Το παρακάτω κείμενο του W. Streeck δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο Sidecar του NLR (New Left Review) στις 17 Ιουνίου 2021 (το πρωτότυπο μπορεί να διαβαστεί εδώ). Το επέλεξα για μετάφραση όχι για την επικαιρότητα του γεγονότος (λήξη των διαπραγματεύσεων Ελβετίας και ΕΕ για τη Συμφωνία Πλαίσιο) αλλά γιατί ο Streeck συνδέει τη στάση των Ελβετών (και των Βρετανών στο Brexit) με τους θεσμούς διακυβέρνησης των χωρών, πως αυτοί αντανακλούν σε σημαντικές παραμέτρους της κοινωνικής και οικονομικής ζωής των πολιτών και τι σημαίνει στην πράξη η πρόσδεση τους στην ΕΕ. Επίσης, δίνει και ένα πολύ ενδιαφέρον περίγραμμα του κυριοτέρου είδους των ανθρώπων που είναι φιλοευρωπαϊστές στις δύο αυτές χώρες, και των κινήτρων τους, πολιτικών και ψυχολογικών.
Για να επιστρέψουμε στα καθ’ημάς, ενώ το δεύτερο κομμάτι – το πολιτικό ψυχογράφημα των φιλοευρωπαϊστών – έχει συζητηθεί εκτεταμένα από τους πολίτες, και σε μεγάλο βαθμό επιβεβαιώνεται από τις παρατηρήσεις του Streeck, το τμήμα που αφορά την ουσιαστική επίδραση των θεσμών στις αποφάσεις που λαμβάνονται, τη λειτουργία της εξουσίας και τις συνέπειες στις ζωές μας, θεωρώ ότι απουσιάζει από το δημόσιο διάλογο. Γι’αυτό και θεωρώ το άρθρο αυτό ως ένα καλό παράδειγμα προβληματισμού για τα θεσμικά ελλείμματα του Πολιτικού Συστήματος στην Ελλάδα και πως θα μπορούσαμε να τα βελτιώσουμε, παρατηρώντας τι και πως συμβαίνει σε άλλες χώρες.
Ειδικότερα, για τους διάφορους ελβετικούς αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς που αναφέρονται στο άρθρο, περισσότερες πληροφορίες μπορούν να βρεθούν σε δύο κείμενα που έχει φιλοξενήσει το Cognosco Team τους τελευταίους δύο μήνες, εδώ και εδώ. Τα επιλογή λέξεων και φράσεων με έντονη γραμματοσειρά (bold) έγινε από εμένα, για λόγους έμφασης και κατανόησης των όρων.
Χρ. Δαγρές
Swexit
του Wolfgang Streeck,
Στις 26 Μαΐου, η ελβετική κυβέρνηση κήρυξε το τέλος των διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση, που διήρκεσαν ένα χρόνο, για τη λεγόμενη Θεσμική Συμφωνία Πλαίσιο [Institutional Framework Agreement] που επρόκειτο να ομαδοποιήσει και να επεκτείνει τις περίπου εκατό διμερείς συνθήκες που ρυθμίζουν έως τώρα τις σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν το 2014 και ολοκληρώθηκαν σε τέσσερα χρόνια, αλλά η αντιπολίτευση στην Ελβετία εμπόδισε την επικύρωση. Τα επόμενα χρόνια η Ελβετία ζήτησε διαβεβαιώσεις κυρίως σε 4 θέματα: άδεια να συνεχίσει την κρατική βοήθεια προς τον ανεπτυγμένο και ακμάζοντα τομέα των μικρών επιχειρήσεων· τη μετανάστευση και το δικαίωμα της να περιορίζεται μόνο σε όσους εργάζονται αντί του συνόλου των πολιτών των κρατών μελών της ΕΕ· προστασία των (υψηλών) μισθών στις παγκοσμίως πολύ επιτυχημένες ελβετικές εξαγωγικές βιομηχανίες· και τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επίλυση των νομικών διαφωνιών στην ερμηνεία των κοινών συνθηκών, όπως το επιθυμεί η ΕΕ. Καθώς δεν σημειώθηκε πρόοδος, η επικρατούσα εντύπωση που διαμορφώθηκε στην Ελβετία ήταν ότι επρόκειτο στην πραγματικότητα για μία συμφωνία κυριαρχίας η οποία πλησίαζε πολύ σε (σ.μ.: οιονεί) ένταξη στην ΕΕ, την οποία οι Ελβετοί είχαν ήδη απορρίψει σε εθνικό δημοψήφισμα το 1992 όταν καταψήφισαν την ένταξη στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.
Υπάρχουν ενδιαφέροντες παραλληλισμοί με το Ηνωμένο Βασίλειο και το Brexit. Και οι δύο χώρες, με το δικό τους τρόπο, έχουν αναπτύξει τη δική τους εκδοχή της δημοκρατίας που διακρίνεται από ουσιαστική δέσμευση σε ένα είδος πλειοψηφικής λαϊκής κυριαρχίας που απαιτεί εθνική κυριαρχία. Αυτό τους εμποδίζει να συνάψουν εξωτερικές σχέσεις που περιορίζουν τη συλλογική βούληση των πολιτών τους. Η Βρετανία φυσικά έλυσε εν μέρει αυτό το πρόβλημα με το να γίνει το κέντρο μιας αυτοκρατορίας, και όχι να ενταχθεί σε μια αυτοκρατορία, υπερασπιζόμενη την εθνική της κυριαρχία με το να οικειοποιείται την εθνική κυριαρχία άλλων. Αντιθέτως, η Ελβετία έγινε για πάντα ουδέτερη και έτοιμη να αμυνθεί, όπως το είχε θέσει ο Ντε Γκωλ για τη Γαλλία, tous azimuts (σ.μ. “σε όλα τα πεδία”). Συνταγματικά, η βρετανική λαϊκή κυριαρχία εδρεύει σε ένα κοινοβούλιο που δεν δεσμεύεται από γραπτό σύνταγμα και επομένως μπορεί να αποφασίσει τα πάντα με απλή πλειοψηφία, επ’ ουδενί δεν απαιτείται υπερπλειοψηφία των δύο τρίτων. Επίσης, δεν υπάρχει συνταγματικό δικαστήριο που θα μπορούσε να μπει εμπόδιο στο Κοινοβούλιο, ούτε μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο η Βουλή των Λόρδων. Το ότι ένα ανώτατο δικαστήριο όπως το Δικαστήριο της ΕΕ θα δικαιούταν να ακυρώνει το βρετανικό κοινοβούλιο ήταν πάντα θεμελιωδώς ασυμβίβαστο με τη βρετανική ιδέα περί δημοκρατίας-και-κυριαρχίας και έγινε η κύρια πηγή βρετανικής λαϊκής δυσαρέσκειας με την ΕΕ, οδηγώντας στο Brexit και αναιρώντας το “Brentry”. Ομοίως, ότι ένα ξένο δικαστήριο με ξένους δικαστές θα έπρεπε να μπορεί να ακυρώνει την πλειοψηφία του ελβετικού λαού αποδείχθηκε ασυμβίβαστο με την ελβετική ιδέα της δημοκρατίας, εμποδίζοντας το “Swentry”, καθιστώντας έτσι ένα μελλοντικό Swexit μη αναγκαίο.
Προφανώς, η Ελβετία είναι πολύ μικρότερη από τη Βρετανία και το εθνικό της κοινοβούλιο έχει μειωμένο λόγο στις εξελίξεις. Ενώ η Βρετανία είναι ένα εξαιρετικά συγκεντρωτικό κράτος, παρά την απρόθυμη, ασύμμετρη ψευδο-ομοσπονδιακή αποκέντρωση των κυβερνητικών εξουσιών σε τρία οιονεί κράτη, η Ελβετία, με μόλις 8,7 εκατομμύρια κατοίκους, είναι μια συνομοσπονδία 26 καντονιών που έχουν σημαντικά αυτοδιοικητικά δικαιώματα και ισχυρή φωνή σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Επιπλέον, ευρισκόμενη στο άκρως αντίθετο της δημοκρατίας του Γουέστμινστερ, η ελβετική ομοσπονδιακή κυβέρνηση είναι από το 1959 Allparteienregierung, δηλαδή σχηματίζεται από τα τέσσερα μεγαλύτερα κόμματα που εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο, με τον επικεφαλής να εναλλάσσεται κάθε χρόνο μεταξύ τους – γι’ αυτό κανείς δεν γνωρίζει το όνομα του Ελβετού πρωθυπουργού. Ο τεχνικός ορισμός αυτού του τύπου διακυβέρνησης είναι Konkordanzdemokratie (δημοκρατία της συναίνεσης). Η λαϊκή δημοκρατία παρεμβαίνει στην διακυβέρνηση μέσω της θεσμοθετημένης πρακτικής των δημοψηφισμάτων για σχεδόν οποιοδήποτε ζήτημα, σε κοινοτικό, καντονιακό και εθνικό επίπεδο, με δεσμευτικό τρόπο για την κυβέρνηση. Προσθέστε σε αυτό τους κοινοτικούς αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς όπου, σε ορισμένα καντόνια, ακόμη και ο τοπικός προϋπολογισμός ψηφίζεται από μια συνέλευση πολιτών, και θα έχετε τη γεύση της λαϊκής, όντως λαϊκίστικης, φύσης της ελβετικής δημοκρατίας: μια ισχυρή αντιιεραρχική πολιτική κουλτούρα όταν πρόκειται για τις συλλογικές υποθέσεις, μια βαθιά ριζωμένη αίσθηση της λαϊκής αυτονομίας και της αξίας της για την καλή άσκηση πολιτικής, και μια εξίσου βαθιά ριζωμένη καχυποψία για όλους όσοι ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν καλύτερα τι είναι προς το συμφέρον του ελβετικού λαού από αυτό που, μέσα στη δημοκρατική του σοφία, γνωρίζει ο ίδιος ο ελβετικός λαός.
Πως μπαίνει στο πλάνο λοιπόν η ΕΕ; Και στις δύο χώρες, ένας παράξενος συνασπισμός μεταποιητικών, προσανατολισμένων στις εξαγωγές βιομηχανιών και της νέας τάξης της φιλελεύθερης αριστεράς, ή των αριστερο-φιλελεύθερων, ελκύεται από την ΕΕ, για να παραμείνει ή να εισέλθει σε αυτήν, αντίστοιχα. Στη Βρετανία δε, στο συνασπισμό προσχώρησε μέρος του συνδικαλιστικού κινήματος, το οποίο ήλπιζε σε προστασία από τις Βρυξέλλες έναντι της αχαλίνωτης συντηρητικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, για λόγους που δεν είναι απολύτως κατανοητοί δεδομένης της θλιβερής επίδοσης των Βρυξελλών στην κοινωνική πολιτική. Στην Ελβετία, συγκριτικά, και ίσως προς έκπληξη όσων αγαπούν τα αντιελβετικά στερεότυπά τους, τα συνδικάτα, που εξακολουθούσαν να λειτουργούν με βάση την Συμφωνία Κοινωνικής Ειρήνης του 1937 στη βιομηχανία μετάλλου, είχαν αρκετή εγχώρια ισχύ, βιομηχανική και πολιτική, για να αντιταχθούν την είσοδο στην ΕΕ, η οποία, όπως δικαίως φοβόντουσαν, θα πίεζε προς τα κάτω τους –υψηλούς– μισθούς τους. Αυτό τους έκανε συμμάχους του καλά οργανωμένου και πολιτικά ισχυρού τομέα των μικρών επιχειρήσεων της χώρας, του οποίου η ευημερία προστατεύεται από την εθνική βιομηχανική πολιτική –στην ιδιογλωσσία της ΕΕ: «κρατικές ενισχύσεις»– η οποία σε μεγάλο βαθμό θα ήταν παράνομη βάσει της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού της ΕΕ.
Πέρα απ’αυτά, τόσο στην Ελβετία όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο, το «ευρωπαϊκό σχέδιο» προτιμάται από τους αριστερο-φιλελεύθερους, με τους Ελβετούς ενταξιακούς να μοιράζονται με τους Βρετανούς φιλοευρωπαίους μια βαθιά καχυποψία για τη λαϊκή πλειοψηφία. Η ελβετική φιλελεύθερη αριστερά ισχυρίζεται ότι η ελβετική δημοκρατία είναι πολύ αργή, πολύ τοπικιστική, πολύ επαρχιακή –με άλλα λόγια, πολύ ελβετική– σε σύγκριση με τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, τα οποία προστατεύονται από τις ιδιοτροπίες της συμμετοχής των πολιτών και τα έχει αδράξει σφιχτά μια πανεπιστημιακή, «κοσμοπολίτικη» ελίτ ειδικών. Προφανώς αυτό παραβλέπει ότι οι ελβετικοί πολιτικοί θεσμοί έχουν δημιουργήσει μια από τις καλύτερες υποδομές στον κόσμο, με ένα θρυλικό σύστημα δημόσιων συγκοινωνιών και μερικά από τα κορυφαία πανεπιστήμια. Έδωσε επίσης τη δυνατότητα στη χώρα να αναλάβει τεράστια, πανευρωπαϊκής σημασίας έργα πολιτικής μηχανικής, όπως η σήραγγα στο Gotthard, που εγκρίθηκε με δημοψήφισμα και ολοκληρώθηκε έγκαιρα και εντός του προϋπολογισμού, ως μέρος της σιδηροδρομικής σύνδεσης από το Ρότερνταμ στη Γένοβα. Αν και είναι “ευρωπαίοι” όσο το δυνατόν περισσότερο, οι Ελβετοί παρέδωσαν τη σήραγγα σε διακρατική χρήση χωρίς να έχει χρειασθεί να ενταχθούν σε κάποια διεθνή ιεραρχία, μόνο και μόνο για να ανακαλύψουν ότι το κομμάτι του έργου που ανήκε στη Γερμανία, δηλαδή η σιδηροδρομική διαδρομή κατά μήκος του Ρήνου που συνδέει το λιμάνι του Ρότερνταμ με τη σήραγγα, καθυστερεί κατά δεκαετίες, παρά την ένταξη της δεύτερης στην ΕΕ.
Εάν η ελβετική μεσαία τάξη επιθυμεί να κυβερνάται από τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών και όχι από τους Ελβετούς συμπατριώτες τους οφείλεται σε κάτι περισσότερο από τα αισθημάτων ενοχής για την εθνική τους ευημερία ή την εσωτερίκευση των αντιελβετικών τάσεων που εύκολα μπορεί να συναντήσει κανείς παντού στην κόσμο – μάλλον έχει να κάνει με το γεγονός ότι η δημοψηφιστική/συνομοσπονδιακή κυβέρνηση επιτρέπει πολλαπλές τάσεις και θύλακες λαϊκιστικού παραδοσιακού χαρακτήρα, ένα είδος «ποικιλομορφίας» που συγκρούεται έντονα με τις αριστερές-φιλελεύθερες «διαφορετικές» αξίες και τρόπους ζωής. Μερικές φορές αυτό μπορεί να είναι αρκετά ενοχλητικό, για παράδειγμα όταν η Ελβετία μόλις το 1971, και σε ορισμένα καντόνια ακόμη αργότερα, επέκτεινε το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Παρόμοια αισθήματα με αυτά που είχαν εκφράσει οι Πράσινοι στη Γερμανία τη δεκαετία του 1990, με το σύνθημα «Αγαπητοί ξένοι, μην μας αφήνετε μόνους με τους Γερμανούς», είναι ευρέως διαδεδομένα σε τμήματα της ελβετικής κοινωνίας σήμερα, ειδικά στον πολιτιστικό τομέα. Πράγματι, ένας εκπληκτικά υψηλός αριθμός Ελβετών εργαζομένων στον Πολιτισμό έχει μεταναστεύσει σε μποέμ μέρη όπως το Βερολίνο, όπου, σε αντίθεση με τη Ζυρίχη, μπορούν να βρουν ξέφρενα κλαμπ, σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν από την θεωρούμενη πουριτανική ασφυκτικότητα ή ακόμη και ξενοφοβία της πατρίδας τους – μια χώρα καταγωγής, φυσικά, με περίπου 1,5 εκατομμύριο ξένους εργαζομένους σε όλους τους τομείς της οικονομίας, σε σύνολο 4,2 εκατομμύρια εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων περισσότερων από 340.000 ατόμων που καθημερινά εισέρχονται στην Ελβετία από τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία.
Στις Βρυξέλλες, ο ελβετικός φάκελος βρίσκεται στο χαρτοφυλάκιο της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, προέδρου της Επιτροπής, η οποία τον έχει κληρονομήσει από τον προκάτοχό της, τον ξεχασμένο πλέον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ. Η αποτυχία της να εξαναγκάσει σε συνθηκολόγηση την Ελβετία αποδυναμώνει περαιτέρω τη θέση της, αποκαλύπτοντας για άλλη μια φορά τα ελαττώματα της «ολοένα και στενότερης ένωσης» σε ένα ανελαστικό μοντέλο για όλους. Πιεσμένη από ιμπεριαλιστές-συγκεντρωτικούς σκληροπυρηνικούς στο Ευρωκοινοβούλιο –και, πρέπει να υποθέσει κανείς, από τις εθνικές κυβερνήσεις σε Γερμανία και Γαλλία– η Επιτροπή απειλεί τώρα την Ελβετία με αντίποινα. Πολλές από τις υφιστάμενες συνθήκες μεταξύ της ΕΕ και της Ελβετίας θα λήξουν τα επόμενα χρόνια και θα πρέπει να ανανεωθούν και άλλες θα πρέπει να επικαιροποιηθούν. Η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία λέει στους Ελβετούς ότι χωρίς τη Συμφωνία Πλαίσιο αυτό θα είναι δύσκολο και μερικές φορές αδύνατο, κάτι που θα τους κοστίσει ακριβά. Λιγότερο διπλωματικά, οι ευρωφεντεραλιστές, εξαγριωμένοι από την άρνηση των Ελβετών να προχωρήσουν στον δρόμο της αυτοκρατορικής ενοποίησης της «Ευρώπης» υπό τη γερμανική και γαλλική ηγεμονία, αναρωτιούνται δημόσια αν οι Ελβετοί είναι “κακοί ή τρελοί”: “κακοί” για την εγωιστική εμμονή τους να κρατούν τα πλούτη τους για τον εαυτό τους, αντί να τα μοιραστούν με τους άξιους Ευρωπαίους, όπως το συνηθίζουν οι Γερμανοί και οι Γάλλοι (μια προσφορά της τελευταίας στιγμής από την ελβετική αντιπροσωπεία να συνεισφέρει με 1,3 δισεκατομμύρια ευρώ σε δέκα χρόνια για να βοηθήσει στη μείωση της οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας εντός της ΕΕ[!] απορρίφθηκε από την Επιτροπή) – ή “τρελοί” επειδή δεν μπορούν να αναγνωρίσουν τα αληθινά τους συμφέροντα, τα οποία προφανώς περιλαμβάνουν τη διακυβέρνηση από τις σοφές αποφάσεις της Επιτροπής και του Δικαστηρίου της ΕΕ. Ταυτόχρονα, κατά καιρούς κατηγορούνται επίσης για καταφερτζήδες, προσπαθώντας να τη γλιτώσουν καθώς επιλέγουν να κρατήσουν μόνο ότι τους ευχαριστεί – κάτι που μαθαίνουμε από παιδιά ότι δεν πρέπει να κάνουμε αλλά πρέπει να τρώμε οτιδήποτε έρχεται στο τραπέζι.
Για να προχωρήσει το «ευρωπαϊκό σχέδιο» όπως το σχεδιάζουν οι ευρωσυγκεντρωτικοί των Βρυξελλών, πρέπει να καταστεί σαφές σε όλους τους ενδιαφερόμενους ότι η επιλογή της συνομοσπονδιακής συνεργασίας, διμερής ή πολυμερής, ως εναλλακτική της ιεραρχικής κυριαρχίας δεν προσφέρεται από την ΕΕ, όπως έμαθαν οι Βρετανοί, για να μην παίρνουν ανόητες ιδέες άλλες χώρες, πόσω μάλλον εκείνες που είναι ήδη μέλη της. Φυσικά, στα πάνω από επτακόσια χρόνια ιστορίας τους, οι Ελβετοί έχουν επιβιώσει από περισσότερο κρίσιμες προκλήσεις, όπως και οι Βρετανοί στα οκτακόσια χρόνια μετά τη Magna Carta, και υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύουμε ότι θα επιβιώσουν επίσης – σε συντομότερο χρονικό διάστημα – από το φρανκεσταϊνικό δημιούργημα του τέλους του εικοστού αιώνα της εμπορο-τεχνοκρατίας που ονομάζεται Ευρωπαϊκή Ένωση.