σημείωση Γιάννη Δασκαρόλη: Όλο το υλικό που χρησιμοποίησα για την εισήγηση μου στο Συνέδριο Στρατιωτικής Ιστορίας της 1ης Απριλίου 2023 που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Αξιωματικών ΣΣΕ τάξης 1978 υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.) Κατεβάστε από εδώ σε μορφή pdf:https://www.academia.edu/99%B7_
Πρόλογος – οι εκκαθαρίσεις στον στρατό το 1917.
Ο Εθνικός Διχασμός είχε καταστρεπτικές επιπτώσεις και στην ενότητα των αξιωματικών του Στρατού και του Ναυτικού. Το κίνημα της Άμυνας στη Θεσσαλονίκη εκ των πραγμάτων, είχε ανάγκη από την δημιουργία μιας ομάδας αξιωματικών απολύτως πιστών στους σκοπούς της. Μετά την τελική επιτυχία του κινήματος, την εκθρόνιση του Βασιλιά Κωνσταντίνου και την ενοποίηση του Κράτους το καλοκαίρι του 1917, δημιουργήθηκε η ανάγκη ενοποίησης και του Σώματος των αξιωματικών που έγινε όμως βάσει πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Οι αξιωματικοί του στρατού που είχαν παραμείνει νομιμόφρονες στις βασιλικές κυβερνήσεις των Αθηνών χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και όσοι είχαν εκτεθεί πολιτικά υπέρ του Βασιλιά αποστρατεύτηκαν μαζικά χωρίς να τους αναγνωριστούν συνταξιοδοτικά δικαιώματα και αντικαταστάθηκαν από τους αξιωματικούς που είχαν λάβει μέρος στο κίνημα της Άμυνας. Συνολικά απομακρύνθηκαν με αναγκαστική αποστρατεία 2.300 αξιωματικοί, ενώ 600 περίπου έφεδροι αξιωματικοί εξέπεσαν από τον βαθμό του αξιωματικού σε αυτόν του απλού στρατιώτη.[1]
Οι πλέον φανατικοί βασιλόφρονες αξιωματικοί εξορίστηκαν σε νησιά ή περιορίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Λέσβο, ενώ οι οικογένειές τους καταδικάστηκαν να ζουν στην έσχατη ένδεια.[2] Ο υποστράτηγος Παναγιώτης Δαγκλής, αν και μέλος της επαναστατικής τριανδρίας του βενιζελικούς κινήματος στη Θεσσαλονίκη, επειδή ήταν γνωστός για την μετριοπάθειά του, παραμερίστηκε προσωρινά από τον Βενιζέλο ώστε να γίνουν χωρίς προσκόμματα οι επιθυμητές εκκαθαρίσεις.[3]
Όσοι αξιωματικοί δεν αποστρατεύτηκαν ονομάστηκαν υποτιμητικά παραμείναντες και στους επόμενους μήνες ήρθαν αντιμέτωποι με ένα κύμα αδικιών, μεροληψιών και παρανομιών προκειμένου να παραγκωνιστούν.[4] Σύμφωνα με τον Δαγκλή πολλοί παραμείναντες καταδιώχθηκαν ακόμη και εκτοπίστηκαν σε νησιά με ψευδείς κατηγορίες στο πλαίσιο ενός ξεκαθαρίσματος είτε προσωπικών είτε πολιτικών λογαριασμών.[5] Οι δύο ομάδες αξιωματικών, αμυνίτες και παραμείναντες, ανέπτυξαν μεταξύ τους σχέσεις καχυποψίας και ενίοτε κακοπιστίας, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι οι πρώτοι παρακολουθούσαν τους δεύτερους μέσω κατώτερων αξιωματικών και οπλιτών.[6]
– Οι άγρυπνοι φύλακες.
Το νέο Σώμα των αξιωματικών που προέκυψε μετά τις εκκαθαρίσεις αυτές, είχε ταυτίσει τις τύχες του και την καριέρα του με τον βενιζελισμό, ενώ έγινε μια σαφής καταστρατήγηση των στρατιωτικών νόμων περί πολεμικής υπηρεσίας και ανδραγαθίας ώστε να υπερβούν την στρατιωτική επετηρίδα και να φτάσουν στις ανώτερες βαθμίδες του Στρατού. Η πειθαρχία του στρατού είχε διασαλευτεί, η πολιτική σκοπιμότητα επηρέαζε την ανώτατη διοίκηση,[7] ενώ οποιοδήποτε πολιτικό πισωγύρισμα έμοιαζε για αυτούς εφιαλτικό.
Έτσι, ή επαναδραστηριοποίηση της αντιβενιζελικής αντιπολίτευσης στις αρχές του 1919 εξόργισε ομάδες αμυνιτών αξιωματικών που οργανώθηκαν σε έναν υποτυπώδη Στρατιωτικό Σύνδεσμο με σαφείς πολιτικούς προσανατολισμούς. Οι αξιωματικοί αυτοί, το καλοκαίρι του 1919 δημοσίευσαν ανώνυμο άρθρο στην εφημερίδα Βαλκανικός Ταχυδρόμος υπό τον τίτλο «Άγρυπνοι φύλακες». Στο άρθρο αυτό οι βενιζελικοί αξιωματικοί απειλούσαν δημοσίως την αντιπολίτευση με χρήση βίας αν συνέχιζε την αντιπολίτευσή της στην πολιτική Βενιζέλου ξεσηκώνοντας αντιδράσεις από τους αντιβενιζελικούς, ενώ ο Δημήτριος Ράλλης δήλωσε ότι το άρθρο αποδείκνυε την ύπαρξη παρακυβέρνησης στην Ελλάδα. Μετά τον σάλο που προκλήθηκε, ο Βενιζέλος παρέπεμψε τον βενιζελικό εκδότη της εφημερίδας Πότη Τσιμπίδαρο στο στρατοδικείο, όπου όμως αυτός αθωώθηκε, καθώς κάποια μέλη της έδρας που το δίκασε ήταν έτσι και αλλιώς μυημένα στην κίνηση των αμυνιτών.[8]
Η επέμβαση των βενιζελικών αξιωματικών στις εκλογές του 1920.
Η προκήρυξη των εκλογών του 1920 έγινε δεκτή με δυσμένεια από το σύνολο των αξιωματικών όλων των βαθμίδων που υπηρετούσαν στις μονάδες του Μικρασιατικού μετώπου λόγω της κρίσιμης συγκυρίας. Φαίνεται από στοιχεία ότι κατά την προεκλογική περίοδο, οι ανώτατοι αξιωματικοί της στρατιάς διεξήγαγαν εκτεταμένη πολιτική προπαγάνδα στους στρατιώτες τους, προσπαθώντας να τους εξωθήσουν να ψηφίσουν τους Φιλελεύθερους.[9] Ο αρχιστράτηγος Παρασκευόπουλος σε δηλώσεις του από τον Κασαμπά όπου βρισκόταν η έδρα της στρατιάς Μικράς Ασίας, είχε καταγράψει την πρόθεση του σε περίπτωση μη εκλογής του Βενιζέλου, να τεθεί ο ίδιος επικεφαλής της στρατιάς και να στραφεί εναντίον οποιασδήποτε άλλης κυβέρνησης σχηματιζόταν.[10] Ο ίδιος μίλησε στους στρατιώτες της ταξιαρχίας ιππικού, καλώντας τους να ψηφίσουν τον Βενιζέλο, εξυβρίζοντας τον Κωνσταντίνο με ποταπές ύβρεις.[11] Ομοίως ο υποστράτηγος Νίδερ μίλησε στη μονάδα του υπέρ του Βενιζέλου καλώντας τους στρατιώτες να ψηφίσουν τους Φιλελεύθερους.[12]
Σύμφωνα με την μαρτυρία του Αλέξανδρου Μαζαράκη, ο Πάγκαλος τον επισκέφθηκε και του αποκάλυψε ότι αν ο Βενιζέλος έχανε της εκλογές ο Στρατός θα έκανε επέμβαση αναλαμβάνοντας την εξουσία, και σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο του πρότεινε να αναλάβει το υπουργείο Εσωτερικών.[13] Αλλά και ο διοικητής της μεραρχίας Κυδωνιών Οθωναίος ο οποίος αναλαμβάνει τον ρόλο του στρατιωτικού επόπτη των εκλογών του Νοεμβρίου, την εποχή των εκλογών βρίσκεται εγκατεστημένος στην Αθήνα και σύμφωνα με τον Γρηγοριάδη θα αντιδρούσε ενόπλως αν η Ηνωμένη Αντιπολίτευση έθετε καθεστωτικό ζήτημα επαναφοράς του Βασιλιά Κωνσταντίνου.
Οι ενέργειες τον βενιζελικών αξιωματικών στη Μικρά Ασία δεν περιορίστηκαν σε επίπεδο πολιτικής προπαγάνδας, αλλά νόθευσαν και την ίδια την ψηφοφορία, χωρίς όμως να υπάρχουν ακριβή στοιχεία για τον βαθμό της επέμβασης αυτής.[14] Τα εκλογικά αποτελέσματα του μετώπου δεν δόθηκαν ποτέ στην δημοσιότητα, ούτε ελήφθησαν υπόψη στους μετεκλογικούς συσχετισμούς προφανώς γιατί δεν ήταν αξιόπιστα. Και αυτό γιατί το ρεύμα υπέρ της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης και του Κωνσταντίνου ήταν μεγάλο ακόμη και στο μέτωπο μεταξύ των κληρωτών. Ο βενιζελισμός στην συγκεκριμένη συγκυρία είχε ταυτιστεί στην συνείδηση των στρατιωτών με τον πόλεμο και έτσι το αποτέλεσμα αυτό ήταν το φυσικό επακόλουθο της πρωτοβουλίας να δοθεί δικαίωμα ψήφου σε στρατιώτες που βρίσκονταν αντιμέτωποι καθημερινά με το ενδεχόμενο του τραυματισμού ή του θανάτου.[15]
Οι εκλογές του 1920 – η διασάλευση της στρατιωτικής πειθαρχίας στη Μικρά Ασία και ένα βενιζελικό κίνημα που δεν εκδηλώθηκε (29 Οκτωβρίου – 5 Νοεμβρίου 1920).
Είναι αναμφίβολο πως τα τελικά αποτελέσματα των εκλογών εξέπληξαν τόσο τους νικημένους όσο και τους νικητές και όταν γνωστοποιήθηκαν και επέφεραν μεγάλη διασάλευση στην πειθαρχία των μονάδων του Μικρασιατικού μετώπου. Οι περισσότεροι στρατιώτες πίστεψαν ότι πλησίαζε ο τερματισμός της εκστρατείας και η απόλυση τους και έστησαν γλέντια, εγκαταλείποντας ακόμα και τις σκοπιές των μονάδων τους. Ήταν διάχυτη η αντίληψη ότι ο πόλεμος ήταν πολιτική επιλογή του Βενιζέλου και με την απομάκρυνση του χάρις την εκλογική του ήττα η απόλυση και η επιστροφή στην Ελλάδα ήταν κοντά.[16]
Πολλοί οπλίτες στράφηκαν εναντίον διοικητών τους που είχαν εκτεθεί υπερβολικά υπέρ των Φιλελευθέρων, ενώ εκδηλώθηκε η αντίθεση που υπέφωσκε μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών αξιωματικών.[17] Εκείνες τις πρώτες κρίσιμες μέρες του Νοεμβρίου διακινούνταν επικίνδυνες φήμες στο μέτωπο ότι οι στρατιωτικές μονάδες του εσωτερικού είχαν διαλυθεί και ότι οι στρατιώτες τους είχαν επιστρέψει στις εστίες τους. Στη Σμύρνη στρατιώτες προερχόμενοι κυρίως από την Π. Ελλάδα διαδήλωναν επί μέρες στην προκυμαία της πόλης κρατώντας κλαδιά ελιάς, φωτογραφίες του βασιλιά Κωνσταντίνου και πυροβολώντας στον αέρα, χωρίς να πειθαρχούν στους αξιωματικούς τους.[18] Όμως, παρά τις προσδοκίες των στρατιωτών για αποστράτευση, ο αντιβενιζελισμός συνέχισε την Μικρασιατική Εκστρατεία για μια σειρά από σημαντικούς λόγους που καθιστούσαν αδύνατη κάθε άλλη επιλογή. Τα νέα της εκλογικής ήττας του Βενιζέλου αιφνιδίασαν και επέφεραν σύγχυση στις τάξεις των ανώτερων βενιζελικών αξιωματικών που προσπάθησαν σπασμωδικά να αντιδράσουν με κίνημα πριν αναλάβει πλήρως τα καθήκοντά της η νέα κυβέρνηση.[19] Η πρώτη αντίδραση ήταν ένα χαλκευμένο τηλεγράφημα που στάλθηκε στις 2 Νοεμβρίου σε όλες τις μονάδες και ανήγγειλε την νίκη των Φιλελευθέρων με 85%.[20]
Την ίδια ημέρα ο Παρασκευόπουλος όταν πληροφορήθηκε την εκλογική αποτυχία των Φιλελευθέρων, διέταξε την άμεση μεταφορά του 8ου Συντάγματος Κρητών υπό τον αντισυνταγματάρχη Θεόφιλο Βουτσινά και μιας μοίρας ορειβατικού πυροβολικού στην Σμύρνη, με πρόθεση αυτές να μεταφερθούν στην Αθήνα και να αποτρέψουν την ανάληψη της εξουσίας από την Ηνωμένη Αντιπολίτευση. Πολλοί παραμείναντες όμως, μετά την γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων εκδηλώθηκαν ανοιχτά υπέρ της νέας κυβέρνησης που θα σχηματιζόταν υπό τον Δημήτριο Ράλλη. Ένας μαχητικός τους θύλακας που βρισκόταν στην ταξιαρχία ιππικού (μονάδα παραδοσιακά υπέρ του Θρόνου και των Συντηρητικών) με επικεφαλής τον δυναμικό επίλαρχο ιππικού Ιωάννη Τσαγγαρίδη, πληροφορήθηκε μέσω υποκλοπής στις 3 Νοεμβρίου τόσο για το εκλογικό αποτέλεσμα όσο και για τον λόγο της μεταφοράς του συντάγματος Κρητών.[21] Η ηγεσία της μονάδας συνέλαβε τους χωροφύλακες που βρίσκονταν στον Κασαμπά γιατί ήταν γνωστοί βενιζελικοί κρητικής καταγωγής, ενώ έδωσε διαταγή να εκτροχιαστεί ο συρμός που θα μετέφερε τους επαναστάτες.
Την ίδια ημέρα, ενώ η κατάσταση γύρω από το Ουσάκ κλιμακωνόταν λόγω συγκέντρωσης μονάδων τουρκικού στρατού, ο Παρασκευόπουλος εξέδωσε διαταγή με την οποία ζητούσε από όλους να πειθαρχήσουν αναλογιζόμενοι την κρισιμότητα των στιγμών, ενώ διέταξε την ταξιαρχία ιππικού που έδρευε στον Κασαμπά να προωθηθεί οδικώς στον τομέα που βρισκόταν σε απειλή, είτε σε μια προσπάθεια να ελέγξει την κατάσταση στα μετόπισθεν απομακρύνοντας την πιο πολιτικά αντίθετη στους Φιλελευθέρους στρατιωτική μονάδα, είτε για να ανοίξει ο δρόμος για το 8ο Σύνταγμα Κρητών προς τη Σμύρνη.
Ο διοικητής της ταξιαρχίας Συνταγματάρχης Νικόλαος Σπυρόπουλος απέστειλε τηλεγράφημα με το οποίο αρνήθηκε να μετακινήσει την μονάδα του, ενώ με δεύτερο τηλεγράφημα του κατηγορούσε τον Παρασκευόπουλο πως η διαταγή είχε πολιτικά και όχι στρατιωτικά κίνητρα και είχε σκοπό να απομακρύνει την ταξιαρχία από τον τομέα της. Και αυτό γιατί η ταξιαρχία απείχε οκτώ ημέρες πορείας από το σημείο, ενώ η μεραρχία Κρητών βρισκόταν πολύ πιο κοντά και μπορούσε να ενισχύσει άμεσα την περιοχή, αφού θα μετέβαινε σιδηροδρομικώς. Τέλος, προειδοποιούσε τον Παρασκευόπουλο ότι η ταξιαρχία θα συνέτριβε κάθε εσωτερικό εχθρό υπακούοντας στα κελεύσματα της πατρίδας και της νέας νόμιμης κυβέρνησης.[22]
«Ο στρατηγός Νίδερ προ της ανυπακοής της Ταξιαρχίας και της πέριξ αυτού εκδήλου αντιβενιζελικής ατμοσφαίρας υπέβαλε τηλεγραφικώς την παραίτησιν αυτού προς τον Αρχιστράτηγον Παρασκευόπουλον, δηλών ότι ο εχθρός ήρξατε πιέζων το μέτωπον και η ανυπακοή των Μονάδων του Σώματος εδημιούργει κίνδυνον σοβαρώτατον. Ο γράφων παρίστατο κατά την λήψιν του τηλεγραφήματος υπό του Αρχιστρατήγου. Πέριξ του μεγάρου του Γενικού Στρατηγείου και εντός της ευρείας εσωτερικής αυτού αυλής ηκούοντο ζητωκραυγαί υπέρ του Βασιλέως, εψάλλετο θορυβωδώς το βασιλικόν θούριον και φωναί διάτοροι εκ των οποίων εφαίνετο η σφοδρά εξέγερσις των οπλιτών κατά του βενιζελικού καθεστώτος».[23]
Ο Παρασκευόπουλος αντιλαμβανόταν ότι είχε χάσει πλήρως τον έλεγχο της κατάστασης και έτσι υπέβαλλε την παραίτηση του στις 5 Νοεμβρίου, ζητώντας από τη νέα κυβέρνηση είτε να στείλει τον αντικαταστάτη του τάχιστα, είτε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός να μεταβεί στην Σμύρνη για να επανέλθει η πειθαρχία στις μονάδες, καθώς αυτές πλέον δεν ελέγχονταν από την διοίκηση της στρατιάς. Τέσσερις μέρες μετά, την 9η Νοεμβρίου, ανέλαβε διοικητής της στρατιάς Μικράς Ασίας ο αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας, ενώ η αναμενόμενη τουρκική επίθεση στο Ουσάκ, τελικώς δεν εκδηλώθηκε ποτέ. Οι ελληνικές μονάδες της πρώτης γραμμής παρέμειναν πειθαρχημένες και έτσι οι κεμαλικοί, που ακόμη δεν είχαν αυξήσει θεαματικά τις δυνάμεις τους, δεν βρήκαν ευκαιρία να προκαλέσουν ρήγματα στο ελληνικό μέτωπο.[24]
Αλλά και στην Προύσσα όπου βρισκόταν το Σώμα Στρατού Σμύρνης με δύναμη τριών μεραρχιών, ο διοικητής του υποστράτηγος Ιωάννου αποφάσισε να μην υπακούσει στη νέα κυβέρνηση. Το σχέδιο του όπως το περιέγραψε στους επιτελείς του, ήταν να επιτεθεί αρχικά κατά των Τούρκων και να τους συντρίψει και μετά να στραφεί προς την Σμύρνη ηγούμενος βενιζελικού στρατιωτικού κινήματος κατά της νέας κυβέρνησης. Οι τρεις μέραρχοι (Χ. Τσερούλης, Α. Μαζαράκης, και Κ. Μανέττας), και παρά το γεγονός ότι ήταν βενιζελικοί, αρνήθηκαν να υπακούσουν στις εντολές του.[25] Ένας από τους λόγος ήταν ότι η πλειοψηφία των στρατιωτών είχαν ξεσηκωθεί εναντίον των ανώτατων βενιζελικών αξιωματικών τους οποίους απειλούσαν ακόμη και με λιντσάρισμα, όταν μαθεύτηκε η νόθευση της εκλογικής διαδικασίας. Έγιναν θορυβώδεις και απειλητικές διαδηλώσεις στρατιωτών στο Ουσάκ και στο Σαλιχλή εναντίον των Μανέττα και Κονδύλη αντίστοιχα, ενώ η πειθαρχία είχε υπονομευτεί σοβαρά.[26]
Ο Ιωάννου αυτομόλησε στην Κωνσταντινούπολη ακολουθούμενος από μια ομάδα 150 φανατικών μεσαίων βενιζελικών αξιωματικών, (κυρίως αμυνητών) που ομοίως εγκατέλειψαν τις θέσεις τους στο μέτωπο (Γ. Κονδύλης, Ν. Ζέρβας, Ε. Τσικνής, Π. Κατσώτας, Β. Ντερτιλής) και που σχεδόν όλοι μεσοπολεμικά διέπρεψαν με την συμμετοχή τους σε στρατιωτικά κινήματα.[27] Τέλος, στη Θεσσαλονίκη ο Παμίκος Ζυμβρακάκης έδωσε διαταγές στους υφιστάμενούς του να προετοιμαστεί η VIII μεραρχία για αντικυβερνητικό κίνημα, αλλά εμποδίστηκε από τον Γεώργιο Λεοναρδόπουλο.
Η επιστροφή του αντιβενιζελισμού στην εξουσία και η επαναφορά των αποτάκτων (Νοέμβριος 1920).
Οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις από την πρώτη στιγμή της ανόδου τους στην εξουσία βρέθηκαν αντιμέτωπες με ένα κύμα απαιτήσεων για αποζημιώσεις, αποκαταστάσεις και ρουσφέτια από τους υποστηρικτές τους που θεωρούσαν ότι είχε επέλθει η στιγμή να δικαιωθούν για τους αγώνες τους την προηγούμενη περίοδο.[28] Έτσι, οι πρώτες νομοθετικές πρωτοβουλίες της νέας κυβέρνησης αφορούσαν μια συνολική αμνηστία που περιλάμβανε όσους αντιμετώπισαν πολιτικές διώξεις την προηγούμενη τριετία, την επαναφορά όλων των όσοι είχαν απολυθεί για πολιτικούς λόγους σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης,[29] αλλά και την αθώωση όσων είχαν λιποτακτήσει κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επηρεασμένοι από την φιλοβασιλική προπαγάνδα.[30]
Επίσης επανάφερε όλους τους απότακτους αντιβενιζελικούς αξιωματικούς αποδίδοντας και τις προαγωγές που τυχόν είχαν χάσει στο ενδιάμεσο διάστημα.[31] Όλοι οι απότακτοι που επανήλθαν, μετατέθηκαν στην Μικρά Ασία τοποθετούμενοι κατά κανόνα σε μάχιμες θέσεις, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα προστριβών με τους συναδέλφους τους, ενώ οι ίδιοι είχαν παραμείνει ξένοι στις εξελίξεις της στρατιωτικής Τέχνης, ενώ κάποιοι εξ αυτών ήταν ανίκανοι να προσφέρουν.[32] Επίσης οι ίδιοι κατά την επιστροφή τους κατέφυγαν σε αντεκδικήσεις εις βάρος βενιζελικών συναδέλφων τους, ενώ διατήρησαν και ενίσχυσαν τον πολιτικό φατριασμό στις τάξεις του Σώματος των αξιωματικών.[33]
– Η τοποθέτηση Παπούλα στην αρχιστρατηγία
Η επιλογή του Γούναρη για την αρχιστρατηγία της Στρατιάς Μικράς Ασίας ήταν ο Αναστάσιος Παπούλας, πάλαι ποτέ επικεφαλής των αντιβενιζελικών Επιστράτων. Η τόσο σημαντική αυτή απόφαση που έμελλε να βαρύνει ακόμη και στο τελικό αποτέλεσμα της ίδια της εκστρατείας πάρθηκε από τον Γούναρη βιαστικά και με βάσει πολιτικά κριτήρια και όχι στρατιωτικά. Ο Παπούλας αν και εξαιρετικός ως στρατιώτης,[34] δεν είχε τα απαιτούμενα επιτελικά και διοικητικά προσόντα για την υψηλή αυτή θέση, έτσι μετά από πρόταση του Δούσμανη ορίστηκαν ως επιτελικοί οι συνταγματάρχες Αλέξανδρος Πάλλης και Πτολεμαίος Σαρηγιάννης ώστε να καλύπτουν τις ελλείψεις του.[35]
Ως νέος αρχιστράτηγος της Μικρασιατικής στρατιάς ο Παπούλας επέδειξε μετριοπάθεια στο ζήτημα των μεσαίων βενιζελικών αξιωματικών[36] μεταφέροντας σε μονάδες του εσωτερικού μόνο όσους είχαν εκτεθεί υπερβολικά με τα βενιζελικά τους πολιτικά φρονήματα. Συνολικά επηρεάστηκε μια ομάδα 400 αξιωματικών, όλοι Αμυνήτες, αλλά αντικαταστάθηκε σχεδόν το σύνολο την ανώτατης ηγεσίας, (οι 3 από τους πέντε αρχηγούς Σωμάτων Στρατού και οι 7 από τους 9 μεράρχους), ενώ κάποιοι εξ αυτών παραιτήθηκαν.[37] Αλλά και όσοι βενιζελικοί αξιωματικοί παρέμειναν στη θέση τους, επηρεάστηκαν από την πολιτική αλλαγή, είτε υποβιβαζόμενοι σε άλλες διοικήσεις, είτε βρισκόμενοι συνεχώς σε δυσμένεια και προστριβές με τους νέους συναδέλφους τους.
Βενιζελικές συνομωσίες στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη για την ανατροπή της κυβέρνησης (1921-1922).
– Άμυνα Κωνσταντινούπολης και Μικρασιατική Άμυνα.
Μετά την αποτυχία της εκστρατείας στον Σαγγάριο και την τελμάτωση του μετώπου, εκδηλώθηκε δυναμικότερα η αντίδραση του βενιζελισμού κατά των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων με κύριες εστίες την Κρήτη, την Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στήριξαν οικονομικά και ηθικά τους φυγάδες αξιωματικούς της Άμυνας Κωνσταντινούπολης. Το σύνολο του Τύπου της Πόλης στήριζε τους αμυνίτες και τον Βενιζέλο, ενώ η κυβερνητική επιρροή και προπαγάνδα ήταν ασθενική ως ανύπαρκτη.[38] Βάσει απόρρητων πληροφοριών της ελληνικής κυβέρνησης, η ηγεσία της Άμυνας Κωνσταντινούπολης βρισκόταν σε επαφές με τον Νικόλαο Πολίτη για την στήριξη της αμφιλεγόμενης εκλογής του βενιζελικού Μελέτιου Μεταξάκη στον Θρόνο του Πατριάρχη,[39] την οποία δεν αναγνώρισε η ελληνική κυβέρνηση. Οι αμυνήτες της Κωνσταντινούπολης, αλλά κατεξοχήν ο Κονδύλης, αρθρογραφούσαν στον βενιζελικό τοπικό τύπο, κυρίως στην Πρωία, υβρίζοντας και κατηγορώντας τον Βασιλιά για την επιδείνωση της κατάστασης ζητώντας από τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς του μετώπου να στρέψουν τα όπλα εναντίον τους, ενώ τα έντυπα αυτά διένειμε το κεμαλικό επιτελείο με ρίψη από αεροπλάνα στις ελληνικές προφυλακές προκαλώντας σύγχυση.[40]
Ομοίως στη Σμύρνη αναπτύχθηκε η οργάνωση Μικρασιατική Άμυνα με σαφή βενιζελικό προσανατολισμό παρά τις περί του αντιθέτου υπερκομματικές δημόσιες διακηρύξεις της. Η κυβέρνηση είχε απόρρητες πληροφορίες ότι οι ντόπιοι σχεδίαζαν βενιζελικό κίνημα στη Σμύρνη ήδη από τον Ιανουάριο του 1922.[41] Ο βενιζελικός χαρακτήρας του μελετώμενου κινήματος με προοπτική ανατροπής του αντιβενιζελικής Εθνοσυνέλευσης είχε επισημανθεί και από τον Ύπατο Αρμοστή της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη Ν. Τριανταφυλλάκο που προειδοποίησε την κυβέρνηση ότι το κίνημα θα οδηγούσε σε εμφύλιο.[42] Άλλωστε η ίδια η ονομασία των δύο οργανώσεων παρέπεμπε στην Άμυνα Θεσσαλονίκης του 1916[43] και φανέρωνε τις διαθέσεις των μελών τους, ενώ φαίνεται ότι ο Γούναρης είχε λεπτομερή ενημέρωση για τις δραστηριότητες των δύο αυτών βενιζελικών οργανώσεων.[44] Αλλά και οι Άγγλοι που γνώριζαν λεπτομερώς τις ζυμώσεις αυτές, επιβεβαίωναν ότι ο χαρακτήρας της Μικρασιατικής Άμυνας δεν ήταν υπερκομματικός, αλλά καθαρά βενιζελικός με πρόθεση ανατροπής του Κωνσταντίνου και των αντιβενιζελικών.[45] Ο Βενιζέλος στο Παρίσι ήταν ενημερωμένος για τις εξελίξεις μέσω του Περικλή Αργυρόπουλου και επιδοκίμαζε τη δραστηριότητα της οργάνωσης.[46]
Η οργάνωση πλησίασε τον Παπούλα στην Σμύρνη τον Φεβρουάριο του 1922 και του πρότειναν την αρχηγεία του κινήματος που θα έσωζε τον μικρασιατικό ελληνισμό από την καταστροφή. Ο Παπούλας δελεάστηκε από την πρόταση που συνοδευόταν από αναρίθμητες κολακείες προς το πρόσωπό του και αρχικά δέχθηκε, θέτοντας όμως τον αντιφατικό όρο για συνεννόηση αλλά και ενίσχυση από την ελληνική κυβέρνηση. Ακολούθως, οι εκπρόσωποι του Παπούλα συνταγματάρχης Σαρηγιάννης και ταγματάρχης Σκυλακάκης μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη και μετείχαν σε συνεχείς συσκέψεις με τον πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη και με βενιζελικούς ιθύνοντες για να οργανωθεί καλύτερα το μελετώμενο κίνημα. Ο Δαγκλής στην Αθήνα είχε λεπτομερή ενημέρωση για τις κινήσεις μεταξύ Σμύρνης και Κωνσταντινούπολης και προσπάθησε να κινητοποιήσει τον Βενιζέλο ισχυριζόμενος ότι αν ο μικρασιατικός στρατός άντεχε για λίγους μήνες εναντίον του Κεμάλ θα κινούσε την συμπάθεια της Διεθνούς Κοινής Γνώμης.[47]
Οι αντιβενιζελικοί όμως αντιμετώπισαν με εχθρότητα την Μικρασιατική Άμυνα την οποία αντιλαμβάνονταν ως εξωθεσμικό όχημα επιστροφής των βενιζελικών στην εξουσία κατά το προηγούμενο της Άμυνας Θεσσαλονίκης. Έγραφε ο Γ. Βλάχος στην Καθημερινή: «Ἐνθυμούμεθα την βενιζελικὴν Άμυναν και τα βενιζελικὰ κινήματα, τα οποία ήρχιζαν πάντοτε με έν κήρυγμᾳ εθνικόν, όπως το κίνημα του Θερίσσου και το κίνημα της Θεσσαλονίκης, καὶ κατέληγον πάντοτε εις μίαν ανατροπὴν του Ιθύνοντος, και μίαν εγκατάστασιν βενιζελικής δικτατορίας».[48] Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση είχε πληροφορίες ότι πίσω από τις οργανώσεις αυτές βρισκόταν ο Μελέτιος Μεταξάκης, ενώ υπήρχαν πληροφορίες και για σχέδια των Αμυνητών για δολοφονία του Γούναρη.[49]
– Συνωμοσίες των αξιωματικών του μετώπου.
Οι δύο οργανώσεις βρίσκονταν από τις αρχές του 1922 σε επαφές με βενιζελικούς αξιωματικούς του μετώπου όπως ο Πλαστήρας, αλλά και με τον Παπούλα προετοιμάζοντας ένα στρατιωτικό κίνημα κατά των αντιβενιζελικών.[50] Μετά την αποτυχία της εκστρατείας του Σαγγαρίου, ο Πλαστήρας και πολλοί άλλοι βενιζελικοί αξιωματικοί είχαν κάνει σχετικές συνεννοήσεις τόσο με βενιζελικούς παράγοντες στην Αθήνα όσο και με εκπροσώπους της βενιζελικής Μικρασιατικής Άμυνας,[51] ενώ συνεννοήσεις γίνονταν και με στελέχη της Εθνικής Άμυνας στην Κωνσταντινούπολη μέσω συνδέσμων.[52] Ο Αλέξανδρος Ζάννας αποκάλυψε με άρθρο του στο Βήμα το 1959 ότι είχε επισκεφθεί τον Μάρτιο του 1922 την Σμύρνη και είχε συναντηθεί μυστικά με τον Πλαστήρα προετοιμάζοντας ένα στρατιωτικό κίνημα.[53] Οι σχετικές συνεννοήσεις στη Σμύρνη διεξάγονταν σχεδόν φανερά,[54] ενώ γίνονταν συνεννοήσεις και με βενιζελικούς αξιωματικούς των Αθηνών. Ο σύνδεσμος ο οποίος μετέφερε μηνύματα και υποβοηθούσε τις συνεννοήσεις με την Αθήνα ήταν ο πολεμικός ανταποκριτής του Ελευθέρου Βήματος Κώστας Καραμούζης (Αθάνατος), ο οποίος στις αναμνήσεις του επιβεβαιώνει ότι η προεργασία για την εξέγερση των αξιωματικών είχε γίνει πολλούς μήνες πριν την καταστροφή.[55]
Οι συνεννοήσεις μεταξύ των βενιζελικών αξιωματικών για ένα κίνημα κατά της κυβέρνησης ήταν συνεχείς με την ελληνική αποτυχία στο Σαγγάριο, ενώ σε αυτές συμμετείχαν ακόμη και κάποιοι αντιβενιζελικοί παραμείναντες. Οι συνεννοήσεις αυτές και οι επιδιώξεις τους που κυρίως αφορούσαν την ανατροπή της κυβέρνησης αποτυπώνονταν σε πρωτόκολλα που κυκλοφορούσαν μεταξύ των αξιωματικών και υπογράφονταν αθρόα.[56] Η πρώτη σκέψη των αξιωματικών ήταν ένα αυτονομιστικό κίνημα στη Μικρά Ασία με επικεφαλής τον Αριστείδη Στεργιάδη, καθώς ο Βενιζέλος δεν ήταν αρεστός από πολλούς παραμείναντες.[57] Όλη αυτή η συνωμοτική δραστηριότητα δεν μετουσιώνονταν σε πράξη, λόγω της αρνητικής στάσης των ανώτερων αξιωματικών, της κατηγορηματικής άρνησης του Στεργιάδη όταν του έγινε σχετική κρούση τον Ιανουάριο του 1922, αλλά και της επαμφοτερίζουσας στάσης του Παπούλα. Επίσης οι επίδοξοι κινηματίες προβληματίζονταν από τις επιπτώσεις που θα είχε το κίνημά τους που ίσως τις εκμεταλλευόταν ο Κεμάλ. Έτσι τελικά οι ευθύνες για την κατάρρευση του μετώπου θα μεταφέρονταν από τους ώμους της κυβέρνησης στους δικούς τους.[58]
– Οι αιτίες πίσω από την τελική αποτυχία των πρωτοβουλιών.
Ο Παπούλας αμφιταλαντευόταν καθώς διέκρινε ότι οι κινηματίες δεν είχαν τις απαιτούμενες δυνατότητες για ένα τόσο απαιτητικό εγχείρημα, ενώ η κυβέρνηση τον διαβεβαίωσε επίσημα σε σύσκεψη στην Αθήνα στις 16 Μαρτίου 1922 ότι δεν σκόπευε να εγκαταλείψει την Μικρά Ασία. Οι εκπρόσωποι της Μικρασιατικής Άμυνας συνέχισαν την δραστηριότητά τους προσπαθώντας να ενεργοποιήσουν τον Βενιζέλο προς την κατεύθυνση των Συμμάχων και να πείσουν τους Παπούλα και Στεργιάδη να στηρίξουν τα σχέδιά τους, ενώ στις σχετικές συνεννοήσεις για το αυτονομιακό κράτος συμμετείχαν και βενιζελικοί αξιωματικοί του μετώπου.[59] Θεωρητικά ο Παπούλας έδειχνε επαμφοτερίζον, αλλά πρακτικά άδειασε τους κινηματίες καθώς σε επιστολή του έθετε ως απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρχουν πιθανότητες επιτυχίας, τη συμμετοχή του Στεργιάδη,[60] ενώ με ανακοίνωσή του στις 13 Απριλίου 1922 διέψευσε κάθε διάδοση για κίνημα στη Μικρά Ασία ανανεώνοντας την υπακοή του στην κυβέρνηση.[61]
Η τελική κρούση προς τους Συμμάχους υπέρ μιας βενιζελικής Μικρασιατικής Άμυνας έγινε από τον ίδιο τον Βενιζέλο σε συνέντευξή του με τον Sir E. Crowe στις 25 Μαΐου 1922. Ο Βενιζέλος παραδέχθηκε ότι ήταν μοιραίο να εκκενωθεί η Μικρά Ασία από τα ελληνικά στρατεύματα, αλλά θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια πολιτοφυλακή από ντόπιους Μικρασιάτες υπό την καθοδήγηση Ελλήνων (βενιζελικών) αξιωματικών που θα απέτρεπαν τις σφαγές των χριστιανών. Αυτό που ζητούσε ο Βενιζέλος από τους Συμμάχους ήταν να αναλάβουν την χρηματοδότηση του εγχειρήματος, η οποία αν μοιραζόταν στις τρεις Μ. Δυνάμεις θα ήταν ένα πενιχρό ποσό.[62] Οι Άγγλοι ιθύνοντες αποθάρρυναν τον Βενιζέλο, καθώς είχαν πληροφορίες ότι το όλο εγχείρημα δεν είχε δυναμική,[63] ενώ και ο Κουντουριώτης όταν βολιδοσκοπήθηκε για να αναλάβει την ηγεσία του, αρνήθηκε.[64]
Ο βασικός λόγος αποτυχίας των συνομωσιών, ήταν οι πενιχρές έως ανύπαρκτες δυνατότητες που υπήρχαν,[65] καθώς ήταν λίαν αμφίβολο αν η Μικρασιατική Άμυνα μπορούσε να παρατάξει πάνω από 22.000 ενόπλους ενώ μια επιστράτευση στην Κωνσταντινούπολη δεν θα πρόσφερε πάνω από 7.000 ενόπλους. Οι κινηματίες δεν διέθεταν καθόλου χρήματα, ενώ από τους 26.000 Μικρασιάτες που βρίσκονταν ήδη στον Ελληνικό Στρατό και υποτίθεται ότι θα ενίσχυαν το εγχείρημα, ήδη 6.000 είχαν λιποτακτήσει και περιφέρονταν στην ύπαιθρο.[66] Ο ίδιος ο Δαγκλής στην επιστολή του στον Βενιζέλο παραδεχόταν τις δυσκολίες που παρουσίαζε το εγχείρημα και στήριζε τις ελπίδες του στην βοήθεια της ελληνικής κυβέρνησης και στην εθελοντική παραμονή στρατιωτών του Ελληνικού εκστρατευτικού Σώματος.[67]
Ο Παπούλας, στις διαπραγματεύσεις του με τους εκπροσώπους των κινηματιών ζήτησε 40-50.000 ενόπλους με μοναδική αποστολή να εξασφαλίσουν την τάξη στο βιλαέτι της Σμύρνης, χωρίς να μπορούν να αντιτάξουν την παραμικρή αντίσταση σε μια πιθανή επίθεση του Κεμάλ, κάτι που όφειλαν οι Μ. Δυνάμεις να εξασφαλίσουν (πως άραγε;) ότι δεν θα γινόταν.[68] Ο Νικόλαος Θεοτόκης τηλεγράφησε στον Παπούλα ότι η συζήτηση να αναλάβει τον αγώνα μια ανεπίσημη ιδιωτική οργάνωση όταν θα έχει αποτύχει ο Ελληνικός Στρατός και το επίσημο ελληνικό κράτος, στερείται σοβαρότητας. Άλλος βασικός λόγος αποτυχίας των συνομωσιών αποτέλεσε η αρνητική στάση του Στεργιάδη που θεώρησε ότι ένα τέτοιο κίνημα δεν είχε καμία πιθανότητα επιτυχίας, στάση που δημιούργησε έχθρα με τον Βενιζέλο.[69]
Αλλά και μεταξύ βενιζελικών αξιωματικών σημειώνονταν διενέξεις, καθώς σύμφωνα με τον Αργυρόπουλο οι ανώτεροι αξιωματικοί στην Κωνσταντινούπολη δεν ανέχονταν την δραστηριότητα του Κονδύλη που τους παραμέριζε συνεχώς, έχοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων.[70] Σύμφωνα με τον Σπυρίδωνος, και αν ακόμη η επίθεση του Κεμάλ δεν γινόταν το καλοκαίρι του 1922, ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία θα διαλυόταν τον χειμώνα του 1922 προς 1923 μεταβάλλοντας τον πόλεμο προς τους Τούρκους σε εμφύλιο.[71]
Το ετεροχρονισμένο αποτέλεσμα των συνομωσιών στο μέτωπο – Η Επανάσταση του 1922.
Η κατάρρευση του μετώπου την 15η Αυγούστου του 1922, σύντομα μετατράπηκε σε άτακτη φυγή των ελληνικών στρατευμάτων σφραγίζοντας την καταστροφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Το μέγεθος της καταστροφής συντάραξε τον ελληνισμό και οδήγησε σε εξέγερση αξιωματικούς του στρατού που είχαν καταφύγει με τις μονάδες τους στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Η συνωμοσία τους που εξυφάνθηκε σχεδόν ακαριαία δεν ήταν αυθόρμητη όπως δήθεν παρουσιάστηκε εκ των υστέρων, αλλά είχε τις ρίζες της στις συνωμοσίες που είχαν γίνει μετά την αποτυχία του Σαγγαρίου. Σύμφωνα άλλωστε και με τον Άγγλο πρεσβευτή Lindley ήταν ξεκάθαρο ότι η συνωμοσία είχε εξυφανθεί από αξιωματικούς του Στρατού της Μικράς Ασίας αρκετούς μήνες πριν από την κατάρρευση του μετώπου.[72]
Ο αρχικός πυρήνας των αξιωματικών που προσχώρησαν στο κίνημα της Επανάστασης του 1922 ήταν κυρίως βενιζελικής προέλευσης από αυτούς που είχαν συμμετάσχει στις συνωμοσίες από τον Ιανουάριο του 1922. Έτσι από τους πρώτους που μυήθηκαν ήταν ο συνταγματάρχης Παναγιώτης Γαρδίκας, ο αντισυνταγματάρχης Μιλτιάδης Κοιμήσης, οι ταγματάρχες Ευριπίδης Μπακιρτζής (που ανέλαβε επιτελάρχης του εγχειρήματος), Κωνσταντίνος Βεντήρης, Ηλίας Διάμεσης και Νικόλαος Βαμβακόπουλος. Για μια σειρά από λόγους το κίνημα αγκαλιάστηκε από το σύνολο των μεσαίων αξιωματικών και αρχικά απέκτησε ένα σαφή υπερκομματικό χαρακτήρα. Ο φαινομενικά εθνικός υπερκομματικός χαρακτήρας του, συντέλεσε και στην αρχική αποδοχή του από την ελληνική κοινωνία.
Εν κατακλείδι
Οι συνωμοσίες των βενιζελικών αξιωματικών στη Μικρά Ασία κατά των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων επηρέασαν αναμφίβολα το τελικό αποτέλεσμα της εκστρατείας όσον αφορά την στρατιωτική πτυχή της. Είναι επίσης ενδεικτικές του εσωτερικού διχασμού του σώματος των αξιωματικών, που ταλάνισε μεσοπολεμικά την Ελλάδα, δημιουργώντας αντικοινοβουλευτικούς θύλακες στις τάξεις του Στρατού και παρατεταμένη πολιτική αστάθεια.
Επίσης μπορούμε με ασφάλεια να αποφανθούμε ότι διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο στην πυροδότηση της Επανάστασης του 1922 που επηρέασε αποφασιστικά τις πολιτικές και πολιτειακές εξελίξεις στη Χώρα τουλάχιστον μέχρι το 1926.
Τέλος, ο διχασμός του σώματος των Ελλήνων Αξιωματικών την περίοδο 1917-1922 υπονόμευσε αποφασιστικά την πολιτική νομιμότητα σε όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου, ενώ οι επιπτώσεις της αγγίζουν τόσο την Εθνική Αντίσταση όσο και τον Στρατό της Μέσης Ανατολής κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.-
Πηγές
Πρωτογενείς
Αδημοσίευτες
Αρχείο Δημήτριου Γούναρη, αταξινόμητο, Ε.Λ.Ι.Α.
Αρχείο Ελευθέριου Βενιζέλου, φακ. 316/37, Ε.Λ.Ι.Α.
Αρχείο Ν. Αποστολόπουλου, φακ. 4.1, Ε.Λ.Ι.Α.
Αρχείο Οικογένειας Μερκάτη, φακ. 8.2, Ε.Λ.Ι.Α.
Αρχείο Γεώργιου Στρέιτ, φακ.19.6, Ε.Λ.Ι.Α.
Δημοσιευμένες
Documents of British foreign policy 1919-1939, First Series Volume XVIII, (Greece and Turkey 1922 – 1923), Her Majesty’s Stationery Office, London 1972.
Αρχείο Στρατηγού Π. Γ. Δαγκλή (αναμνήσεις-έγγραφα-αλληλογραφία), Τόμος Β΄, επιμ. Ξ. Λευκοπαρίδης, βιβλιοπωλείο Βαγιωνάκη, Αθήνα 1965.
Δεμέστιχας Παναγιώτης, Αναμνήσεις… , Πελασγός, Αθήνα2002.
Δούσμανης Βίκτωρ, Η εσωτερική όψις της Μικρασιατικής εμπλοκής, Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 2006.
Ζαβιτσιάνος Κωνσταντίνος Γ., Αι αναμνήσεις εκ της Ιστορικής διαφωνίας Βασιλέως Κωνσταντίνου και Ελευθέριου Βενιζέλου όπως τις έζησε (1914-1922), τόμος Β΄, Αθήνα 1946.
Ιστορία ΓΕΣ, Επιχειρήσεις Προύσης Ουσάκ (Ιούλιος – Νοέμβριος 1920), ΔΙΣ, Αθήνα 1957.
Καραμούζης (Αθάνατος)Κώστας, Το εθνικόν κίνημα Χίου – Μυτιλήνης, Αθήναι 1923.
Μαζαράκης – Αινιάν Αλέξανδρος, Απομνημονεύματα, Αετός, Αθήναι 1948.
Μπουλαλάς Κλεάνθης, Η Μικρασιατική εκστρατεία 1919-1922, Αθήνα 1959.
Παναγάκος Παναγιώτης, Συμβολήν εις την ιστορίαν της δεκαετίας 1912-1922, Αθήνα 1961.
Παρασκευόπουλος Λεωνίδας, Αναμνήσεις 1896–1920, Τόμος Δεύτερος, Πυρσός, Αθήνα 1934.
Πρίγκιπας Ανδρέας (Βασιλόπαις), Δορύλαιον – Σαγγάριος 1921, Αετός, Αθήνα 2009.
Ροδάς Μιχαήλ, Η Ελλάδα στη Μικράν Ασία (1918-1922), Τυπογραφεία Κλεισιούνη, Αθήνα 1950.
Σπαής Λεωνίδας, Πενήντα χρόνια στρατιώτης στην υπηρεσία του έθνους και της δημοκρατίας, Μέλισσα, Αθήνα 1971.
Σπυρίδωνος Γεώργιος Λ., Η Μικρασιατική Εκστρατεία όπως την είδα – Πόλεμος και Ελευθερίαι, Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα, 2011.
Τσαγγαρίδης Ιωάννης Χρ., Το Ημερολόγιο ενός Στρατηγού – Σελίδες νεοελληνικής ιστορίας, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1987.
Φεσσόπουλος Γεώργιος Φ., Οι διχόνοιες των αξιωματικών μας και η διάλυση του στρατού μας στην Μικρά Ασία, Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 2007.
Δευτερογενείς πηγές
Herring Gunnar, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα (τόμος Β΄), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006.
Smith Michael Llewellyn, Το όραμα της Ιωνίας (Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919-1922), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004.
Βερέμης Θάνος, Οι επεμβάσεις του στρατού στην ελληνική πολιτική (1916-1936), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2018.
Βήττος Χρήστος, Ο Εθνικός Διχασμός και η γαλλική κατοχή (1915-1920), Όλυμπος, Θεσσαλονίκη 2008.
Βλάσσης Κωνσταντίνος Δ., «Οίκαδε» – Ο κυβερνητικός και πολεμικός σχεδιασμός το κρίσιμο 1922, Archive, Αθήνα 2022.
Δασκαρόλης Ιωάννης Β., Δημοκρατικά Τάγματα – οι Πραιτωριανοί της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, Παπαζήσης, Αθήνα 2019.
Μαλέσης Δημήτρης, Ήττα – Θρίαμβος – Καταστροφή (Ο στρατός στο Ελληνικό κράτος από το 1898 έως το 1922), Επίκεντρο, Αθήνα 2017.
Ρούσσος Γεώργιος, Νεότερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΣΤ΄, Ελληνική Μορφωτική Εστία, Αθήνα 1975.
Στρατηγός Ξενοφών, Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία, Δαμιανός, Αθήνα 1999.
Εφημερίδες
Καθημερινή.
Σημειώσεις
[1] Κωνσταντίνος Γ. Ζαβιτσιάνος, Αι αναμνήσεις εκ της Ιστορικής διαφωνίας Βασιλέως Κωνσταντίνου και Ελευθέριου Βενιζέλου όπως τις έζησε (1914-1922), τόμος Β΄, Αθήνα 1946, σ.33.
[2] Παναγιώτης Παναγάκος, Συμβολήν εις την ιστορίαν της δεκαετίας 1912-1922, Αθήνα 1961, σ. 362.
[3] Αρχείο Στρατηγού Π. Γ. Δαγκλή (αναμνήσεις-έγγραφα-αλληλογραφία), Τόμος Β΄, επιμ. Ξ. Λευκοπαρίδης, βιβλιοπωλείο Βαγιωνάκη, Αθήνα 1965, σ. 251-253.
[4]Δημήτρης Μαλέσης, Ήττα – Θρίαμβος – Καταστροφή (Ο στρατός στο Ελληνικό κράτος από το 1898 έως το 1922), Επίκεντρο, Αθήνα 2017, σ. 145.
[5] Στο ίδιο, σ. 253-257. Μερικοί από τους γνωστούς αντιβενιζελικούς αξιωματικούς που εξορίστηκαν ήταν ο Επίλαρχος Αλέξανδρος Παπάγος, ο Αντιστράτηγος Στέφανος Γεννάδης, ο Αντισυνταγματάρχης Αθανάσιος Σουλιώτης (Νικολαΐδης) αλλά και ο Μίκης Μελάς γιός του Μακεδονομάχου ήρωα Παύλου Μελά, βλ. Χρήστος Βήττος, Ο Εθνικός Διχασμός και η γαλλική κατοχή (1915-1920), Όλυμπος, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 367.
[6] Γεώργιος Φ. Φεσσόπουλος, Οι διχόνοιες των αξιωματικών μας και η διάλυση του στρατού μας στην Μικρά Ασία, Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 2007, σελ. 23-24.
[7] Στο ίδιο, σελ. 26.
[8] Η μαρτυρία προέρχεται από τον αμυνίτη βενιζελικό αξιωματικό Δημήτριο Βακά που φέρεται να ήταν από τους πρωτεργάτες της κίνησης, βλ. Βακάς, ό.π., σ. 518.
[9] Michael Llewellyn Smith, Το όραμα της Ιωνίας (Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919-1922), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004, σελ. 263. Ιστορία ΓΕΣ, Επιχειρήσεις Προύσης Ουσάκ (Ιούλιος – Νοέμβριος 1920), ΔΙΣ, Αθήνα 1957, σελ. 266.
[10] Ιωάννης Χρ. Τσαγγαρίδης, Το Ημερολόγιο ενός Στρατηγού – Σελίδες νεοελληνικής ιστορίας, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1987, σελ. 60.
[11] Στο ίδιο, σελ. 59.
[12] Παναγιώτης Δεμέστιχας, Αναμνήσεις… , Πελασγός, Αθήνα 2002, σελ. 59.
[13] Αλέξανδρος Μαζαράκης – Αινιάν, Απομνημονεύματα, Αετός, Αθήναι 1948, σ. 283.
[14] Σπυρίδωνος, ό.π., σελ. 104.
[15] Smith, σελ. 263.
[16] Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, Αναμνήσεις 1896–1920, Τόμος Δεύτερος, Πυρσός, Αθήνα 1934, σ. 372.
[17] Τσαγκαρίδης, ό.π., σελ. 59
[18] Κλεάνθης Μπουλαλάς, Η Μικρασιατική εκστρατεία 1919-1922, Αθήνα 1959, σ. 94· Μιχαήλ Ροδάς, Η Ελλάδα στη Μικράν Ασία (1918-1922), Τυπογραφεία Κλεισιούνη, Αθήνα 1950, σ. 188.
[19] Μπουλαλάς, ό.π., σ. 96.
[20] Τσαγκαρίδης, ό.π., σελ. 61
[21] Στο ίδιο.
[22] Στο ίδιο, σ. 59, 60, 62, 63.
[23] Γεώργιος Λ. Σπυρίδωνος, Η Μικρασιατική Εκστρατεία όπως την είδα – Πόλεμος και Ελευθερίαι, Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 2011, σ. 105–106.
[24] Ιστορία ΓΕΣ, ό.π., σελ. 269.
[25] Λεωνίδας Σπαής, Πενήντα χρόνια στρατιώτης στην υπηρεσία του έθνους και της δημοκρατίας, Μέλισσα, Αθήνα 1971, σελ. 123-124.
[26] Δεμέστιχας, ό.π. σελ. 59-60
[27] Ιωάννης Β. Δασκαρόλης, Δημοκρατικά Τάγματα – οι Πραιτωριανοί της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, Παπαζήσης, Αθήνα 2019.
[28] Ενδεικτικά και μόνο, Ε.Λ.Ι.Α., Αρχείο Δημήτριου Γούναρη, φάκ. 1.1, επιστολή Αθ. Μίχα προς Γούναρη, 16 Ιουνίου 1921. Ο Αθανάσιος Μίχας ήταν γνωστός λογοτέχνης, υποστηρικτής της Βασιλείας, ενώ είχε διατελέσει συντάκτης της αντιβενιζελικής εφημερίδας Αθηναϊκή. Σε δύο επιστολές του προς τον Γούναρη θυμίζει τις υπηρεσίες του προς την αντιβενιζελική παράταξη και τους κινδύνους που τον εξέθεσαν αυτές την προηγούμενη τριετία, ζητώντας την μετάθεση του άρρωστου αδερφού του από το μέτωπο στη Σμύρνη ή την Ανδριανούπολη και τον διορισμό του ίδιου σε μια δημόσια υπηρεσία.
[29] ΦΕΚ 272, 26ης Νοεμβρίου 1920, «Περί επαναφοράς δικαστικών και εισαγγελικών υπαλλήλων»· ΦΕΚ 279, 4ης Δεκεμβρίου 1920, «Περί επαναφοράς των απολυθέντων μονίμων υπαλλήλων».
[30] ΦΕΚ 290, 21ης Δεκεμβρίου 1920, «Περί απαλλαγής από των ποινών της λιποταξίας και ανυποταξίας των οπλιτών του Στρατού»· Μαλέσης, ό.π., σ. 177.
[31] ΦΕΚ 287, 15ης Δεκεμβρίου 1920, «Περί αποκαταστάσεως αξιωματικών εις σειράν αρχαιότητός των».
[32] Παναγάκος, ό.π., σ. 443-444, Φεσσόπουλος, ό.π., σελ. 69-70.
[33] Φεσσόπουλος, ό.π., σελ. 28-29.
[34] Ροδάς, ό.π., σ. 192.
[35] Βίκτωρ Δούσμανης, Η εσωτερική όψις της Μικρασιατικής εμπλοκής, Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 2006, σ. 27.Στο ίδιο.
[36] Ροδάς, ό.π., σ. 194.
[37] Αλέξανδρος Μαζαράκης, Χαράλαμπος Τσερούλης, Αλέξανδρος Οθωναίος και Κωνσταντίνος Νίδερ. Smith, σελ. 319. Θάνος Βερέμης, Οι επεμβάσεις του στρατού στην ελληνική πολιτική (1916-1936), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2018, σελ. 82.
[38] Λεπτομερείς πληροφορίες για τον βενιζελισμό των Ελλήνων της Πόλης και τις δραστηριότητες που ανέπτυξαν σε: Ε.Λ.Ι.Α., Αρχείο Γεώργιου Στρέιτ, φάκ. 19.6, Κωνσταντινούπολη 1921-22.
[39] Ε.Λ.Ι.Α., Αρχείο Οικογένειας Μερκάτη, φάκ. 8.2, πληροφορίαι 7ης Δεκεμβρίου 1921.
[40] Σπυρίδωνος, ό.π., σελ. 226. Παναγάκος, ό.π., σελ.511-512.
[41] Ε.Λ.Ι.Α., Αρχείο Οικογένειας Μερκάτη, φάκ. 8.2, πληροφορίαι 27ης Ιανουαρίου 1922.
[42] Ξενοφών Στρατηγός, Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία, Δαμιανός, Αθήνα 1999, σ. 353.
[43] Οι πληροφορίες της κυβέρνησης για την δραστηριότητα της Άμυνας Κωνσταντινούπολης προερχόταν από αξιωματικό που είχε παρεισφρήσει στις τάξεις της και βρισκόταν υπό τις άμεσες διαταγές του Κονδύλη, βλ. Ε.Λ.Ι.Α., Αρχείο Οικογένειας Μερκάτη, φάκ. 8.2, πληροφορίαι 18ης Φεβρουαρίου 1922.
[44] Ε.Λ.Ι.Α., Αρχείο Δημήτριου Γούναρη, αταξινόμητο, έγγραφο 23ης Απριλίου 1922.
[45] Lindley προς Curzon, Αθήνα, 1 Απριλίου 1922, αρ. 116, DBFP 1919-1939, First Series, v. XVII, σ. 770.
[46] Smith, ό.π., σελ. 420.
[47] Μ.Μ., Α.Ε.Β., φάκ. 316/37, επιστολή Δαγκλή προς Βενιζέλο, 12 Απριλίου 1922.
[48] Καθημερινή, 16.4.1922.
[49] Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης, «Οίκαδε» – Ο κυβερνητικός και πολεμικός σχεδιασμός το κρίσιμο 1922, Archive, Αθήνα 2022, σελ. 37.
[50] Ένα χρονικό των συνεννοήσεων αυτών υπάρχει σε επιστολή του Ν. Αποστολόπουλου στον Βενιζέλο. Ε.Λ.Ι.Α., Αρχείο Ν. Αποστολόπουλου, φάκ. 4.1, επιστολή Αποστολόπουλου προς Βενιζέλο, 27 Απριλίου 1922.
[51] De Marcilly (γαλλική πρεσβεία Αθηνών) προς Quai d’ Orsay, 11 Απριλίου 1922, ΑΜΑΕ, Grece 1918-1940, 56, στο: Ριζάς, Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, ό.π., σ. 314.
[52] Γεώργιος Ρούσσος, Νεότερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΣΤ΄, Ελληνική Μορφωτική Εστία, Αθήνα 1975, σ. 298.
[53] Smith, ό.π., σ. 324.
[54] Πρίγκιπας Ανδρέας (Βασιλόπαις), Δορύλαιον – Σαγγάριος 1921, Αετός, Αθήνα 2009, σ. 236.
[55] Κώστας Καραμούζης (Αθάνατος), Το εθνικόν κίνημα Χίου – Μυτιλήνης, Αθήναι 1923, σ. 102.
[56] Παναγάκος, ό.π., σελ. 530.
[57] Ροδάς, ό.π., σελ. 269.
[58] Σπυρίδωνος, ό.π., σελ. 227.
[59] Αναφορά Ελληνικής πρεσβείας στην Αμερική 3ης Μαρτίου 1922, σε Παναγάκος, ό.π., σελ. 533.
[60] Smith, ό.π., σελ. 456.
[61] Ροδάς, ό.π., σελ. 280-281.
[62] (Καταγραφή συζήτησης του Sir E. Crowe με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, Λονδίνο, 25 Μαΐου 1922), DBFP 1919-1939, First Series, v. XVII, σ. 836.
[63] Lindley προς Curzon, Αθήνα, 18 Απριλίου 1922, αρ. 146, DBFP 1919-1939, First Series, v. XVII, σ. 786.
[64] Θάνος Βερέμης, Οι επεμβάσεις του στρατού στην ελληνική πολιτική (1916-1936), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2018, σελ. 89.
[65] Smith, ό.π., σελ. 459.
[66]Ε.Λ.Ι.Α., Αρχείο Ν. Αποστολόπουλου, φάκ. 4.1, επιστολή Αποστολόπουλου προς Βενιζέλο, 27 Απριλίου 1922.
[67] Μ.Μ., Αρχείο Ελευθέριου Βενιζέλου, φάκ. 316/37, επιστολή Δαγκλή προς Βενιζέλο, 12 Απριλίου 1922.
[68] Στο ίδιο.
[69] Ζαβιτσιάνος, Τόμος Β΄, ό.π., σ. 144-147· Ροδάς, ό.π., σ. 277, Smith, σελ. 474-475.
[70] Βερέμης, ό.π., σελ. 90.
[71] Σπυρίδωνος, ό.π., σελ. 228.
[72] Lindley προς Curzon, Αθήνα, 1 Οκτωβρίου 1922, αρ. 556, DBFP 1919-1939, First Series, v. XVIII, σ. 127.