του καθηγητού Negib Elias Geahchan προέδρου της Ρωμέικης Πολιτιστικής Εταιρείας.
αναδημοσίευση από την εφημερίδα Greek City Times, 15/05/2021.
Η παρούσα κρίση ανάμεσα στο Ισραήλ και τους Παλαιστίνιους δεν είναι παρά το τελευταίο επεισόδιο μιας μακράς αντιπαράθεσης μεταξύ Εβραίων και Μουσουλμάνων για την Ιερουσαλήμ και τους Αγίους Τόπους. Η αντιπαράθεση αυτή κλιμακώθηκε σε βία και σκληρότητα από την στιγμή που οι Εβραίοι άρχισαν να επιστρέφουν στους Αγίους Τόπους κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά και την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ ως εθνική και θρησκευτική τους πατρίδα το 1948.
Η σημερινή σύγκρουση αφορά κυρίως στο τέμενος του Αλ-Άκσα, το οποίο χτίστηκε από τους Μουσουλμάνους όταν ο δεύτερος χαλίφης Ομάρ κατέλαβε την Ιερουσαλήμ το 636 μ.Χ. Μιλώντας για το τέμενος του Αλ-Άκσα, εννοούμε ένα τεράστιο συγκρότημα κτιρίων που ξεπερνάι σε έκταση τα 140.000 τ.μ., προστατεύεται από τείχη, και περιλαμβάνει διάφορα τζαμιά και άλλους τόπους λατρείας της ισλαμικής θρησκείας.
Το τέμενος του Αλ Άκσα βρίσκεται μέσα στην αρχαία πόλη της Ιερουσαλήμ, που οι Μουσουλμάνοι αποκαλούν «Medinat Al Quds», και η οποία βρίσκεται σ’ έναν λόφο που είναι επίπεδος στην κορυφή του -το επονομαζόμενο και Όρος του Ναού. Ο λόφος αυτός αντιπροσωπεύει τον ιερότερο τόπο της εβραϊκής θρησκείας, εκεί όπου ο Βασιλιάς Σολομώντας έχτισε έναν ναό το 957 π.Χ., και περιέλαβε μέσα του την Κιβωτό της Διαθήκης, καθώς και τα Άδυτα των Αδύτων [ο ιερότερος τόπος των Εβραίων, μια αίθουσα όπου σύμφωνα με τον ραβινικό νόμο φανερωνόταν η θεϊκή παρουσία σ.τ.μ.].
Το 586 π.Χ., οι Βαβυλώνιοι εισβολείς (του Ναβουχοδονόσορα του Β΄) κατέστρεψαν τον ναό και πήραν αιχμάλωτους τους Εβραίους στη Βαβυλώνα.
Οι εκπατρισμένοι Εβραίοι θα επιστρέψουν στους Αγίους Τόπους κατά την βασιλεία του Πέρση Αυτοκράτορα Κύρου, και θα χτίσουν, το 516 π.Χ., τον δεύτερο ναό, στον ίδιο λόφο, κατά την διάρκεια της εξουσίας του Ζοροβαβέλ, βασιλιά φόρου υποτελή στον Κύρο. Κατά το 19 π.Χ. ο Ηρώδης ο Μεγάλος θα ανακαινίσει τον ναό, θα επεκτείνει το κτίριο, θα επιπεδώσει την κορυφή του λόφου και θα χτίσει γύρω της ένα τείχος.
Το Όρος του Ναού, είναι επίσης γνωστό ως το Όρος της Σιών, προς το οποίο στρέφονται οι Εβραίοι όταν προσεύχονται.
Μετά την πρώτη εβραϊκή εξέγερση εναντίον των Ρωμαίων κατά το 70 μ.Χ, ο Τίτος, Ρωμαίος Διοικητής της περιοχής, κατέστρεψε εκτεταμένα κομμάτια του ναού, ενώ ο Αυτοκράτορας Αδριανός ο Β΄ θα χτίσει αργότερα στο ίδιο σημείο, έναν παγανιστικό ναό του Δία, στον οποίον ανεγέρθηκε και άγαλμα του ίδιου του Αδριανού.
Κατά την δεύτερη εξέγερση των Εβραίων, το 132 μ.Χ., οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν ό,τι είχε απομείνει από τον ναό, ανήγειραν ένα άγαλμα που απεικόνιζε έναν χοίρο στη θέση του, και ξεκίνησαν να προσφέρουν θυσίες σε αυτό.
Οι Ρωμαίοι διάλεξαν την μορφή αυτή, επειδή οι χοίροι θεωρούνται από τους Εβραίους ακάθαρτα ζώα, και δεν θα έπρεπε να βρίσκονται σύμφωνα με τον θεϊκό νόμο μέσα σ’ έναν ιερό τόπο.
Σα συνέπεια αυτής της δεύτερης εβραϊκής εξέγερσης, οι Ρωμαίοι μετονόμασαν την Ιερουσαλήμ ως Αιλία Καπιτωλίνα, και απαγόρευσαν εντελώς στους Εβραίους να ζουν αλλά και να εισέρχονται στην πόλη.
Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε μέχρις ότου η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έγινε κράτος όπου κυριαρχούσε ο Χριστιανισμός, το 330 μ.Χ. Ο Κωνσταντίνος ο Μεγάλος διέταξε την καταστροφή του παγανιστικού ναού του Δία και την αναζήτηση των τοποθεσιών που σχετίζονται με τη ζωή και τα πάθη του Ιησού στην Ιερουσαλήμ.
Λίγο μετά, θα οικοδομηθεί ο Ναός της Αναστάσεως ή Ναός του Πανάγιου Τάφου [έδρα του ελληνορθόδοξου πατριαρχείου Ιεροσολύμων], καθώς και άλλες Εκκλησίες, ενώ στον ιερό λόφο, ο παγανιστικός ναός θα παραμείνει ερειπωμένος, επειδή η περιοχή δεν σχετίζεται με τα γεγονότα του Ευαγγελίου.
Η Ιερουσαλήμ θα καταστεί τότε μια μεγάλη χριστιανική πόλη, όπου κατοικούν 300.000 Ρωμιοί υπήκοοι (Οι Ρωμίοι αποκαλούνται λανθασμένα «Βυζαντινοί», ένας όρος που επινοήθηκε κατά τον 16ο αιώνα από τον προτεστάντη συγγραφέα Ιερώνυμο Βόλφ).
Οι συνθήκες δεν άλλαξαν μέχρι το 636 μ.Χ., οπότε έλαβε χώρα η αραβική εισβολή στον Λεβάντε.
Αυτή η σύντομη ιστορική επισκόπηση εξηγεί τα αίτια του βαθύτατου ρήγματος που υφίσταται μεταξύ των Εβραίων και των Μουσουλμάνων: Το τέμενος του Αλ-Άκσα χτίστηκε στον λόφο που υπήρχε ο Ναός του Σολομώντα, ο οποίος με τη σειρά του καταστράφηκε από τους Ρωμαίους, για να οικοδομήσουν έναν δικό τους ναό αφιερωμένο στον θεό Δία.
Τόσο οι Εβραίοι όσο και οι Μουσουλμάνοι λατρεύουν εκείνον τον τόπο, και στρέφονται προς αυτόν κατά την διάρκεια των προσευχών τους. Οι Μουσουλμάνοι αρνούνται το δικαίωμα στους Εβραίους να προσεύχονται στον Ιερό Λόφο, ενώ οι Εβραίοι ελπίζουν ότι κάποτε θα ανεγείρουν έναν Τρίτο Ναό στη θέση του Τεμένους.
Σε πιο βαθμό αυτή η σύγκρουση επηρεάζει τους Χριστιανούς του Λεβάντε;
Μετά την ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως και την εγκαθίδρυση της Χριστιανικής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, της Παλαιστίνης, και των υπολοίπων δυτικότερων περιοχών της επαρχίας του Λεβάντε ήταν όλοι Ρωμαίοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (ελληνορωμιοί).
Διατηρούσαν δυο αποστολικά Πατριαρχεία στην περιοχή, το ένα στην Αντιόχεια, και το άλλο στην Ιερουσαλήμ.
Ωστόσο, η εισβολή των Αράβων στον Λεβάντε, οι πολυάριθμοι πόλεμοι που θα ακολουθήσουν στους 14 επόμενους αιώνες, και τα διαδοχικά ισλαμικά χαλιφάτα που θα πάρουν στα χέρια τους την περιοχή, από τους Ομεϊάδες και τους Αββασίδες, μέχρι τους Φατιμίδες, τους Μαμελούκους και τους Οθωμανούς, προκάλεσαν την συρρίκνωση του πληθυσμό των Ρωμιών του Λεβάντε.
Αρκετοί, θα προσηλυτιστούν στο Ισλάμ, βίαια ή από επιλογή, ενώ άλλοι θα συμπράξουν με τους Λατίνους Σταυροφόρους και θα μεταστραφούν στον καθολικισμό, ενώ, επηρεασμένοι από μια εντεινόμενη τάση αραβοποίησης θα χάσουν και την μητρική τους, ελληνική γλώσσα.
Οι πληθυσμοί των εναπομεινάντων Ρωμαίων στους Αγίους Τόπους, την Συρία, τον Λίβανο, την Ιορδανία και την Κιλικία έχουν καταστεί μικροί και στην καλύτερη περίπτωση μόλις που φτάνουν το 10% του συνόλου. Οι Ρωμιοί έχασαν, σε μεγάλο βαθμό, το πνεύμα του ανήκειν στον αρχαίο ρωμέϊκο πολιτισμό.
Παραδόθηκαν υπάκουα στις συνθήκες της υποτέλειας, και έχασαν την ζωντανή επαφή τους με τους Ρωμιούς αδελφούς τους στην Ανατολία, την Ελλάδα, και τα Βαλκάνια.
Ωστόσο, οι Ρωμιοί του Λεβάντε πιστεύουν ότι είναι ένας γηγενής λαός της περιοχής, και ότι η ύπαρξή τους ακόμα απειλείται, είτε άμεσα λόγω των διώξεων και της εντεινόμενης περιθωριοποίησης, είτε έμμεσα εξαιτίας των πολέμων και των συγκρούσεων μεταξύ των άλλων δογμάτων στους Αγίους τόπους.
Το ζήτημα του Τεμένος του Αλ Άκσα, παρέχει την καλύτερη τεκμηρίωση αυτής της έμμεσης απειλής που αντιμετωπίζουν.
Το δογματικό αυτό ζήτημα δεν αφορά άμεσα στους Ρωμιούς, επειδή είναι μια αντιπαράθεση ανάμεσα στους Εβραίους και τους Μουσουλμάνους για τον ίδιο ιερό τόπο, που έχει την ίδια θρησκευτική σημασία και για τα δύο μέρη.
Η επιδεινούμενη κατάσταση μεταξύ των δυο θρησκειών, όμως, επηρεάζει αρνητικά και τους Χριστιανούς γενικότερα, και τους Ρωμιούς ειδικότερα. Οι βλέψεις που διατηρούν τόσο οι Εβραίοι όσο και οι Μουσουλμάνοι για το μονοπώλιο της εξουσίας πάνω στην ιερή πόλη της Ιερουσαλήμ και τους υπόλοιπους Αγίους Τόπους, αυτόματα στραγγαλίζουν τα ιστορικά δικαιώματα που διατηρούν και οι χριστιανοί στις περιοχές αυτές.
Βεβαίως, οι Ρωμιοί πιστεύουν ότι οι Εβραίοι και οι Μουσουλμάνοι, με τους οποίους συνυπήρχαν για εκατοντάδες χρόνια, έχουν κι εκείνοι θρησκευτικά δικαιώματα στους Αγίους Τόπους.
Αλλά και οι ίδιοι οι Χριστιανοί έχουν κληρονομήσει αυτές τις περιοχές από την εποχή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, έχουν χτίσει εκκλησίες, μοναστήρια και εκκλησίες εκεί. Δεν θα πρέπει, λοιπόν, να εξαιρούνται από τα δικαιώματά τους στους τόπους αυτούς.
Κατά συνέπεια, η πιο κατάλληλη λύση για την πόλη της Ιερουσαλήμ συγκεκριμένα και για τους Αγίους Τόπους γενικότερα, είναι να διαμορφωθεί ένα συμμετοχικό καθεστώς, που θα συμφωνηθεί μεταξύ των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών, το οποίο θα προστατεύει τα δικαιώματα όλων, θα επιτρέπει την συμμετοχή στους θρησκευτικά διεκδικούμενους χώρους λατρείας, και διασφαλίζει ελευθερία της πρόσβασης και της άσκησης της πίστης για όλους, Εβραίους, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους.
Εκ μέρους της πολυδογματικής πλευράς των Χριστιανών, είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη πρωτίστως τα δικαιώματα των ορθοδόξων Ρωμιών, επειδή είναι γηγενείς κάτοικοι αυτών των περιοχών ήδη από την εποχή των πρώτων Αποστόλων.
Είναι απόγονοι της Ανατολικής Ρωμαϊκής (=Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας που ανακατέλαβαν την Ιερουσαλήμ από τους παγανιστές, έχτισαν εκκλησίες και μοναστήρια στο Λεβάντε.
Είναι επίσης, εκείνοι, που στην μακρά πορεία των αιώνων, φρόντισαν αυτά τα μνημεία και τα διαφύλαξαν, υπερασπίζοντας με πείσμα τον ρωμέικο πολιτισμό τους.
Το Βατικανό, το Παρίσι, το Λονδίνο και οι άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ πραγματικά για αυτά τα ιστορικά χριστιανικά τοπόσημα, τα οποία ερευνήθηκαν και αποκαλύφθηκαν από την Αυτοκράτειρα Αγία Ελένη, και τιμήθηκαν από μια σειρά Ρωμαίων Αυτοκρατόρων ξεκινώντας από τον Κωνσταντίνο τον Μεγάλο και φτάνοντας μέχρι τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο.
Τους Αγίους Τόπους τους απελευθέρωσε ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος από τους Πέρσες το 628 μ.Χ.
Οι Ρωμιοί του Λεβάντε θεωρούσαν πάντοτε τους εαυτούς τους ως την κοινότητα των γηγενών που διαφύλαξαν τους Αγίους Χριστιανικούς Τόπους, πρώτα κατά την διάρκεια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μέχρι το 636, έπειτα με την προσήλωση και την πίστη τους στην πατρογονική γη κατά την διάρκεια των πολυάριθμων και παρατεταμένων μουσουλμανικών κατακτήσεων, τέλος, μετά το 1453 και στους αιώνες που θα ακολουθήσουν με την βοήθεια που θα λάβουν από τις ορθόδοξες χώρες, κυρίως την Ελλάδα και την Ρωσία.
Έτσι, οι τοπικές παραδόσεις που είναι παρούσες μέχρι και σήμερα θεωρούν το Ορθόδοξο Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ ως θεματοφύλακα και προστάτη των Αγίων Τόπων.
Είναι γνωστό ότι οι Ρωμιοί του Λεβάντε θεωρούν αυτούς τους τόπους και τα θρησκευτικά τους μνημεία ως μέρος της ιστορίας, της πίστης και της ύπαρξής τους.]
1 thought on “Η διαμάχη για το τέμενος Αλ-Άκσα και οι Ρωμιοί της Ανατολής”