Ραγιάδες και Οθωμανοί

του Γ. Μ. Ζησιμόπουλου

Η αντιπαράθεση του «κοπαδιού» με τους «ποιμένες»

Οι «ποιμένες» κατακτητές και το «κοπάδι» των υποδούλων

Η αντίληψη που είχαν διαμορφώσει για τον κόσμο οι Τούρκοι στην κοιτίδα τους, την κεντρική Ασία (η οποία στους θρύλους τους αναφέρεται με το όνομα «Κόκκινη Μηλιά»), ήταν πολύ απλή. Σύμφωνα με αυτήν, ο κόσμος αποτελούσε ένα δίπολο. Στο ένα μέρος του υπήρχαν οι άνθρωποι και στο άλλο τα ζώα που συμμετείχαν στην παραγωγή των αγαθών, είτε άμεσα, όπως τα πρόβατα, είτε έμμεσα, όπως οι σκύλοι και τα άλογα, έχοντας μάλιστα δημιουργηθεί από τον Θεό ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο.

Όταν οι Τούρκοι μετακινήθηκαν δυτικά, μετέφεραν μαζί τους εκτός των άλλων και αυτή την αντίληψη για τον κόσμο, με τη διαφορά ότι στη θέση των προβάτων και των άλλων ζώων τοποθέτησαν πλέον τους λαούς τους οποίους κατακτούσαν. Ως νομάδες, δεινοί αναβάτες και άριστοι τοξότες, είχαν ως κύρια ασχολία τους τις πολεμικές δραστηριότητες και δεν ήταν δυνατόν να αντιληφθούν τον κόσμο έξω από αυτό το δίπολο, θεωρώντας τον πόλεμο τη μόνη ασχολία αντάξια για ανθρώπους. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αναφέρει σχετικά ότι, επειδή στην ειρήνη δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να απολαμβάνουν τα κέρδη του πολέμου, «είχον αναπόδραστον ανάγκην υπηκόων εργαζομένων και φορολογουμένων, τοιούτοι δε δεν ήτο δυνατόν να είναι ει μη οι Χριστιανοί».

Η δικαιολογία γι’ αυτή την άποψη ήταν ότι όλοι οι υπόλοιποι λαοί είχαν δημιουργηθεί από τον Θεό αποκλειστικά και μόνο για να υποταχθούν σε αυτούς και για να καταστούν εν καιρώ τα «δίποδα πρόβατα» των Τούρκων. Οι γηγενείς λοιπόν κατά την υποδούλωσή τους έχαναν την ούτως ή άλλως «ανύπαρκτη» ανθρώπινη ιδιότητά τους και μετέπιπταν στη φυσική τους κατάσταση, σύμφωνα με τους Τούρκους, εκείνη δηλαδή του ανθρώπινου ποιμνίου. Η χρήση του περιληπτικού όρου ρ(ε)αγιά, που σημαίνει ακριβώς το μέλος ενός όχι ελεύθερου (με την έννοια του άγριου και ανυπότακτου, τελικά δε αυτοκαθοριζόμενου) αλλά υποταγμένου κοπαδιού, και τον οποίο χρησιμοποιούσαν και για τα πρόβατά τους, είναι δηλωτική της βασιμότητας αυτού του ισχυρισμού.

Οι λαοί οι οποίοι δεν είχαν ακόμη κατακτηθεί, θεωρούντο εν δυνάμει ραγιάδες. Η εξέλιξη αυτή, κατά τους Τούρκους, δεν αποτελούσε τίποτε άλλο παρά την αποκατάσταση της φυσικής αρμονίας, δεδομένου ότι ο Θεός είχε καταστήσει ικανούς να είναι κυρίαρχοι μόνον εκείνους, από όλους τους λαούς. Πέραν τούτου όμως, με το να θεωρούν ότι οι πόλεμοί τους αποτελούσαν την υλοποίηση της θεϊκής θέλησης, είχαν υποβάλει (ή επιβάλει) την άποψη ότι κάθε αντίσταση εκ μέρους των ντόπιων πληθυσμών (ή προσπάθεια απελευθέρωσής τους) ήταν εξ ορισμού βλασφημία.

Έτσι λοιπόν, όπως ο βοσκός δεν λογοδοτεί στα πρόβατα για οποιαδήποτε απόφασή του, έστω και αυτή αν τα αφορά άμεσα, το ίδιο και οι Οθωμαοί δεν αισθάνθηκαν ποτέ την ανάγκη να πράξουν κάτι τέτοιο σε σχέση με το ανθρώπινο ποίμνιό τους. Σχετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του κύριου υπεύθυνου για τις σφαγές της Χίου το 1822, του Βαχήτ Πασά, σύμφωνα με το οποίο η ζωή ενός απίστου (άρα και ραγιά) είναι κάτι αμελητέο: «Το ιερόν νομικόν βιβλίον του Ιμάμ Σερχουσνή», εξηγεί ο Βαχήτ, «αναφέρει ότι η αποτομή ξύλου και λάρυγγος ανθρωπίνου διαφέρουσιν αλλ’ όχι εν περιπτώσει λάρυγγος γκιαουρικού…».

Βέβαια, η εικόνα την οποία παρουσίαζε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στα μάτια των ανυποψίαστων ξένων ήταν το ίδιο ειδυλλιακή με εκείνη ενός κοπαδιού σε μια πλαγιά, όπως την βλέπει ο ταξιδιώτης από τα παράθυρα ενός τραίνου. Εντούτοις, η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική. Μελετώντας εκ του σύνεγγυς την Οθωμανική Αυτοκρατορία, διαπιστώνουμε ότι στηριζόταν σε ένα «πονηρό» σύστημα, του οποίου η «πονηρία» εντοπιζόταν στο ότι, αντίθετα με την πραγματική του φύση, έδινε την εντύπωση μιας οιονεί ομοσπονδίας ανεξάρτητων μεταξύ τους εθνοτήτων, οι οποίες ζούσαν σε ένα είδος «Ουτοπίας», επιδεικνύοντας μια πρωτόγνωρη όσο και ιδανική σύμπνοια και ανοχή μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα βέβαια, η εθνότητα που είχε ως αρχηγό της έναν απόγονο του οίκου του Οσμάν, κυριαρχούσε σε όλες τις υπόλοιπες, τις οποίες μάλιστα αντιμετώπιζε όπως ακριβώς ο βοσκός το ποίμνιό του. Όπως μάλιστα συμβαίνει με το κοπάδι των προβάτων όπου, αν κάποιο είναι «απείθαρχο», είτε δεν παράγει την προσδοκώμενη ποσότητα ή ποιότητα του προϊόντος είτε ακόμη όταν αρρωστήσει θανατώνεται, το ίδιο συνέβαινε και με το ανθρώπινο ποίμνιο, όποτε θεωρείτο ότι παρέβαινε τα όρια που είχαν μονομερώς θέσει οι Τούρκοι. Κάθε συμπεριφορά των τελευταίων έναντι των ραγιάδων ήταν αποδεκτή, υπό την προϋπόθεση ότι δεν τίθετο σε κίνδυνο η παραγωγικότητα του «κοπαδιού». Υπ’ αυτή την έννοια, είναι χαρακτηριστικό ότι ο προαναφερθείς Βαχήτ Πασάς εξορίστηκε, πριν ακόμη τερματιστούν οι σφαγές στη Χίο, όχι λόγω της γενοκτονίας που διέπραξε αλλά επειδή, υπερβαίνοντας κάθε όριο, αχρήστευσε πλήρως την παραγωγικότητα του «κοπαδιού» στο νησί. Οι υψηλές πρόσοδοι που απέδιδε η Χίος (υπενθυμίζουμε τη μοναδική παγκοσμίως μαστίχα και τα εσπεριδοειδή του Κάμπου) κατέληγαν στην αδελφή του σουλτάνου Εσμέ η οποία, αγανακτισμένη από τις επιπτώσεις που είχε στα εισοδήματά της η απώλεια τόσων ανθρώπων, έπεισε τον αδελφό της να τιμωρήσει τον υπαίτιο της καταστροφής και να χορηγήσει αμνηστία σε όσους κατοίκους διασώθηκαν.

Ούτως ή άλλως, πάντως, το βασικό στοιχείο του κοπαδιού, σε αντίθεση με την αγέλη, είναι ότι ετεροπροσδιορίζεται. Το πού θα μεταβεί για να αναζητήσει τροφή, ποια θα είναι η τροφή αυτή, ακόμη και ποιο από τα μέλη του θα τεθεί επικεφαλής, αποφασίζεται από κάποιο «κέντρο» το οποίο βρίσκεται έξω από αυτό, δηλαδή από τον ποιμένα ή τον ιδιοκτήτη του κοπαδιού. Και στις δύο περιπτώσεις όλα είναι υπό αίρεση ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, το ποίμνιο, ανθρώπινο ή όχι, τελεί υπό συνθήκες πλήρους αλλοτρίωσης.

Σκηνή καθημερινής ζωής των υπόδουλων ραγιάδων κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας

Από την αφομοίωση στον διαχωρισμό

Τα τουρκικά φύλα τα οποία προηγήθηκαν των Οθωμανών κατά τη μόνιμη εγκατάστασή τους σε βυζαντινές επαρχίες, ήλθαν σε μερική επιμειξία με τους τοπικούς πληθυσμούς και εν μέρει αφομοιώθηκαν από αυτούς. Οι Σελτζούκοι, για παράδειγμα, κατέληξαν να αποκαλούν τους εαυτούς τους Ρουμ (Ρωμαίους), και τη σπουδαιότερη επαρχία τους «Βιλαγιέτ – ι – Γιουνάνι» (ελληνική επαρχία, δηλαδή Ελλάδα), ενώ το ίδιο το κράτος τους σουλτανάτο του Ρουμ (Ρωμαϊκό κράτος). Αντίθετα, οι Οθωμανοί αντιλήφθηκαν πολύ νωρίς ότι, για να αποφύγουν μια τέτοια εξέλιξη και να επιτύχουν εκεί όπου απέτυχαν οι προγενέστεροι ομοεθνείς τους, έπρεπε να διατηρήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από τους κατακτημένους, συγκεκριμένα μάλιστα τόση, όση είχαν οι βοσκοί από τα ζώα τους, με τα οποία μπορεί μεν να κατοικούσαν στον ίδιο χώρο (ίσως ακόμη και κάτω από την ίδια στέγη), σε καμιά όμως περίπτωση δεν ήταν δυνατόν να έχουν τα ίδια με αυτούς δικαιώματα ούτε βέβαια να αποφασίζουν εκείνα για την τύχη τους. Ακόμη και το είδος της επικοινωνίας μεταξύ των κατακτητών και των υποδούλων έπρεπε να καθορίζεται μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο εξυπηρετούντο τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις τους. Έτσι, δημιούργησαν ένα κρατικό μόρφωμα του οποίου κύριο χαρακτηριστικό ήταν η έντονη πόλωση, ή αλλιώς η ελάχιστη εντροπία.

Προκειμένου όμως ένα τέτοιο, εξ ορισμού ασταθές σύστημα να επιβιώσει, θα πρέπει να έχει αναπτύξει ειδικούς επί τούτου μηχανισμούς, και μάλιστα τόσο περισσότερο καταπιεστικούς όσο μεγαλύτερη αστάθεια έχει, όσο πιο πολλές εντάσεις δηλαδή τελικά αυτό περικλείει. Για τον λόγο αυτό, για να αποφευχθεί δηλαδή η εκ των έσω καταστροφή του, είχαν πράγματι αναπτύξει ένα πλήθος, ή μάλλον ένα πλέγμα από τέτοιους μηχανισμούς, με αποτέλεσμα να επικρατεί τελικά ένα καθεστώς φόβου και επιφυλακτικότητας στο οποίο όλοι παρακολουθούσαν όλους και στο οποίο ο καθένας υποπτευόταν τους πάντες.

Η καθιέρωση από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή του συστήματος των μιλέτ, ήταν ένα από τα αυτά τα μέτρα. Επικεφαλής κάθε μιλέτ (που ήταν θρησκευτική και όχι εθνική κοινότητα) τοποθέτησε τον Μιλέτμπασι, ο οποίος προκειμένου για το μιλέτ των Ρωμιών ήταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Έτσι η διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας έγινε ευκολότερη και παγιώθηκε η κυριαρχία των Οθωμανών επάνω στους υπόδουλους. Σταδιακά όμως αυτό το σύστημα κατέληξε να γίνει η βασική αιτία της κατάρρευσης της Αυτοκρατορίας. Η ιεράρχηση των μιλέτ μεταξύ τους (τα οποία κατέληξαν να θεωρούν όσα ήταν σε κατώτερη θέση ως ρεαγιά), δημιουργούσε εντάσεις. Η διαιώνιση αυτών των εντάσεων στο σώμα της Αυτοκρατορίας και η επιφυλακτικότητα, αν όχι απροκάλυπτη εχθρότητα μεταξύ των μιλέτ που την αποτελούσαν, εμπόδισε την εμφάνιση κάποιου είδους όσμωσης μεταξύ των πληθυσμών της και τη δημιουργία μιας νέας ποιοτικά ανώτερης οντότητας, ως αποτέλεσμα ενός (αναπόφευκτου υπό άλλες συνθήκες) πολιτιστικού και φυλετικού συγκρητισμού. Λόγω της βίαιης ανάδυσης των εθνικισμών των επιμέρους μιλέτ (με τελευταίο τον τουρκικό, μέσω του κινήματος των Νεότουρκων) και όλων των γεγονότων που επακολούθησαν, η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλύθηκε.

Γενίτσαροι με τις χαρακτηριστικές ενδυμασίες τους

Η αργή διαδικασία της εθνικής αφύπνισης

Οι υπόδουλοι λοιπόν ζούσαν σε ένα περιβάλλον πλήρους αλλοτρίωσης. Δεν τους επιτρεπόταν τίποτα και θεωρούντο κάτι αντίστοιχο με τα ζώα. Δεν είχαν κανένα δικαίωμα έναντι των Οθωμανών και ο ισχυρισμός ότι «ήταν δεύτερης κατηγορίας υπήκοοι σε βαθμό που ο πρώτος στην τάξη μη Μουσουλμάνος (μη Τούρκος, δηλαδή) να έπεται του τελευταίου στην κοινωνική ιεραρχία Μουσουλμάνου» δεν αποτελεί υπερβολή, αλλά εκφράζει ακριβώς αυτή την πραγματικότητα. Το πάθημα του Φαναριώτη άρχοντα Αλεξάνδρου Σούτζου, ο οποίος οδηγήθηκε στο ικρίωμα μετά από μια αντιδικία με κάποιους Τούρκους εργάτες ναυπηγείου, και μάλιστα με απόφαση του ίδιου του σουλτάνου Οσμάν Γ’, είναι χαρακτηριστικό.

Οι ραγιάδες βρισκόταν σε απόλυτο ζόφο και απλώς επιβίωναν. Η επιβίωση όμως αυτή καθαυτή δεν είναι ποτέ αρκετή για κάποιον που θέλει όχι μόνο να λέγεται αλλά και να είναι άνθρωπος. Το μεγάλο ζητούμενο, το οποίο τον διαφοροποιεί από τα ζώα, είναι η δυνατότητά του να ζει, δηλαδή να ταυτίζεται με τις πράξεις του και να μην είναι (ή να μην αισθάνεται) ξένος με αυτές, ή αλλιώς να δημιουργεί και να μη διεκπεραιώνει. Τα πρόβατα (και γενικότερα τα ζώα), παρά το γεγονός ότι είναι πλήρως αλλοτριωμένα, δεν καταλαβαίνουν την κατάστασή τους. Δεν έχουν την αίσθηση του χρόνου και δεν μπορούν να εντοπίζουν τη σχέση αιτίου και αιτιατού που ενδέχεται να υπάρχει μεταξύ διαφόρων γεγονότων. Αντίθετα, οι άνθρωποι, οι οποίοι όχι μόνο είναι σε θέση να διαπιστώσουν την ύπαρξη σχέσεων (έστω και εσφαλμένων) αλλά και έχουν αίσθηση του χρόνου, μπορούν να εντοπίσουν την αλλοτρίωση (έστω και με διαφορετική ένταση και ποιότητα ο καθένας), άσχετα από τη θέση τους στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Έχουν μνήμη, αίσθηση της εκάστοτε πραγματικότητας, και βέβαια στέκονται αμήχανοι, ίσως και φοβισμένοι, μπροστά στο μέλλον. Το παρελθόν είναι εξ αντικειμένου αδύνατο να το επηρεάσουν. Το παρόν βρίσκεται σε εξέλιξη και τις περισσότερες φορές δεν επιδέχεται οποιαδήποτε αλλαγή. Απομένει λοιπόν το μέλλον, το οποίο νοιώθουν ότι μπορούν και πρέπει να το καθορίσουν. Για να γίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να διαθέτουν αυτή τη δυνατότητα, η οποία όμως στην περίπτωση των ραγιάδων τους είχε αφαιρεθεί και δεν υπήρχε πλέον ούτε καν ως ψευδαίσθηση.

Προϋπόθεση για τη διαμόρφωση οποιωνδήποτε εξελίξεων είναι ο σχεδιασμός τους και, ακόμη πιο πριν, η διάπλασή τους στον χώρο της φαντασίας, δηλαδή ο προσδιορισμός της επιθυμητής πραγματικότητας που έρχεται, τόσο της άμεσης, όσο και της γενικότερης. Η σκέψη και η έννοια για το μέλλον οδηγεί σε υποθέσεις για την πορεία των γεγονότων και σε μελέτη των επόμενων κινήσεων, ώστε η πορεία αυτή να απέχει όσο γίνεται λιγότερο από τις επιδιώξεις. Με άλλα λόγια, η διαδικασία αυτή σημαίνει ότι κάνουμε όνειρα για το μέλλον. Εάν όμως κάποιος δεν έχει προοπτική, δεν είναι σε θέση και να ονειρευτεί. Ακόμη όμως και αν το κάνει, αντί να λυτρώνεται υποφέρει περισσότερο, γιατί επιβεβαιώνεται κάθε φορά το αδιέξοδό του.

Στην περίπτωση αυτή απομένει μόνο μία λύση: η άρση του αδιεξόδου, η οποία υλοποιείται μέσω μιας και μοναδικής διαδικασίας, της Επανάστασης. Το τελικό ζητούμενο όλων ανεξαιρέτως των επαναστάσεων είναι η ελευθερία όσων τις πραγματοποιούν. Ελεύθερος δεν μπορεί να θεωρηθεί κάποιος αν του έχει αφαιρεθεί η δυνατότητα να ονειρεύεται ή αν την έχει εκχωρήσει ο ίδιος. Τελικά, τα όνειρα και η ελευθερία είναι έννοιες ταυτόσημες, όπως και η ελπίδα.

Πίνακας που αναπαριστά Έλληνες Αγωνιστές της Επανάστασης του 1821

Επίλογος

Η Ελληνική Επανάσταση απλά συνέβη. Η αφετηρία της εντοπίζεται στις 30 Μαϊου του 1453. Το 1821, τα επί αιώνες ανεκπλήρωτα όνειρα ορθώθηκαν μπροστά στους Ρωμιούς (τους οποίους η παιδεία τους είχε εν τω μεταξύ ξανακάνει Έλληνες) και απαίτησαν από εκείνους να πάψουν να είναι τα αντικείμενα και να γίνουν τα υποκείμενα των εξελίξεων, να πάψουν να είναι υπήκοοι και να γίνουν επιτέλους πολίτες, να ανακτήσουν τις ανθρώπινες ιδιότητές τους ώστε να λάβουν αυτά την εκδίκησή τους.

Το κατά πόσο μέσω της Επανάστασης του 1821 τα όνειρα πράγματι εκδικήθηκαν ή η ίδια εκφυλίστηκε σε έναν εφιάλτη, αποτελεί ακόμη για ορισμένους ένα ζητούμενο. Αναμφισβήτητο όμως είναι και το γεγονός ότι όλοι όσοι ανταποκρίθηκαν τότε στην απαίτηση των ονείρων, έδρασαν όπως αρμόζει σε ανθρώπους πράγματι ελεύθερους, έστω και αν η συγκυρία το έφερε να γεννηθούν σκλάβοι. Δεν αισθάνθηκαν φόβο μπροστά στις εξελίξεις ή, ακόμη και αν αυτό συνέβη, δεν τους εμπόδισε να προχωρήσουν. Αντίθετα, τους απέτρεψε από το να υποχωρήσουν. Τους φόβιζε περισσότερο η νύκτα που πέρασαν χωρίς όνειρα ή ακόμη η συσσώρευση τόσων ονείρων που παρέμεναν ανεκπλήρωτα επί αιώνες.

Αυτό που απομένει σε εμάς, τους επιγόνους τους, είναι η επιδίωξη να αναδειχθούμε καλύτεροι από εκείνους. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι «τα μάτια της ψυχής μας» να είναι «ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα», ώστε η πρόσκληση της εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας να μας βρίσκει σε αντιστοιχία με τη σοβαρότητά της: να μην είμαστε δηλαδή ούτε σαν τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος» του Σολωμού ούτε όπως οι προσκυνημένοι, τους οποίους ο Κολοκοτρώνης απείλησε με «φωτιά και τσεκούρι». Αυτό είναι το καθήκον μας. Την απάντηση όμως στο ερώτημα αν ανταποκριθήκαμε σε αυτή την πρόσκληση δεν είναι δυνατόν να τη δώσουν παρά μόνον οι επόμενοι από εμάς.

Βιβλιογραφία

1) Godfrey Goodwin: Οι ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΙ, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1997.
2) Ibrahim Metin Kunt: ΟΙ ΥΠΗΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2001.
3) Jean-Paul Roux: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ (τίτλος πρωτοτύπου: HISTOIRE DES TURCS), Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 1998.
4) Mehmed Fuad Köprülü: ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2001.
5) Philip Mansel: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ Η ΠΕΡΙΠΟΘΗΤΗ ΠΟΛΗ, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1999.
6) Suraiya Faroqhi: KΟΥΛΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ, Εκδόσεις Eξάντας, Αθήνα 2000.
7) Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΈΘΝΟΥΣ (Βιβλίον δέκατον τέταρτον), Εκδόσεις Γαλαξίας/Ερμείας, Αθήνα.
8) Νεοκλής Σαρρής: ΟΣΜΑΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, Εκδόσεις Αρσενίδης, Αθήνα, χωρίς χρονολογία, τόμοι Ι (ΤΟ ΔΕΣΠΟΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ) και ΙΙ (Η ΔΟΣΙΜΑΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ).

historical-quest.com

, , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *