του Νικολάου Π. Παππά, Πολιτικού Επιστήμονος
Στις αρχές του 6ου αιώνος π.Χ. παρατηρούμε μεγάλες αλλαγές στην κοινωνία της Ετρουρίας λόγω της ανόδου της αστικής τάξης και σημαντικές αλλαγές στην πολεοδομία των πόλεων. Τις αλλαγές αυτές τις παρατηρούμε στο Cerveteri (Άγυλλα για τους αρχαίους Έλληνες) και ειδικότερα στη νεκρόπολη Banditaccia, στην οποία βλέπουμε τις επιρροές της ελληνικής πολεοδομίας. Οι κάτοικοι του Cerveteri δημιούργησαν μια νεκρόπολη με δίκτυο δρόμων που θυμίζουν αυτό των πόλεων. Κατά μήκος των δρόμων αυτών είχαν κατασκευαστεί τάφοι σε τετράγωνο σχήμα είτε λαξευμένοι στον φυσικό βράχο είτε χτισμένοι με λαξευμένους λίθους.

Στο εσωτερικό ενός θαλαμοειδούς τάφου στην Banditaccia βρέθηκαν το 1874 από τους αδερφούς Boccanera πέντε πλάκες από ψημένο πηλό που φέρουν ζωγραφικές παραστάσεις σφιγγών και τρεις ομάδες μορφών (εικ. 1). Οι σφίγγες πιθανώς πλαισίωναν το εσωτερικό της πόρτας (εικ. 2), ενώ οι άλλες τρεις πλάκες κάλυπταν τον πίσω τοίχο του τάφου. Το θέμα είναι εμπνευσμένο από την ελληνική μυθολογία.

Οι μορφές που είναι στραμμένες προς τα αριστερά είναι (από τα δεξιά προς τα αριστερά) η Αφροδίτη, η Ήρα, η Αθηνά, ο Ερμής και ο άνδρας που συνομιλεί με τον Ερμή είναι ο Πάρις (εικ. 3). Πρόκειται για τη σκηνή από τον γνωστό μύθο του μήλου της Έριδος, δηλαδή τον διαγωνισμό ομορφιάς μεταξύ των τριών γυναικών στον οποίο κριτής ορίστηκε ο Πάρις.

Άλλες τέσσερις γυναίκες είναι στραμμένες προς τα δεξιά (εικ. 4). Η γυναίκα στα δεξιά είναι η Ελένη η οποία ντύνεται και καλλωπίζεται, ενώ οι άλλες τρεις γυναίκες είναι υπηρέτριές της οι οποίες της παραδίδουν αγγεία με κοσμήματα και αρώματα. Η Ελένη, σύζυγος του βασιλέα της Σπάρτης Μενέλαου, ήταν το δώρο της Αφροδίτης προς τον Πάρη επειδή της έδωσε το μήλο, καθώς η θεά του είχε υποσχεθεί να του δώσει την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου. Η αρπαγή της Ελένης ήταν και η αιτία που οδήγησε στον Τρωικό Πόλεμο.

Οι πλάκες αυτές σήμερα εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο (αριθμός καταλόγου: 1889,0410.1-5) καθώς μετά την εύρεσή τους περιήλθαν στην κατοχή του Γερμανού κλασικού αρχαιολόγου Wolfgang Helbig, ο οποίος τις πούλησε στο Βρετανικό Μουσείο το 1889.