Η Συμφωνία “Αντιτορπιλικά έναντι Βάσεων” (1940-41): αλλαγή παγκόσμιας ηγεμονίας μεταξύ ΗΠΑ και Μ. Βρετανίας

του Χρίστου Δαγρέ,

Σύμφωνα με την κυρίαρχη ιστοριογραφία, οι ΗΠΑ εισήλθαν στον Β’ Παγκ. Πόλεμο (Β’ΠΠ) μετά την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ την 7η Δεκεμβρίου 1941 [1]. Ωστόσο, μέχρι τότε και ενώ μαίνονταν ο πόλεμος στη Δυτική Ευρώπη οι ΗΠΑ έπαιρναν τον χρόνο τους για να προετοιμάσουν την εισόδο τους, διαμορφώνοντας παράλληλα και τις συνθήκες για την μεταπολεμική ισχυροποίηση τους, προσδοκώντας σε νίκη. Η πιο εμβληματική ενέργεια αυτής της περιόδου είναι η Συμφωνία “Αντιτορπιλικά έναντι Βάσεων” (Destroyers for Bases deal) μεταξύ των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας.

Η Συμφωνία υπογράφηκε επίσημα στις 27 Μαρτίου 1941 και αφορούσε τις βρετανικές στρατιωτικές βάσεις (με υποδομές για τη φιλοξενία ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων) που εκτείνονταν σε όλο το βόρειο Ατλαντικό από τον Καναδά μέχρι τις βόρειες ακτές της Ν. Αμερικής. Οι βάσεις βρίσκονταν στα νησιά Νιουφαουντλάντ (ανήκει στον Καναδά σήμερα), Βερμούδες, Τρίνιδαδ, Τζαμάϊκα, Αντίγκουα, Αγ. Λουκία και Μπαχάμες και τη βάση στην ηπειρωτική Βρετ. Γουϊάνα. Στους Αμερικάνους παραχωρήθηκε η χρήση των βάσεων αυτών για 99 χρόνια με αντάλλαγμα τη δωρεά 50 αντιτορπιλικών στο Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό.

H Συμφωνία αυτή ήταν προϊόν αλλαγών στο στρατηγικό σχεδιασμό των ΗΠΑ που ξεκινούν από τον Α’ Παγκ. Πόλεμο (Α’ΠΠ) εξαιτίας μεταβολών στην κυριαρχία επί νήσων του Ειρηνικού που πέρασαν από γερμανικό έλεγχο σε ιαπωνικό. Η Ιαπωνία πλέον κατείχε περιοχές που μπορούσαν να ελέγξουν (και να διακόψουν, εάν το αποφάσιζαν) σημαντικούς θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους, οι οποίοι είχαν αξιολογηθεί ως ζωτικοί για τις ΗΠΑ. Οι αλλαγές εκφράστηκαν μέσω του στρατηγικού σχεδιασμού War Plan Orange των ΗΠΑ που ξεκίνησε το 1924, ο οποίος συμπεριλάμβανε και τα υπερπόντια νησιά. Το War Plan Orange επικαιροποιούνταν περιοδικά, όποτε μεταβάλλονταν σημαντικά οι συνθήκες, αλλά ήταν προσανατολισμένο σταθερά στον Ειρηνικό και την Ιαπωνία. Λιγότερο σημαντικοί πολεμικοί σχεδιασμοί με άλλο κωδικό χρώμα είχαν ανατπυχθεί ανεξάρτητα για άλλους πιθανούς εχθρούς.

Ωστόσο, από το 1939 και έπειτα, η απτή πλέον πιθανότητα η Γερμανία να κυριαρχήσει στην Ευρώπη οδηγεί σε ριζική αλλαγή των σχεδίων σε συνδυασμό με την μεταφορά του ενδιαφέροντος στον Ατλαντικό. Επιπροσθέτως, ο κίνδυνος απώλειας ελέγχου της Διώρυγας του Παναμά υπογράμμισε ότι τελικά οι πιθανοί κίνδυνοι ασφαλείας σε Ατλαντικό και Ειρηνικό συνδέονται και αλληλοεπηρεάζονται. Οι ΗΠΑ σταδιακά ανέπτυξαν το δόγμα ότι η υπεράσπιση της χώρας απαιτούσε την υπεράσπιση ολόκληρου του Δυτικού Ημισφαιρίου, το οποίο με τη σειρά του προϋπόθετε την ικανότητα παρέμβασης σε παγκόσμιο επίπεδο οπότε η στρατηγική σημασία των νησιών, ειδικότερα αυτών στην Καραϊβική, πέρασε σε πρώτο πλάνο. Αυτό οδήγησε το 1939 στην σύμπτυξη των πολεμικών σχεδιασμών σε έναν κοινό, το Rainbow War Plans (Plan 1 – 5), υπό την εύλογη υπόθεση ότι οι ΗΠΑ μπορεί να εμπλακούν ταυτόχρονα σε συνδυασμένες πολεμικές επιχειρήσεις και στον Ατλαντικό και στον Ειρηνικό με δύο ή περισσότερους αντιπάλους που ίσως να συνεργάζονται μεταξύ τους. Μια σημαντική αλλαγή στα σχέδια αυτά ήταν η προσθήκη στις στρατηγικές προτεραιότητες όχι μόνο της εδαφικής υπεράσπισης της πατρίδας αλλά και της διατήρησης ανοικτών των παγκόσμιων εμπορικών δικτύων μέσω των ωκεάνιων οδών!

Τελικά, τα γεγονότα οδήγησαν στην πλήρη ή μερική κατάργηση των Rainbow Plans 1-4 (που προέβλεπαν περιορισμένη μόνο προβολή ισχύος) και κατέστησαν εφαρμόσιμο μόνο το #5 (αυτό που κυρίως ήθελαν να αποφύγουν), το οποίο προέβλεπε μεταφορά δυνάμεων σε Ευρώπη ή/και Αφρική. Η Συμφωνία “Αντιτορπιλικά αντί Βάσεων” ήταν μία από τις προβλέψεις των πρώτων 4 σχεδίων που υλοποιήθηκαν μερικώς μόνο, καθώς τους πρόλαβαν τα πολεμικά γεγονότα στην Ευρώπη. Ήδη από την 21η Μαϊου 1940, ο επικεφαλής του επιτελείου άμυνας επισημαίνει σε ανεπίσημο υπόμνημα ότι “πρέπει να γίνουν άμεσα βήματα (σ.σ. από τις ΗΠΑ) για να ελέγξουν τις Βρετανικές και Γαλλικές κτήσεις στον Ατλαντικό”.

Λεπτομέρειες της Συμφωνίας

Όπως ειπώθηκε, η συμφωνία περιλάμβανε τη δωρεά 50 Αμερικάνικων αντιτορπιλικών στο Βρετανικό Ναυτικό με αντάλλαγμα την παραχώρηση για 99 χρόνια των βρετανικών βάσεων στο Νιουφαουντλάντ, σε διάφορα νησιά της ΚαραΪβικής και στην ηπειρωτική Βρετ. Γουϊάνα. Τα αμερικάνικα αντιτορπιλικά ήταν κλάσης Town και είχαν ναυπηγηθεί κατά τη διάρκεια του Α’ΠΠ. Αν και είχαν ναυπηγηθεί επάνω στο πρότυπο των βρετανικών κλάσης V αντιτορπιλικών, είχαν εμφανίσει πληθώρα από γνωστά προβλήματα. Επιπλέον, οι βρετανοί διαπίστωσαν “με πικρό τρόπο και με ανθρώπινες απώλειες” ότι η γέφυρα του πλοίου ενίοτε δεν μπορούσε να αντέξει στις ακραίες καιρικές συνθήκες του βόρειου Ατλαντικού, καθιστώντας τα όχι τα ιδανικά πλοία συνοδείας νηοπομπών στον ωκεανό.

Απ’τη μεριά τους, οι Αμερικάνοι ήδη από το 19ο αιώνα επιδίωκαν να επεκταθούν στην Καραϊβική αλλά η ισχύς του βρετανικού ναυτικού ήταν φραγμός σε αυτά τα σχέδια, ενώ υπήρχαν πιο πιεστικές γεωπολιτικές ανάγκες που έθεταν ως πρώτη προτεραιότητα την επέκταση προς τα δυτικά [2]. Μία κίνηση για ενσωμάτωση της Βερμούδας και των Δυτ. Ινδιών όταν η Μ. Βρετανία αντιμετώπιζε προβλήματα αποπληρωμής των δανείων του Α’ΠΠ δεν προχώρησε. Tον Ιούλιο του 1939 με πρωτοβουλία των ΗΠΑ, διατυπώθηκε η πρόταση να κάνει το αμερικάνικο ναυτικό περιπολίες στο δυτικό Ατλαντικό, που θα περιλαμβάνουν και βρετανικά ύδατα, και τα πλοία και αεροσκάφη τους να έχουν πρόσβαση σε κάποιες βρετανικές βάσεις της Καραϊβικής, συμφωνία που τέθηκε σε ισχύ από τα τέλη Αυγούστου του 1939.

Στις 14 Μαΐου 1940 οι Γάλλοι αρχικά και μία μέρα αργότερα και ο βρετανός πρωθυπουργός Γ. Τσόρτσιλ (μόλις λίγες ημέρες μετά την άνοδο του στο αξίωμα), διατύπωσαν αίτημα προς την κυβέρνηση των ΗΠΑ για να τους δοθούν αντιτορπιλικά, χωρίς να υπάρχει αναφορά στις βάσεις του Ατλαντικού. Το αίτημα εξετάστηκε πιο ενεργά μετά τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας τον Ιούνιο του 1940 και τον Ιούλιο το βρετανικό υπουργικό συμβούλιο αποδέχτηκε την ανάγκη συμφωνίας (αν και την είχε απορρίψει ένα μήνα νωρίτερα). Ούτε στις ΗΠΑ ήταν γρήγορη ή εύκολη η αποδοχή της Συμφωνίας, εν μέρει εξαιτίας του Νόμου περί Ουδετερότητας αλλά και για πολιτικούς λόγους, δεδομένης της ισχύος των οπαδών της μη-εμπλοκής στον πόλεμο στο Κογκρέσο [3]. Ας μην ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε προεκλογική περίοδο καθώς στις 5 Νοεμβρίου 1940 ο Πρόεδρος Θήοντορ Ντέλανο Ρούσβελτ αντιμετώπισε (και κέρδισε) τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών Γ. Γουΐλκι.

Ο Πρόεδρος Ρούσβελτ ανησυχούσε ιδιαιτέρως για την κοινή γνώμη ωστόσο τόσο οι δημοσκοπήσεις όσο και η υποδοχή της από τα ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένων και πολλών αντιτιθέμενων ΜΜΕ σε πολεμική εμπλοκή των ΗΠΑ, έδειξαν ότι η Συμφωνία θα γίνονταν ευμενώς αποδεκτή. Σ’αυτό συνετέλεσε και η αρθρογραφία ειδικών (π.χ. του απόστρατου ναυάρχου Yates Stirling, Jr.) σε έγκριτα έντυπα όπου ανέλυσαν τα – μάλλον εμφανή – οφέλη για τις ΗΠΑ και την αναγκαιότητα ένταξης των νησιών του Ατλαντικού στο στρατηγικό σχεδιασμό. Ένα κρίσιμο σημείο ήταν η έμφαση που είχε δοθεί στον αμυντικό χαρακτήρα της συμφωνίας, όπου οι βάσεις παρουσιάζονταν ως μηχανισμός αποτροπής του πολέμου και όχι ως πιθανή αφορμή συμμετοχής σε αυτόν [4].

Αυτό το τελευταίο στοιχείο άρχισε να αλλάζει όσο κλιμακώνονταν η ένταση με την Ιαπωνία, με αποτέλεσμα σταδιακά τα ΜΜΕ να τονίζουν τη χρησιμότητα των νησιών ως εφαλτήρια επιθετικών ενεργειών. Στα τέλη Νοεμβρίου του 1941, αφού η συμφωνία είχε ολοκληρωθεί, οι NY Times παρουσίασαν το παραπάνω σχεδιάγραμμα με αυτή ακριβώς τη λειτουργία των νησιών, σε ένα άρθρο που υποτίθεται ότι αναφέρονταν σε κάτι άλλο [πηγή: Kluckhohn, F.L. “We add Dutch Guiana to vast chain of bases” (1941). The New York Times, σελ. E5].

Άνοδος και Πτώση Παγκοσμίων Δυνάμεων

Η Συμφωνία αυτή αναπτύχθηκε στο πλαίσιο ριζικών αλλαγών στρατηγικής των ΗΠΑ και σηματοδότησε την άνοδο τους σε δύναμη με παγκόσμιο ηγετικό ρόλο. Σε κάτι τέτοιο συνηγορεί και η ενσωμάτωση των παγκόσμιων οικονομικών δικτύων και η διατήρηση ελεύθερων ωκεάνιων δρόμων για το εμπόριο στους κορυφαίους στρατηγικούς στόχους μαζί με την υπεράσπιση του αμερικάνικου εδάφους από εισβολή.

Μία άλλη κομβική αλλαγή στρατηγικής ήταν η αλλαγή του κύριου εχθρού από την Ιαπωνία στη Γερμανία, που οδήγησε στην ανάπτυξη της θεωρίας υπεράσπισης του Δυτ. Ημισφαιρίου ως προϋπόθεση υπεράσπισης της πατρίδας και, κατ’επέκταση, το αυξημένο ενδιαφέρον για την ηπειρωτική Ευρώπη και τον Ατλαντικό. Η Γερμανία ως ανερχόμενη, επιθετική δύναμη στην Ευρώπη (δευτερευόντως και η Ιταλία) ανησυχούσε σφοδρά τις ΗΠΑ καθώς, μεταξύ άλλων, κάποιες προσφάτως κατεκτημένες ευρωπαϊκές χώρες (Δανία, Ολλανδία, Γαλλία) είχαν κτήσεις στο Β. Ατλαντικό και την Καραϊβική, οι οποίες θα μπορούσαν να απειλήσουν την εδαφική ασφάλεια, τους ωκεάνιους δρόμους ή και τα δύο. Για παράδειγμα, το Τμήμα Πολεμικής Προετοιμασίας των ΗΠΑ σε υπόμνημα του ανέφερε τα εξής: “Προτού η στρατιωτική ισχύς αντικαταστήσει τις διπλωματικές διαπραγματεύσεις, ίσως κάποια εχθρικά κράτη να προλάβουν να αποκτήσουν ισχυρά ερείσματα στο Δυτικό Ημισφαίριο σε περιοχές που μπορεί όχι μόνο να απειλήσουν τα εθνικά μας συμφέροντα αλλά και ζωτικές περιοχές όπως τη Διώρυγα του Παναμά”.

Ο κίνδυνος αυτός είχε επικοινωνηθεί στο κοινό στα πλαίσια της Συμφωνίας “Αντιτορπιλικά αντί Βάσεων” όπως, για παράδειγμα, από τους Ν.Υ. Times: “Εάν οι Ναζί απαιτήσουν και λάβουν τις κτήσεις των κατεκτημένων ευρωπαϊκών κρατών στο Νέο Κόσμο, και ειδικότερα τα νησιά πλησίον των αμερικάνικων ακτών, τότε θεωρείται ότι αιφνιδίως θα αποκτήσουν πιθανά εφαλτήρια για επίθεση” [πηγή: Kluckhohn, F.L. “Atlantic islands a defense puzzle” (1940). The New York Times, σελ. 56]. Ή επίσης, μετά την υπογραφή της Συμφωνίας: “… στα χέρια του εχθρού, ο Ατλαντικός μπορεί να μετατραπεί σε λεωφόρο επιθέσεων στο Νέο Κόσμο” [πηγή: Kluckhohn, F.L. “We add Dutch Guiana to vast chain of bases” (1941). The New York Times, σελ. E5].

Ωστόσο, το στοιχείο που κατεξοχήν χαρακτηρίζει αυτή τη συμφωνία είναι η επιβεβαίωση της μεταβίβασης ηγετικής θέσης από τη “δύουσα” Βρετανική Αυτοκρατορία στη νέα Αμερικάνικη. Η ιδέα της ανταλλαγής των αντιτορπιλικών με βάσεις αποτέλεσε το κρίσιμο στοιχείο που επέτρεψε στον Ρούσβελτ να επιβάλει τη συμφωνία. Σύμφωνα με την αμερικάνικη ιστορική ανεκδοτολογία, η ιδέα ξεκίνησε από έναν κύκλο διακεκριμένων Αμερικανών που ήθελαν να βοηθήσουν τη Μ. Βρετανία, όπως ο εκδότης του περιοδικού Time Henry Luce και ο αρθρογράφος Joseph Alsop, κατά τη διάρκεια ενός δείπνου σε λέσχη θερέτρου της Ν. Υόρκης. Θεωρητικά, ξεκίνησε ως αποδυνάμωση της θέσης των οπαδών της μη-εμπλοκής των ΗΠΑ στον πόλεμο, καθώς παρουσιάστηκε ως επωφελής ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας της χώρας [5]. Κατά βάθος όμως αντανακλούσε την αλλαγή στο παγκόσμιο χρηματιστήριο ισχύος μεταξύ των δύο χωρών.

To βρετανικό Υπ. Εξωτερικών διείδε εξαρχής το στοιχείο αυτό, όπως επίσης και τους πιθανούς κινδύνους για άμεση (και ίσως βίαιη) αποαποικιοποίηση, με απώλεια όχι μόνο των βάσεων αλλά και των νήσων στην Καραϊβική και τη Ν. Αμερική από τις ΗΠΑ ή/και λατινοαμερικάνικες χώρες, και προσπάθησε να εξουδετερώσει τη συμφωνία. Οι προσπάθειες του βρετανικού Υπ.Εξ. απλώς καθυστέρησαν το αναπόφευκτο, όπως αυτό επιβλήθηκε από τις συνθήκες επί του πεδίου και δη την απειλή να χαθεί η χώρα ολόκληρη. Η διατήρηση των βάσεων στο Β. Ατλαντικό ήταν μια πολυτέλεια που δεν μπορούσε να αντέξει η Βρετανία υπό τις δεδομένες συνθήκες.

Η Μ. Βρετανία αναμφίβολα ήταν μια αυτοκρατορική δύναμη σε ταχεία παρακμή. Η προβολή ισχύος της στην Ευρώπη είχε ακυρωθεί και σε αρκετούς και σημαντικούς πολιτικούς και στρατιωτικούς κύκλους στις ΗΠΑ είχε εμπεδωθεί η βεβαιότητα (ή, έστω, η ισχυρή υποψία) ότι τελικά θα υπέκυπτε στη Γερμανία, υπόθεση που προκαλούσε το φόβο ότι αφενός το στρατιωτικό υλικό που θα στέλνονταν τελικά θα περνούσε σε γερμανικά χέρια (και θα εξέθετε τις ΗΠΑ ως μη-ουδέτερη δύναμη), αφετέρου οι μελλοντικές πιθανές απαιτήσεις τις Γερμανίας στις κτήσεις στην Καραϊβική θα την έφερνα στο κατώφλι των ΗΠΑ. Από την άλλη πλευρά, η αυτοκρατορική της ισχύς ήταν μεν μειωμένη αλλά ακόμη σημαντική στις ασιατικές αποικίες, γεγονός το οποίο οι Βρετανοί θεωρούσαν ζωτικό για την άμυνα απέναντι στη Γερμανία ενώ οι Αμερικανοί υπολόγιζαν να το εντάξουν στο δικό τους στρατιωτικό σχεδιασμό στην περιοχή του Ειρηνικού. Η παροχή ναυτικής βοήθειας στους Βρετανούς ήταν κρίσιμη για την υλοποίηση όλων αυτών των αμυντικών σχεδίων: την άμυνα των βρετανικών νήσων, τη διατήρηση των οδών επικοινωνίας με τις ΗΠΑ στον Ατλαντικό και τον έλεγχο των υδάτων των αποικιών σε Ινδικό και Ειρηνικό.

Επίλογος

Η παραχώρηση των βάσεων του Β. Ατλαντικού στις ΗΠΑ ήταν μία κίνηση απελπισίας από πλευράς της Μ. Βρετανίας αλλά απολύτως απαραίτητη για τη συνέχιση της άμυνας της και τη διατήρηση της κυριαρχίας της στις ασιατικές αποικίες. Αποτελεί επιπλέον το εμβληματικότερο ορόσημο μιας εποχής δραματικών αλλαγών στις συσχετίσεις ισχύος για την παγκόσμια ηγεμονία, που τελικά οδήγησε μεταπολεμικά στην άνοδο των ΗΠΑ στη θέση της Μ. Βρετανίας. Ουσιαστικά, σ’αυτές τις δύσκολες στιγμές, οι Βρετανοί αναγκάστηκαν να θυσιάσουν την αυτοκρατορία για την επιβίωση τους ως χώρα, κάνοντας χώρο για το διάδοχο τους: τις ΗΠΑ. Όπως εύστοχα συνοψίζει ο Colin Flint στο σχετικό επιστημονικό άρθρο του για το ρόλο των νησιωτικών βάσεων στο γεωστρατηγικό σχεδιασμό του Β’ΠΠ: “Η παρακμή της Μ. Βρετανίας συνετέλεσε στην μειωμένη άσκηση κυριαρχίας της στις αποικίες ενώ παράλληλα η άνοδος της ισχύς των ΗΠΑ της έδωσε τη δυνατότητα να πάρει των έλεγχο των βάσεων στα νησιά αυτά” [πηγή: Flint C. “Seapower, geostrategic relations, and islandness: The World War II Destroyers for Bases deal” (2020). Island Studies Journal, ahead of print].

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό της περιόδου όπου λαμβάνονται αυτές οι αποφάσεις είναι η ταχεία αύξηση της ισχύος της Γερμανίας που πρόβαλε πλέον ως μία ηγεμονική δύναμη που θα μπορούσε να απειλήσει το αμερικάνικο έδαφος αλλά και να διακόψει/παρενοχλήσει τις ζωτικές για τα αμερικάνικα συμφέροντα εμπορικές ωκεάνιες αρτηρίες, μόνη της ή σε συνδυασμό με την Ιαπωνία. Αυτό προκάλεσε την ταχεία και ριζική αλλαγή των αμερικάνικων σχεδιασμών, τοποθετώντας την ως την κυριότερη πιθανή εχθρική δύναμη για τις ΗΠΑ, γεγονός που αφενός έκανε δυσκολότερη και πιο επικίνδυνη τη διατήρηση της “ουδετερότητας”, αφετέρου ανέδειξε τη συσχέτιση των απειλών σε Ατλαντικό και Ειρηνικό υπό το δόγμα της υπεράσπισης του “Δυτικού Ημισφαιρίου”. Στο νέο αμυντικό δόγμα οι νησιωτικές βάσεις του Β. Ατλαντικού έπαιξαν κομβικό ρόλο, τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο. Αν και αρχικά έγιναν δεκτές από την αμερικάνικη κοινή γνώμη ως στοιχείο που ενίσχυε την άμυνα, άρα και την αποτροπή εμπλοκής στον πόλεμο, τελικά αποδείχτηκαν σημαντικές και για την λίγο-πολύ αναπόφευκτη, αν και καθυστερημένη, συμμετοχή των ΗΠΑ στον Β’ΠΠ με στρατιωτικές δυνάμεις επί ευρωπαϊκού εδάφους.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Η επίσημη κήρυξη πολέμου από την Ιαπωνία έγινε την 8η Δεκεμβρίου και ακολούθως – αν και δεν δεσμεύονταν από την μεταξύ τους στρατιωτική συμφωνία – την 11η Δεκεμβρίου η Γερμανία και η Ιταλία κήρυξαν επίσης τον πόλεμο στις ΗΠΑ.
[2] Περισσότερες λεπτομέρειες για την επέκταση δυτικά των Απαλαχίων στη λεκάνη του Μισσισσιππή και στο Τέξας δείτε στο “Η ενσωμάτωση του Τέξας στα πλαίσια των γεωπολιτικών αναγκών των ΗΠΑ κατά το 19ο αιώνα”.
[3] Αρχικά, η απάντηση του Ρούσβελτ ήταν κατηγορηματικά αρνητική: “ένα τέτοιου είδους βήμα δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο μετά από συγκεκριμένη έγκριση του Κογκρέσου και δεν είμαι σίγουρος κατά πόσον θα ήταν σοφό να σταλεί μια τέτοια πρόταση στο Κογκρέσο τη δεδομένη στιγμή”. [πηγή: Lindsey J.M. “TWE Remembers: The Destroyers-for-Bases Deal” (2011). Ιστολόγιο Council on Foreign Relations]
[4] Τα ίδια αφορούσαν και το Lend-Lease Act που συζητήθηκε παράλληλα με τη Συμφωνία και τελικά εγκρίθηκε στις 11 Μαρτίου 1941 και αφορούσε τη δωρεάν παροχή βοήθειας στο Ην. Βασίλειο, τη Σοβιετική Ένωση, τη Γαλλία, την Κίνα και άλλα συμμαχικά κράτη υπό τη μορφή τροφίμων, πετρελαίου και άλλου υλικού. Το κόστος της βοήθειας έφτασε τελικά τα 50 δις δολάρια (άνω των 700 δις με σημερινές τιμές).
[5] Ο Ρούσβελτ αποφάσισε να παρακάμψει το Κογκρέσο, στηριγμένος σε σχετική, εξαιρετικά αμφιλεγόμενη, γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα των ΗΠΑ Ρόμπερτ Τζάκσον (δηλαδή του Υπ. Δικαιοσύνης των ΗΠΑ) και ανακοίνωσε τη Συμφωνία στις 2 Σεπτεμβρίου 1940 χωρίς να ζητήσει την έγκριση του Κογκρέσου, παρά μόνο το “ενημέρωσε” σχετικά. Ο προεδρικός αντίπαλος Γ. Γουΐλκι αν και σύμφωνος με το περιεχόμενο της Συμφωνίας, στηλίτευσε με οξύ τρόπο την παράκαμψη του Κογκρέσου χαρακτηρίζοντας την ως την “πιο δικτατορική προεδρική ενέργεια στην ιστορία των ΗΠΑ”, δήλωση για την οποία αργότερα παραδέχτηκε ότι μετάνοιωσε. Ο ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής της Μασαχουσέτης George Tinkham ήταν ακόμη οξύτερος και πιο επικριτικός, χαρακτηρίζοντας την ενέργεια ως αντάξια του Μουσολίνι, του Χίτλερ ή του Στάλιν! Τελικά, η πολιτική υποστήριξη ήταν ευρεία, παρά την αμφιλεγόμενη κίνηση του Ρούσβελτ, και ποτέ δεν αμφισβητήθηκε το περιεχόμενο της Συμφωνίας από το Κογκρέσο. [πηγή: Lindsey J.M. “TWE Remembers: The Destroyers-for-Bases Deal” (2011). Ιστολόγιο Council on Foreign Relations]

, , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *