Η Στρατιά Μικράς Ασίας εγκαταλείπει την προσπάθεια προς Άγκυρα (19-29 Αυγούστου 1921)

Του Κωνσταντίνου Δ. Βλάσση

Μετά τις νικηφόρες επιχειρήσεις Ιουνίου – Ιουλίου 1921, η Στρατιά Μικράς Ασίας, αφού αναπαύθηκε και κάλυψε τις ελλείψεις σε άνδρες και υλικό, εκκίνησε την 1η Αυγούστου προελαύνοντας προς τον ποταμό Σαγγάριο, προκειμένου να συναντήσει τον εχθρό. Η συνολική δύναμη των 3 σωμάτων στρατού (9 μεραρχίες και 1 ταξιαρχία Ιππικού) ανερχόταν σε περίπου 120.000 άνδρες. Αφού προέλασε για 10 ημέρες και διέβη τον Σαγγάριο από την νότια καμπή του, έλαβε επαφή με την αμυντική γραμμή του κεμαλικού Στρατού, ο οποίος αντέταξε δύναμη περίπου 100.000 ανδρών.

To επόμενο 10ήμερο η ελληνική Στρατιά διεξήγαγε σκληρούς αγώνες και με καταβολή μεγάλου φόρου αίματος άλωσε τις εχθρικές θέσεις προωθούμενη σε βάθος περίπου 20 χλμ., φθάνοντας σε απόσταση περίπου 70 χλμ. σε ευθεία γραμμή από την Άγκυρα. Ακροβολισμένη από Βορρά προς Νότο με τα Γ΄, Α΄ και Β΄ Σώματα Στρατού (ΣΣ) η ελληνική παράταξη δίχως πρόβλεψη σοβαρών εφεδρειών, στάθηκε ανίκανη να εκμεταλλευθεί τα ρήγματα που επετύγχανε στις αντίπαλες γραμμές.

Η μεγάλη φθορά της Στρατιάς, οφειλόταν εν πολλοίς στις ανεφοδιαστικές δυσκολίες που προέκυψαν, καθιστώντας από τις πρώτες ημέρες προβληματική την επαρκή ανανέωση με τροφή και πυρομαχικά των μαχομένων μονάδων. Συνεπώς, οι επιθετικές επιχειρήσεις έναντι καλά οργανωμένου αμυντικά και αποφασισμένου αντιπάλου απέφεραν αποτέλεσμα μόνο μετά από παρέλευση σημαντικού χρόνου και βαριές απώλειες σε έμψυχο δυναμικό.

Το 10ήμερο της αμηχανίας και αδράνειας

Στις 20 Αυγούστου το Γενικό Στρατηγείο (ΓΣ) διέταξε την ανάπαυση, ανασυγκρότηση και αμυντική οργάνωση των στρατευμάτων. Η Διοίκηση της Στρατιάς Μικράς Ασίας είχε ήδη από την 19η Αυγούστου κλονιστεί. Ο Επιτελάρχης Συνταγματάρχης (ΠΒ) Κωνσταντίνος Πάλης, παρουσιαζόμενος ψύχραιμος δεν εξέφραζε άποψη, σε αντίθεση με τον Υπαρχηγό του Επιτελείου Συνταγματάρχη (ΜΧ) Πτολεμαίο Σαρρηγιάννη, ο οποίος θεωρούσε ότι «χάθηκε το παιχνίδι». Από την πλευρά του, ο επιτελικώς αστοιχείωτος Αρχιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας δεν μπορούσε να αντιληφθεί την κατάσταση και τις προοπτικές/ επιλογές που διανοίγονταν ενώπιόν του. Εν μέσω αυτής της αμηχανίας, ζήτησε να συναντηθεί με τον Συνταγματάρχη (ΠΖ) Αλέξανδρο Γαβαλιά, παλαιό του γνώριμο από τους Βαλκανικούς Πολέμους, που τελούσε Επιτελάρχης του Β΄ ΣΣ.

Ο επιτελάρχης Συνταγματάρχης Πάλης κι ο Αρχηγός της Στρατιάς Μικράς Ασίας Αντιστράτηγος Παπούλας. Ο πρώτος δεν εκτίμησε ορθώς τα προβλήματα ανεφοδιασμού που είχαν επισημανθεί ενώ ο δεύτερος υπήρξε τραγικά απών της όλης επιχείρησης.

Στις 21 Αυγούστου, ο Υποστράτηγος Πρίγκηπας Ανδρέας διοικητής του Β΄ ΣΣ, έχοντας συζητήσει εκτενώς το ζήτημα της συνέχισης των επιχειρήσεων με τον Συνταγματάρχη Γαβαλιά, του ζήτησε να επικοινωνήσει με τον Αρχιστράτηγο και αυτός πράγματι απέστειλε αυθημερόν εκτενή επιστολή. Σε αυτήν, ανέπτυσσε ως γενική ιδέα ενεργείας προς άρση του αδιεξόδου, την μεταφορά ολόκληρου του Β΄ ΣΣ (V, XIII Μεραρχίες Πεζικού, Ταξιαρχία Ιππικού) από το νότιο σκέλος της ελληνικής παράταξης στο βόρειο πίσω από το Γ΄ ΣΣ (III, VII, IX, X Μεραρχίες Πεζικού), προκειμένου να εκτελέσουν μια τελευταία προσπάθεια στον τομέα εκείνο, ο οποίος δεν φαινόταν να έχει οχυρωθεί σοβαρά από τον εχθρό. Σε κάθε περίπτωση, η Στρατιά διέταξε για την επομένη ημέρα, την διεξαγωγή επίθεσης μόνο από το Γ΄ ΣΣ και το αριστερό και κέντρο του Α΄ ΣΣ.

Ο Αρχιστράτηγος Παπούλας, απάντησε στον Συνταγματάρχη Γαβαλιά στις 23 Αυγούστου, ότι το σχέδιο που του παρατέθηκε μελετάται και θα εφαρμοσθεί μετά από 5 ημέρες, αφού εξετασθεί αν ήταν εκτελέσιμο με σχετικά μικρές απώλειες ώστε να προχωρήσει. Διαφορετικά θα ανέμενε την απόφαση της κυβέρνησης, στην οποία εκείνη την ημέρα είχε αποστείλει βαρυσήμαντη έκθεση (φέρουσα ημερομηνία 22 Αυγούστου).

Στην έκθεση της Στρατιάς, αφού εξηγούντο και περιγράφοντο οι απώλειες, η αντίσταση του εχθρού, οι δυσχέρειες στους ανεφοδιασμούς και οι βραδείς ρυθμοί προχώρησης, αναφερόταν πως το μέγεθος της μάχιμης δύναμης των ελληνικών μεραρχιών είχε κατέλθει σε 47.000 άνδρες, την στιγμή που η αντίστοιχη κεμαλική υπολογιζόταν σε 48-50.000 άνδρες και 5.000 ιππείς. Εν κατακλείδι και επιθυμώντας να υπεκφύγει της λήψης απόφασης, η Στρατιά ζητούσε να λάβει τις διαταγές της κυβέρνησης, επικαλούμενη άγνοια επί της πολιτικοδιπλωματικής κατάστασης: «Η Στρατιά ούσα εν απολύτω αγνοία της εν γένει πολιτικής καταστάσεως δεν δύναται να κρίνη αν τα προσδοκώμενα εκ της καταλήψεως της Αγκύρας ωφέλη είναι τοιαύτα από πολιτικής απόψεως ώστε να ριψοκινδυνεύση την αντί πάσης θυσίας, έστω και με κίνδυνον μιας ήττης και επομένως μιας αποτυχίας του όλου Μικρασιατικού Ζητήματος μετάβασιν μέχρις εκεί, ή αν το μέχρι τούδε επιτευχθέν αποτέλεσμα είναι αρκετόν ώστε η κυβέρνησις να επωφεληθή αυτού προς επιτυχή διαπραγμάτευσιν».

Ο Συνταγματάρχης (ΜΧ) Πτολεμαίος Σαρρηγιάννης υπαρχηγός του Επιτελείου της Στρατιάς Μικράς Ασίας, ο κύριος υπεύθυνος για την αποτυχία του όλου επιχειρησιακού σχεδιασμού και υπερκερωτικού ελιγμού από τον Νότο.

Την έκθεση μετέφερε οδικώς από το μέτωπο στην Προύσσα όπου ευρίσκετο ο υπουργός Στρατιωτικών, ο Υποστράτηγος Ξενοφών Στρατηγός ως σύνδεσμος μεταξύ ΓΣ και Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού. Από εκεί, μετέβη στα Μουδανιά, όπου επέβη αντιτορπιλλικού και έφθασε στον Πειραιά στις 25 Αυγούστου.

Ήδη στις 22 Αυγούστου, ο Συνταγματάρχης (ΠΒ) Νικόλαος Ραγκαβής που είχε αποσπασθεί στο Α΄ ΣΣ και είχε παρακολουθήσει εξ αρχής τις επιχειρήσεις, υπέβαλλε έκθεση αναφέροντας ότι επιβάλλεται η εκτέλεση γενικότερου ελιγμού προκειμένου να αρθεί το αδιέξοδο και να προελάσει ο Ελληνικός Στρατός προς την Άγκυρα. Την επόμενη 23 Αυγούστου, ο επιτελάρχης του Α΄ ΣΣ (στο κέντρο της ελληνικής παράταξης) Συνταγματάρχης (ΠΖ) Στυλιανός Γονατάς κλήθηκε για συνεννοήσεις στο ΓΣ, όπου σχημάτισε την εντύπωση πως ήταν καταπτοημένο. Εν συνεχεία κλήθηκε  και ο διοικητής Υποστράτηγος Αλέξανδρος Κοντούλης, ο οποίος στις 24 Αυγούστου, ανέφερε πως αν το Γ΄ ΣΣ εκκαθάριζε τον εχθρό από τις θέσεις που κατείχε, εν συνεχεία θα μπορούσε μαζί με το Α΄ ΣΣ να εκτοξεύσουν συνδυασμένη επιχείρηση, με το πέρας της οποίας μπορούσε να εκτελεστεί ελιγμός προς Άγκυρα. Ο Αρχιστράτηγος Παπούλας συμφώνησε και επιφυλάχθηκε να απαντήσει συνεννοούμενος με τον διοικητή του Γ΄ ΣΣ Υποστράτηγο Γεώργιο Πολυμενάκο, ο οποίος πράγματι την επόμενη ημέρα κλήθηκε να μεταβεί προς συνάντηση με τον Αρχιστράτηγο.

Στις 25 Αυγούστου από την Προύσσα, ο Υποστράτηγος Ξενοφών Στρατηγός, γνωρίζοντας τις εισηγήσεις του Β΄ ΣΣ περί μετατόπισης του κέντρου βάρους της ελληνικής παράταξης στο βόρειο σκέλος, έθεσε εκ νέου το ερώτημα στην Στρατιά. Ο Επιτελάρχης Συνταγματάρχης Πάλης απάντησε: «Ενέργεια αριστερού μηδαμινή. Επιμένω γνώμας μου». Ήταν προφανές, πως στο Επιτελείο της Στρατιάς είχε επικρατήσει μια γενικά αρνητική διάθεση, σε αντίθεση με τον Αρχηγό της Στρατιάς, ο οποίος έδειχνε να εξετάζει και άλλες εναλλακτικές. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, η Στρατιά εξέδωσε προς το τέλος της ημέρας διαταγή προς τα Σώματα Στρατού ώστε, «να προβώσι εσπευσμένως και δραστηριότατα εις σοβαρόν αμυντικόν καταρτισμόν».

Σε κάθε περίπτωση, μετά την παραπάνω διαταγή, ο Συνταγματάρχης Γαβαλιάς (αγνοώντας φυσικά την προαναφερθείσα απάντηση του Συνταγματάρχη Πάλη) έπειτα από έγκριση του σωματάρχη του, απέστειλε επιστολή στον Αντιστράτηγο Παπούλα, υπενθυμίζοντάς του την απάντηση που είχε δώσει ότι το σχέδιο μεταφοράς του Β΄ ΣΣ πίσω από το Γ΄ ΣΣ προκειμένου να επιτεθούν θα υλοποιείτο στις 28 Αυγούστου. Τέλος επεσήμαινε πως η διαταγή έπρεπε να δοθεί, όσο υπήρχε διαθέσιμος καιρός πριν η μετακίνηση αυτή καταστεί αδύνατη.

Ο Επιτελάρχης του Β΄ ΣΣ Συνταγματάρχης (ΠΖ) Αλέξανδρος Γαβαλιάς υπήρξε ο μόνος ικανός να συλλάβει και προτείνει σχετικά έγκαιρα την ιδέα επιθετικού ελιγμού προς μια τελευταία προσπάθεια της ελληνικής Στρατιάς προς Άγκυρα.

Γεγονός είναι, ότι στις 26 Αυγούστου κι ενώ εκκρεμούσε η λήψη απάντησης από τον πρωθυπουργό στην έκθεση που του είχε σταλεί προ τριημέρου, αλλά και η απάντηση του Υποστρατήγου Πολυμενάκου για το εφικτό συνέχισης επιχειρήσεων, ο Αρχιστράτηγος απέστειλε τηλεγράφημα στην κυβέρνηση, σύμφωνα με το οποίο η μάχη έτεινε να λάβει μορφή αγώνα χαρακωμάτων, κάτι που ευνοούσε τον εχθρό και τέλος εξέφραζε σαφώς την άποψη για ανάγκη παραίτησης από την όλη προσπάθεια: «Παράτασιν επιχειρήσεων θεωρώ επικίνδυνον. Στρατός απέδωκε ό,τι ηδύνατο». Η παραπάνω θέση του Αρχηγού της Στρατιάς ήταν ιδιαίτερα ενδεικτική ως προς τα μάλλον οριστικά συμπεράσματα που είχε καταλήξει και τις σκέψεις του.

Την νύκτα, η Στρατιά Μικράς Ασίας ενημέρωσε τα τρία Σώματα Στρατού πως σύμφωνα με ενδείξεις και πληροφορίες ο εχθρός αφού συγκέντρωσε σημαντικές δυνάμεις έναντι του Γ΄ ΣΣ ετοιμαζόταν για επίθεση, συνεπώς μόλις αυτή εκδηλωνόταν, τα Α΄ και Β΄ ΣΣ θα έπρεπε να εκτοξεύσουν «απεγνωσμένη και λυσσαλέα» –όπως έγραφε χαρακτηριστικά– επίθεση και συμπλήρωνε ως προς την πρόταση που είχε εκφράσει ο Συνταγματάρχης Γαβαλιάς: «Μεταφορά δυνάμεων αδύνατος εκ δεξιού μας προς αριστερόν, θα έδιδεν οριστικώς πρωτοβουλίαν εις εχθρόν και δυνάμεις αύται θα έφθανον πολύ αργά, ότε αποτέλεσμα θα επήρχετο». Από την διατύπωση της διαταγής, τόσο το Α΄ όσο και το Β΄ ΣΣ σχημάτισαν την εντύπωση πως επικρατούσε εκνευρισμός στο Επιτελείο της Στρατιάς.

Στις 27 Αυγούστου δεν  εκδηλώθηκε κεμαλική επίθεση ενώ το μεσημέρι ο Υποστράτηγος Πολυμενάκος απάντησε στον Αρχιστράτηγο, ότι κατά την κρίση του, δεν έπρεπε να αποφασισθεί η συνέχιση των επιχειρήσεων προς Άγκυρα άνευ προηγούμενης ενίσχυσης των μεραρχιών σε αξιωματικούς και οπλίτες, αλλά και αν δεν εξασφαλισθεί εκ των προτέρων η μέλλουσα συμπλήρωση των νέων κενών που θα προέκυπταν.

Στο μεταξύ, το Β΄ ΣΣ θεωρούσε ότι υπήρχε επαρκής χρόνος για την έγκαιρη μεταφορά του βορειότερα. Σε επικοινωνία που είχε με το γειτονικό Α΄ ΣΣ, διαπιστώθηκε ταύτιση απόψεων ότι τυχόν αντεπιθέσεις δεν θα είχαν οποιοδήποτε σοβαρό αποτέλεσμα, ενώ η μετακίνηση του Β΄ ΣΣ βόρεια ήταν ορθή. Με τον εχθρό να μην δείχνει σημάδια δραστηριότητας, ο Πρίγκηπας Ανδρέας σε συνεννόηση με το Επιτελείο του και τους διοικητές των μεραρχιών αποφάσισε να λάβει παράτυπη πρωτοβουλία. Ήλπιζε, πως πιέζοντας το ΓΣ που φαινόταν να αμφιταλαντεύεται, αυτό θα αποφάσιζε –επιτέλους– να κινηθεί επιθετικά. Διέταξε την έναρξη μετακίνησης των μεταγωγικών (που ούτως ή άλλως κινούντο καθημερινώς για να εξασφαλίσουν τον ανεφοδιασμό), ενώ οι V, XIII Mεραρχίες Πεζικού και η Ταξιαρχία Ιππικού θα άρχιζαν την κίνησή τους μετά την επέλευση του σκότους προκειμένου να μην γίνουν αντιληπτές από τον εχθρό. Το Β΄ ΣΣ θα ενημέρωνε το ΓΣ για την πρωτόβουλη αυτή απόφασή του και σε περίπτωση που αυτό δεν συμφωνούσε, τα μεταγωγικά που θα είχαν αρχίσει να κινούνται δεν θα είχαν διανύσει μεγάλη απόσταση, οπότε θα επέστρεφαν στις θέσεις τους.

Πράγματι, το Β΄ ΣΣ απέστειλε τηλεγράφημα ενημερώνοντας ότι εκτόξευση επίθεσης από την πλευρά του προς την κατεύθυνση που του είχε δοθεί ήταν αδύνατη. Αντίθετα μετακίνησή του βόρεια θα επέτρεπε την ενεργή και αποτελεσματική επέμβαση στον αγώνα. Η σκέψη αυτή σε συνδυασμό με την άποψη του ΓΣ ότι η μετακίνηση δεν διατάσσεται επειδή δεν εθεωρείτο δυνατή η έγκαιρη εκτέλεσή της, αλλά και τις προηγούμενες συνεννοήσεις του Συνταγματάρχη Γαβαλιά με τον Αρχιστράτηγο, είχαν οδηγήσει τον Πρίγκηπα Ανδρέα στην απόφασή του να διατάξει την μετακίνηση του Β΄ ΣΣ κατά την νύκτα. Ούτως ή άλλως κεμαλική επίθεση δεν είχε εκδηλωθεί.

Η απάντηση του Αρχιστρατήγου ελήφθη το απόγευμα και ζητούσε την ανάκληση της διαταγής, σημειώνοντας: «Έκπληκτος προ σκέψεως εγκαταλείψεως θέσεών σας διατάσσω Σώμα παραμείνη θέσεις του. Μόνος αρμόδιος κρίνη και αποφασίση τυγχάνω εγώ ως διοικητής της Στρατίας». Πράγματι, τα μεταγωγικά διετάχθησαν να επιστρέψουν και η παράταξη του Β΄ ΣΣ παρέμεινε αμετάβλητη.

Το πρωΐ της 28ης Αυγούστου εκτοξεύτηκε γενική κεμαλική επίθεση, όχι μόνο εναντίον του Γ΄ αλλά και του Α΄ ΣΣ. Το Β΄ ΣΣ ενέπλεξε δυνάμεις του προς υποστήριξη του Α΄ ΣΣ, ενώ την ίδια στιγμή παρατηρήθηκε εχθρική φάλαγγα να κινείται προς τα νώτα και ταυτόχρονα εκδηλώθηκε βομβαρδισμός στο δεξί του άκρο. Η εξέλιξη των επιχειρήσεων υπήρξε ευνοϊκή για τα ελληνικά όπλα που απέκρουσαν τις επιθέσεις.

Η κεμαλική αντεπίθεση της 28ης Αυγούστου στο βόρειο άκρο της ελληνικής παράταξης που τάραξε το Επιτελείο της Στρατιάς λόγω της εγγύτητας με τις γέφυρες του Σαγγαρίου. Εμφανίζεται η συγκέντρωση του Β΄ ΣΣ στις 29 Αυγούστου.

Στις 12.45΄ και προς έκπληξη του Β΄ ΣΣ, το ΓΣ εξέδωσε διαταγή η οποία ελήφθη στις 16.00΄ σύμφωνα με την οποία δεδομένου ότι οι Δίδυμοι Λόφοι, στο άκρο αριστερό του Γ΄ ΣΣ κατελήφθησαν από κεμαλικές δυνάμεις, το Β΄ ΣΣ έπρεπε «άμα λήψει» να σπεύσει κινούμενο βόρεια όπισθεν του Γ΄ ΣΣ, ενώ και το Α΄ ΣΣ θα έπρεπε να στείλει την ΧΙΙ Μεραρχία Πεζικού. Η κίνηση όμως αυτή την δεδομένη στιγμή ήταν δυσχερής, καθώς τόσο το Α΄ όσο και το Β΄ ΣΣ είχαν εμπλακεί σε αγώνα με τον εχθρό. Ως εκ τούτου, η έναρξη κίνησης των μεταγωγικών του Β΄ ΣΣ σημειώθηκε στις 18.00΄ και των μάχιμων μονάδων μόνο από την 20.00΄. Επιπλέον, στις 22.15΄ η Στρατιά εξέδωσε διαταγή σε όλα τα Σώματα Στρατού, με την οποία ενημέρωνε για την μετακίνηση του Β΄ ΣΣ και σημείωνε χαρακτηριστικά: «Στρατιά υπολογίζει δυνηθή αναλάβη αντεπίθεσιν διαθέτουσα μεθαύριον Β΄ ΣΣ μεταξύ των Α΄ και Γ΄». Επίσης, το ΓΣ ζήτησε την γνώμη του Υποστρατήγου Κοντούλη, εάν διατασσομένης επίθεσης θα μπορούσε το Α΄ ΣΣ να αναλάβει επιχειρήσεις κατά των υψωμάτων Σαριγκιόλ (σε βάθος περίπου 10 χλμ. από τις ελληνικές γραμμές).

Δίχως να είναι ξεκάθαρο, φαίνεται πως αργά την 28η Αυγούστου ή νωρίς την 29η, η Στρατιά έλαβε την απάντηση του πρωθυπουργού Γούναρη, σύμφωνα με την οποία αυτή θα έπρεπε να ενεργήσει αποκλειστικά βάσει του στρατιωτικού συμφέροντος. Με την σειρά της, στις 09.15΄ της 29ης Αυγούστου, η Στρατιά ενημέρωνε την κυβέρνηση για την απόφασή της περί επαναδιάβασης του Σαγγαρίου.

Μόλις στις 18.30΄, ο Υποστράτηγος Κοντούλης απάντησε πως μετά την απομάκρυνση της ΧΙΙ, οι Ι και ΙΙ Μεραρχίες Πεζικού, λόγω της μικρής μαχητικής τους ισχύος, ενδεδειγμένο ήταν να τηρήσουν αμυντική στάση. Σε κάθε περίπτωση, στις 20.45΄ το ΓΣ διέταξε την απόσυρση πέραν του Σαγγαρίου.

Θλιβερές Διαπιστώσεις

Στις 12 Ιουλίου, η Στρατιά Μικράς Ασίας, πριν την λήψη οποιασδήποτε οριστικής απόφασης για συνέχιση των επιχειρήσεων, εξέδωσε διαταγή με την οποία ζητούσε να διαπιστώσει την κατάσταση των μονάδων, ιδίως από άποψης ηθικού! Όπως αναφέρει ο τότε Αντισυνταγματάρχης Γυαλίστρας: «Αποτελεί συμπέρασμα της κοινής λογικής, δηλαδή αξίωμα της Στρατιωτικής Τέχνης ότι “το πρώτιστον προσόν παντός στρατιωτικού Ηγήτορος αποτελεί η ικανότης του να εμπνέη εις πάντας την επί την νίκην ακλόνητον πεποίθησιν” και “ότι προ πάσης μάχης ο μόνος σταθμητός εκ των προτέρων παράγων είναι η θέλησις του Αρχηγού όπως κερδίση την νίκην και η ικανότης όπως μεταδώση την θέλησίν του ταύτην εις τους υφισταμένους”. Εν αντιθέσει προς ταύτα εξεδόθη η γνωστή διαταγή προς όλους τους διοικητάς μονάδων διά της οποίας ηρωτάτο η γνώμη τούτων περί του δυνατού της εκείθεν του Σαγγαρίου εκστρατείας. Η διαταγή αύτη ως γνωστόν δεν εκοινοποιήθη μόνον προς τους Ανωτάτου διοικητάς, μόνον, δηλαδή προς του διοικητάς Σωμάτων Στρατού και Μεραρχιών, αλλά και προς τους διοικητάς Συνταγμάτων Πεζικού και Μοιρών Ορειβατικού, ήτοι εκοινοποιήθη και μέχρι της βαθμίδος του λοχαγού».

Η πρωτοφανής αυτή κίνηση, μαρτυρεί την παντελή απώλεια επαφής του Επιτελείου της Στρατιάς με τα μαχόμενα τμήματα. Αντί να συνεννοηθεί απ’ ευθείας με τους άμεσα υφισταμένους της διοικητές των τριών Σωμάτων Στρατού, αυτή κατέφυγε στην «εν είδει δημοψηφίσματος μέχρι του βαθμού του λοχαγού εκπεμφθείσα έγγραφον διαταγή, ήτις εθεμελίωνε την έλλειψιν πεποιθήσεως διά την επιτυχή έκβασιν της αναλαμβανομένης επιχειρήσεως».

O ίδιος ο Αρχηγός της Στρατιάς στις παραμονές του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου στην Κιουτάχεια, «ηρνήθη απολύτως να εγκρίνη την επιχείρησιν ταύτην, απειλήσας μάλιστα και παραίτησιν εν η περιπτώσει το επιτελείον του και η Κυβέρνησις επέμενον εις τας αντιλήψεις των. Η αντίστασις αύτη του Αρχιστρατήγου εξεδηλώθη προ του συμβουλίου, κατ’ αυτό όμως εδέχθη να ενεργήση εναντίον της πεποιθήσεώς του. [. . .] Ο Αρχιστράτηγος δεν ανεμίχθη παντελώς εις την συζήτησιν –η παρουσία του Βασιλέως, [. . .] τον άφηκεν άναυδον– αι αποφάσεις ελήφθησαν άνευ της συνεργασίας του, αν δε εν τέλει εδέχθη τας απόψεις του επιτελείου του, το έπραξε μεν και εξ αγνοίας, ιδίως όμως διότι δεν έσχε το ψυχικόν σθένος να επιμείνη εις την γνώμην του, ότι τοιαύτη επιμονή συνεπήγετο παραίτησιν εκ της θέσεως του Αρχιστρατήγου, τοιούτο δε τι δεν συνεβιβάζετο προς την τυφλώττουσαν αυτόν φιλαρχίαν».

Η απόφαση που ελήφθη, ήταν ουσιαστικά ένα «βλέποντας και κάνοντας», αφού αν διαπιστώνετο πως ο κεμαλικός Στρατός αποσυρόταν θα καταδιώκετο ως την Άγκυρα, ενώ αν αντέτασσε άμυνα, η ελληνική Στρατιά θα επέστρεφε στις αρχικές της θέσεις καταστρέφοντας ριζικά την σιδηροδρομική γραμμή και αφαιρώντας τους πόρους από την εκκενούμενη χώρα. Έως τις 19 Αυγούστου, η Στρατιά είχε ματώσει και δεν υπήρχαν σημάδια κάμψης του αντιπάλου. Η εικόνα του ελληνικού Επιτελείου και της Διοίκησης ήταν θλιβερή. «Ο Αντιστρ. Παπούλας παρασυρθείς να δεχθή την επιχείρησιν ταύτην παρά την αρχικώς εκφρασθείσαν απόλυτον άρνησιν αυτού, ευρίσκετο νυν εις κατάστασιν στενοχωρίας και οργής δυσκόλως περιγραφομένην. Οι αρχικώς τόσον βέβαιοι περί της επιτυχίας και της ανάγκης της εκστρατείας ταύτης σύμβουλοι αυτού, οι εξαναγκάσαντες αυτόν να μεταλλάξη την φρόνιμον αυτού γνώμην περί επαρκείας των ήδη κτηθέντων, . . . . ίσταντο νυν ενώπιόν του άφωνοι και εζήτουν ίνα αυτός αποφασίση και αυτός αναλάβη την περαιτέρω διεύθυνσιν των επιχειρήσεων. Δίκην μυνύοντος Αχιλλέως απεσύρθη ο Αρχιστράτηγος εις την σκηνήν του, ένθα μόνον τους υπασπιστάς αυτού έβλεπεν επί τινας ημέρας, και ευλόγως, διότι πως εν τη ώρα της ανάγκης εζητείτο η διοικητική αυτού συνδρομή και πέραν μιας υπογραφής υπό μίαν διαταγήν επιχειρήσεων, ενώ καλώς εχόντων των πραγμάτων δεν τον ηξίουν και εισηγήσεως καν διά τα παρ’ αυτού διατασσόμενα; Πάντα ταύτα και ευνόητα είναι και ανθρώπινα, δεν αποτελούσιν όμως διοίκησιν Στρατού, ιδίως υφ’ ας συνθήκας ευρέθη ο Ελληνικός Στρατός κατά τας μοιραίας εκείνας ημέρας του Αυγούστου 1921».

Συνεπώς, με την από τις 22 Αυγούστου έκθεσή της, η Στρατιά Μικράς Ασίας απευθύνεται στην κυβέρνηση και ζητά διαταγές, με πρόσχημα ότι: «Η Στρατιά ούσα εν απολύτω αγνοία της εν γένει πολιτικής καταστάσεως δεν δύναται να κρίνη . . .» ως να μην αντιλαμβάνεται πως δεν ήταν δυνατόν από το Συμβούλιο της Κιουτάχειας πριν 38 ημέρες, να έχει μεταβληθεί η πολιτική κατάσταση, δεδομένου ότι αυτή εξαρτάτο πλέον ακριβώς και απολύτως από την στρατιωτική νίκη της ίδιας της Στρατιάς στο πεδίο της μάχης.

Ήδη όμως από την 5η ημέρα της επίθεσης, το ΓΣ έπρεπε να αντιληφθεί το αδύνατο της συνέχισης των επιχειρήσεων. Τις πρώτες 2 ημέρες διέταξε το Β΄ ΣΣ να αδρανήσει ενώ τα υπόλοιπα είχαν εμπλακεί στον αγώνα, εξαιτίας λανθασμένων πληροφοριών και εκτιμήσεως αυτών. Όμως η βασική ιδέα του ελληνικού σχεδιασμού προέβλεπε ακριβώς την υπερκερωτική κίνηση του Β΄ ΣΣ από νότια. Συνεπώς, εξ αρχής αυτή έπαψε να υφίσταται ως δυνητική εξέλιξη, ανατρέποντας τον όλο σχεδιασμό. Εντός των πρώτων 3 ημερών, μόνο το Α΄ ΣΣ είχε απώλειες άνω των 3.000 ανδρών. Οι απώλειες δε, αναμένετο να αυξηθούν καθώς το Βαρύ Πυροβολικό που θα έπαιζε ιδιαίτερο ρόλο στον αγώνα κατά οχυρωμένων θέσεων, έπαυσε από νωρίς να δρα, εξαντληθέντων των πυρομαχικών του. Επιπλέον, το πρόβλημα γενικεύθηκε και εξαιτίας της υψηλής κατανάλωσης πυρομαχικών και αδυναμίας ικανοποιητικού ανεφοδιασμού, προτιμήθηκε η προώθηση αποκλειστικά πυρομαχικών, εις βάρος της τροφής. Στις 14 Αυγούστου το ΓΣ ενημέρωσε πως για τις 15 και 16 Αυγούστου δεν θα έπρεπε να αναμένεται καν η ανεφοδιασμός σε πυρομαχικά, ενώ στις 15 διέταξε την εξόρμηση του Πεζικού, άνευ προπαπαρασκευής Πυροβολικού. Συνεπώς, το Στράτευμα αναγκάστηκε από τις πρώτες ημέρες να εμπλακεί σε έναν τιτάνιο αγώνα, όχι μόνο δίχως την απαραίτητη υποστήριξη πυρός, αλλά και νηστικό. Αντί άρτου διανέμετο βρασμένος σίτος, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι το πλέον απομεμακρυσμένο Β΄ ΣΣ δεν έλαβε καθόλου άρτο το διάστημα 13–24 Αυγούστου!

Ως εκ τούτου είναι προφανές ότι ακόμα και στις 19 Αυγούστου, όταν φάνηκε πως οι επιτελείς του ΓΣ κλονίζονταν και ο Αρχιστράτηγος δεν ήταν σε θέση να λάβει απόφαση, ήταν ήδη πολύ αργά. Ακόμα δε και η αντίδρασή του, με την αποστολή σχετικής έκθεσης στην κυβέρνηση για την οποία δαπάνησε 3 επιπλέον ημέρες έως ότου αποφασίσει να την συντάξει, είχε ως αποτέλεσμα την καταδίκη των τμημάτων σε άσκοπες θυσίες αίματος.

Δυστυχώς σε επιτελικό επίπεδο η ελληνική Στρατιά, επέδειξε απόλυτη ανεπάρκεια στον τομέα πρόβλεψης, σχεδιασμού, υλοποίησης, φαντασίας, επιχειρησιακής ευελιξίας αλλά, κυρίως, εμμονής στον σκοπό. Με τον Αρχηγό εκφράζοντα σκεπτικισμό και επιφυλάξεις, με την αποθάρρυνση που προκάλεσε τουλάχιστον στο Σώμα των αξιωματικών με την εν είδει δημοψηφίσματος ερώτηση για το εφικτό ή μη μιας τελευταίας προσπάθειας, με την παλιμβουλία και αναποφασιστικότητα που εξέπεμπαν αυτός και το Επιτελείο του, καταδίκασαν εξ αρχής τον αγώνα, σε αντίθετη με τον απλό στρατιώτη και αξιωματικό που έδωσαν το παν για την νίκη. Όπως σημειώνει και η ΔΙΣ χαρακτηριστικά: «Διά το επικρατήσαν τότε μεταξύ των Ελλήνων αξιωματικών πνεύμα αυτοθυσίας, κατά την εκπλήρωσιν του προς την Πατρίδα καθήκοντος, αφήκεν υπέροχον δείγμα ο μεταξύ των ηρωϊκώς πεσόντων, Υπολοχαγός Τσιτούρης. Εις ανευρεθέν επ’ αυτού σημειωματάριον, ούτος απευθυνόμενος προς τους γονείς του, είχε χαράξει αυτάς τας απλάς, αλλά μεγαλειώδεις εν τη απλότητί των λέξεις: “Σεβαστοί μου γονείς. Σας προσκυνώ. Εκπληρών τον προορισμόν μου και προς τιμήν Υμών, έπεσα ενδόξως μαχόμενος. Μη στενοχωρείσθε. Τα ιδανικά μου εξεπλήρωσα καλώς. 29 Αυγούστου”».

Η Ελλάδα ατύχησε στην κρισιμότερη μάχη της νεότερης ελληνικής ιστορίας, να ηγείται αυτής ένας εντελώς ακατάλληλος Αρχηγός και ένα ανεπαρκές Επιτελείο. Το υψηλό ηθικό του Έλληνα πολεμιστή, δεν ήταν αρκετό για την επιτυχία.

doureios.com

, , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *