Η λειτουργία των ελληνικών κοινοτήτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία

Δημήτρης Παπασταματίου, Φωκίων Κοτζαγεώργης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ, σ. 119-121.

Κείμενο: Δημήτρης Παπασταματίου

Μια αφαιρετική κατηγοριοποίηση και περιγραφή των κοινοτικών οργανωτικών προτύπων δεν είναι εφικτή, καθώς στην ουσία οι τρόποι λειτουργίας είναι τόσοι όσοι και οι ίδιες οι κοινότητες. Οι ερευνητές έχουν κατορθώσει να απομονώσουν ορισμένα κοινά οργανωτικά γνωρίσματα, κυρίως αναφορικά στους κοινοτικούς άρχοντες και στον τρόπο επιλογής τους, αλλά πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι οι πληροφορίες που διαθέτουμε προέρχονται από περιορισμένο σώμα – κυρίως ελληνικών – πηγών, οι οποίες αφορούν σε κοινότητες με ανεπτυγμένους διαχειριστικούς μηχανισμούς, όπως τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, ομοσπονδιακές ενώσεις ή αστικές κοινότητες μεγάλων οικιστικών μονάδων, και κατά συνέπεια δεν αντιπροσωπεύουν έναν υποθετικό μέσο βαθμό αυτοδιοικητικής εξέλιξης.

Η Κοινοτική διοίκηση των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατία – Cognosco Team

Επιπλέον, η κοινοτική οργάνωση διέπεται από μια ιδιαίτερα μεταβαλλόμενη δυναμική των επιμέρους στοιχείων τους, τα οποία μετασχηματίζονται στο χρόνο με βάση τις πολιτικές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του κοινωνικού σώματος. Κατ’ ακολουθία, η εικόνα που αναδύεται από τις λίγες διαθέσιμες πηγές αντικατροπτίζει αποκλειστικά την οργάνωση συγκεκριμένου μορφώματος σε συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, χωρίς να παρέχει δυνατότητα εξαγωγής αφαιρετικών συμπερασμάτων για τη διαχρονική εξελικτική πορεία του ιδίου ή άλλων κοινοτικών σχηματισμών. Εξάλλου, όπως θα τονιστεί στη συνέχεια, η ανάδυση και εμπέδωση της προυχοντικής εξουσίας στον 18ο αιώνα ανέστειλε την εφαρμογή πολλών συντακτικών αρχών ή τις κατέστησε απόλυτα τυπικές. Εντούτοις, στο παρόν υποκεφάλαιο θα παρουσιαστούν ορισμένες βασικές αρχές κοινοτικής οργάνωσης, ως μέρη ενός μωσαϊκού από το οποίο λείπουν πολλές ψηφίδες.


Κατ’ αρχάς πρέπει να τονιστεί ότι η οθωμανική αρχή περιοριζόταν να παρακολουθεί τις εξωτερικές λειτουργίες της κοινότητες, αυτές δηλαδή που την έφερναν σε επαφή με τους κρατικούς μηχανισμούς, χωρίς να παρεμβαίνει στις εσωτερικό της κοινότητας και τις πολιτικές διεργασίες της. Από την άλλη, η ρομαντική αλλά και η αριστερή ιστοριογραφία έχουν περιγράψει τις κοινότητες ως πρωτο-δημοκρατικές συσσωματώσεις τοποθετώντας τις αρχαιρεσίες για την εκλογή των κοινοτικών εκπροσώπων στον πυρήνα των οργανωτικών λειτουργιών τους. Όμως, η ρομαντική εικόνα των χωρικών, οι οποίοι στην πλατεία του οικιστικού χώρου, εκλέγουν διά βοής τους προύχοντες συνήθως στις 23 Απριλίου κάθε έτους δεν μπορεί να τεκμηριωθεί από τις πηγές. Οι οθωμανικές πηγές καταγράφουν τα ονόματα των εκλεγμένων προυχόντων, χωρίς όμως να αποδίδουν λεπτομέρειες αναφορικά στην εκλογική διαδικασία καθαυτή ή τη μεθοδολογία της.


Η πλέον σημαντική όψη των αρχαιρεσιών ήταν η σύνθεση του εκλεκτορικού σώματος, η οποία καθόριζε τη «δημοκρατικότητα» της διαδικασίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στα Μαντεμοχώρια και στη Μύκονο, το σύνολο των αυτοχθόνων φορολογούμενων αρρένων εξέλεγε τους προύχοντες. Όμως, συνήθως το εκλεκτορικό σώμα ήταν περισσότερο αριστοκρατικό στη σύνθεση του. Γενικά, δύο τάσεις κυριάρχησαν˙ από τη μια η εκλογή των αρχόντων ήταν εσωτερική υπόθεση της τοπικής προυχοντικής τάξης, ενώ από την άλλη, σε μια πιο «δημοκρατική» εκδοχή της προυχοντικής ηγεμονίας, οι άρχοντες εκλέγονταν από εκλεκτορικό σώμα, το οποίο είχε συγκροτηθεί μετά από γενικές εκλογές στην κοινότητα. Και στις δύο περιπτώσεις, η συμμετοχή στα εκλεκτορικά σώματα καθορίστηκε από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την ενεργή συμμετοχή στην πολιτική νεοαναδυόμενων κοινωνικών ομάδων με ισχυρή παρουσία στο οικονομικό πεδίο. Αυτό είναι εμφανές σε κυκλαδίτικα νησιά, όπου στα τέλη του 18ου αιώνα οι πλοιοκτήτες και έμποροι μονοπώλησαν το δικαίωμα εκλογής κοινοτικών αρχόντων.

Οι ελληνικές Κοινότητες στην Τουρκοκρατία


Η ίδια πραγματικότητα ίσχυε αναφορικά στο εκλέγεσθαι, καθώς η θεωρητική δυνατότητα όλων των γηγενών φορολογούμενων αρρένων να χριστούν κοινοτικοί εκπρόσωποι καταστρατηγούνταν από μια περισσότερο εκλεκιστική πραγματικότητα στην οποία μόνο μέλη των κοινωνικών και οικονομικών ελίτ είχαν αυτό το δικαίωμα. Φαίνεται ότι το δικαίωμα του εκλέγεσθαι ήταν περισσότερο περιορισμένο από αυτό του εκλέγειν, σχεδόν στο σύνολο των κοινοτήτων για τις οποίες έχουμε τεκμήρια στον 18ο αιώνα. Είναι πιθανό ότι τα περιθώρια συμμετοχής στην κοινοτική αντιπροσώπευση ήταν περισσότερο διευρυμένα στο χαμηλό επίπεδο της κώμης, εκεί όπου οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις ήταν λιγότερες ιεραρχημένες.


Το αποτέλεσμα των εκλογών έπρεπε τυπικά να επικυρωθεί από τον τοπικό ιεροδίκη και το διοικητή της επαρχίας ή το βοεβόδα (voyvoda). Η θητεία των εκλεγμένων προυχόντων ήταν ετήσια. Στις οθωμανικές πηγές τα ίδια ονόματα κοινοτικών αρχόντων επαναλαμβάνονται σταθερά, γεγονός που υποδηλώνει είτε παράταση της θητείας τους είτε σταθερή επανεκλογή τους. Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική υπεροχή ορισμένων οικογενειών δημιούργησε μια κατάσταση που μετέβαλλε την πολιτική δυναμική προς όφελός τους και ανέστειλε την αξία της εκλογικής διαδικασίας, μετατρέποντάς την σε τυπική πρακτική, αν δεν καταργούνταν οριστικά.


Ο αριθμός των κοινοτικών αρχόντων ποικίλε μεταξύ ενός και είκοσι ατόμων, και καθοριζόταν από το πληθυσμιακό μέγεθος της κοινότητας. Οι προεστοί αμείβονταν από την κοινότητα με μισθό, το ύψος του οποίου δε γνωρίζουμε από καμία πηγή, αλλά πιθανότατα ήταν σε εξάρτηση από τις οικονομικές διαθεσιμότητες της κοινότητας. Αναφέρονται ακόμη και περιπτώσεις άμισθης θητείας. Επιπλέον, οι προεστοί εισέπρατταν ένα πλήθος άλλων εισφορών μεταβαλλόμενου χρηματικού ύψους, όπως τα κοινοτικά πρόστιμα, οι αμοιβές από την εκδίκαση υποθέσεων και τα υποχρεωτικά δώρα. Όμως, τα σημαντικότερα οφέλη που εξασφάλιζε το προυχοντικό αξίωμα ήταν η ευρύτερη επιρροή στο χώρο της κοινότητας, η προνομιακή επαφή με την οθωμανική εξουσιαστική αρχή, η ευκολότερη πρόσβαση στη φοροενοικιαστική διαδικασία, οι ειδικές φοροαπαλλαγές, και η δυνατότητα νομιμοποίησης μιας πολιτικής και οικονομικής κινητοποίησης εκτεινόμενη ενίοτε ακόμη και σε έκνομα πεδία.

ἀδράχτι: ...σὲ μέρη αὐτόνομα μέσα στὴν τουρκοκρατία


Ακόμη και πριν τον 18ο αιώνα, οι προύχοντες αναδεικνύονταν από τα ανώτερα στρώματα της οικονομικο-κοινωνικής ιεραρχίας στο εσωτερικό της κοινότητας. Οι ενδιαφερόμενοι έπρεπε να φέρουν δύο βασικές, συνήθως αλληλοσυμπληρωματικές, ιδιότητες, δηλαδή επαρκείς χρηματικές διαθεσιμότητες ώστε να μπορούν να αναλάβουν τη φοροδοτική εγγυοδοσία της κοινότητας, και κοινωνικό κύρος, αναγκαίο για τη συναίνεση του κοινωνικού σώματος. Ακόμη, σημαντικά προσόντα των υποψηφίων ήταν η εύνοια της οθωμανικής εξουσίας και η από προηγούμενη θητεία γνώση του τρόπου λειτουργίας των επαρχιακών διοικητικών μηχανισμών. Αυτό σήμαινε ότι η προυχοντική ηγεσία έπρεπε να εγγράφεται στα τμήματα του χριστιανικού πληθυσμού με αυξημένη διάθεση συνεργασίας με τις κρατικές αρχές. Άλλα προαπαιτούμενα προσόντα, όπως η ηθική ακεραιότητα, η ευσέβεια, η φιλανθρωπία και η πνευματική καλλιέργεια, ήταν δευτερεύοντα και υποκείμενα στην πολιτική δυναμική της κοινότητας.

Οι ελληνικές Κοινότητες στην Τουρκοκρατία


Από τη στιγμή της εκλογής των προυχόντων, η λήψη συλλογικών αποφάσεων γινόταν αποκλειστικά δική τους υπόθεση, ενώ ο επικυρωτικός ρόλος της γενικής κοινοτικής συνέλευσης ήταν ιδιαίτερα συρρικνωμένος. Εντούτοις, το τέλος της θητείας τους συνοδευόταν από έλεγχο του έργου τους από τη γενική συνέλευση και τη σύνταξη και υποβολή στο ιεροδικείο σχετικού εγγράφου που ενέκρινε την πολιτεία τους. Σε οθωμανικές αρχειακές σειρές της Πελοποννήσου σώζονται αρκετά παρόμοια έγγραφα από τα μέσα του 18ου αιώνα.


Κατά την εκτέλεση του έργου τους, οι προύχοντες είχαν στη διάθεσή τους μια στοιχειώδη κοινοτική υπαλληλία αποτελούμενη από ένα ή περισσότερους γραμματείς και έναν ταμία. Ακόμη, ιδιαίτερα κρίσιμο κοινοτικό αξίωμα ήταν αυτό του ειδικού απεσταλμένου ή vekil στην Υψηλή Πύλη για τη διευθέτηση σημαντικών τοπικών υποθέσεων, συνήθως την προώθηση αιτήματος για την απομάκρυνση συγκεκριμένου τοπικού αξιωματούχου ή την υποβολή συλλογικών παραπόνων για δημοσιονομική καταπίεση. Περισσότερο φιλόδοξα και μακρόπνοα ήταν τα αιτήματα μεταβολής του δημοσιονομικού καθεστώτος της κοινότητας ή απαλλαγής από φορολογικές επιβαρύνσεις όπως τα αβαρίζ.

Για την επίτευξη δύσκολων στόχων με πολιτικό περιεχόμενο απαιτούνταν η συνεργασία απεσταλμένων από μεγάλο αριθμό κοινοτήτων ή ακόμη και από ολόκληρο το εγιαλέτ, όπως στην περίπτωση της διοικητικής και δημοσιονομικής απόσπασης της Μάνης από την υπόλοιπη Πελοπόννησο μετά από επανειλημμένα αιτήματα του συνόλου των κοινοτήτων της χερσονήσου. Από την άλλη, οι βεκίληδες συχνά εξυπηρετούσαν αποκλειστικά συμφέροντα της κυβερνούσας προυχοντικής πολιτικής παράταξης στρεφόμενοι εναντίον αντιπάλων προυχόντων. Σε αυτή την περίπτωση, οι πολιτικοί αγώνες της κοινότητας μεταφέρονταν στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και η αντιπολίτευση εξουσιοδοτούσε δικούς της αντι-βεκίληδες με μοναδικό στόχο την εξουδετέρωση της δράσης των επίσημων κοινοτικών εκπροσώπων. Οι βεκίληδες όφειλαν να ομιλούν την οθωμανική γλώσσα, να είναι επιδέξιοι στις επαφές τους με υψηλούς αξιωματούχους, να γνωρίζουν τη λειτουργία του Παλατιού, και να έχουν πρόσβαση σε ομάδες παρασκηνιακής επιρροής στο περιβάλλον του σουλτάνου. Καθώς οι αναγκαίες παρασκηνιακές ενέργειες ήταν εκτός από κοστοβόρες και μακροχρόνιες, συχνά οι βεκίληδες ήταν ευκατάστατοι μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης.

, , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *