Μασσαλία, 9 Οκτωβρίου 1934. H ανατομία μιας πολιτικής δολοφονίας
Η δολοφονία, σε κεντρικό σημείο της Μασσαλίας, του βασιλέα Αλέξανδρου Α΄ της Γιουγκοσλαβίας στις 9 Οκτωβρίου 1934, στο πλαίσιο επίσημης επίσκεψης στη Γαλλία, έχει να επιδείξει μια ιδιαιτερότητα. Πρόκειται για την πρώτη πολιτική δολοφονία στην Ιστορία, η οποία απαθανατίστηκε από τον κινηματογραφικό φακό. Υπό αυτή την έννοια διεκδικεί περίοπτη θέση δίπλα σε ανάλογες περιπτώσεις, όπως είναι η δολοφονία του John Fitzgerald Kennedy τον Νοέμβριο του 1963 στο Ντάλας του Τέξας (η ερασιτεχνική λήψη του Abraham Zapruder αποκάλυψε πως ο πρόεδρος των ΗΠΑ είχε παρασυρθεί σε ενέδρα διασταυρωμένων πυρών) ή εκείνη του προέδρου της Αιγύπτου Anwar el-Sadat τον Οκτώβριο 1981 στο Κάιρο, στη διάρκεια στρατιωτικής παρέλασης. H κινηματογραφική κάλυψη της επίσκεψης του Αλέξανδρου Α΄ ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία για το ευρύ κοινό. Έως τότε, εφικτή μέθοδος ήταν μόνο η φωτογραφική κάλυψη. Μάλιστα, οι γαλλικές αρχές ανέχθηκαν τελικά προς όφελος του θεάματος πρωτοβουλίες, οι οποίες παραβίαζαν τους στοιχειώδεις κανόνες ασφαλείας (π.χ. χρήση ανοικτού αυτοκινήτου, κατεβασμένα τζάμια, διακριτική συνοδεία από έφιππους αξιωματικούς πίσω από το αυτοκίνητο και όχι πέριξ αυτού προκειμένου να μην παρεμποδιστεί η οπτική γωνία των εικονοληπτών, χαμηλή ταχύτητα του οχήματος – 8 χλμ., κλπ.) παρά το γεγονός ότι υπήρχαν πληροφορίες για επικείμενη απόπειρα δολοφονίας. Ο εικονολήπτης έτυχε να βρίσκεται λίγα μέτρα μόνο μακριά από το σημείο του συμβάντος. Η ίδια η στιγμή της δολοφονίας του διέφυγε. Απαθανάτισε τα όσα ακολούθησαν: τη σύλληψη και το λιντσάρισμα του δολοφόνου, τον πανικό του πλήθους, την αγωνία του βασιλέα της Γιουγκοσλαβίας κατά τις ύστατες στιγμές της ζωής του. Πρόκειται για την κινηματογραφική απαθανάτιση ενός δραματικού και απρόσμενου γεγονότος με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο σε επίπεδο ψυχολογικού κλονισμού του κοινού που βλέπει τα στιγμιότυπα, αλλά και ανεκτίμητης ιστορικής μαρτυρίας για τους ειδικούς.
Ο Αλέξανδρος Α΄ αγνόησε το γεγονός ότι τρεις πρόγονοί του, ανήκοντες στη δυναστεία των Καραγεώργηδων, είχαν δολοφονηθεί ημέρα Τρίτη. Την Τρίτη 9 Οκτωβρίου 1934, αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Μασσαλίας, καθ οδόν προς το Παρίσι. Σκοπός της επίσκεψης στη Γαλλία ήταν η ενδυνάμωση των διμερών σχέσεων στους κόλπους του συνασπισμού της Μικρής Συνεννοήσεως σε μια κρίσιμη διεθνή συγκυρία. Το πρόγραμμα προέβλεπε μια τρίωρη στάση στην πόλη των Φωκέων, η οποία περιλάμβανε κατάθεση στεφάνου στο μνημείο των πεσόντων της Στρατιάς της Ανατολής, σύντομη συνάντηση με τις αρχές της πόλης στο Νομαρχιακό Μέγαρο και μετάβαση στον σιδηροδρομικό σταθμό του Αγίου Καρόλου (Gare Saint-Charles), όπου ο Γιουγκοσλάβος μονάρχης θα επιβιβαζόταν σε αμαξοστοιχία με τελικό προορισμό το Παρίσι. Η διάρκεια της παραμονής του στη Μασσαλία μόλις και μετά βίας επρόκειτο να ξεπεράσει τις τρεις ώρες, σύμφωνα με το επίσημο τελετουργικό.
Μόλις αποβιβάστηκε από το καταδρομικό JRM Dubrovnik στην προκυμαία των Βέλγων (Quai des Belges) νωρίς το απόγευμα, έγινε δεκτός από τις επίσημες αρχές: τον υπουργό Εξωτερικών Louis Barthou, τον υπουργό Ναυτικών François Piétri και τον στρατηγό Alphonse Georges, μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου Πολέμου της Γαλλίας, προσωπικό γνωστό του Αλέξανδρου από την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η πομπή ξεκίνησε από το παλιό λιμάνι με προορισμό το μνημείο των πεσόντων, με πλήθος κόσμου να έχει κατακλύσει δρόμους, εξώστες και ταράτσες των κτηρίων, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για εργάσιμη ημέρα. Δεν πρόλαβε, ωστόσο, να διανύσει 250 μέτρα. Στο ύψος του Χρηματιστηρίου, ένας άντρας ξεχώρισε από το πλήθος, ανέβηκε στον αναβατήρα του αυτοκινήτου από την πλευρά όπου καθόταν ο βασιλέας και άδειασε το περίστροφό του επάνω στον τελευταίο σχεδόν εξ επαφής.
Η σκηνή εκτυλίχθηκε ταχύτατα αιφνιδιάζοντας τους πάντες. Ο 37χρονος δολοφόνος, Vlado Chernozemski, αρχικά συγκρατήθηκε από τον οδηγό, ο οποίος προς στιγμή άφησε από τα χέρια του το τιμόνι, προτού εξουδετερωθεί από το ξίφος ενός από τους παρακείμενους έφιππους αξιωματικούς. Στη συνέχεια λιντσαρίστηκε από το αγριεμένο πλήθος και εξέπνευσε αιμόφυρτος και άγρια παραμορφωμένος στο πεζοδρόμιο. Ο θάνατος του Αλέξανδρου επήλθε 45 λεπτά έπειτα από την επίθεση, στον αστυνομικό σταθμό της περιοχής, όπου μέσα στο γενικό πανδαιμόνιο μεταφέρθηκε αντί του νοσοκομείου. Ωστόσο, είχε πέσει σε κώμα ευρισκόμενος ακόμη εντός του αυτοκινήτου. Ο Louis Barthou εξήλθε του οχήματος τραυματισμένος στο χέρι. Καθώς ουδείς ασχολήθηκε μαζί του, σταμάτησε με δική του πρωτοβουλία ένα αυτοκίνητο και ζήτησε να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Υπέκυψε στα τραύματά του από ακατάσχετη αιμορραγία και αφού προηγουμένως οι γιατροί αναγκάστηκαν να του ακρωτηριάσουν το χέρι. Ο στρατηγός Georges, βαριά τραυματισμένος στο στήθος, χαροπάλευε επί πολλές ημέρες. Τελικά επέζησε, ωστόσο ουδέποτε κατάφερε να ξεπεράσει τον κλονισμό, τον οποίον είχε υποστεί. Από αδέσποτες σφαίρες του δολοφόνου και των αστυνομικών τραυματίστηκαν περί τα δεκαπέντε άτομα από το πανικόβλητο πλήθος.
Η τρίλεπτη κινηματογραφική απαθανάτιση του συμβάντος από τον Georges Méjat προκάλεσε τεράστια αίσθηση όταν προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες. Έστω και αν ο εικονολήπτης έχασε για λίγα δευτερόλεπτα το ίδιο το στιγμιότυπο της δολοφονίας, το κοινό ανακάλυπτε με δέος την αμεσότητα με το γεγονός, κάτι που μπορούσε πλέον να προσφέρει απλόχερα μια νέα μορφή τέχνης. Εκείνη της κινούμενης εικόνας.
Κείμενο – επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος
Μορφοποίηση – επιμέλεια έκδοσης: Δημήτρης Μητσόπουλος