Ο Θουκυδίδης, η δύναμη της ισχύος και οι ψυχολογικές μεταστροφές

Αρχαίο τετράδραχμο από τις Συρακούσες της Σικελίας, 405 π.Χ.
Αρχαίο τετράδραχμο από τις Συρακούσες της Σικελίας, 405 π.Χ.

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Όταν οι Πελοποννήσιοι πήραν την απόφαση να στείλουν βοήθεια στη Σικελία, οι Συρακούσες βρίσκονταν ήδη σε πολύ δύσκολη θέση. Οι Αθηναίοι πλιατσικολόγησαν τα Μέγαρα, πόλη που κατείχαν οι Συρακούσιοι, επέστρεψαν στον ποταμό Τηρία «κι από κει προχώρησαν στο εσωτερικό καταστρέφοντας τον τόπο και καίγοντας τα σπαρτά». Τους λίγους Συρακουσίους που βρήκαν τυχαία στο διάβα τους τούς επιτέθηκαν «κι αφού σκότωσαν μερικούς και στήσανε τρόπαιο γύρισαν πίσω στα καράβια». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 94). Και σαν να μην έφταναν αυτά, στην Κατάνη παρέλαβαν διακόσιους πενήντα ιππείς, που είχαν έρθει από την Αθήνα με τις αρματωσιές τους (χωρίς όμως άλογα) «τριάντα ιπποτοξότες και τριακόσια τάλαντα ασήμι». Είχε φτάσει πια η στιγμή, όπου οι Συρακούσες θα αποτελούσαν το επίκεντρο των αθηναϊκών επιχειρήσεων.

Οι Συρακούσιοι από την πλευρά τους ήξεραν καλά ότι η τοποθεσία κλειδί για το μέλλον της πόλης ήταν οι Επιπολές, μέρος που δεν έπρεπε με τίποτε να χαθεί από την κατοχή τους: «Στη διάρκεια του ίδιου καλοκαιριού, όταν οι Συρακούσιοι έμαθαν ότι είχαν φτάσει στους Αθηναίους οι ενισχύσεις σε ιππικό κι ότι σύντομα θα βάδιζαν εναντίον τους, επειδή έκριναν πως, αν οι Αθηναίοι δεν κυρίευαν τις Επιπολές – τοποθεσία απόκρημνη που υψώνεται απότομα πλάι στην πόλη -, δε θα μπορούσαν εύκολα, ακόμη κι αν νικούσαν, να τους αποκλείσουν με τείχος, αποφάσισαν να φυλάνε τις προσβάσεις στη θέση τούτη, για να μην μπορεί ο εχθρός ν’ ανεβεί εκεί απ’ αυτές χωρίς να τον πάρουν είδηση. Από κανένα άλλο μέρος δεν ήταν δυνατό ν’ ανεβεί. Γιατί όλη η άλλη τοποθεσία είναι ψηλή κι απόκρημνη, κατηφορική ως την πόλη, από όπου φαίνεται ολόκληρη. Ονόμασαν το μέρος τούτο οι Συρακούσιοι Επιπολές, επειδή ακριβώς υψώνεται πάνω απ’ την υπόλοιπη περιοχή». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 96). Όταν τα ξημερώματα έκαναν επιθεώρηση του οπλισμού, σ’ ένα λιβάδι κοντά στον ποταμό Άναπο, ορίζοντας εξακόσιους επίλεκτους, που με αρχηγό το Διόμιλο, θα αποτελούσαν τη φρουρά των Επιπολών, οι Αθηναίοι, που ταξίδευαν με τα πλοία τη νύχτα από την Κατάνη, έφτασαν στην τοποθεσία που τη λένε Λέοντα (6 – 7 στάδια από τις Επιπολές) χωρίς να γίνουν αντιληπτοί κι αποβίβασαν το πεζικό, ενώ τα πλοία άραξαν στη Θάψο οχυρώνοντας τον ισθμό με πασσάλους: «Το πεζικό όμως προχώρησε αμέσως τρέχοντας προς τις Επιπολές, στις οποίες πρόλαβε ν’ ανεβεί από τον Ευρύηλο, προτού οι Συρακούσιοι τους πάρουν είδηση και τρέξουν εκεί απ’ το λιβάδι που γινόταν η επιθεώρηση. Έδραμαν εντούτοις να βοηθήσουν, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, κι άλλοι κι οι εξακόσιοι επίλεκτοι με το Διόμιλο, αλλά η απόσταση που είχαν τούτοι να καλύψουν από το λιβάδι ως εκεί που βρισκόταν ο εχθρός δεν ήταν μικρότερη από είκοσι πέντε στάδια. Έτσι οι Συρακούσιοι τους επιτέθηκαν με μεγάλη αταξία, νικήθηκαν στη μάχη πάνω στις Επιπολές κι αποτραβήχτηκαν μέσα στην πόλη. Σκοτώθηκαν κι ο Διόμιλος κι απ’ τους άλλους ως τριακόσιοι. Ύστερα απ’ αυτό οι Αθηναίοι στήσανε τρόπαιο κι επιτρέψανε στους Συρακουσίους, παραχωρώντας σύντομη ανακωχή, να σηκώσουν τους νεκρούς τους. Την άλλη μέρα κατέβηκαν ως τα τείχη της πόλης, επειδή όμως οι εχθροί δε βγήκαν να δώσουν μάχη, αποτραβήχτηκαν κι έχτισαν ένα φρούριο στη θέση Λάβδαλο, στην άκρη του γκρεμού των Επιπολών, που έβλεπε προς τα Μέγαρα, για να το έχουν αποθήκη για τα σκεύη και τα εφόδιά τους, όταν θ’ απομακρύνονταν είτε να δώσουν μάχη, είτε να χτίσουν τείχος». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 97).

Η κατάληψη των Επιπολών διέλυσε το ηθικό των Συρακουσίων. Οι Αθηναίοι, αφού οχύρωσαν το Λάβδαλο και προχώρησαν στη Συκή, κατέπληξαν τους Συρακουσίους με την ταχύτητα που έχτισαν το κυκλικό τείχος. Όταν οι Συρακούσιοι αποφάσισαν να δώσουν μάχη για να εμποδίσουν τους Αθηναίους, οι στρατηγοί βλέποντας το στρατό τους να είναι σκόρπιος και να συγκεντρώνεται δύσκολα, τον επανέφεραν μέσα στην πόλη. Όσο για το τμήμα του ιππικού που άφησαν για να εμποδίσει το κουβάλημα των πετρών από τους Αθηναίους για την ύψωση τείχους, οι οπλίτες μιας μόνο φυλής και το αθηναϊκό ιππικό το κατατρόπωσαν. Οι Αθηναίοι αφοσιώθηκαν πια στο χτίσιμο του τείχους γύρω από τις Συρακούσες το οποίο και προχωρούσαν με γοργούς ρυθμούς. Η ολοκλήρωση του τείχους, ως ολοκληρωτικός αποκλεισμός της πόλης, θα ισοδυναμούσε με το τέλος της. Οι Συρακούσιοι διστάζοντας να δώσουν κατά μέτωπο μάχη, επιδίδονταν περισσότερο σ’ ένα είδος κλεφτοπολέμου που επικεντρωνόταν περισσότερο στο σχέδιο του χτισίματος εγκάρσιου τείχους που θα εμπόδιζε την ολοκλήρωση του αθηναϊκού τείχους. Οι Αθηναίοι, με τριακόσιους επίλεκτους, κατάφεραν να καταλάβουν το φράχτη του αντιτειχίσματος. Παρά τις διαρκείς συγκρούσεις που γίνονταν (σε μια από τις οποίες σκοτώθηκε και ο δεύτερος Αθηναίος στρατηγός, ο Λάμαχος, αφήνοντας μοναδικό στρατηγό το Νικία) οι απώλειες των Αθηναίων δεν ήταν σημαντικές και η γενική εικόνα δεν άλλαζε. Οι Αθηναίοι είχαν ξεκάθαρα την υπεροχή και η κυρίευση των Συρακουσών ήτανε θέμα χρόνου: «Με συγκεντρωμένη πια όλη τους τη δύναμη, πεζική και ναυτική, καταπιάστηκαν ν’ αποκλείσουν τους Συρακουσίους χτίζοντας διπλό τείχος που θ’ άρχιζε από τις Επιπολές και τους γκρεμούς και θα ‘φτανε ως τη θάλασσα». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 103). Η πλάστιγγα είχε γύρει τόσο φανερά, που πολλοί από αυτούς που δίσταζαν να πάρουν μέρος αναμένοντας τις εξελίξεις, ώστε να ταχθούν με το νικητή, τώρα πια πήραν ανοιχτά το μέρος των Αθηναίων: «Πολλοί Σικελοί – που ως τότε έμεναν αναποφάσιστοι – ήρθαν να συμπολεμήσουν με τους Αθηναίους κι επίσης οι Τυρρηνοί έστειλαν τρία καράβια πενηντάκουπα». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 103). Το ηθικό των Συρακουσίων είχε καταπτοηθεί: «Οι Συρακούσιοι δεν πίστευαν πια πως θα μπορούσαν να υπερισχύσουν στον πόλεμο, μια και δεν τους ήρθε καμιά βοήθεια από την Πελοπόννησο, και τόσο μεταξύ τους, όσο και με το Νικία γι’ άλλο δε μιλούσαν παρά για τους όρους της συμφωνίας……….. Απ’ τα δεινά που υπόφερναν, υποψιάζονταν ο ένας τον άλλον. Έπαψαν ακόμη και τους στρατηγούς που ασκούσαν την εξουσία, όταν τους συνέβηκαν οι συμφορές αυτές, επειδή νόμιζαν πως τούτες οφείλονταν είτε σε κακοτυχία κείνων είτε σε προδοσία τους, και στη θέση τους εκλέξανε άλλους, τον Ηρακλείδη, τον Ευκλή και τον Τελλία». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 103).

Αρχαίο τετράδραχμο από τις Συρακούσες της Σικελίας, 405 π.Χ.
Αρχαίο τετράδραχμο από τις Συρακούσες της Σικελίας, 405 π.Χ.

Τόσο κρίσιμη ήταν η κατάσταση των Συρακουσών, που όταν έφτασε ο Γύλιππος, το τείχος των Αθηναίων κόντευε να ολοκληρωθεί: «Από σύμπτωση ήρθε τη στιγμή που οι Αθηναίοι είχαν τελειώσει εφτά ή οχτώ στάδια απ’ το διπλό τείχος το οποίο έφτιαχναν προς το μεγάλο λιμάνι και δεν τους έμενε παρά ένα μικρό κομμάτι ως τη θάλασσα. Σ’ αυτό δούλευαν ακόμη. Για το άλλο τμήμα του τείχους, που θα άρχιζε από το κυκλικό οχύρωμα και θα προχωρούσε προς τον Τρωγίλο και την άλλη θάλασσα, είχαν κιόλας σωριαστεί οι πέτρες στο μεγαλύτερο μάκρος του. Εδώ κι εκεί είχαν αφήσει μερικά τμήματα μισοχτισμένα κι άλλα τελειωμένα. Σε τόσο μεγάλο κίντυνο βρισκόταν οι Συρακούσες». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 2). Το θέμα θεωρούταν πια τόσο οριστικό, που όταν έπλεε ο Γύλιππος από τη Λευκάδα προς τη Σικελία λάμβανε ψεύτικες ειδήσεις, ότι δηλαδή το τείχος είχε ολοκληρωθεί κι ότι η υπόθεση των Συρακουσών είχε χαθεί οριστικά. Ο Γύλιππος συνέχισε την πλεύση περισσότερο για να περισώσει την υπόλοιπη Ιταλία, αφού για τη Σικελία είχε χάσει κάθε ελπίδα. Μόνο αφού έφυγε από τον Τάραντα κι έφτασε στους Λοκρούς τους Επιζεφύριους έλαβε ασφαλείς πληροφορίες και αντιλήφθηκε ότι αν δράσει αστραπιαία θα μπορούσαν να σωθούν οι Συρακούσες. Η πρώτη απόφαση ήταν να επισκεφτεί την Ιμέρα: «Στη διάρκεια της παραμονής τους εκεί, έπεισαν τους Ιμεραίους να πολεμήσουν στο πλευρό τους, ακολουθώντας τους οι ίδιοι στην εκστρατεία και δίνοντας όπλα σ’ όσους ναύτες των καραβιών τους δεν είχαν….. Έστειλαν μήνυμα και στους Σελινουντίους, καλώντας τους να ‘ρθουν να τους συναντήσουν μ’ όλο τους το στρατό σε ορισμένο μέρος. Μικρή στρατιωτική δύναμη υποσχέθηκαν να τους στείλουν κι οι κάτοικοι της Γέλας και μερικοί Σικελοί, που τώρα ήταν πολύ πρόθυμοι να πάνε με το μέρος τους, κι επειδή είχε πεθάνει πρόσφατα ο Αρχωνίδης, ο οποίος ήταν βασιλιάς ορισμένων Σικελών της περιοχής, είχε μεγάλη επιρροή κι ήταν φίλος των Αθηναίων, κι επειδή γινόταν φανερό πως ο Γύλιππος είχε ‘ρθει από τη Σπάρτη για να αναλάβει με ζήλο δράση. Ο Γύλιππος πήρε μαζί του τους οπλισμένους ναύτες και τους οπλίτες των καραβιών του, περίπου εφτακόσιους, Ιμεραίους οπλίτες και ψιλούς, όλους μαζί χίλιους, κι εκατό ιππείς, μερικούς ψιλούς κι ιππείς από τη Σελινούντα, λίγους από τη Γέλα, χίλιους συνολικά Σικελούς, και προχώρησε προς τις Συρακούσες». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 1).

Kαι μόνο η παρουσία του Γύλιππου, που φυσικά υποδήλωνε το σπαρτιατικό ενδιαφέρον, έδωσε νέα πνοή στους Συρακουσίους. Δεν ήταν μόνο οι ενισχύσεις, που έτσι κι αλλιώς αναπτερώνουν το ηθικό, αλλά η ίδια η εγγύηση της πολεμικής αυθεντίας που φέρει την υπογραφή των Λακεδαιμονίων, που τους έδωσε νέα ώθηση. Οι Συρακούσιοι δεν μπορούσαν από μόνοι τους να τα βγάλουν πέρα στρατιωτικά. Το ηθικό των ανδρών δεν ήταν εφάμιλλο των περιστάσεων, αφού, επί της ουσίας, οι Συρακούσιοι στρατηγοί δεν κατάφεραν να εμπνεύσουν. Ο Γύλιππος όμως ήταν άλλη υπόθεση. Ήταν ψημένος στα πολεμικά. Ήταν ο άνθρωπος που μπορούσε να κοιτάξει τους Αθηναίους στα μάτια. Ήταν αυτός που έπειθε ότι θα πάρει τις σωστές στρατιωτικές αποφάσεις. Ο άνθρωπος που άλλαξε τις ψυχολογικές ισορροπίες: «Οι Συρακούσιοι πήραν θάρρος κι αμέσως βγήκαν μ’ όλο τους τα στρατό να συναντήσουν το Γύλιππο, γιατί είχαν μάθει ότι τούτος βρισκόταν πια κοντά. Αυτός κυρίεψε στο πέρασμά του τις Ιέτες, κάποιο οχυρό των Σικελών, κι αφού σύνταξε το στρατό του σαν να επρόκειτο να δώσει μάχη, έφτασε μπροστά στις Επιπολές. Ανέβηκε σ’ αυτές από τον Ευρύηλο, απ’ όπου ανέβηκαν και οι Αθηναίοι αρχικά, και μαζί με τους Συρακουσίους βάδισε εναντίον του τείχους των Αθηναίων». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 2).

Ο Γύλιππος δεν είχε άλλη επιλογή από την άμεση – δυναμική αντιπαράθεση. Το ότι θέλησε να επιτεθεί αμέσως τους Αθηναίους ήταν το μήνυμα ότι ο στρατός του δεν έπρεπε να φοβάται τίποτε. Όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε ταραχή στο στρατόπεδο των Αθηναίων, οι οποίοι όμως έδιωξαν τον κήρυκα που τους έστειλε και παρατάχθηκαν για μάχη: «Ο Γύλιππος βλέποντας τους Συρακουσίους να ‘ναι θορυβημένοι και να μπαίνουν δύσκολα στην παράταξη, έφερε το στρατό του πιο πίσω, σ’ ανοιχτότερο χώρο». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 3). Το παιχνίδι των ψυχολογικών συσχετισμών, είναι το επίκεντρο όλης της δράσης. Ο Γύλιππος ξέρει ότι δεν πρέπει να χρονοτριβεί, αφενός για να μην πάθει την ίδια απομυθοποίηση που έπαθαν και οι Αθηναίοι όταν χρονοτριβούσαν στη Σικελία κι αφετέρου γιατί η ίδια η στρατιωτική κατάσταση δεν άφηνε κανένα περιθώριο. Από την άλλη, η απολύτως άμεση αντιπαράθεση που επιχείρησε, μπορεί να αιφνιδίασε τους Αθηναίους, αλλά σαφώς έβρισκε απροετοίμαστους και τους Συρακουσίους. Το να εκβίαζε μια μάχη με αβέβαιο αποτέλεσμα θα ήταν καταστροφικό, αφού, σε περίπτωση ήττας, το ηθικό των Συρακουσίων θα καταρρακωνόταν αμετάκλητα. Η μετατόπιση του στρατού σε πιο ανοιχτό χώρο ήταν ο απαραίτητος ελιγμός, που δε θα μεταφραζόταν σε καμία περίπτωση ως υποχώρηση και που ταυτόχρονα θα πετύχαινε τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια. Ο Νικίας δεν βγήκε για μάχη σε ανοιχτό χώρο, όπως – μάλλον – ήταν αναμενόμενο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Γύλιππος, την άλλη μέρα «αφού έφερε και παράταξε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του μπροστά στα τείχη των Αθηναίων – για να μην μπορούν να βοηθήσουν σ’ άλλο σημείο – έστειλε ένα τμήμα στο φρούριο Λάβδαλο και το κυρίεψε. Όσους έπιασε αιχμαλώτους σ’ αυτό τους σκότωσε όλους. Η τοποθεσία αυτή δε φαινόταν από εκεί όπου βρίσκονταν οι Αθηναίοι. Την ίδια μέρα οι Συρακούσιοι αιχμαλώτισαν κι ένα αθηναϊκό καράβι που φύλαγε την είσοδο του λιμανιού». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 3).

Οι αστραπιαίες αυτές εξελίξεις άλλαξαν άρδην όλο το σκηνικό. Οι Συρακούσιοι άρχισαν εκ νέου να πιστεύουν στη σωτηρία, γεγονός που, μόλις πρότινος, θεωρούταν αδύνατο. Ως εκ τούτου έγιναν και πάλι δραστήριοι: «Ύστερα απ’ αυτά οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι, αρχίζοντας από τα τείχη της πόλης και κοφτά στο πάνω μέρος των Επιπολών, έχτιζαν μονό τείχος με διεύθυνση λοξή, ώστε οι Αθηναίοι, αν δεν κατόρθωναν να τους εμποδίσουν, να μην μπορούν να τους αποκλείσουν με τείχος». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 4). Το παλιό κλίμα, που ήθελε τους Συρακουσίους να σκέφτονται το συμβιβασμό με τους Αθηναίους, είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί. Από την άλλη, ο Νικίας αποφάσισε να οχυρώσει ένα ακρωτήρι απέναντι από την πόλη, το Πλημμύριο, το οποίο, επειδή προεξείχε, έκανε στενότερο στο στόμιο του λιμανιού: «Νόμιζε πως αν το οχύρωνε, θα γινόταν πιο εύκολο το μπάσιμο των εφοδίων, γιατί τα αθηναϊκά καράβια θα μπορούσαν να επιτηρούν το λιμάνι από μικρότερη απόσταση, κι όχι, όπως γινόταν ως τότε, να ξεκινούν από το βάθος του λιμανιού, αν το ναυτικό των αντιπάλων έκανε κάποια κίνηση. Έδινε πια μεγαλύτερη προσοχή στον πόλεμο στη θάλασσα, γιατί έβλεπε πως, ύστερα από τον ερχομό του Γυλίππου, ο πόλεμος στη στεριά δεν είχε πολλές ελπίδες για επιτυχία» (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 4). Οι Αθηναίοι, από απόλυτοι κυρίαρχοι, συνειδητοποιούν ξαφνικά ότι τα πλοία είναι η μόνη τους ελπίδα. Κι εδώ, πέρα από τις στρατιωτικές αναλογίες που έχουν αλλάξει, παρακολουθούμε ταυτόχρονα και τις ψυχολογικές ισορροπίες που έχουν μεταστραφεί.

 Η απώλεια του Λάβδαλου ήταν πλήγμα χωρίς προηγούμενο. Οι δυνάμεις του Γύλιππου ενίσχυσαν πολύ τις Συρακούσες δημιουργώντας μεγάλα προβλήματα στους Αθηναίους, αφού δυσκόλεψαν την επιτήρηση των τειχών, εξέτειναν την επαγρύπνηση, κατέστησαν πιο επικίνδυνη κάθε κατά μέτωπο αναμέτρηση, δυσχέραναν τον ανεφοδιασμό και, κυρίως, φούντωσαν τις ελπίδες των Συρακουσίων. Κι εδώ – πέρα από τους στρατιωτικούς συσχετισμούς – βρισκόμαστε μπροστά στο παιχνίδι της διαμόρφωσης της ψυχολογίας της ισχύος, που, όπως φαίνεται, ο Γύλιππος γνώριζε πολύ καλά. Δεν είναι τυχαίο ότι παρατάχθηκε για μάχη αμέσως. Δεν είναι τυχαίο ότι επιτέθηκε απευθείας στο πιο σημαντικό οχυρό. Δεν είναι τυχαίο ότι σκότωσε όλους τους αιχμαλώτους. Το μήνυμα προς την Αθήνα είναι σαφές. Η υπεροχή έχει αλλάξει και δεν υπάρχει κανένα έλεος. Οι Αθηναίοι σχεδόν αυτόματα προβαίνουν σε κινήσεις υποχώρησης. Αρχίζουν κι έχουν προβλήματα με στρατιώτες που αυτομολούν. Ούτε που διανοούνται να επιχειρήσουν την ανακατάληψη του Λάβδαλου. Το αν πράγματι οι ενισχύσεις του Γύλιππου έφεραν τέτοια αλλαγή στο συσχετισμό των δυνάμεων που να θεωρείται αντικειμενικά απαγορευτική οποιαδήποτε συνέχεια στις πολεμικές συγκρούσεις στη στεριά – μην ξεχνάμε ότι και η δύναμη των Αθηναίων ήταν εξαιρετικά πολυάριθμη κι ότι ο Νικίας σε επιστολή που θα στείλει στην Αθήνα χαρακτηρίζει τις δυνάμεις ισόπαλες – φαίνεται να έχει μικρότερη σημασία μπροστά στην αίσθηση ότι πλέον θα συστρατευτεί ολόκληρη η Σικελία κι ότι θα έλθουν κι άλλες ενισχύσεις από την Πελοπόννησο. Ο αιφνιδιασμός του Γύλιππου φαίνεται να είναι ολοκληρωτικός όχι μόνο για τις απτές στρατιωτικές ανατροπές που επέφερε, αλλά κυρίως για την αίσθηση του αδύνατου (ως προς την επίτευξη του τελικού στόχου) που κατάφερε να επιβάλει στους Αθηναίους. Από την άλλη, οι Συρακούσιοι ακολουθούν την ακριβώς αντίθετη ψυχολογική διαδρομή. Η δύναμη της ισχύος επιβεβαιώνεται μόνο όταν συνοδεύεται κι από την αντίστοιχη ψυχολογία της ισχύος. Όταν η δύναμη της ισχύος αμφισβητείται, τότε και η ψυχολογία της ισχύος βρίσκεται σε κίνδυνο. Η καταρράκωση της ψυχολογίας είναι η τελική απόδειξη ότι η ισχύς έχει αλλάξει χέρια. Ο Γύλιππος έφερε τα πάνω κάτω στη Σικελία.

«Ο Γύλιππος, εξάλλου, από τη μια μεριά συνέχιζε να χτίζει το τείχος που περνούσε απ’ τις Επιπολές, χρησιμοποιώντας όσες πέτρες είχαν μαζέψει πρωτύτερα οι Αθηναίοι για χρήση δική τους, κι από την άλλη έβγαζε ταχτικά και παράτασσε μπροστά από το τείχος αυτό τους Συρακουσίους και τους συμμάχους. Όταν ο Γύλιππος έκρινε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή, επιτέθηκε πρώτος». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 5). Κι όταν η επίθεση κατέληξε σε αποτυχία, λόγω στρατηγικού λάθους, αφού η σύγκρουση μπροστά στα τείχη στέρησε τη συνδρομή του ιππικού αποδυναμώνοντας την ισχύ των Συρακουσίων, ο Γύλιππος συγκέντρωσε τους στρατιώτες και ανέλαβε εξολοκλήρου την ευθύνη της αποτυχίας, απαλλάσσοντας το στρατό από κάθε υπαιτιότητα. Η αναγνώριση της προσωπικής ευθύνης δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαμόρφωση της στρατιωτικής ψυχολογίας που πλέον παίρνει διαστάσεις στρατηγικής. Γιατί αυτό ακριβώς ζητούσαν οι Συρακούσιοι στρατιώτες. Αναγνώριση της πολεμικής τους ισχύος, που σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να αποδειχθεί κατώτερη των Αθηναίων. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η δυναμική του ηγέτη. Στο να εμπνέει το πάθος και την πεποίθηση της τελικής νίκης. Η μετάθεση των ευθυνών δεν ταιριάζει στους ηγέτες, γιατί η μετάθεση των ευθυνών κλονίζει την εμπιστοσύνη. Ο Γύλιππος δίνει την εντύπωση ότι θα αναλάμβανε όλες τις ευθύνες, ακόμη κι αν δεν έφταιγε καθόλου. Δεν είναι τυχαίο ότι κανείς δεν τόλμησε να τον αμφισβητήσει μετά τη δημόσια ομολογία του. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και μετά τη συγκεκριμένη ήττα δεν άλλαξε το γενικό κλίμα της ψυχολογικής μεταστροφής. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν μετά από λίγες μέρες οδήγησε και πάλι το στρατό σε κατά μέτωπο επίθεση εναντίον των Αθηναίων, παραταγμένος όμως πολύ πιο έξω ώστε να έχει χώρο δράσης και το ιππικό, ο αθηναϊκός στρατός κατατροπώθηκε και απωθήθηκε άτακτα στα τείχη του. Τώρα πια το ηθικό των Συρακουσίων βρισκόταν στα ύψη: «Την επόμενη νύχτα πρόφτασαν οι Συρακούσιοι και προχώρησαν το δικό τους λοξό τείχος, ξεπερνώντας το τείχος που έφτιαχναν οι Αθηναίοι, έτσι που, από δω και εμπρός, τούτοι ούτε τους Συρακουσίους θα μπορούσαν να εμποδίσουν, ούτε πια θα ‘χαν τη δυνατότητα να τους αποκλείσουν με τείχος, ακόμη κι αν νικούσαν». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 6). Αμέσως μετά κατάφεραν να μπουν στο λιμάνι δώδεκα πλοία από Κορινθίους, Αμπρακιώτες και Λευκαδίτες, που τα πληρώματά τους βοήθησαν στην έγερση και του υπόλοιπου λοξού τείχους. Ο Γύλιππος, αφήνοντας την πόλη σε ασφάλεια έφυγε για να μαζέψει κι άλλες δυνάμεις από τη Σικελία. Στάλθηκαν επίσης πρέσβεις προς Κόρινθο και Σπάρτη που ζητούσαν κι άλλες ενισχύσεις: «Αλλά κι οι Συρακούσιοι επάνδρωναν καράβια κι ασκούσαν τα πληρώματα, αποφασισμένοι να δοκιμάσουν και με το ναυτικό να μετρηθούν. Γενικά το φρόνημά τους είχε ανέβει πολύ». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 7).

Ο Νικίας αντιλαμβανόμενος στο έπακρο την κρισιμότητα της κατάστασης έστειλε κι αυτός πρέσβεις στην πόλη του εκθέτοντας την τροπή των επιχειρήσεων. Κι επειδή φοβήθηκε μήπως οι πρέσβεις αλλοιώσουν τα λόγια του και ωραιοποιήσουν την κατάσταση, παρακινούμενοι από την επιθυμία του αθηναϊκού λαού για καλές ειδήσεις, έγραψε ο ίδιος μια επιστολή που εξέθετε επακριβώς τα γεγονότα. Η επιστολή αυτή είναι το πιο ατράνταχτο στοιχείο της μετάπτωσης του αθηναϊκού ηθικού. Ο Νικίας, αφού εξηγεί την αποτυχία που έλαβε η επιχείρηση του αποκλεισμού της πόλης με το τείχος, γράφει: «Και φτάσαμε στο σημείο, ενώ νομίζαμε ότι πολιορκούμε άλλους, μάλλον εμείς οι ίδιοι να παθαίνουμε αυτό, τουλάχιστο στη στεριά, γιατί, εξαιτίας του ιππικού τους, δεν μπορούμε να πάμε μακριά στην ύπαιθρο». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 11). Και συνεχίζει: «Τα πληρώματά μας έπαθαν φθορά και παθαίνουν ακόμη και τώρα, γιατί απ’ τους ναύτες, όσοι πηγαίνουν είτε για να μαζέψουν φρύγανα είτε για να αρπάξουν κάτι είτε για να φέρουν από μακριά νερό, σκοτώνονται από το ιππικό του εχθρού, ενώ οι υπηρέτες, από τότε που γινήκαμε ισόπαλοι με τον εχθρό, αυτομολούν. Οι ξένοι πάλι που είχαν εξαναγκαστεί από τις πόλεις τους, συμμάχους της Αθήνας, να μπουν στα πλοία, με την πρώτη ευκαιρία φεύγουν στις διάφορες πόλεις της Σικελίας, κι όσοι στην αρχή παρακινήθηκαν απ’ το μεγάλο μισθό και νόμιζαν πως μάλλον θα κέρδιζαν χρήματα, παρά θα πολεμούσαν, επειδή βλέπουν, αντίθετα απ’ τις προσδοκίες τους, να αντιστέκεται ο εχθρός και στη στεριά, αλλά και στη θάλασσα, άλλοι με κάποια πρόφαση αυτομολούν κι άλλοι το σκάζουν, όπως καθένας μπορεί (κι η Σικελία είναι μεγάλη)». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 13). Για να ολοκληρώσει: «Και τώρα, όσο για τον αρχικό σκοπό για τον οποίο ήρθαμε, να είστε βέβαιοι ότι ούτε οι στρατιώτες ούτε οι αρχηγοί σάς έφταιξαν σε τίποτε. Απ’ τη στιγμή όμως που ολόκληρη η Σικελία ενώνεται εναντίον μας και περιμένουν απ’ την Πελοπόννησο κι άλλο στρατό, καιρός να πάρετε τις αποφάσεις σας, λαβαίνοντας υπόψη ότι τα εδώ στρατεύματά μας δεν είναι αρκετά να αντιμετωπίσουν ούτε τις παρούσες δυνάμεις του εχθρού. Οφείλετε, επομένως, ή να τα ανακαλέσετε ή να στείλετε για ενίσχυση κι άλλες δυνάμεις, όχι μικρότερες από τις σημερινές, πεζικές και ναυτικές, και πολλά χρήματα………». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 15). Τώρα πια όλοι οι συσχετισμοί έχουν αλλάξει. Τώρα πια όλοι αναμένουν ενισχύσεις….

Αρχαίο τετράδραχμο από τις Συρακούσες της Σικελίας, 405 π.Χ.
Αρχαίο τετράδραχμο από τις Συρακούσες της Σικελίας, 405 π.Χ.

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, μετάφραση Α. ΓΕΩΡΓΟΠΑΠΑΔΑΚΟΣ, εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ, Ά έκδοση, 1985. Οι φωτογραφίες με τα νομίσματα είναι από εδώ:  http://en.wikipedia.org.

eranistis.net

, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *