Το κίνημα των δικαιωμάτων και η απόρριψη της ελευθερίας

του Σωτήρη Αμάραντου,

Βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να ενισχύεται το κίνημα των δικαιωμάτων σε βάρος του αιτήματος της ελευθερίας. Ως απόρροια του προηγούμενου γεγονότος, παρατηρείται επίσης μια αλλοίωση του χαρακτήρα του πολιτικού ενδιαφέροντος και της κοινωνικής σύγκρουσης, το οποίο αναπροσανατολίζεται προς το επίπεδο είτε μικρών συλλογικοτήτων είτε διαπροσωπικών σχέσεων. Πρόκειται άραγε για την πολιτικοποίηση του ιδιωτικού ή για την ιδιωτικοποίηση της πολιτικής;

Το κίνημα των δικαιωμάτων σε αντίθεση με τα επαναστατικά προτάγματα του παρελθόντος δεν επιδιώκει κάποια συντριπτική ανατροπή της δεδομένης τάξης, δεν ασκεί καν μια κριτική στο σύστημα πολιτικής και οικονομικής εξουσίας συνολικά, αλλά αντίθετα επικεντρώνεται στη διαφορετικότητα και την ανάγκη προστασίας της από την ίδια την εξουσία μέσω των δικαιωμάτων. Όχι μόνο αναγνωρίζει το εγκαθιδρυμένο σύστημα εξουσιαστικής κατανομής, αλλά το επικαλείται και ως προστάτη του.

Από την άλλη το κίνημα των δικαιωμάτων θεμελιώνεται σε μια από τις μεταφυσικές κατηγορίες του Διαφωτισμού, η οποία αναγνωρίζει μια αμετάβλητη ανθρώπινη φύση. Γίνεται παραδεκτό λοιπόν πως από την ουσία της ανθρώπινης φύσης πηγάζουν τα δικαιώματα. Το ζήτημα λογικής τάξεως που εγείρεται ως προς την εσωτερική αρμονία της ιδεολογικής ταυτότητας του δικαιωματισμού δε σχετίζεται με το αν υπάρχει ή όχι μια δεδομένη ανθρώπινη ουσία, αλλά με το ότι η πίστη σε αυτήν συνδυάζεται ανυποψίαστα με τη δογματική πεποίθηση του κινήματος των δικαιωμάτων για την εν γένει σχετικότητα των αξιών και την κοινωνική κατασκευή των βαθύτερων αληθειών.

Στο κίνημα των δικαιωμάτων βλέπουμε να στρατεύονται με αίσθημα ευθύνης άτομα που ανήκουν στους κλάδους των ψυχολογικών και κοινωνικών επιστημών και παραεπιστημών (με εξαίρεση ίσως τους κοινωνιολόγους, τους πολιτικούς επιστήμονες και τους διεθνολόγους που διαθέτουν το θεωρητικό υπόβαθρο μια ολιστικής θέασης της κοινωνίας). Χρησιμοποιούν όρους από το επιστημονικό τους οπλοστάσιο για να ενισχύσουν την ιδεολογική αρτιότητα του δικαιωματισμού. Η αμετροέπεια κατά τη χρήση φορτισμένων συναισθηματικά όρων, όπως η λέξη βία, ουσιαστικά αναιρεί τη νοηματική της ιδιαιτερότητα και τις περιγραφικές της δυνατότητες, ενώ συνάμα λειτουργεί η ίδια ως φορέας της βίαιης καταστολής στο επίπεδο του λόγου.

Ταυτόχρονα ενδύεται η θεώρηση αυτή το ουτοπικό σχήμα της εξάλειψης της βίας από τις ανθρώπινες σχέσεις, γεγονός που δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί από καμία επιστημονική παρατήρηση ιστορικής ή σημερινής κοινωνίας. Το ουτοπικό αυτό σχήμα όμως έχει την τάση όπως ήδη είπαμε να λειτουργεί κατασταλτικά. Πιάνεται από την πιθανότητα, προδικάζει την έκβαση και διαβλέπει με επίκεντρο το γλωσσικό σύστημα επικοινωνίας δομές νοημάτων που οδηγούν αναπόφευκτα στη βία. Η καταστολή έγκειται πως για την αποφυγή αυτής της εξέλιξης, θα πρέπει να αρνηθούμε στην καθημερινότητα της συμπεριφοράς μας το διακύβευμα της κοινωνικής και πολιτικής αναμέτρησης. Προτείνεται ο αυτοεγκλεισμός στη σφαίρα των δικαιωμάτων.

Προτρέπεται το υποκείμενο ως βεβαρημένο ήδη από τις δομές βίας του πολιτισμού που φέρει η σκέψη του να αυτοευνουχιστεί, ανασυγκροτώντας το γλωσσικό του σύστημα και άρα τις σκέψεις του με όρους που θα ματαιώνουν τις πιθανότητες βίαιης έκφρασης και συμπεριφοράς. Προκύπτουν λοιπόν ενδεδειγμένες μορφές επικοινωνίας που αποτελούν ένα είδος προσομοίωσης του επιπέδου της επικοινωνίας που απαντάται κατά τη διάρκεια της «αλληλεπίδρασης» ενός έλλογου όντος με ένα μηχάνημα ανάληψης χρημάτων. Μόνο μια εντελώς λειτουργική και αποστερημένη από κάθε αυθόρμητο και δημιουργικό συντελεστή γλώσσα μπορεί να αποτρέψει την πιθανότητα της βίας.

Αυτές βέβαια οι παρατηρήσεις δεν νομιμοποιούν καμία μορφή βίας, αντίθετα επιχειρούν να φέρουν στην επιφάνεια άρρητες μορφές της που είναι ενσωματωμένες στην κατά της βίας διακινούμενη ιδεολογία.
Κλείνοντας τη σύντομη αυτή παράθεση σκέψεων, ένα σημαντικό ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι αν ο δικαιωματισμός μπορεί να αποτελέσει το πρώτο βήμα γι΄αυτό που ο Νίτσε αποκαλούσε επαναξιολόγηση όλων των αξιών, δηλαδή μια συνολική αμφισβήτηση των σχέσεων εξουσίας σε κάθε κοινωνικό χώρο, από τη μικροφυσική της εξουσίας, ως την κεντρική πολιτική σκηνή και τις διεθνείς σχέσεις ισχύος ή αν αποτελεί μέρος μιας ακόμη πιο έντονης οπισθοχώρησης της πολιτικής, που σκοπεύει στη διαιώνιση της κοινωνικής διαίρεσης και στην αποστέρηση από το ενδεχόμενο της καθολικής ελευθερίας.

, , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *