Εάν ορίσουμε τα δύο μεγάλα ρεύματα που διαπερνούν τη βιομηχανική και τη μεταβιομηχανική κοινωνία ως το ρεύμα του ορθολογισμού από τη μια και εκείνο της ρομαντικής αντίστασης από την άλλη, η σχεδόν ολοκληρωτική απορρόφηση του “ορθολογισμού” από την εργαλειακή του εκδοχή μεταβάλλει τον “ρομαντισμό” σε καθοριστικό ορίζοντα της απελευθερωτικής στρατηγικής. Στο εξής, όσο περισσότερο θα ενισχύεται και θα επεκτείνεται η μηχανοποίηση στο επίπεδο της κοινωνίας και των ανθρώπινων σχέσεων, τόσο περισσότερο –αρχικώς στον τομέα της Τέχνης [μια κλασική περίπτωση είναι εκείνη του Λόρδου Μπάυρον που αναδεικνύει ο Γιάννης Σχίζας] και όλο και περισσότερο στη φιλοσοφία, τις κοινωνικές επιστήμες, και εν τέλει στα κοινωνικά κινήματα και τον “αιρετικό” πολιτικό λόγο– θα επιβεβαιώνεται η ρομαντική απόρριψη.
Ο “καπιταλιστικός ορθολογισμός”, οδηγώντας στην κυριαρχία ενός αυτονομημένου οικονομικού μεγαμηχανισμού πάνω στον άνθρωπο, που χάνει έτσι κάθε δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού και αυτονόμησης, αποδεικνύεται ο αποκλειστικός μονόδρομος της αναπτυξιακής ουτοπίας. Δεν μπορεί πλέον παρά να είναι εργαλειακός. Η μοναδική διαφυγή απέναντι στο αδιέξοδο γίνεται η “επιστροφή” ή η “έμπνευση” από παλαιότερα κοινωνικά πρότυπα, η οποία θέτει εκ νέου την ίδια την ανθρωπολογική και οντολογική διάσταση του ανθρώπου…
Τη στιγμή που η βιοτεχνολογία ετοιμάζεται να εισβάλει πλησίστια στον κόσμο μας για να οδηγήσει στην έσχατη παρέμβαση, στην ίδια τη φύση του ανθρώπου, η “επιστροφή” του ρομαντισμού είναι απλούστατα “επιστροφή” στην καθολικότητα του ανθρώπινου πολιτισμού και της ανθρώπινης υπόστασης. Ο “ρομαντισμός” είναι πλέον προϋπόθεση για την επιβίωση του ανθρώπου και του πολιτισμού, απέναντι σε μια ξέφρενη μεγαμηχανή την οποία πλέον δεν κατευθύνει κανένας, ούτε καν ο “τρελός μηχανοδηγός” του βωβού κινηματογράφου.
Βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι, σε μια κομβική ιστορική στιγμή, όπου η αναζήτηση ενός χωρίς όρους και όρια εκδυτικισμού γίνεται ανέφικτη διότι αντιστρατεύεται τα οικολογικά και ανθρωπολογικά όρια του ανθρώπου. Η επιμονή στο δυτικό “φαντασιακό” οδηγεί σε αέναη επέκταση της κατανάλωσης και της εμπορευματοποίησης, πράγμα αδύνατο χωρίς γενετικές αλλαγές όχι μόνο στα τρόφιμα, αλλά και στον ίδιο τον άνθρωπο, διότι οι πόροι του πλανήτη είναι πεπερασμένοι και τα συναισθηματικά και ψυχολογικά όρια του ανθρώπου πραγματικά. Κατά συνέπεια, ο εκδυτικισμός οδηγεί αμετάκλητα σε απ’ ευθείας σύγκρουση με την ανθρώπινη φύση.
Η εμμονή των ρομαντικών ρευμάτων και στους τρεις τελευταίους αιώνες καθώς και η αέναη επανεμφάνισή τους με καινοτόμες και ανανεωμένες μορφές –όχι πάντα “θετικές”– μας θέτει το θεμελιώδες ερώτημα: τι είναι εκείνο που αναγομώνει διαρκώς τη ρομαντική πλημμυρίδα και μάλιστα τη γενικεύει σε όλο και περισσότερους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και σκέψης; Μήπως άραγε μια ατελής –και διαρκώς ανολοκλήρωτη– μετάβαση στη “νεωτερικότητα” και τον “εκσυγχρονισμό”, όπως υποστηρίζει ο νεοφιλελευθερισμός και ο θετικιστικός μαρξισμός; Μια μετάβαση σε έναν νέο τύπο ανθρώπου, που για πρώτη φορά εμφανίζεται στην ανθρώπινη ιστορία, που έχει μετατρέψει σε εμπορεύματα και ανταλλακτικές αξίες τις ίδιες του τις επιθυμίες και έχει καταργήσει τον προσωπικό χρόνο προς όφελος του τεχνητού χρόνου, ώστε να επιτρέπει την απρόσκοπτη αναπαραγωγή και διεύρυνση του κόσμου των εμπορευμάτων;
Και όμως, όσο και εάν, προφανώς, ο άνθρωπος υπόκειται στην επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος περισσότερο από κάθε άλλο έμβιο οργανισμό, δεν παύει να ορίζεται και από βιολογικές, ψυχολογικές και συναισθηματικές σταθερές ή ανάγκες. η κοινωνία δεν μπορεί να υποκαταστήσει ολοκληρωτικά τη φύση, κτίζει επάνω της ή μάλλον αποτελεί μέρος της. Γι’ αυτό και η “μετάβαση” στον “τύπο ανθρώπου” που απαιτεί ο εμπορευματικός ατομοκεντρισμός δεν είναι δυνατό να παραχθεί μέσα στα στενά χρονικά πλαίσια μερικών αιώνων. Ένας τύπος ανθρώπου, που δεν έχει πλέον ανάγκες συμβιωτικότητας, αναγνώρισης, σεξουαλικότητας, συναισθηματικής ταύτισης, προσωπικού χρόνου και χώρου, πίστης, είναι ανθρωπολογικά ανέφικτος, γι’ αυτό και ο πραγματικός άνθρωπος έρχεται σε διαρκή σύγκρουση με τον ίδιο τον κόσμο των τεχνημάτων και των εμπορευμάτων μέσα στον οποίο ζει.
Δεδομένου ότι η μεταβίβαση των επίκτητων χαρακτηριστικών θα απαιτούσε χιλιετίες, η “πραγματωμένη μετάβαση” σε έναν νέο τύπο ανθρώπου απαιτεί τη γενετική μετάλλαξη του ανθρώπου. οδηγεί σε μια εποχή παρεμβάσεων στο γενετικό υλικό των ζώων και φυτών, και στη συνέχεια του ίδιου του ανθρώπου, για να “προσαρμοστεί” στις νέες “ανάγκες” που έχει δημιουργήσει η τεχνολογία. Όσο λοιπόν ο άνθρωπος θα παραμένει γενετικά εξοπλισμένος με το υλικό που κληρονόμησε, μέσα από δισεκατομμύρια χρόνων εξέλιξης της φύσης γενικά και εκατομμύρια χρόνων εξέλιξης των ανθρωπιδών ειδικότερα, θα είναι αδύνατη η “προσαρμογή” του στο καπιταλιστικό-τεχνολογικό περιβάλλον. Διαρκώς θα αναγεννάται η αντίσταση και η εξέγερση, καθώς και η προσφυγή στο παρελθόν –συλλογικό (την ιστορία και τις παλαιότερες κοινωνικές μορφές) ή ατομικό (την παιδική ηλικία, το όνειρο, την ανάμνηση, την τρέλα)–, στο μέλλον (την ονειροπόληση, την ουτοπία), ή το “αλλού” (κόσμους “εξωτικούς”, μη αλλοτριωμένους, συναισθηματικής ή ερωτικής πληρότητας, την τέχνη κ.λπ.). Αυτή η ανθρωπολογική αντίσταση αναγεννάει διαρκώς τη “ρομαντική” αντίδραση και αντίσταση, όχι απλώς και μόνο στο εσωτερικό κάποιων κοινωνικών τάξεων ή κατηγοριών, αλλά στον ίδιο τον άνθρωπο ως ιστορικο-βιολογική πραγματικότητα.
***
Στην Ελλάδα, που δεν γνώρισε ποτέ τον δυτικό διαφωτισμό, η ιδιαίτερη ελληνική εκδοχή του ήταν πάντα συναρθρωμένη με τον ρομαντισμό. Οι διαφωτιστές, δάσκαλοι του γένους στην προεπαναστατική περίοδο, θα είναι στην πλειοψηφία τους κληρικοί, και θα εκφράζουν εκ παραλλήλου το αίτημα του φωτισμού και της αναγέννησης της παράδοσης (Βλέπε και το ανάλογο κείμενο του Μ. Μερακλή). Ένας από τους ολοκληρωμένους εκφραστές της ελληνικής σύγκρασης ρομαντικής/διαφωτιστικής αντίληψης υπήρξε ο Ρήγας Φεραίος. το 1790 θα μεταφράσει και θα δημοσιεύσει το “Σχολείον των ντελικάτων εραστών”, όπου εμφανίζονται όλα τα τυπικά ρομαντικά χαρακτηριστικά, (“Η δική σου η αγάπη μ’ έκανε να στερηθώ/ κάθε ηδονήν του κόσμου,/ και το παν να αρνηθώ/”1) ενώ παράλληλα θα εκθειάζει τη γαλλική επανάσταση και θα δημοσιεύσει πρώτος τις προφητείες του Αγαθάγγελου! Η ρομαντική (και προρομαντική) διάθεση θα κυριαρχεί στον Κάλβο και στον Σολωμό. Γράφει ο Κ. Θ. Δημαράς: “Οι οπαδοί του ελληνικού Διαφωτισμού γνώριζαν μια φλόγα, τη φλόγα του νου. Ο Σολωμός μας θυμίζει πως ‘είναι δύο φλόγες, μια στον νου, άλλη στην καρδιά’. Το ιδανικό του αρχίζει να διαγράφεται από τώρα. να ενώσει τις δύο φλόγες, να συνθέσει. Το ίδιο αργότερα θα δοκιμάσει να κάνει και με την τέχνη του, σμίγοντας τα ρομαντικά και τα κλασικά στοιχεία ‘εις είδος μιχτό, αλλά νόμιμο’”2.
Η ιδεολογία του ακραιφνούς διαφωτισμού και του κλασικισμού θεωρούσε τη νεώτερη Ελλάδα αναβίωση της αρχαίας, τους δε Μακεδόνες και Βυζαντινούς ως κατακτητές, στο ίδιο επίπεδο με τους Ρωμαίους και τους Οθωμανούς. Ο ρομαντισμός όμως θα απαντήσει με τον Παπαρρηγόπουλο και τον Ζαμπέλιο και θα κυριαρχήσει στην ιστοριογραφία, από το 1850 και ύστερα, αποκαθιστώντας την ενότητα του ελληνικού έθνους, από την αρχαιότητα και τους Μακεδόνες, ως ελληνικό φύλο, μέχρι τη σύγχρονη εποχή, περνώντας από το Βυζάντιο. Στην πολιτική, η Μεγάλη Ιδέα της “επιστροφής” του ελληνισμού, από τον ύστερο Κωλέττη έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, θα στοιχειώνει τα όνειρα και τις επιθυμίες των Ελλήνων και θα παραμένει το κυρίαρχο ρεύμα του αιώνα, όσο και αν ο τρικουπικός εκσυγχρονισμός θα του αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία. Τούτος ο “αποκαταστασιακός” και ταυτόχρονα “επαναστατικός” ρομαντισμός θα εκφράζεται σε όλη την έκταση του πολιτικού φάσματος. Από τους “συντηρητικούς” έως τους επαναστάτες ακτιβιστές –από τον Ανδρέα Ρηγόπουλο, τον Παναγιώτη Πανά [στον οποίο αναφέρεται ο Γερ. Λυκιαρδόπουλος] και τους Επτανήσιους ριζοσπάστες ως τον σοσιαλιστή Σταύρο Καλλέργη. Εθνική, κοινωνική και ατομική απελευθέρωση θα συνδυάζονται στους ρομαντικούς ριζοσπάστες και θα συνεχίσουν να επιβιώνουν μετά το γύρισμα του αιώνα στις ρομαντικές φιγούρες του Περικλή Γιαννόπουλου ή του Ίωνα Δραγούμη. Οι εξίσου παρούσες στη σκέψη του 19ου αιώνα τάσεις προς τον εκδυτικισμό και τον ορθολογισμό θα διαπλέκονται με τις κυρίαρχες ρομαντικές τάσεις.
Όμως, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον οριστικό ενταφιασμό των ονείρων της Μεγάλης Ελλάδας, κυριαρχεί ένας πικρόχολος και διαψευσμένος ρεαλισμός. “νέα εθνική ιδέα” γίνεται αποκλειστικά η δίψα και η επιθυμία “να φθάσουμε τη Δύση”. Οι κριτικές του εργαλειακού ορθολογισμού που κυριαρχούσαν στο φιλοσοφικό πεδίο στην ύστερη Δύση, ή ακόμα περισσότερο τα ρεύματα της “επιστροφής” στο παρελθόν, έμοιαζαν εντελώς ξένα προς το κυρίαρχο ιδεολογικό και πνευματικό τοπίο της χώρας. Ο αριστερός και φιλελεύθερος διαφωτισμός θα επιβληθούν χωρίς σχεδόν καμία αμφισβήτηση μέχρι τη δεκαετία του ’60. Ακόμα και στον θρησκευτικό χώρο, η ηγεμονία των ευσεβιστικών “κοσμικών” οργανώσεων θα εμποδίζει την ανάδειξη μιας ορθόδοξης “ρομαντικής” πνευματικότητας4. Οι Έλληνες –κυρίως οι μη καλλιτέχνες διανοούμενοι και οι πολιτικοί– ήταν παραδομένοι ψυχή τε και σώματι στην αγωνιώδη αναζήτηση της μοντερνικότητας. Η σύγχρονη διανόηση, όπως διαμορφώθηκε στη μεταπολεμική περίοδο στα ελλαδικά πλαίσια, αποτελούσε μια παρασιτική ως προς τη Δύση, “φιλοδυτική” και όχι αυθεντικά “δυτική” διανόηση. μια τάξη “διαχωρισμένη” από την ελληνική κοινωνία, που επιχειρεί από τα “έξω” να δυτικοποιήσει μια “καθυστερημένη” ή “ανατολίζουσα” κοινωνία. Γι’ αυτό και θα αντιδράσει εξαιρετικά καθυστερημένα στον καταστρεπτικό και παρασιτικό εκσυγχρονισμό που γενικεύεται με την άνοδο της στρατιωτικής δικτατορίας και τη μεταπολίτευση.
Στον χώρο της τέχνης θα περιοριστούν κυρίως οι φωνές που αντιστέκονταν στον εκδυτικισμό και τον εργαλειακό ορθολογισμό. Ο Καβάφης και ο Πικιώνης, ο Τσαρούχης ή ο Παρθένης και ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Σικελιανός, ο Καζαντζάκης, ο Ελύτης ή ο Κάλας, θα δοκιμάσουν ένα εγχείρημα σύνθεσης ορθολογισμού και ρομαντισμού, θα επιχειρήσουν μια “ρομαντική” ή ακόμα και υπερρεαλιστική κριτική της Δύσης, συνδυασμένη για πολλούς από αυτούς με μια “επιστροφή” στην ελληνικότητα, ακριβώς γιατί είχαν ήδη διανύσει τον δρόμο προς τη Δύση. Ο Γιώργος Σεφέρης θα το εκφράσει με μια δωρική και ανεπανάληπτη λιτότητα: “γυρίσαμε διψασμένοι από τη Δύση”. O Οδ. Ελύτης, στο εκτεταμένο κείμενο που δημοσίευσε, σε πέντε συνέχειες το 1943-1944, στο εβδομαδιαίο λογοτεχνικό περιοδικό του ΕΑΜ, “Καλλιτεχνικά Νέα”, με τον τίτλο “Τα σύγχρονα ποιητικά και καλλιτεχνικά προβλήματα”, γράφει: “Το έργο τέχνης, όσο περισσότερο βυθισμένο βρίσκεται, σαν ουσία, μέσα στις ρίζες και τις πηγές ενός τόπου συγκεκριμένου και παράλληλα, όσο περισσότερο προσαρμοσμένο είναι σα μορφή, στο γενικότερο αισθητικό πνεύμα μιας εποχής, τόσο καλύτερα κερδίζει το έπαθλο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, τόσο αποτελεσματικότερα καταφέρνει να αντισταθεί στη φθορά του χρόνου”5.
Ιδού πως εξέφραζε ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας αυτή τη νέα συνείδηση της γενιάς του: “Με τη συνεχή καλλιέργεια αυτής της ιδέας άρχισε να εισχωρή το αίτημα της γνησιότητος και της Ελληνικότητος μέσα στις πλαστικές τέχνες… Ούτε και θα υπήρχε σε μας τέτοιο πρόβλημα, τουλάχιστον σ’ αυτή τη μορφή, αν η εξέλιξή μας είχε γίνη φυσιολογικά από τους βυζαντινούς χρόνους. Η δουλεία απέκοψε την εσωτερική εξέλιξη και συγχρόνως μας απέκοψε από την εξέλιξη των άλλων. Το ελεύθερο κράτος εν σπουδή, για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, δεν ενδιαφέρθηκε να μάθη εάν υπήρχε καιρός να ωριμάση η εσωτερική μας οντότητα σύμφωνα με τα δικά της αιτήματα. Ποδοπατήσαμε τον εαυτό μας με αδιαφορία, κυνηγώντας μια χίμαιρα, που κι αν την φθάναμε, δεν είχε να μας προσφέρη τίποτε το πνευματικώς αξιόλογο… Αυτούς τους σκοπέλους έπρεπε να αποφύγομε πάση θυσία: την επιστροφή σε νεκρούς τύπους και την άγνοια των αρχών που δημιούργησαν αυτούς τους τύπους. Επί πλέον έπρεπε το κύριο ελάττωμά μας: την έλλειψη συνοχής στην παράδοσή μας και την απομόνωσή μας από τη Δυτική Αναγέννηση, να το μετατρέψομε σε προτέρημα”6.
Μετά το 1980 και τον σαρωτικό εκδυτικισμό της ελληνικής κοινωνίας, οι μόνες αντιδράσεις θα έλθουν από τις πτέρυγες της διανόησης, που βρίσκονταν πιο κοντά στην παράδοση ή από εκείνες που υπήρξαν οι πλέον… δυτικές. Αρχικά, και εύλογα, από το κομμάτι εκείνο της θρησκευόμενης διανόησης και της εκκλησίας που κατανόησε πως ο εκδυτικισμός της κοινωνίας και της εκκλησίας οδηγεί στην εξάλειψη της ορθόδοξης ταυτότητας. Η μεγάλη “ρομαντική” επιστροφή της εκκλησίας θα εγκαινιαστεί με την επιστροφή στο Άγιον Όρος, την αναβίωση του κοινοβιακού πνεύματος, την αναζήτηση του ιδιαίτερου ελληνικού δρόμου, του συνδεδεμένου με την τριαδικότητα, την παράδοση των ησυχαστών, την απόρριψη της δυτικής νοησιαρχίας. Στην αριστερά, εκείνοι που θα συνδεθούν με τη ριζοσπαστική κριτική του ’68, της οικολογίας, ή φιλοσοφικών ρευμάτων όπως η Σχολή της Φρανκφούρτης, θα προσεγγίσουν μια ρομαντική ευαισθησία , είτε μέσω της “νεο-ορθοδοξίας” είτε με την συνάντηση με τα κριτικά ρεύματα της Δύσης, και την πρόταξη μιας “σύνθεσης” ρομαντισμού και διαφωτισμού [Όπως τη διαγράφει και το ανάλογο κείμενο του Αλ. Χρύση]. Παράλληλα, και όχι τυχαία, παρατηρείται μια γενικότερη “στροφή” στην ελληνικότητα και την παράδοση. Αναδεικνύονται, λοιπόν, νέες και πρωτότυπες δυνατότητες για μια αυθεντική και εγχώρια συγκρότηση ενός νεορομαντικού προτάγματος, ενός “ελληνικού δρόμου” στη μετανεωτερικότητα; Θα πρόκειται, επί τέλους, για τη συνάντηση της εγχώριας παράδοσης με τη δυτική κριτική του εργαλειακού ορθολογισμού, την “πρωτόγονη” πνευματικότητα [βλέπε το κείμενο του ινδιάνου Russel Means], και δυνητικώς με την ανατολική και απω-ανατολική εσωτερικότητα.
***
Σήμερα, το φιλελεύθερο εμποροκρατικό κοινωνικό υπόδειγμα έχει απορροφήσει ολοκληρωτικά τον ορθολογισμό, μετατρέποντάς τον σε εργαλειακό. Δεν υπάρχει λοιπόν περιθώριο για μια μη-εμπορευματική εκδοχή του ορθολογισμού, αυτή κατέρρευσε μαζί με το τείχος του Βερολίνου. Κάθε νέα απόπειρα απο-αποικιοποίησης της ανθρώπινης κατάστασης από τη δικτατορία του εμπορεύματος θα είναι υποχρεωτικά επικεντρωμένη στην ανάδειξη του ανθρώπινου υποστρώματος, σε ανταγωνισμό με τον εργαλειακό και μηχανικό ορθολογισμό (που έχει καταστεί ένας αυτόνομος ορθολογισμός των ίδιων των μηχανών και των τεράστιων μηχανοτρόπων συστημάτων).
Κάθε νέο απελευθερωτικό κίνημα, λοιπόν, ή θα είναι “ρομαντικό” ή δεν θα υπάρξει. Βέβαια, για να είναι ο ρομαντισμός “επαναστατικός” και όχι απλά νοσταλγικός, ή στην καλύτερη περίπτωση ουτοπικός, θα πρέπει να συναιρεθεί με τον ορθολογισμό, συναίρεση που χωρίς καμιά αμφιβολία θα έχει ρομαντικό “πρόσημο”. [Όπως υπογραμμίζουν τα κείμενα των Michael Lφwy-Robert Sayre και Γιώργου Καραμπελιά].
Η ανθρώπινη κοινωνία πρέπει να μεταβάλει “υπόδειγμα”. Χρησιμοποιώντας ορισμένες από τις τεχνικές του βιομηχανισμού, αναπτύσσοντας ορισμένους τομείς και απο-αναπτύσσοντας ριζικά κάποιους άλλους, περιορίζοντας αποφασιστικά το εμπόρευμα και τον ρόλο του, θα μπορούσε να περάσει, μέσα από μια λίγο-πολύ μακρόχρονη περίοδο μετάβασης, σε κοινωνίες πληθυσμιακά σταθεροποιημένες, σε πόλεις αποκεντρωμένες, σε μονάδες παραγωγής τεχνολογικά σύγχρονες αλλά μικρότερες και ελεγχόμενες από τους παραγωγούς. γενικότερα, σε κοινωνικές μορφές όπου, στην κλίμακα των αξιών, σε αντίθεση με το εμπόρευμα και την κατανάλωση θα έχουν αναβαθμιστεί η συμβιωτικότητα, η μη εμπορευματική δημιουργικότητα, οι ανθρώπινες σχέσεις.
Ένα τέτοιο κοινωνικό όραμα αντλεί από το παρελθόν, από τις προ-αγροτικές κοινότητες σε ό,τι αφορά τον εξισωτισμό και τη σχέση με τη φύση, από την αρχαία Ελλάδα για την οικοδόμηση της πόλεως, της κοινωνίας των πολιτών και τον ρόλο της φιλοσοφίας, από τους ελληνιστικούς χρόνους και την Κίνα για μια μη χρησιμοθηρική επιστημονική δραστηριότητα, από τις μεσαιωνικές πόλεις για τον ρόλο της γειτονιάς και της πλατείας μέσα στην πόλη, από την Αναγέννηση και τη σεξπηρική Αγγλία για την άνθηση της Τέχνης, από τη μοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους για τα πρότυπα μιας κολεκτίβας, κ.ο.κ. Συντίθεται με την τεχνολογία της πληροφορίας, τις ήπιες μορφές ενέργειας, τη μινιατουροποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, τις εμπειρίες της ψυχανάλυσης και τις κατακτήσεις της σύγχρονης τέχνης. Και τέλος, με όλες τις μεγάλες επαναστατικές απόπειρες και πειράματα των τελευταίων αιώνων, από την Επανάσταση των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη του 14ου αιώνα, τους “εξισωτές” και τους “σκαφτιάδες” της Αγγλικής Επανάστασης, τους “αβράκωτους” στη Γαλλία, την Επανάσταση του 1821 στην Ελλάδα, τις Επαναστάσεις του 1848 και του 1870 στην Ευρώπη, τη Ρώσικη και την Ισπανική, την Κινεζική, την Αντίσταση του 1941-44 και το 1968.