Λευτέρης Ιερόπαις: ο ποιητής του αλβανικού μετώπου

Σύντροφος του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κορνήλιου Καστοριάδη, πέθανε από τις κακουχίες του πολέμου και της Κατοχής σε ηλικία μόλις 24 ετών

Φώντας Τρούσας από lifo.gr

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ Λευτέρη Ιερόπαιδα (15 Δεκεμβρίου 1920 – 27 Μαρτίου 1945) το είχα διαβάσει πριν από πολλά χρόνια στο κλασικό βιβλίο του Ανδρέα Γ. Παπανδρέου Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα [Εκδόσεις Καρανάση, 1974], ένα βιβλίο που είχε βγει πρώτα στο εξωτερικό, ως Democracy at Gunpoint: The Greek Front [Doubleday & Company, 1970], χωρίς να δώσω, τότε, κάποια σημασία.

Ήταν Μάιος του 1972, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου έγραφε από το Τορόντο τον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης. Εκεί, στην αρχή, διαβάζουμε:

«Το βιβλίο τούτο, Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα, είναι ουσιαστικά τα πολιτικά μου απομνημονεύματα. Η απόφαση να το γράψω δεν ήταν εύκολη, γιατί δεν έχω αποσυρθεί από την πολιτική ζωή της Ελλάδας. Αντίθετα, η περίοδος αυτή της εξορίας από την πατρίδα μου είναι για μένα μία μόνο φάση του αγώνα για μία ελεύθερη, δημοκρατική Ελλάδα».

Ο Ιερόπαις γράφει με φανερές επιρροές από το δημοτικό τραγούδι, βεβαίως και από το ποιητικό κλίμα της εποχής του Μεσοπολέμου, προβάλλοντας παράλληλα πολύ δυνατές πολεμικές, ή μάλλον αντιπολεμικές, εικόνες. Ένας ποιητής με ταλέντο και με αγωνιστικό όραμα, που θα μπορούσε να διαπρέψει στην μεταπολεμική Ελλάδα, αν δεν πέθαινε τόσο νέος. 

Στο βιβλίο καταγράφονται, ανάμεσα σε διάφορα άλλα, και αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά εδώ μας ενδιαφέρουν μόνον εκείνα που σχετίζονται με την αντιστασιακή δράση του Ανδρέα Παπανδρέου και των συντρόφων του στο δικτατορικό-φασιστικό καθεστώς του Μεταξά, στο τέλος της δεκαετίας του ’30. Πάμε λοιπόν στο υποκεφάλαιο «Προσωπικές αναμνήσεις»:

«(…) Θυμάμαι καλά τη νύχτα της σύλληψής μου – προς το τέλος της άνοιξης του 1939. Μόλις είχα επιστρέψει από μια ταβέρνα, όπου πέρασα μια ευχάριστη βραδιά, στην Πλάκα, με μια φίλη μου. Μου είχαν γίνει πολλές προειδοποιήσεις πως η Ασφάλεια του Μανιαδάκη με παρακολουθούσε και ο κλοιός γινόταν ολοένα στενότερος γύρω από μένα και την οργάνωσή μου.(…) Ήρθαν με τα όπλα στα χέρια. Ερεύνησαν το σπίτι (στο Ψυχικό), μα δεν βρήκαν τίποτα. Με διέταξαν να τους ακολουθήσω στο αρχηγείο της Ειδικής Ασφάλειας, την έμπιστη υπηρεσία του Μεταξά».

Ανδρέα Γ. Παπανδρέου «Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα» [Εκδόσεις Καρανάση, 1974]

«Καθώς αντίκρισα τον χαμογελαστό αξιωματικό, δεν ήξερα πως σε άλλες γωνίες του κτιρίου έδερναν τους φίλους μου, σχεδόν όλα τα σημαντικά μέλη της οργάνωσής μας. Δεν ήξερα πως στον καθένα από αυτούς είχαν πει πως οι άλλοι μίλησαν. Ο χαμογελαστός αξιωματικός ανέφερε τα ονόματα των φίλων μου. Ήταν όλα μέλη τής πανεπιστημιακής αντιστασιακής ομάδας μου. Ο Καράμπελας, το συνεσταλμένο και συναισθηματικό παιδί από την Μάνη, ο Ιερόπαις, ο ποιητής μας, ο Καστοριάδης, ο φιλόσοφός μας, ο Τάκης Κύρκος, ο Κολοβός και ο Κοντογιάννης. Ένας μόνο τρόπος υπήρχε να τους καλύψω, μια και η σχέση μου μ’ αυτούς ήταν γνωστή στην Ασφάλεια: να δηλώσω πως ήταν απλοί φίλοι, που προσπαθούσα να μυήσω ανεπιτυχώς στην τροτσκιστική οργάνωση του Πουλιόπουλου.(…) Αυτό κι έκανα.(…) Μα ο χαμογελαστός αξιωματικός δεν πείστηκε».

Βέβαια ο Κορνήλιος Καστοριάδης είχε άλλη άποψη για τα γεγονότα. Σε μια συνέντευξή του, που είχε δημοσιευθεί στην Ελευθεροτυπία (16 Φεβρουαρίου 1989) και που στην πραγματικότητα ήταν συνέντευξη Τύπου στο Γαλλικό Ινστιτούτο την προηγούμενη μέρα, είχε πει:

«Τον Ιούνιο του 1939 η Ασφάλεια συλλαμβάνει τον Α. Παπανδρέου κι όλη την παρέα. Είχαμε προσυνεννοηθεί αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, να πούμε ότι η σχέση μας ήταν αποκλειστικά φιλική. Δυστυχώς ο Παπανδρέου είπε στην Ασφάλεια ότι ήμασταν αγοραστές του φυλλαδίου της οργάνωσης. Μετά διακόψαμε επαφή κι ο πατέρας του έστειλε τον Ανδρέα στην Αμερική».

Υπάρχει και κάτι ακόμη. Μια «επίσημη» ανακοίνωση για τα συμβάντα (που απηχεί βεβαίως την άποψη της μεταξικής Ασφάλειας) και με αναφορά στο όνομα του ποιητή Λευτέρη Ιερόπαιδος. Είναι ένα δημοσίευμα της Καθημερινής, της 9ης Αυγούστου 1939. Εκεί διαβάζουμε… Πρώτα ο τίτλος: «Ανακάλυψις κομμουνιστικού πυρήνος αποτελούμενου από σπουδαστάς ανωτάτων σχολών. Και εν συνεχεία το κείμενο:

«Παρ’ οργάνων της Ειδικής Ασφαλείας, κατόπιν μακράς παρακολουθήσεως, συνελήφθησαν οι κάτωθι σπουδασταί κομμουνισταί, οίτινες ως απεκαλύφθη εκ των ανακρίσεων, είχον σχηματίσει οργάνωσιν των τεταρτοδιεθνιστών, ήτοι οπαδών του εκ Ρωσσίας εξορίστου Τρότσκυ, καθοδηγούμενην υπό του κομμουνιστού Μεγαριώτη Μ., φοιτητού της χημείας, φερομένου ως γραμματέως της κεντρικής επιτροπής της οργανώσεως ταύτης. Εις την οικίαν τού εκ των μελών της οργανώσεως Ανδ. Παπανδρέου κατεσχέθησαν εις πολύγραφος και μία γραφομηχανή, δι’ ων εξετυπούντο το λαθρόβιον κομμουνιστικόν έντυπον “Προλετάριος”, διάφορα κομμουνιστικά έντυπα και προκηρύξεις. Οι συλληφθέντες προέβησαν εις ομολογίαν της δράσεώς των, εκτός του εκ τούτων Μεγαριώτη Μ., υποβαλόντες ακολούθως δηλώσεις μετανοίας και αποκηρύξεως της κομμουνιστικής ιδεολογίας, κατόπιν των οποίων το υφυπουργείον Δημοσ. Ασφαλείας, εξ επιεικείας προς το νεαρόν της ηλικίας των, και εκτιμούν την επιδειχθείσαν ειλικρίνειάν των, αφήκε τούτους ελευθέρους. Ούτοι είναι οι εξής:


Βάλκας Γ. άνεργος, Παπανδρέου Ανδ. της Νομικής, Γαστεράτος Στ. της Αν. Εμπορικής, Καστοριάδης Κ., Κύρκος Κ., Ιερόπαις Ελ., Καράμπελας Χρ., Κολοβός Ηλ., άπαντες της Νομικής, Βάλκας Χρ. μαθητής ΣΤ Γυμνασίου, Κονδυλίδης Ν. ηλεκτροτεχνίτης και μαθητής, Κοντογιάννης Ι. της Νομικής».

Λευτέρης Ιερόπαις «Το Κράτος του Πολέμου» [Εκδοτικός Οίκος Γ. Φέξη, 1965]

Εξάλλου, αυτός είναι ο μόνος δόκιμος τρόπος για να προβείς στην αγορά ενός παλαιού, «άγνωστου» ποιητικού βιβλίου (από τα χιλιάδες που κυκλοφορούν). Κάτι θα σε κεντρίσει στο εξώφυλλό του (σπανιότερα) για να το ανοίξεις, κάτι θα σε «πιάσει» από τις σελίδες του…

Ο Λευτέρης Ιερόπαις πρέπει να εμφανίζεται για πρώτη φορά, ως ποιητής, στο περιοδικό Νέα Εστία (τεύχος 286, της 15ης Νοεμβρίου 1938), με το ποίημά του Οδοποιία, το οποίον υπογράφει ως Λευτέρης Νομικός. Ο Λ. Νομικός είναι σίγουρα ο Λ. Ιερόπαις, αφού το συγκεκριμένο ποίημα υπάρχει και στο βιβλίο του, που θα κυκλοφορούσε πολλά χρόνια αργότερα (το 1965, όπως ήδη γράψαμε) και για το οποίον θα τα πούμε στη συνέχεια.

Λευτέρης Ιερόπαις: ο ποιητής του αλβανικού μετώπου
 Νέα Εστία (#286, 15 Νοεμβρίου 1938)

Όπως φαίνεται απ’ αυτό το πρώτο ποίημά του ο Λ. Ιερόπαις, ήδη από τα 18 χρόνια του, νοιώθει άβολα με το καθεστώς της μεταξικής δικτατορίας. Τα δημόσια έργα και κυρίως τα οχυρωματικά δημόσια έργα τής Γραμμής Μεταξά, που ξεκινούσαν από το όρος Μπέλλες (στο τριεθνές Ελλάδας-Γιουγκοσλαβίας-Βουλγαρίας), για να καταλήξουν στην βόρεια Ροδόπη, με όλα τα συμπληρώματά τους (προσβάσεις κ.λπ.), μπαίνουν στο (νεανικό) στόχαστρό του. Τα αντιμετωπίζει ως εμπόδιο στις επιδιώξεις και τα όνειρά του. Οσμίζεται τη φρίκη του πολέμου και αντιδρά σχεδόν ανακλαστικά.

Όπως μας πληροφορεί ο αδελφός τού ποιητή Ν. Χ. Ιερόπαις, που έχει γράψει το εισαγωγικό σημείωμα στην έκδοση του ’65, ο Λευτέρης Ιερόπαις είχε καταταχθεί εθελοντής στο στρατό, το 1940, πολεμώντας τους Ιταλούς στα βουνά της Αλβανίας, στον λόχο χιονοδρόμων και πως βρέθηκε στο ψηλότερο βουνό, που είχε πατήσει τότε ο ελληνικός στρατός. Και πιο κάτω, στο κείμενό του, σημειώνει:

«Κατά τη διάρκεια της Κατοχής αγωνίστηκε κατά του καταχτητή, χωρίς να λογαριάσει τη ζωή του, που τελικά θυσίασε στον αγώνα, πεθαίνοντας από φυματίωση στις 27 Μαρτίου 1945, σε ηλικία 24 χρονών. Σαν προσφορά στη μνήμη του δημοσιεύονται, ύστερα από είκοσι χρόνια, τα ποιήματα που έγραψε από το 1941-1944».

Το βιβλίο χωρίζεται σε κεφάλαια. Στην αρχή καταγράφονται πέντε ποιήματα (Δυναμικόν, Οδοποιία, Αυτοεξάρτηση, Κι’ Εμείς, Ιησούς Αναμορφωτής), για να ακολουθήσουν οι ενότητες Η Κλειστή Περιοχή (επτά ποιήματα), Η Μπαλλάντα της Νύχτας (έξι ποιήματα) και Στο Γκουρ-ι-τοπ (δέκα ποιήματα).

Λευτέρης Ιερόπαις: ο ποιητής του αλβανικού μετώπου
 Μανώλης Γαλιάτσος «Εκεί Όπου Τίποτα δεν Χάνεται» [Largo / MLK, 2018]. Στο CD μελοποιείται το ποίημα του Λευτέρη Ιερόπαιδος «Η πορεία των σιωπηλών».

Αυτά τα τελευταία είναι και τα πιο σκληρά, τα πιο ψυχικώς επιβαρημένα, τα πιο πονεμένα, γιατί περιγράφουν τις περιπέτειες τού στρατιώτη Λευτέρη Ιερόπαιδος στην πιο επίπονη φάση του πολέμου, στην κατάκτηση του υψώματος 2148, βορειοδυτικά της Κορυτσάς, που ήταν γνωστό ως Γκούρι Τόπιτ (Guri I Topit). Τα πρώτα τέσσερα ποιήματα αυτής της ενότητας τα μεταφέρουμε κι εδώ.

Ο Ιερόπαις γράφει με φανερές επιρροές από το δημοτικό τραγούδι, βεβαίως και από το ποιητικό κλίμα της εποχής του Μεσοπολέμου, προβάλλοντας παράλληλα πολύ δυνατές πολεμικές, ή μάλλον αντιπολεμικές, εικόνες. Ένας ποιητής με ταλέντο και με αγωνιστικό όραμα, που θα μπορούσε να διαπρέψει στην μεταπολεμική Ελλάδα, αν δεν πέθαινε τόσο νέος.

I

Στην Τρίκορφη, στην άδεντρη κι’ ανθρωποδιώχτρα ράχη
λυσσομανούν οι αγέρηδες, στριφογυρνάει το χιόνι.
Τα ρόμπολα στη Γκράμποβα, μαυρολογούν ανάρια,
μα εδώ είναι πέτρινο βουνό και φύτρα δε ριζώνει.

…Τ’ αργό νυχτοπερπάτημα κι’ η κουρασμένη ανάσα,
στο διάφεγγο οι χιονόδαρτες που αχνίζανε μορφές,
κι’ η στάση πούγιν’ έχοντας τις κάννες γυρισμένες
στη λάκκα που μας χώριζε απ’ τις τελευταίες κορφές.

Κι η βάρδια που στριμώχνονταν προς την κατηφοριά
σπασμωδικά, προδίνοντας μια ξαφνική βιασύνη,
τ’ ανήσυχα ψιθυριστά μισόλογα κι’ η νύχτα
που ασύλληπτη κι’ απέραντη στο νου μας είχε γίνει.

Μα όταν ξημέρωνε, πικρά τα νέα κατασταλάζαν
για τους νεκρούς, τ’ αδέρφια μας, τα νέα τα παλληκάρια,
γι’ αυτούς που μέρες κοίτονται αδιαφόρετοι μπροστά μας,
της Σιάτιστας, της Λήψιστας της Κόζιανης βλαστάρια.

ΙΙ

Νυχτοήμερα στυλώναμε τα κουρασμένα μάτια
στων καταιγίδων τα θαμπά – αδιαπέραστα τοπεία
και πάντα αποξεχνιόμαστε σε λιγοστές κουβέντες
τις ώρες που απ’ τον πόλεμο κλέβει η κακοκαιρία.

Κι’ οι μέρες ήταν σκοτεινές κι’ οι νύχτες οργισμένες
κι’ οι ώρες περνούσαν μισητές χωρίς απαντοχή.
Στο Γκουρ-ι-τοπ, αμείλιχτη λευκή απεραντωσύνη,
δεν έχει τόπο ν’ απαγγιάσει η ανθρώπινη ψυχή.

Κοκκαλιασμένοι ώρα την ωρ’ αλλάζουν οι σκοποί
κι’ αυτοί που αναμοχλεύαν του πολέμου τη φροντίδα,
περίπολα ξακόντιζαν μπροστά από τις γραμμές
κακόμοιρα κι’ αστεία ανθρωπάκια μες στην καταιγίδα.

ΙΙΙ

Λένε πως μες στην καταχνιά πυργώνεται ένας βράχος
που η θύμησή του είναι φριχτή κι’ ουτ’ ένας τον ζυγώνει.
Μα έχει ένα πλήθος γύρω του από γυάλινες ματιές
κι’ ακόμα έχει τα χέρια που προβάλλουν απ’ το χιόνι.

Μια συντροφιά έχει ακούνητη, βουβή και ξασπρισμένη.
Τα σκοτωμένα αδέρφια μας, τα νέα παλληκάρια
που ο θάνατος τούς σώριασε, μα η γη τούς απαρνιέται
της Σιάτιστας, της Λήψιστας, της Κόζιανης βλαστάρια

ΙV

Σαν άσπρη γάζα η καταχνιά μάς σκέπαζε τη νύχτα
κι’ ήταν παράξεν’ η σιωπή μετά απ’ την καταιγίδα,
μ’ ανήσυχοι οσφραινόμαστε κάτι που όλο κρυβόταν
και που ξεδιάλυνε άξαφνα με μια χειροβομβίδα.

Τότε άστραφτε και βρόνταγε και τράνταζεν η γης,
μεσ’ απ’ τους κρότους πέρναε το γαζί των πολυβόλων
κι’ από μακρυά, με των σκοπών τις ντουφεκιές, ηχούσαν
ξετερελλαμένες, οι γοερές κραυγές των περιπόλων.

Με χτυποκάρδι ορμούσαμε απ’ τις χιονοσπηλιές
τ’ όπλο στο χέρι αρπάζοντας, το κράνος στο κεφάλι
κι’ ως τρέχαμε στο χιόνινο χαράκωμα σκυφτοί
στα δάχτυλά μας κόλλαγε το παγωμένο ατσάλι.

Μια λάμψη ακόμα, μια βροντή, κι’ ύστερα πια, σιγή,
λαχανιασμένο τρέξιμο, κι’ ανώφελη βιασύνη
ψηλά στα ουράνια ξάνοιγε… Και με μια αχτίδα υγρή
στων σκοτωμένων τις μορφές παιγνίδιζε η σελήνη.

Προτείνονται για περαιτέρω ανάγνωση και ακρόαση ένα βιβλίο κι ένα CD, που είναι πιο εύκολο να εντοπιστούν.

1. Λευτέρης Ιερόπαις / Μια παρουσίαση από τον Γιώργο Μαρκόπουλο [Εκδόσεις Γαβριηλίδης / “εκ νέου”, 1999]

2. Μανώλης Γαλιάτσος «Εκεί Όπου Τίποτα δεν Χάνεται» [Largo / MLK, 2018] (στο CD μελοποιείται το ποίημα του Λευτέρη Ιερόπαιδος «Η πορεία των σιωπηλών»)

, , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *