνες, όταν κατά την περίοδο της Α’ Εθνο­συνέλευσης της Επιδαύ­ρου, ως Έλληνες προσδιορίζονταν όχι οι ομιλητές της ελληνικής γλώσσας, αλλά «ὃσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικρατείας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν».

Εντού­τοις, ακόμη κι αν η έρευνα για την προέλευση μιας γλώσσας πηγάζει από τη δια­σύνδεσή της με την εθνική ταυτότητα, μπορεί να συνιστά ένα θεμιτό εγχείρη­μα όταν προσεγγίζει κριτικά και αναστοχαστικά τη διασύνδεση αυτή. Όταν π.χ. έχει κανείς επίγνω­ση ότι έχουν υπάρξει ομιλητές της ελληνικής γλώσσας που δεν αισθάνονταν εθνικά Έλληνες (σύγ­χρονο παράδειγμα το τμήμα εκείνο των Ελληνοκυπρίων που έχει μια πιο «κυπριωτική» εθνική συ­νείδηση), ότι έχουν υπάρξει άνθρωποι που αισθάνονταν Έλληνες χωρίς να μιλούν ελληνικά (π.χ. τουρκόφωνοι χριστιανοί πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία) ή ότι η σχέση γλώσσας και διαλέκτων ή η αντίληψη περί της διαχρονικής ιστορικής ενότητας μιας γλώσσας είναι ενίοτε ένα ζήτημα περισ­σότερο πολιτικό και ιδεολογικό παρά αμιγώς γλωσσολογικό. Για να είναι βεβαίως όντως εποικοδο­μητικός ένας τέτοιος κριτικός αναστοχασμός πρέπει να μην θέτει υπεράνω κριτικής και τις ίδιες τις κριτικές αυτές ενστάσεις. Τα προαναφερθέντα σημεία σχετικισμού ως προς τη σχέση γλώσσας και έθνους δεν αναιρούν τον σημαντικό βαθμό συ­νοχής της ελληνικής γλώσσας στον χώρο και στον χρόνο. Μια συνοχή που προέκυψε λόγω τόσο των ιστορικών συγκυριών (ενίοτε δυσμενών, όπως η σταδιακή γεωγραφική συρρί­κνωση της ελλη­νοφωνίας), όσο του μεγάλου εκείνου εγγράμματου πολιτισμού, που αναπτύχθηκε με άξονα την ελ­ληνική γλώσσα και ο οποίος τροφοδότησε κατά περιόδους διάφορες εκδοχές συλλογικής ταυτότη­τας και αυτοσυνειδησίας.

Οι προαναφερθείσες κριτικές ενστάσεις ως προς τη σχέση γλώσσας και έθνους είναι, ωστόσο, χρήσιμες για την κατανόηση του παλαιού, διεπιστημονικού και δυσεπίλυτου εκείνου αινίγματος, στο οποίο είναι προσδεδεμένη η αναζήτηση για την προ­έλευση της ελληνικής γλώσσας: του ινδοευ­ρωπαϊκού προβλήματος. Η συστηματική ακαδημαϊκή μελέτη των λεξιλογικών και δομικών ομοιοτή­των μεταξύ μιας πλειάδας γλωσσών, εκτεινόμενων από την Ευρώπη ως τον ινδοϊρανικό χώρο και την κεντρική Ασία, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής, αποτελεί κυρίως τέκνο του 19ου αιώνα, δηλαδή της κα­τεξοχήν περιόδου ανάδυσης του νεωτερικού εθνικισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, επιστή­μες όπως η ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία, η αρχαιολογία και η ιστορία συνεργάστηκαν για να αφηγηθούν τα «τῆς γλωσσικῆς ἀρχαιολογίας», όπως θα έλεγε ο Ιππίας. Η απώτερη προέλευση των ινδοευρω­παϊκών γλωσσών αναζητήθηκε στην κοινή εκείνη γλώσσα-πρόγονο, τη λεγόμενη πρω­τοϊνδοευρωπαϊκή, από την οποία θεωρήθηκε ότι εκπήγασαν οι γενετικώς σχετιζόμενες επιμέρους ινδοευρω­παϊκές γλώσσες. Ο γεωγραφικός και χρονολογικός εντοπισμός της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής κοινότητας επιχειρήθηκε με τη μέθοδο της γλωσσικής παλαιοντολογίας, δηλαδή με βάση τους όρους του ανα­συντεθέντος ινδο­ευρωπαϊκού πρωτολεξικού που αναφέρονταν σε στοιχεία της χλωρί­δας, της πανί­δας, της τεχνολογίας και της κοινωνικής δομής.

Η επίδραση των νεωτερικών εθνικών αντιλήψεων υπήρξε έκδηλη σε πολλές πτυχές αυτής της διεπιστημονικής ερευνητικής αναζήτησης. Χαρακτηριστικό είναι, εν πρώτοις, το παράδειγμα της ορολογίας, με την οποία προσδιορίζονται από την ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία οι προγονικές μορφές των ιστορικών ινδοευ­ρωπαϊκών γλωσσών (π.χ. πρωτοσλαβική, πρωτογερμανική, πρωτοελ­ληνική, κλπ.). Πρόκειται για μια ορολογία που, αν και φαινομενικά αναφέρεται σε αμιγώς γλωσσικά φαινόμενα, φέρει και μεταφέρει στο πλαίσιο της προϊστορίας τις νεωτερικές εθνωνυμιακές συνδη­λώσεις. Άλλο συναφές παράδειγμα είναι η πρόσδεση του ινδοευ­ρωπαϊκού προβλήματος στο άρμα συγκεκριμένων εθνικισμών. Η πιο αξιοσημείωτη περίπτωση εδώ είναι η λεγόμενη «βορειοευρω­παϊκή υπόθεση», η οποία ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα τοποθετούσε την κοιτίδα των «Ινδογερ­μανών» (όπως ακόμη και σήμερα αποκαλούνται συχνά στη γερμανική επιστημονική ορολογία οι Ιν­δοευρωπαίοι) στον βόρειο γερμανικό χώρο. Με αυτό τον τρόπο προλειάνθηκε το έδαφος για την με­τέπειτα πλήρη εργαλειοποίηση του ινδοευ­ρωπαϊκού προβλήματος από την ναζιστική προπαγάν­δα. Στο πλαίσιο της τελευταίας έλαβε χώρα και η βιολογικοποίηση ενός αρχικώς γλωσσολογικού προ­βλήματος, με το ολέθριο για την ανθρωπότητα ιδεολόγημα της «Αρίας φυλής» και της υποτι­θέμενης ανωτερότητάς της.

Η απόσυρση από το προσκήνιο της βορειοευρω­παϊκής υπόθεσης άνοιξε τον δρόμο για μια άλλη πρόταση λύσης του ινδο­ευρωπαϊκού προβλήματος που επρόκειτο να εξελιχθεί σε ιδιαιτέρως δημο­φιλή: τη λεγόμενη υπόθεση των στεπών της νότιας Ρωσίας ή θεωρία Κουργκάν. Η θεωρία αυτή συ­σχετίζει την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή κοινότητα με τους νομαδικούς ποιμενικούς πολιτισμούς που άκ­μασαν κατά την 5η και 4η χιλιετία π.Χ. στις στέπες του βορείου Πόντου και της Κασπίας, έχοντας ως σήμα κατατεθέν τις ταφές σε τύμβους («κουργκάν»). Από την περιοχή αυτή θεωρείται πως οι εν λόγω νομάδες των στεπών εξαπλώθηκαν προς Ανατολάς και προς Δυσμάς στο πλαί­σιο διαδοχικών μεταναστευτικών επεισοδίων ή και πιο βίαιων εισβολών, εξαλείφοντας ενίοτε τους προγενέστερους πολιτι­σμούς και μεταφυτεύοντας την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα. Αν και διαφέρει από την βο­ρειοευρωπαϊκή υπόθεση, η θεωρία Κουργκάν μοιράζεται μαζί της πολλά στοιχεία που προδίδουν την εξάρτηση αμφοτέρων από τις βαθύτερες αντι­λήψεις του νεωτερικού εθνικισμού. Και οι δύο π.χ. τοποθετούν χρονικά τη διασπορά των Ινδοευ­ρωπαίων στην όψιμη προϊστορία, δηλαδή στο μεταίχ­μιο με την πρώιμη ιστορία, η οποία υπό ένα αρχεγονιστικό πρίσμα ταυτίζεται με την απαρχή των με­ταγενέστερων εθνών. Και οι δύο προαναφερόμενες θεωρίες ταυτίζουν αυθαιρέτως και με ουσιοκρα­τικό τρόπο σύνολα προϊστορικών αρχαιολογικών ευρημάτων, αυτά που συμβατικά αποκαλούνται «αρχαιολογικοί πολιτισμοί», με κατά το μάλλον ή ήττον ομοιογενείς γλωσσικές ή εθνοτικές/εθνικές ομάδες. Σαν αποτέλεσμα, καταλήγουν να ταυτίζουν τις όποιες παρατηρούμενες αλλαγές στον υλικό πολιτισμό μιας περιοχής με μαζικές μεταναστεύσεις, εισβολές και επεισόδια πληθυσμιακής και γλωσσικής αντικατάστασης. Πρόκειται για ένα πλέγμα θεωρητικών αντιλήψεων που ανάγεται στους πρώιμους χρόνους της αρχαιολογικής σκέψης, τότε που η ουσιοκρατική νοηματοδότηση της έννοιας του αρχαιολογικού πολιτισμού και η έμφαση στον εξωγενή χαρακτήρα της πολιτισμικής με­ταβολής αντανακλούσαν την προβολή στη μελέτη της προϊστορίας ιδεολογικών σχημάτων της νε­ώτερης εθνικής ιστορίας.

Τα υπερπαραδοσιακά στοιχεία της θεωρίας Κουργκάν δεν την εμπόδισαν να εξελι­χθεί όχι μόνο στην πιο προβεβλημένη ίσως πρόταση λύσης του ινδο­ευρωπαϊκού προβλή­ματος, αλλά και σε ένα ισχυρό «παράδειγμα» (paradigm) κατά τον ορισμό του Thomas Kuhn: σε ένα πλέγμα, δη­λαδή βαθύ­τερων επιστημονικών και επιστημολογικών παραδοχών που μετετράπη σταδιακά σε αυτονόη­τη βάση της περαιτέρω ερευνητικής δραστηριότητας. Θεωρώντας π.χ. αυτονόητο ότι η διασπορά των Πρωτοϊνδοευρωπαίων έλαβε χώρα στην όψιμη προϊστορία, αναζητούνται μέχρι σήμερα αρχαιολογι­κά φαι­νόμενα (πολιτισμικές μεταβολές και καταρρεύσεις, ενδείξεις μεταναστεύσεων, κλπ.) που θα μπο­ρούσαν να αποτελούν τους μάρτυρες αυτής της διαδικασίας. Όσο κι αν η νεώτερη αρχαιολογική θεω­ρία αναίρεσε πειστικά την απλουστευτική αντίληψη ότι η πολιτισμική μεταβολή οφείλεται πάντα σε εξωγενή αίτια (π.χ. μαζικές μεταναστεύσεις και εισβολές), όσο κι αν πολύ δύσκολα μπο­ρούν να ανευρεθούν αρχαιολογικές ενδείξεις που να στηρίζουν το αφήγημα της θεωρίας Κουργκάν περί εξινδοευρωπαϊσμού της Ελλάδας και άλλων περιοχών μέσω της έλευσης και κατίσχυσης νομα­δικών πληθυσμών από τις στέπες, το παραδοσιακό παράδειγμα της θεωρίας Κουργκάν έμελλε να μακροημερεύσει, αλλά και να εμπλουτιστεί εσχάτως με μια επιπλέον διάσταση· με μια νέα γενιά ερευνητικών συμβολών, ορι­σμένες εκ των οποίων θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι μας οδηγούν «όπισθεν ολοταχώς» στον 19ο αιώνα. Πρόκειται για τις έρευνες της πληθυσμιακής γενετι­κής ή αρ­χαιογενετικής.

Εδώ και λίγες δεκαετίες, ο εν λόγω επιστημονικός κλάδος έχει εμπλακεί δυναμικά στη μελέτη της προϊστορίας, φιλοδοξώντας ενίοτε να πει την τελευταία λέξη σε χρόνια και δυσεπίλυτα ερευνη­τικά ζητήματα. Ξεκινώντας από τη μελέτη κλασικών βιοχημικών συστημάτων και προχωρώντας πιο πρόσφατα στην εξέταση περιοχών του DNA ζώντων και αρχαίων πληθυσμών, οι συγκεκριμένες έρευνες επιχειρούν επί τη βάσει γενετικών διαφοροποιήσεων και μεταλλάξεων να «ανασκάψουν» τις απαρχές και τις μετακινήσεις των προϊστορικών ομάδων. Όπως έχει αποδειχθεί κατ’ επανάληψιν, μεταξύ του ευρύτερου κοινού υπάρχουν πολλοί που «ἥδιστα ἀκρο­ῶνται» τα πορίσματα της γενετι­κής. Τους λόγους δεν είναι δύσκολο να τους εντοπίσουμε: Η δημοφιλία της ιδέας περί γενετικής «συνέχειας» ή «καθαρότητας» στον νεώτερο εθνικισμό συνδυάζεται αρμονικά με το δέος που προ­καλούν οι υπερσύγχρονες, και εν πολλοίς ακατάληπτες για τους μη ειδήμονες, εργαστηριακές και υπολογιστικές τεχνικές, με τις οποίες αναλύονται τα γενετικά δεδομένα. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται συχνά η αίσθηση πως οι έρευνες της αρχαιογενετικής είναι ο αντικειμενικός «από μη­χανής θεός» που εν είδει μιας εξέτασης σακχάρου ή χοληστερίνης θα μας αποκαλύψει το «ποιοι εί­μαστε και από πού προερχόμαστε», όπως είναι ο τίτλος του βιβλίου ενός γνωστού γενετιστή.[3] Ου­δέν αναληθέστερον τούτου.

Το πρώτο πράγμα που είναι χρήσιμο να γνωρίζει κάθε ενδιαφερόμενος είναι ότι γενετικές έρευ­νες σαν αυτές που καταπιάνονται με το ινδο­ευρωπαϊκό πρόβλημα δεν είναι αμιγώς γενετικές. Πρόκειται στην πραγματικότητα για συμπράξεις γενετιστών και αρχαιολόγων, με τους τελευταίους να παρέχουν στους πρώτους την πρόσβαση όχι μόνο σε αρχαία σκελετικά κατάλοιπα, αλλά και σε δια­φόρους θεωρητικούς «σκελετούς στη ντουλάπα» της αρχαιολογικής έρευνας. Με άλλα λόγια, πολ­λές αρχαιογενετικές έρευνες προσδένονται εξαρχής στο άρμα υφιστάμενων, αμφιλεγόμενων ή μη αποδείξιμων αρχαιολογικών και γλωσσολογικών υποθέσεων. Σαν αποτέλεσμα, αντί να κομίζουν μια ανεξάρτητη επιδιαιτησία στο επιστημονικό πρόβλημα που διε­ρευνούν, αρκετές γενετικές με­λέτες καταλήγουν να «επιλύουν τους γρίφους», όπως θα έλεγε ο Kuhn, του εκάστοτε «παραδείγμα­τος». Γενετικές έρευνες, για παράδειγμα, που εμφανίζονται να επι­βεβαιώνουν «ανεξάρτητα» τη θεω­ρία Κουργκάν για την κοιτίδα και διασπορά των ινδοευ­ρωπαϊκών γλωσσών μπορεί εύκολα να κατα­δειχθεί ότι είναι εξαρχής επηρεασμένες από αυτή σε επίπεδο βαθύ­τερων θεωρητικών παραδοχών. Χα­ρακτηριστική ως προς αυτό είναι η οικειοποίηση εκ μέρους γενετικών ερευνών αφενός της ιδέας περί μαζι­κών μεταναστεύσεων ως κύριου μηχανισμού πολιτισμικής αλλαγής και αφετέρου της εξί­σου παρωχημένης αντίληψης που εκλαμβάνει συμβατικές ταξινομήσεις αρχαιολογι­κών ευρημάτων («αρχαιολογικούς πολιτισμούς») ως εθνωνύμια και ομοιογενείς εθνογλωσσικές ομάδες. Εν προκει­μένω, ωστόσο, τα πράγματα είναι σαφώς χειρότερα, καθώς οι εθνογλωσσικές ομάδες που υποτίθε­νται πως αντανακλώνται στους αρχαιολογικούς πολιτισμούς συσχετίζονται πλέον με γενετι­κά χα­ρακτηριστικά ή σύνολα. Έτσι, συχνά διαβάζουμε για «το DNA των Μινωιτών», «των Μυκη­ναίων» ή των «Γιάμναγια» (αρχαιολογικού πολιτισμού των στεπών), όπως και για συ­γκρίσεις του υποτιθέμε­νου DNA των «Μυκηναίων» με το DNA των σύγχρονων Ελλή­νων.

Ενδεικτικό της επικίνδυνης απήχησης της φαντασιακής προϊστορίας που ενίοτε αφηγούνται οι γενετι­κές έρευνες είναι το γεγονός πως ακόμη και μέσα ενημέρωσης αριστερού προσανατολισμού στην Ελλάδα φιλοξενούν μελέτες ερευνητών που, επαφιέμενες σε πορίσματα της γενετικής, κάνουν λόγο για τους «προ­γόνους μας Yamnaya».[4] Συσχετίζουν, μάλιστα, τους τελευταίους και με τη Σκαν­διναβία, κάτι που πι­θανώς ακούσια, αλλά ευδιάκριτα, παραπέμπει στην αλήστου μνήμης βορειοευ­ρωπαϊκή υπόθεση. Ας αναλο­γιστούμε, συνεπώς, την πιθανότητα ότι το παρελθόν, στο οποίο μας τα­ξιδεύουν ορισμένες από τις κατά τα άλλα υπερσύγχρονες γενετικές έρευνες, δεν είναι αυτό της προϊστορίας, αλλά εκεί­νο του 19ου και πρώιμου 20ού αιώνα. Υπ’ αυτό το πρίσμα, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι έχουν πλη­θύνει τα τελευταία χρόνια οι φωνές εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας που ασκούν έντονη κριτική στην επι­κίνδυνη σύγχυση πολιτισμικής και φυσικής ανθρωπολογίας που πα­ρατηρείται σε πολλές έρευνες της αρχαιογενετικής.[5]

ΘΕΟΔΩΡΟΣ Γ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΟΘΕΝ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ;

Πέραν της συνηγορίας ορισμένων γενετικών ερευνών, ένας λόγος που η θεωρία Κουργκάν παρα­μένει ακόμη δημοφιλής είναι ελλείψει μιας πιο ικανοποιητικής εναλλακτικής λύσης του ινδοευρω­παϊκού προβλήματος. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της «ανατολιακής υπόθεσης» του κορυ­φαίου Βρε­τανού αρχαιολόγου Colin Renfrew, ο οποίος έφυγε πρόσφατα από τη ζωή. Η θεωρία αυτή συσχετί­ζει την διασπορά των ινδο­ευρωπαϊκών γλωσσών με την εξάπλωση του νεολιθικού πολιτι­σμού (της γεωργίας και της κτηνοτροφίας), τοποθετώντας την κοιτίδα των Ινδοευ­ρωπαίων στην Ανατολία της 7ης χιλιετίας π.Χ. Αν και αρχαιολογικά (και γενικώς επιστημονικά) πολύ πιο υψηλής στάθμης από τη θεωρία Κουργκάν, την οποία ο Renfrew μεθοδικά ανασκεύασε, δεν γνώρισε ως τώρα απήχηση ανάλογη της τελευταίας. Θα μπορούσε ίσως κανείς να αποδώσει το γεγονός αυτό στα αρ­κετά προ­βλήματα που όντως παρουσιάζει και η «ανατολιακή υπόθεση», π.χ. στην εκ μέρους της μη πειστική ερμηνεία της διασποράς των πιο ανατολικών ινδοευρωπαϊκών γλωσσών (του ιν­δοϊρανικού και το­χαρικού κλάδου). Καθώς όμως ανάλογα και πολύ μεγαλύτερα προβλήματα πα­ρουσιάζει και η θεω­ρία Κουργκάν, η μικρότερη δημοφιλία της θεωρίας του Renfrew θα μπορούσε να ερμηνευθεί και αλ­λιώς: ως αποτέλεσμα της επικέντρωσής της σε μια παλαιότερη φάση της προϊστο­ρίας, όπου καθί­σταται δυσκολότερη η αναγωγή των νεωτερικών εθνικών ταυτοτήτων, οι οποίες σε ένα βαθύτερο επίπεδο επενεργούν στη μελέτη του ινδοευρωπαϊκού προβλήματος.

Από τη σκοπιά αυτή, δεν είναι περίεργο που ακόμη πιο περιορισμένη συναίνεση συγκεντρώνουν οι απόπειρες μεταφοράς της διερεύνησης του ινδο­ευρωπαϊκού προβλήματος σε προνεολιθικές χρο­νικές περιόδους (θεωρίες παλαιολιθικής συνέχειας). Είναι σαφές ότι στο απώτερο αυτό χρονικό επί­πεδο κάθε ρητή ή υπόρρητη συσχέτιση ανάμεσα στη γλώσσα και στο έθνος αποσυντίθε­ται πλήρως και το «παράδειγμα» της έρευνας αλλάζει ριζικά. Απομένει, ωστόσο, να καταδειχθεί στο μέλλον μή­πως αυτό ακριβώς είναι που εν προκειμένω απαιτείται. Μήπως, δηλαδή, ένα θρυλικό επιστημονικό αίνιγμα που τόσο πολύ απασχόλησε τη σύγχρονη επιστήμη λόγω της βαθύτερης σύνδεσης γλώσσας και έθνους μπορεί να βρει τη λύση του μέσω της πλήρους αποσύνδεσής τους. Αν τώρα αυτή θα είναι μια λύση από εκείνες, τις οποίες «ἥδιστα ἀκρο­ῶνται» ορισμένοι εξ όσων εντρυφούν στα «τῆς ἀρ­χαιολογίας» (και εσχάτως στα της γενετικής), είναι βέβαια ένα άλλο θέμα.

* Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον κ. Γιώργο Καραμπελιά για την πρόσκληση να συνεισφέρω με το παρόν κείμενο στο περιοδικό Άρδην. Το κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη του προσφάτως εκδημήσαντος πατρός μου, νομικού και συγγρα­φέα Γεωργίου Θ. Γιαννόπουλου. Ενός μύστη της ελληνικής γλώσσας, για τον οποίο το ζήτημα των απαρχών της στο προϊστορικό παρελθόν ήταν ήσσονος σημασίας εν σχέσει προς τον αγώνα διαφύλαξής της στο παρόν. Tον αγώνα αυτόν έδωσε σε όλη του τη ζωή από τις επάλξεις μιας σπάνιας λογιότητος, ολοένα και πιο ξένης προς την ενίοτε τε­χνοκρατική εξειδί­κευση του ακαδημαϊκού χώρου.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Περιλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο Γιαννόπουλος, Θ. Γ. (επιμ.), «Τὸ μυστήριον τοῦ μέλλοντος ἡμῶν»: Ελλάδα και Κύπρος στον τρίτο αιώνα από την Επανάσταση του 1821, Αθήνα: Liberal Books, 2022, σσ. 321-356.

[2] Στο βιβλίο του «Πόθεν και πότε οι Έλληνες;». Οι υπεύθυνες απαντήσεις της επιστήμης και η παρούσα κατάσταση της έρευνας για την πρώτη αρχή του ελληνικού πολιτισμού, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012.

[3] Reich, D. 2018. Who We Are and How We Got Here: Ancient DNA and The New Science of the Human Past. Oxford: Oxford University Press.

[4] Λαγαρίας, Α. 02.03.2025. «Από πού κατάγονται οι Ελληνες;». Εφημερίδα των Συντακτών. https://www.efsyn.gr/nisides/464758_apo-poy-katagontai-oi-ellines#goog_rewarded.

[5] Εντελώς ενδεικτικά βλ.: Hamilakis Y. 2017. “Who are you calling Mycenaean?” London Review of Books Blog. https://www.lrb.co.uk/blog/2017/august/who-are-you-calling-mycenaean· Furholt, M. 2018. “Massive migrations? The impact of recent aDNA studies on our view of third millennium Europe”. European Journal of Archaeology 21, 159-191· Hakenbeck, S. 2019. “Genetics, archaeology and the far right: an unholy Trinity”. World Archaeology 51, 517-527· Maran, J. 2022. “Archaeological cultures, fabricated ethnicities and DNA research: ‘Minoans’ and ‘Mycenaeans’ as case examples”, στο: Davidovich, U. et al. (επιμ.), Material, Method, and Meaning: Papers in Eastern Mediterranean Archaeology in Honor of Ilan Sharon. Münster: Zaphon, 7-25· Kampourakis, K. 2023. Ancestry Reimagined: Dismantling the Myth of Genetic Ethnicities. New York: Oxford University Press.

, ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *