του Viktor Sokirko από την ιστοσελίδα sotiriosdemopoulos.blogspot.com
Τρεις ημέρες συγκρούσεων μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίων στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ μας επιτρέπουν να συνοψίσουμε μερικά συμπεράσματα. Διαπιστώνουμε ότι, παρά όλες τις θορυβώδεις δηλώσεις, τα σχέδια του Αζερμπαϊτζάν για επίθεση μεγάλης κλίμακας στον Καραμπάχ έχουν αποτραπεί. Γιατί ο καλύτερα εξοπλισμός και εκπαιδευμένος στρατός του Μπακού δεν μπόρεσε να οργανώσει ένα “blitzkrieg” και να ανακτήσει το πολυπόθητο Στεπανακέρτ από το Ερεβάν;
Τα μηνύματα από το μέτωπο, δηλαδή τα σύνορα της μη αναγνωρισμένης Δημοκρατίας του Ναγκόρνο-Καραμπάχ (NKR) με το Αζερμπαϊτζάν, είναι αντιφατικά. Πρώτα απ’ όλα, σχετικά με τον αριθμό των απωλειών μεταξύ του προσωπικού και του στρατιωτικού εξοπλισμού, που στο Μπακού και το Ερεβάν φαίνεται να είναι αυθαίρετα και εξυπηρετούν τον καθένα, ενώ απορρίπτουν ο ένας τα στοιχεία του άλλου.
Διεξάγεται ένας πόλεμος πληροφοριών. Ωστόσο, υπάρχουν πραγματικές σοβαρές απώλειες σε αυτόν τον πόλεμο, κάτι που δεν προκαλεί έκπληξη δεδομένης της ενεργού χρήσης βαρέους πυροβολικού, πολλαπλών συστημάτων πυραύλων εκτόξευσης (MLRS), τεθωρακισμένων και θωρακισμένων οχημάτων και από τις δύο πλευρές.
Είμαστε υποχρεωμένοι να υποθέσουμε ότι η παρούσα επίθεση του Μπακού στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ προετοιμάστηκε προσεκτικά και σχεδιάστηκε από το Γενικό Επιτελείο των ενόπλων δυνάμεων του Αζερμπαϊτζάν. Αυτό το είδος στρατιωτικής επιχείρησης προϋποθέτει όχι μόνο τον παράγοντα του αιφνιδιασμού, αλλά και τη συγκέντρωση στρατευμάτων, καθώς οι επιτιθέμενοι πρέπει να έχουν τουλάχιστον τρεις φορές περισσότερα. Στην πραγματικότητα, αυτό συνέβη. Ο στρατός του Αζερμπαϊτζάν ξεκίνησε μια επίθεση την επόμενη μέρα μετά την ολοκλήρωση των στρατηγικών ασκήσεων των Ρωσικών Ένοπλων Δυνάμεων «Καύκασος-2020», μέρος των οποίων έλαβε χώρα στην επικράτεια της Αρμενίας (με τη συμμετοχή στρατιωτών της 102ης ρωσικής στρατιωτικής βάσης στο Γκιουμρί). Το γεγονός ήταν μάλλον αναπάντεχο, αν και γενικά προβλέψιμο.
Στον κύριο μέτωπο της επίθεσης προς την κατεύθυνση της πόλης Füzuli (αρμ. Varanda), αναπτύχθηκαν επίλεκτες (όπως αναφέρεται) δυνάμεις του στρατού του Αζερμπαϊτζάν, αποτελούμενες από πέντε ταξιαρχίες, άνω των 20 χιλιάδων ανθρώπων. Είναι εξοπλισμένες με τανκς, αυτοκινούμενο και ρυμουλκούμενο πυροβολικό, MLRS, αναγνωριστικά και επιθετικά μη επανδρωμένα οχήματα. Είναι πιθανό ότι μαζί τους συνδέθηκαν άλλες μονάδες. Γενικά, πρόκειται για μια εντυπωσιακή δύναμη, ικανή να εκμεταλλευτεί την επιτυχία σε μια τακτική κατεύθυνση. Ωστόσο, αυτό δεν συνέβη, και η «ελίτ» του Αζερμπαϊτζάν σύντομα κόλλησε κατά έφοδό της, ενώ σύμφωνα με το Αρμενικό Υπουργείο Άμυνας, ωθήθηκε και πάλι στις αρχικές της θέσεις. Σε κάθε περίπτωση η μπλε-κόκκινη-πράσινη σημαία με την ημισέληνο και το οκτάκτινο αστέρι (η σημαία της Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν) δεν υψώθηκε πάνω από το Füzuli.
Οι ενεργές εχθροπραξίες στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Επιπλέον, η έντασή τους αυξάνεται λόγω της χρήσης βαρέων όπλων και από τις δύο πλευρές. Και όπως ανακοίνωσε η επίσημη εκπρόσωπος του Αρμενικού υπουργείου Άμυνας Shushana Stepanyan, «οι Αρμενικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι αναγκασμένες να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο καταστροφής και στρατιωτικού εξοπλισμού ευρείας ακτίνας για να καταστρέψουν το ανθρώπινο δυναμικό, κινητούς και ακίνητους στόχους, στρατιωτικό εξοπλισμό σε μεγάλες περιοχές». Αυτό σημαίνει τη χρήση των MLRS “Grad” και “Smerch”, καθώς και, πιθανώς, επιχειρησιακά-τακτικά συστήματα πυραύλων “Iskander”. Το Αζερμπαϊτζάν χρησιμοποιεί αντίστοιχα όπλα. Και αυτό μοιάζει περισσότερο με μια αμοιβαία ανταλλαγή κτυπημάτων, μάχη χαρακωμάτων, παρά ανάπτυξη επιθετικών ενεργειών.
Σύμφωνα με μια από τις εκδοχές, η αποτυχία της επίθεσης του Μπακού στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ συνδέεται υποτίθεται με την προδοσία ενός από τους στρατηγούς του Γενικού Επιτελείου του Αζερμπαϊτζάν, ο οποίος “διέρρευσε” χάρτες με σχέδια επερχόμενων εχθροπραξιών στην αντίπαλη πλευρά (αυτό, και πάλι, φέρεται να έχει τη συμμετοχή Ρώσων αξιωματικών). Ως αποτέλεσμα, οι Αρμένιοι εγκατέστησαν ισχυρά ναρκοπέδια στις περιοχές της πιθανής προώθησης του στρατού του Αζερμπαϊτζάν και απενεργοποίησαν μεγάλο μέρος των αρμάτων μάχης του εχθρού. Λόγω αυτού του γεγονότος απέτυχε το σχέδιο του Μπακού για την ταχεία προέλαση του στρατού στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
«Αυτή η εκδοχή είναι τουλάχιστον αφελής», δήλωσε ο στρατιωτικός εμπειρογνώμονας Βλαδίμηρ Ποπώφ, που παλαιότερα είχε υπηρετήσει στο Γενικό Επιτελείο των Ενόπλων Δυνάμεων της Ρωσίας. – «Εκεί, υπάρχει μόνο ένας δρόμος, γιατί πρόκειται για μια ορεινή περιοχή, όπου η προώθηση των στρατευμάτων περιορίζεται ακριβώς από τις ιδιαιτερότητες του τοπίου. Οι σφήνες των αρμάτων μάχης με τον τρόπο του Γκουντέριαν είναι εξ ορισμού αδύνατες, κινούνται είτε σε βράχια είτε σε στενά φαράγγια, τα οποία δεν είναι τόσο δύσκολο να ναρκοθετηθούν, και ταυτόχρονα οργανωθεί πυκνή επίθεση αντιαρματικών όπλων. Μόνος του ο στρατός του Αζερμπαϊτζάν έπεσε σε αυτήν την παγίδα, την οποία, και πράγματι την πλήρωσε.
Αυτά είναι τα βασικά της τέχνης των τακτικών κινήσεων, τα οποία μαθαίνουν οι Αρμένιοι στρατιωτικοί στη Ρωσική Ακαδημία του Γενικού Επιτελείου, αλλά στο Αζερμπαϊτζάν, προφανώς, τα έχουν μισοξεχάσει, αν μετακίνησαν έτσι απερίσκεπτα τα τανκς τους πάνω σε μη ιχνηλατημένο έδαφος».
Μπορεί το Αζερμπαϊτζάν να νικήσει την Αρμενία στη διαμάχη για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ χρησιμοποιώντας τη στρατιωτική του δύναμη; Θεωρητικά, μπορεί. Σ’ αυτό το πεδίο το Μπακού έχει πολύ περισσότερα ατού από το Ερεβάν.
Ο στρατός του Αζερμπαϊτζάν είναι μεγαλύτερος αριθμητικά, στις τάξεις του υπηρετούν περισσότεροι από 130 χιλιάδες στρατιώτες, έναντι 45 χιλιάδων της Αρμενίας (ο πληθυσμός του Αζερμπαϊτζάν είναι πολύ μεγαλύτερος – 10 εκατομμύρια έναντι τριών). Οι εφεδρείες επίσης διαφέρουν σημαντικά – 850 χιλιάδες “ξιφολόγχες” για το Μπακού και μόνο 200 χιλιάδες για το Ερεβάν. Το Αζερμπαϊτζάν ξεπερνά επίσης την Αρμενία στον αριθμό όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού. Αν μιλούμε για άρματα μάχης, τότε είναι 785 (εκ των οποίων 200 T-90S) έναντι 320 (κυρίως T-72 και T-55), για BMP 2 800 έναντι 750, σε πυροβολικό (αυτοκινούμενο και ρυμουλκούμενο) 774 έναντι 238, για MLRS – ο στρατός του Αζερμπαϊτζάν διαθέτει 450 συστήματα, ο αρμενικός 70.
Το Αζερμπαϊτζάν ξεπερνά επίσης την Αρμενία στον αριθμό των μαχητικών αεροσκαφών. Αλλά εδώ βρίσκεται ταυτόχρονα ο «αδύναμος κρίκος» στη στρατιωτική δομή του Μπακού – η Πολεμική Αεροπορία της χώρας διαθέτει απαρχαιωμένα (μη εκσυγχρονισμένα) μαχητικά MiG-29 και MiG-25, καθώς και ιταλικά εκπαιδευτικά (χαρακτηρίζονται ως ελαφρά μαχητικά) Aeromacchi M-346. Διαθέτει ακόμη δύο βομβαρδιστικά Su-24 και 16 Su-25. Το Ερεβάν απέκτησε πρόσφατα τέσσερις σύγχρονα καταδιωκτικά Su-30SM, τα οποία δεν έχουν ακόμη χρησιμοποιηθεί σε πραγματικές συνθήκες μάχης.
Ο πόλεμος στον αέρα και από τις δύο πλευρές δεν διεξάγεται πολύ ενεργά. Είναι γνωστή η κατάρριψη ενός An-2 του Αζερμπαϊτζάν και τώρα κυκλοφορεί η πληροφορία σχετικά με ένα Su-25, το οποίο φέρεται ότι καταρρίφθηκε από ένα τουρκικό F-16 (η Άγκυρα και το Μπακού αρνούνται το γεγονός ). Ο λόγος έγκειται στα συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας της Αρμενίας, τα οποία περιλαμβάνουν συστήματα S-300V, Tor-M2KM, συστοιχίες Buk-M2, S-125 “Neva”, “Circle”, “Cube” και άλλα, συμπεριλαμβανομένων φορητών πυραυλικών συστημάτων “Verba”, “Igla”, “Strela-2”. Και εδώ το Ερεβάν έχει ένα πλεονέκτημα έναντι του Μπακού, το οποίο είναι αρκετά ισχνότερο στην αντιαεροπορική άμυνα, αν και είναι εξοπλισμένο με δύο συστοιχίες του ρωσικού S-300PMU2 “Favorite”, μία συστοιχία των ισραηλινών συστημάτων αντιαεροπορικής άμυνας Barak-8, καθώς και τα Λευκορωσικά συστήματα T38 “Stilet” και τα ισραηλινά SPYDER SR.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο στρατός του Αζερμπαϊτζάν (πιθανώς με την υποστήριξη τουρκικών drone και καταδιωκτικών) επικεντρώθηκε ακριβώς στην καταστροφή των αρμενικών συστημάτων αντιαεροπορικής άμυνας (ο στρατός του Αζερμπαϊτζάν ανακοίνωσε την καταστροφή 12 αρμενικών συστημάτων αντιαεροπορικής άμυνας).
Το Μπακού αναφέρει τακτικά για την ήττα των αντιπυραυλικών συστημάτων του εχθρού, ωστόσο δεν ρισκάρει ακόμη να εισβάλει στον εναέριο χώρο της Αρμενίας, με εξαίρεση τη χρήση UAV, για την κατάρριψη των οποίων ενημερώνει τακτικά το υπουργείο Άμυνας της Αρμενίας. Υπάρχει επίσης μια απόχρωση εδώ με την παρουσία στην περιοχή των ρωσικών συστημάτων αντιαεροπορικής άμυνας που αναπτύσσονται στο Gyumri και στην αεροπορική βάση Erebuni κοντά στο Ερεβάν, τα οποία είναι σε θέση να ελέγχουν τον εναέριο χώρο πάνω από το Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Η αναλογία των στρατιωτικών δυνάμεων της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν εμφανίζεται ότι γέρνει υπέρ του δεύτερου, αλλά, όπως φάνηκε, το Μπακού δεν κατάφερε να επιτύχει κάτι σπουδαίο στην επίγεια επιχείρηση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Δεν μπορεί ή δεν θέλει;
“Η ισορροπία των δυνάμεων στις εχθροπραξίες έχει σημασία, αλλά η ανωτερότητα δεν είναι πάντα αποφασιστική για την επίτευξη της νίκης”, δήλωσε στην εφημερίδα VZGLYAD ο αντιστρατηγός ε.α. Ανατόλι Χρουλιόφ, πρώην διοικητής του 58ης ρωσικής στρατιάς που συμμετείχε στον λεγόμενο πενθήμερο πόλεμο με τη Γεωργία. – «Εδώ, το κίνητρο των στρατιωτών και της διοίκησης, η αποφασιστικότητα στη δράση, η σαφής οργάνωση και η κατανόηση του τελικού στόχου είναι πιο σημαντικά. Σε αυτήν την κατάσταση, ο φαινομενικά ασθενέστερος αρμενικός στρατός έχει ένα πλεονέκτημα όχι μόνο ως αμυνόμενη, αλλά και ως πιο συνεκτική και επικεντρωμένη στην απώθηση της επίθεσης. Έχει στόχο να προστατεύσει την περιοχή και για το σκοπό αυτό ο τοπικός πληθυσμός υποστηρίζει ενεργά τους στρατιώτες Εάν θυμηθούμε και στις προηγούμενες ένοπλες συγκρούσεις στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, τότε ήταν, ακριβώς, το προσωπικό θάρρος του στρατού που συνέβαλε στην επίτευξη της επιτυχίας, όταν μια μικρή μονάδα ήταν σε θέση να αντισταθεί σε μεγαλύτερες επιτιθέμενες δυνάμεις και στη συνέχεια μάλιστα να αντεπιτεθεί. Δεν θα εκτιμήσω τις δυνατότητες των δύο πλευρών, θα σημειώσω μόνο ότι οι Αρμένιοι διεξάγουν μια πιο οργανωμένη και στοχευμένη άμυνα».
Πηγή: https://vz.ru/world/2020/9/30/1062918.html