του Χρίστου Δαγρέ,
Ο Αλαίν ντε Μπενουά στο δοκίμιο του “Επανεξετάζοντας τη Δημοκρατία: η Αρχαία και η Σύγχρονη” [The Occidental Quarterly, Vol:3, No:2, 47-58] παρατηρεί ότι η έννοια της “Δημοκρατίας” σήμερα έχει αποκλειστικά “ηθικό”, κρυπτοθρησκευτικού τύπου, περιεχόμενο και μόνο. Αυτό εξηγεί γιατί σχεδόν όλα τα καθεστώτα αισθάνονται την υποχρέωση να αυτοαποκαλούνται “δημοκρατίες” παρά τις τεράστιες διαφορές στη δομή και στο βαθμό συμμετοχής των πολιτών (συχνά είναι ο επιθετικός προσδιορισμός που δίνει το πραγματικό στίγμα του πολιτεύματος, από τις “λαϊκές” δημοκρατίες των Ανατολικοευρωπαϊκών δικτατοριών έως την “ισλαμική” δημοκρατία του Ιράν). Στο πλαίσιο αυτό, ούτε οι (“δυτικού τύπου”, “αστικές”) αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες (εφεξής, “Κοινοβουλευτισμός”) ξεφεύγουν από την κριτική αυτή, όχι μόνο γιατί παρουσιάζουν μεγάλη ετερογένεια ως προς τη μορφή και τη διάρθρωση των εξουσιών αλλά και για το κατά πόσο αποτελούν κατ’ουσία “Δημοκρατία” [1].
Ο ντε Μπενουά για να προσδιορίσει το πολιτικό περιεχόμενο της αυθεντικής έννοιας της “Δημοκρατίας” επιστρέφει στην αρχαία Ελλάδα και την “Άμεση” δημοκρατία υιοθετώντας την περιγραφή της Ζακλίν ντε Ρομιγύ ως ένα πολίτευμα όπου “ο λαός κυβερνούσε, αντί να κυβερνάται από εκλεγμένους αντιπροσώπους”. Ένας αρχαίος Αθηναίος σήμερα θα έβρισκε παράδοξη και διαστρεβλωμένη τη (δημοφιλή στη Δύση) θεωρία ότι δημοκρατία είναι η εκλογή βουλευτών, στους οποίους δίνεται η απόλυτη δυνατότητα να νομοθετούν και να ορίζουν κυβέρνηση με ελάχιστο (συχνά απλώς προσχηματικό) ή και καθόλου έλεγχο από τους πολίτες. Στον αντίποδα, κάποιοι συστημικοί διανοούμενοι προκειμένου να νομιμοποιήσουν την ολιγαρχική διακυβέρνηση από τις ελίτ ως “δημοκρατία”, αμφισβητούν τη “δημοκρατικότητα” των Άμεσων Δημοκρατιών καταλήγοντας στο περίεργο, και εν πολλοίς ατεκμηρίωτο, συμπέρασμα ότι οι μεταγενέστερες “δημοκρατίες” της Νεωτερικότητας, είναι πιο “αυθεντικές” από τις αυθεντικές Δημοκρατίες της αρχαιότητας.
Οι ουσιαστικές διαφορές μεταξύ της αυθεντικής Δημοκρατίας και του νεωτερικού (“αστικού”) Κοινοβουλευτισμού είναι πολλές και δεν αφορούν μόνο τους θεσμούς και τους κανόνες λήψης αποφάσεων αλλά ξεκινούν από κάτι βαθύτερο που ο ντε Μπενουά προσδιορίζει στο περιεχόμενο της λέξης “δήμος” και κατ’επέκταση στις διαφορές μεταξύ της έννοιας της “ελευθερίας” των πολιτών μιας αυθεντικής Δημοκρατίας σε σύγκριση με την ατομοκεντρική “ελευθερία” (ή ελευθεριότητα) της Νεωτερικότητας. Η ανάλυση των διαφορών αυτών ξεπερνά τα όρια αυτού του άρθρου, είναι όμως ένα ζήτημα στο οποίο αξίζει να εμβανθύνει κάποιος. Στις διαφορές αυτές θεμελιώνονται τα κοινά χαρακτηριστικά όλων των αυθεντικών, κοινοτιστικών δημοκρατιών κατά την αρχαιότητα και το Μεσαίωνα: από την αρχαιοελληνική “πόλις” και την πρώτη ρωμαϊκή δημοκρατία έως τις μεσαιωνικές ελεύθερες πόλεις της Ιταλίας, τις ελεύθερες κοινότητες της Φλαμανδίας και της Φρισσίας, τους δήμους της Χανσεατικής συμμαχίας, το ομόσπονδο κοινοβούλιο (Αlthing) που δημιουργούνταν απ’τις ανοιχτές συνελεύσεις (“thing”) των ισλανδικών κοινοτήτων, τη δημοκρατία των Veche του Νίζνι Νοβγκορόντ ως τα ελεύθερα Ελβετικά καντόνια, ενώ δεν πρέπει να λησμονούνται (σε εντελώς άλλο πλαίσιο) οι αυτοδιοικούμενες κοινότητες του Βυζαντίου, που συνεχίστηκαν με τα ελληνικά κοινά επί Τουρκοκρατίας.
Το σύγχρονο ελβετικό παράδειγμα
Το ενδιαφέρον για την Ελβετική Άμεση Δημοκρατία [2], όπως επίσημα είναι το πολίτευμα της Ελβ. Συνομοσπονδίας, (“Switzerland is a direct democracy”) εδράζει στο γεγονός ότι ίσως αποτελεί το μόνο κράτος της δυτικής Ευρώπης όπου το πέρασμα στη νεωτερικότητα δεν σταμάτησε στον κοινοβουλευτικό ελιτισμό αλλά εξελίχθηκε σε διεύρυνση και εκσυγχρονισμό των (αρχαϊκών) καντονικών αμεσοδημοκρατικών θεσμών σε ομοσπονδιακό επίπεδο έτσι ώστε σήμερα ο πολίτης της Ελβετίας να μπορεί να αποφασίζει άμεσα και στα 3 επίπεδα αυτοδιοίκησης (δήμος-καντόνι-ομοσπονδία). Η πολιτική ιστορία των τελευταίων 2 αιώνων της Ελβετίας δικαιώνει τον ντε Μπενουά που επισημαίνει ότι η αυθεντική δημοκρατία δεν συνδέεται κατ’ανάγκη με το μικρό μέγεθος (πόλη) και τη δια ζώσης “άμεση” λήψη αποφάσεων. Στην Ελβετία έγινε εφικτή σε ευρύτερο ομοσπονδιακό επίπεδο με τη θεσμοθέτηση των κατάλληλων, πιο σύνθετων αλλά πάντοτε άμεσων, πολιτικών εργαλείων.
Η ιστορία εξέλιξης των αμεσοδημοκρατικών θεσμών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορική εξέλιξη της ίδιας της χώρας και κάποια στιγμή θα άξιζε να τύχει εκτενέστερης αναφοράς. Συνοπτικά, οι ανοιχτές συγκεντρώσεις πολιτών ήταν ο τρόπος λήψης αποφάσεων στις ελεύθερες κοιλάδες των Αλπέων που αρχικά οδήγησαν σε τοπικές συμμαχίες (Λίγκες – το πρόπλασμα για τα καντόνια) και κατόπιν, το 1291, στην πρώτη συμμαχία των “παλαιών” 3 καντονιών (Orte cantons – Uri, Schwyz και Unterwalden). Γρήγορα, η συμμαχία αυξήθηκε στα 8 καντονιών και κατόπιν στα 13, διατηρήθηκε ως χαλαρή συνομοσπονδία ως τους ναπολεόντιους πολέμους (οπότε σχηματίστηκε το βραχύβιο κράτος-δορυφόρος της Γαλλίας, η Helvetic Republic). Η συντριβή της ναπολεόντιας Γαλλίας έφερε το ζήτημα της Ελβετίας στο συνέδριο της Βιέννης, το οποίο – με την ακαταπόνητη επιμέλεια και ενεργό συμμετοχή του Ι. Καποδίστρια – ενέκρινε την Ομοσπονδιακή Χάρτα του 1815 με 3 καίριες αποφάσεις: την τακτοποίηση των υποτελών περιοχών (Λωζάννη, Τιτσίνο) ή συμμαχικών πόλεων (Γενεύη) ως ελεύθερα καντόνια, την ίδρυση κοινοβουλίου (Δίαιτα) και κάποιων ομοσπονδιακών δομών με διατήρηση όμως παράλληλα της αυξημένης αυτοδιοίκησης δήμων και καντονιών (δηλαδή, μετεξέλιξη σε σύγχρονο συνομοσπονδιακό κράτος) και τη θεμελίωση της ουδετερότητας της χώρας.
Παρά το δημοφιλή θρύλο, η Ομοσπ. Χάρτα του Καποδίστρια δεν “σχεδίασε” το σύγχρονο αμεσοδημοκρατικό σύστημα. Αυτό έγινε μετά τον σύντομο εμφύλιο του Sonderbund το 1840 (αναφέρονται λιγότεροι από 100 νεκροί και περίπου 500 τραυματίες και στις δύο πλευρές) που τελικά οδήγησε στο Σύνταγμα του 1848 το οποίο προέβλεπε τα υποχρεωτικά συνταγματικά δημοψηφίσματα για σημαντικά ζητήματα και την πρωτοβουλία πολιτών για νέο Σύνταγμα (αλλά όχι για αναθεώρηση του υπάρχοντος, ακόμη). Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι οι αμεσοδημοκρατικές προβλέψεις ενσωματώθηκαν στο Σύνταγμα κυρίως μετά από πίεση των ηττημένων του εμφυλίου, δηλαδή των καθολικών (συντηρητικών) καντονιών, για να προστατευτούν από τις ριζοσπαστικές ελίτ. Σταδιακά μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, η Ελβετία ανέπτυξε τους θεσμούς που θα περιγράψουμε παρακάτω. Ωστόσο, η Καποδιστριακή Χάρτα διαδραμάτισε έναν έμμεσο ρόλο καθώς όλα αυτά έγιναν δυνατά χάρις στο πλαίσιο αυτονομίας που είχε δημιουργήσει. Το πλαίσιο αυτό επέτρεψε την ελεύθερη αυτο-οργάνωσης του συστήματος εξουσίας σε κάθε καντόνι. Έτσι, κυρίως τα μεγάλα “αστικά” καντόνια λειτούργησαν ως πολιτικά εργαστήρια όπου δοκιμάστηκαν και βελτιώθηκαν τα δημοψηφίσματα ως θεσμοί, αντικαθιστώντας τις αρχαϊκές συγκεντρώσεις (Landsgemeinde). Σήμερα, οι ετήσιες ανοιχτές συγκεντρώσεις πολιτών συνεχίζουν μόνο στα δύο μικρότερα καντόνια, το Glarus και το Appenzell Innerrhoden, αλλά και σε μεγάλο αριθμό δήμων, μεσαίου και μικρού μεγέθους. Κάποιοι μικροί δήμοι δεν διαθέτουν καν δημοτικό συμβούλιο αλλά όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται σε ανοιχτές συνελεύσεις από τους πολίτες. Ο Καποδίστριας είχε άμεση άποψη για τα Landsgemeinde, καθώς υπάρχει γκραβούρα που τον δείχνει να παρακολουθεί τη συγκέντρωση στο Appenzell. Δεν γνωρίζω όμως εάν είχε εκφράσει γραπτώς την άποψη του για το θεσμό.
Το πολιτικό σύστημα της Ελβετίας χαρακτηρίζεται κυρίως από 3 στοιχεία εσωτερικής πολιτικής (δημοψηφίσματα, απλή αναλογική, ενισχυμένη αυτοδιοίκηση) και 1 στοιχείο εξωτερικής πολιτικής (ένοπλη ουδετερότητα και απαραβίαστο των συνόρων). Παρακάτω θα αναπτυχθεί το θεσμικό πλαίσιο των δημοψηφισμάτων, κυρίως σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Η αναλυτική περιγραφή των άλλων 2 στοιχείων ξεφεύγει απ’τους σκοπούς του άρθρου αλλά σύντομα μπορούν να ειπωθούν τα εξής:
- αυτοδιοίκηση: οι ευθύνες και οι υποχρεώσεις σε κάθε επίπεδο διοίκησης είναι καλά καθορισμένες ώστε να ελαχιστοποιούνται οι ασάφειες και οι γκρίζες ζώνες και αποτελεί εκσυγχρονισμό των ελευθέρων αλπικών κοιλάδων του Μεσαίωνα. Σήμερα ο Ελβετός πολίτης μπορεί να αποφασίζει άμεσα για κάθε πτυχή που επηρεάζει τη ζωή και το μέλλον του ίδιου και των παιδιών του. Από το χαρακτήρα (ιδιωτικό ή δημοτικό) συγκεκριμένων υπηρεσιών (π.χ. αποκομιδή σκουπιδιών) ή το δανεισμό για πραγματοποίηση έργων, μέχρι το εάν θα δοθεί σε κάποιον συγκεκριμένο αλλοδαπό το προνόμιο του να γίνει πολίτης του δήμου τους.
- απλή αναλογική: οι Ελβετοί ψηφίζουν κάθε 4 χρόνια για την εκλογή των 2 κοινοβουλίων τους, τη Βουλή των Πολιτών και τη Βουλή των Καντονιών (όπου κάθε καντόνι έχει 2 θέσεις, ανεξαρτήτως του μεγέθους του). Αυτό οδηγεί στο σχηματισμό μιας σταθερά 7μελούς κυβέρνησης συνεργασίας από 4 κόμματα, ουσιαστικά χωρίς πρωθυπουργό (υπάρχει ένας προεδρεύων που αλλάζει κάθε χρόνο). Το ψευδοεπιχείρημα της “κυβερνησιμότητας” είναι άγνωστο καθώς παραβιάζει τη βασική αρχή της δημοκρατίας (ακόμη και στην μη-αυθεντική μορφή του κοινοβουλευτισμού): ότι ο κάθε πολίτης έχει μία ψήφο (θεωρητικά) ισότιμη με του διπλανού του και ως τέτοια πρέπει να εκπροσωπείται ισότιμα στα εκλεγμένα όργανα. Το μπόνους εδρών ουσιαστικά δίνει αυξημένη αξία στην ψήφων κάποιων και υποβιβάζει την αξία της ψήφου των υπολοίπων. Τα αποτελέσματα των εκλογών είναι αυτά που είναι. Είναι ευθύνη των κομμάτων να κυβερνήσουν και να νομοθετήσουν υπακούοντας στη βούληση των πολιτών – χωρίς δεύτερη κουβέντα! Είναι αρκετά συχνό δε κάποιο (ή κάποια) κόμμα της κυβέρνησης να διαφωνήσουν με αποφάσεις του κοινοβουλίου ή της κυβέρνησης, χωρίς αυτό να θέτει ζήτημα (της “ψευδεπίγραφης αρχής” της) “δεδηλωμένης”. Οι διαφωνίες λύνονται όχι από πιθανολογήσεις γύρω απ’ τη “δεδηλωμένη” βούληση των πολιτών αλλά από τους ίδιους τους πολίτες άμεσα – με δημοψήφισμα!
Δημοψηφίσματα Πολιτών
Η προσθήκη της λέξης “πολιτών” δίπλα στα δημοψηφίσματα είναι απαραίτητη για να μεταφραστεί ακριβέστερα ο αγγλικός όρος “referendum” έναντι του “plebiscite” καθώς και τα δύο μεταφράζονται στα ελληνικά (ειδικά από τα ΜΜΕ) ως “δημοψηφίσματα”. Η διαφορά στο περιεχόμενο των δύο εννοιών είναι τεράστια καθώς οι στρεβλώσεις των plebiscite είναι κυρίως υπεύθυνες για την έντονη κριτική (άλλοτε δίκαια, άλλοτε όχι και τόσο) που ασκείται γενικά στα δημοψηφίσματα ότι χρησιμοποιούνται ως μέσα δημαγωγικής χειραγώγησης των πολιτών. Τα plebiscite προκύπτουν από την βούληση κάποιου φορέα εξουσίας (π.χ. κοινοβούλιο, πρωθυπουργός, πρόεδρος) για θέματα και σε χρόνο που αυτός επιλέγει, συχνά με διατύπωση ασαφή ή χειραγωγίσιμη, με νομικό/κανονιστικό πλαίσιο που διαμορφώνεται ad hoc, και περιορισμούς όπως ο “συμβουλευτικός” χαρακτήρας του αποτελέσματος ή το ελάχιστο όριο αποδοχής (quorum), όπως π.χ. το 50% των εγγεγραμμένων ή των ψηφισάντων στις τελευταίες εκλογές. Περισσότερα για τις διαφορές μεταξύ των γνήσιων και των νόθων αμεσοδημοκρατικών θεσμών στο “A General Typology of Modern Direct Democracy” (ελληνική μετάφραση) του R. Buechi.
Στον αντίποδα βρίσκονται τα Δημοψηφίσματα Πολιτών, των οποίων η χαρακτηριστικότερη και καλύτερα θεσμοθετημένη έκφραση στην Ευρώπη βρίσκεται στην Ελβετία. Στις ΗΠΑ, περισσότερες από τις μισές πολιτείες έχουν κάποια μορφή δημοψηφίσματος πολιτών σε επίπεδο πολιτείας μόνο, χωρίς να υπάρχει ομοσπονδιακό αντίστοιχο για το σύνολο της χώρας. Περισσότερα για τις ΗΠΑ μπορείτε να διαβάσατε στις σελίδες 8-24 του pdf (ολοκληρωμένη κριτική για το σημερινό έλλειμα νομιμοποίησης στη λήψη αποφάσεων που συνοδεύεται από πρόταση για θεσμοθέτηση εθνικών Δημοψηφισμάτων Πολιτών στις ΗΠΑ, μπορεί να βρεθεί στο βιβλίο του καθ. Tζον Ματσουσάκα “Let the People Rule: How Direct Democracy Can Meet the Populist Challenge”). Πέρα από τις ΗΠΑ και την Ελβετία, αντίστοιχοι θεσμοί υπάρχουν με πιο περιορισμένες επιλογές και σε άλλες χώρες, κυρίως με τη μορφή “συνταγματικών/υποχρεωτικών δημοψηφισμάτων”.

Στην Ελβετία υπάρχουν 3 μορφές δημοψηφισμάτων πολιτών:
- υποχρεωτικά (συνταγματικά) δημοψηφίσματα: αφορά συνταγματικώς προσδιορισμένα θέματα, κυρίως διεθνείς συμφωνίες που αφορούν ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και τροποποιήσεις άρθρων του Συντάγματος ή προσθήκη νέων άρθρων, από το κοινοβούλιο. Η οριστική έγκριση τους απαιτεί προηγουμένως την έγκριση των πολιτών σε δημοψήφισμα που διεξάγεται υποχρεωτικά, χωρίς δυνατότητα παράκαμψης από τις ελίτ.
- ακυρωτικά (veto) δημοψηφίσματα πολιτών: αφορά κάθε άλλη απόφαση του κοινοβουλίου (με ή χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης) που δεν απαιτεί υποχρεωτική δημοψηφισματική έγκριση. Για κάθε νέο νόμο έχει οριστεί ένα περιθώριο 100 ημερών από τη δημοσίευση του μέχρι να τεθεί σε ισχύ, εντός του οποίου οποιαδήποτε ομάδα πολιτών μπορεί να το στείλει σε δημοψήφισμα εφόσον συγκεντρώσει τουλάχιστον 50 χιλιάδες έγκυρες υπογραφές πολιτών [3]. Στην περίπτωση αυτή (όπως και στα υποχρεωτικά δημοψηφίσματα), εάν οι αρνητικές ψήφοι είναι περισσότερες, τότε ο νόμος ακυρώνεται αυτομάτως.
- συνταγματικές πρωτοβουλίες πολιτών: κάθε ομάδα πολιτών μπορεί να προτείνει την τροποποίηση/συμπλήρωση ενός υπάρχοντος άρθρου του Συντάγματος ή την προσθήκη ενός νέου άρθρου για όποιο ζήτημα θεωρεί κρίσιμο. Η ομάδα υποβάλει την πρόταση της σε ειδικό γραφείο του Κοινοβουλίου και από την ημέρα αυτή έχει 18 μήνες περιθώριο για να συγκεντρώσει 100.000 έγκυρες υπογραφές πολιτών. Εάν το επιτύχει, καταθέτει τις υπογραφές στο Κοινοβούλιο για έλεγχο και έγκριση. Η η κυβέρνηση και το κοινοβούλιο έχουν 3 εναλλακτικές επιλογές: είτε αποδέχονται την πρόταση (χωρίς δημοψήφισμα), είτε εκδίδουν απορριπτική πρόταση, είτε υποβάλουν τη δική τους αντιπρόταση. Εάν η νομοθετική αντιπρόταση της κυβέρνησης είναι ικανοποιητική, μπορεί η ομάδα πολιτών να τη δεχτεί και να αποσύρει τη δική της. Διαφορετικά, η πρόταση των πολιτών και η κυβερνητική αντιπρόταση πηγαίνουν και οι δύο σε δημοψήφισμα και εγκρίνεται όποια έχει το υψηλότερο ποσοστό, πάνω από το 50% των ψηφισάντων. Εκτός από την πλειοψηφία μεταξύ των ψηφισάντων, μία συνταγματική πρωτοβουλία πολιτών χρειάζεται να έχει >50% στην πλειοψηφία των καντονιών [4].

Τα Δημοψηφίσματα Πολιτών στην Ελβετία ορίζονται από ένα σταθερό κανονιστικό πλαίσιο, που παρά τις όποιες μικροαδυναμίες και παράπονα, γενικά χαρακτηρίζεται ως έγκυρο και δίκαιο και είναι αποδεκτό από τους πολίτες:
- Σταθερή δημοψηφισματική περίοδος: οι Ελβετοί προσέρχονται στις κάλπες σταθερά 4 φορές το χρόνο, ανά τριμηνία, όπου ψηφίζουν για ομοσπονδιακά, καντονικά ή δημοτικά δημοψηφίσματα. Οι εκλογές ορίζονται κι αυτές σε ημέρα δημοψηφίσματος.
- Σταθερό θεσμικό πλαίσιο: το πλαίσιο διεξαγωγής των δημοψηφισμάτων είναι σταθερό και σαφώς προσδιορισμένο. Δεν υπάρχει ανάγκη να “κατασκευαστούν” ειδικοί εφαρμοστικοί νόμοι για κάθε δημοψήφισμα (όπως π.χ. στο “δημοψήφισμα” του 2015, ή του Brexit).
- Δεσμευτικό αποτέλεσμα: η απόφαση των πολιτών είναι δεσμευτική. Η απόρριψη ενός νόμου από τους πολίτες οδηγεί στην άμεση ακύρωση του νόμου, όποια πλειοψηφία και αν είχε στο Κοινοβούλιο. Ομοίως, μια συνταγματική πρωτοβουλία που θα υπερψηφιστεί σε δημοψήφισμα, θα ενσωματωθεί αυτομάτως στο Σύνταγμα. Η έννοια του “συμβουλευτικού” αποτελέσματος είναι παρωδία της Άμεσης Δημοκρατίας και εξαπάτηση των πολιτών.
- Δεν υπάρχουν κατώτατα όρια συμμετοχής (quorum): Η πλειοψηφία των ψηφισάντων σε ένα δημοψήφισμα είναι αυτή που αποφασίζει ακόμη κι αν συνολικά η συμμετοχή είναι μικρή. Έτσι αποφεύγεται η εργαλειοποίηση της αποχής, εκμεταλλευόμενη το μικρό ποσοστό όσων σταθερά απέχουν. Δηλαδή, η αποχή δεν μεταφράζεται πολιτικά σε αποδοκιμασία ή επιδοκιμασία κάποιας πρότασης. Δεν είναι απαραίτητο για να υπάρχει “νομιμοποίηση” να συνοδεύεται και από υψηλή συμμετοχή – κάποια ζητήματα είναι εκ φύσεως είτε πολύ ειδικά, είτε αδιάφορα στους πολλούς χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να τεθούν στην κρίση των ψηφοφόρων.
- Σταθεροί κανόνες για τη χρηματοδότηση και προβολή των θέσεων (υπέρ ή κατά) των δημοψηφισμάτων στο δημόσιο διάλογο. Γενικά πάντως ένα μεγάλο μέρος του δημοσίου διαλόγου διεξάγεται μέσα από την καθημερινή επαφή με φίλους, συγγενείς, συναδέλφους ή συντοπίτες. Γι’αυτό και στα δημοψηφίσματα συνήθως εμπλέκονται όχι μόνο πολιτικές ομάδες αλλά και άλλες κοινωνικές ομάδες πολιτών.
Θετικά και αρνητικά αποτελέσματα
Το προφανέστερο θετικό αποτέλεσμα των αμεσοδημοκρατικών θεσμών είναι ότι επιτρέπει στους πολίτες να αποφασίζουν άμεσα για κάθε ζήτημα που αφορά τη ζωή τους με βάση τη θεμελιώδη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας. Ωστόσο, αυτό είναι μάλλον το μικρότερο από τα θετικά αποτελέσματα. Επίσης, δεν παραγνωρίζεται ότι υπάρχουν και κάποιες αρνητικές πτυχές – άλλες εκ των οποίων είναι τεχνητά υπερτονισμένες και άλλες πραγματικές:
1.Έλεγχος των πολιτικών: Περίσσοτερο και από τα ίδια τα δημοψηφίσματα, απλώς η ύπαρξη του θεσμού και η απρόσκοπτη δυνατότητα των πολιτών να τα χρησιμοποιούν, λειτουργεί ως πολιτική δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια των εκλεγμένων αντιπροσώπων με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των αντίστοιχων νομοθετικών σωμάτων να λαμβάνονται έχοντας πάντα υπόψιν τη βούληση των πολιτών. Υπάρχουν ακαδημαϊκές μελέτες που δείχνουν ότι όντως η ύπαρξη αμεσοδημοκρατικών θεσμών οδηγεί τους βουλευτές να νομοθετούν πλησιέστερα στις αξίες της κοινωνίας.
2.Διαβούλευση και συναίνεση: Η δαμόκλειος σπάθη των δημοψηφισμάτων καθιστά αναγκαίο τον ευρύ και μη-προσχηματικό δημόσιο διάλογο, στον οποίο προσκαλούνται όλοι οι φορείς και οι κοινωνικές ομάδες που έχουν λόγο στο συγκεκριμένο ζήτημα, και η άποψη τους λαμβάνεται υπόψιν στο τελικό αποτέλεσμα για να αποφευχθεί η παραπομπή του νόμου σε δημοψήφισμα. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται Vernehmlassung και αποτελεί θεσμό του πολιτικού συστήματος. Παρομοίως, αλλά όχι με τόσο δομημένο τρόπο, είναι απαραίτητη η διαβούλευση και στις πρωτοβουλίες πολιτών, οι οποίες δαπανούν πολύ προπαρασκευαστικό χρόνο στη διαμόρφωση συμμαχιών προτού καταλήξουν στην τελική πρόταση που θα υποβληθεί στο Κοινοβούλιο. Ωστόσο αυτό μπορεί να έχει τρεις παρενέργειες:
2.α) Δαπάνη χρόνου: το αμεσοδημοκρατικό σύστημα είναι χρονοβόρο (και σε κάποιο βαθμό και κοστοβόρο). Αυτό είναι ένα εγγενές χαρακτηριστικό που οφείλει κάποιος να αποδεχτεί την ύπαρξη του όσες προσπάθειες κι αν γίνουν (και γίνονται) για να μετριαστεί. Προφανώς είναι πολύ συντομότερο να αποφασίζει κάποιος μονάρχης όπως ο ίδιος κρίνει, με ελάχιστες ή καθόλου συμβουλές από ειδικούς ή την κοινωνία. Από την άλλη πλευρά όμως η αργή διαδικασία λήψης αποφάσεων αντισταθμίζεται από την υψηλότερη ποιότητα των καλύτερα μελετημένων νομοθετημάτων που τελικά οδηγεί μεσοπρόθεσμα σε αποφυγή πολυνομίας, νομικής κακοφωνίας με συγκρουόμενους ή ασαφείς νόμους, “παραθυράκια”, ικανοποίηση ιδιοτελών συμφερόντων και άλλα μειονεκτήματα των απολυταρχικών/ολιγαρχικών συστημάτων εξουσίας.
2.β) Αδιέξοδο στη λήψη αποφάσεων: Η αποτυχία εξασφάλισης συναίνεσης μπορεί να οδηγήσει σε αδιέξοδο οπότε εγκαταλείπεται η απόπειρα δημιουργίας νέου νόμου. Δεν είναι απαραιτήτως κακό πάντοτε, αλλά γενικά εάν υπάρχει πραγματική ανάγκη νομοθετικής ρύθμισης ενός ζητήματος, η αναστολή λήψης απόφασης είναι μια αρνητική εξέλιξη που συνήθως οδηγεί σε επιδείνωση ενός προβλήματος.
2.γ) Δημαγωγία και επικοινωνιακή παραπλάνηση: Συχνά διατυπώνεται η κατηγορία ότι τα δημοψηφίσματα είναι ευάλωτα είτε στην παραπλανητική γοητεία των λαοπλάνων, ή στη διαβρωτική επίδραση των οργανωμένων συμφερόντων που μπορούν να διαθέσουν κεφάλαια για να παραπλανήσουν τους πολίτες μέσω των ΜΜΕ. Καταρχάς, και οι δύο κατηγορίες ισχύουν επίσης (στον υπερθετικό βαθμό) και στον Κοινοβουλευτισμό όπου είναι ευκολότερη (και φθηνότερη) η εκλογή λαοπλάνων ή η πολιτική διαφθορά προς όφελος συμφερόντων, χωρίς να μπορούν οι πολίτες να αντιδράσουν. Η μεθοδική, ακαδημαϊκή έρευνα έδειξε πάντως ότι οι πιθανοί κίνδυνοι αλλοίωσης της βούλησης των πολιτών είναι υπερτιμημένοι. Σε οριακές περιπτώσεις ακυρωτικών δημοψηφισμάτων είναι κατάτι παραπάνω πιθανό οι επικοινωνιακές δαπάνες να ωφελήσουν την πλευρά που δαπανά τα περισσότερα χρήματα αλλά η δυνατότητα αυτή είναι περιορισμένη. Αντίθετα στις πρωτοπουλίες πολιτών δεν παρατηρείται τέτοιο φαινόμενο.
3.Παιδαγωγική λειτουργία: Η συμμετοχή των πολιτών και η συμμετοχή τους σε ομάδες πολιτών, στο δημόσιο διάλογο ή στην καμπάνια υπέρ ή κατά ενός δημοψηφίσματος αποτελεί τον μόνο τρόπο πολιτικής εκπαίδευσης και ωρίμανσης των πολιτών. Η ευθύνη που συνοδεύει την τελική απόφαση και η άμεση σύνδεση αποτελέσματος-συνεπειών, καθιστά τον πολίτη περισσότερο υπεύθυνο και ώριμο, ενώ σταδιακά μαθαίνει να αναγνωρίζει και να απομονώνει τους ψεύτες και τους δημοκόπους (που παρά τη συστημική προπαγάνδα, ανήκουν περισσότερο στους κύκλους των αυτοαναγορευμένων σε “άριστους” παρά σε όσους στοχοποιούνται ως “λαϊκιστές”).
4.Μη προσωποπαγές πολιτικό σύστημα: Η άμεση δημοκρατία επιστρέφει την πολιτική στις βασικές της ρίζες: την αναζήτηση του “κοινού καλού” και την ανάπτυξη των αξιών, ιδεών, και πολιτικών που το προάγουν. Τα πρόσωπα (και τα επικοινωνιακά τερτίπια) περνούν σε δεύτερο πλάνο ενώ στο προσκήνιο έρχονται οι απτές πολιτικές προτάσεις επί συγκεκριμένων προβλημάτων. Οι χαρακτηριολογικές και ανεκδοτολογικές επιθέσεις επί προσωπικού χάνουν την πολιτική αξία που έχουν σε προσωποπαγή συστήματα. Γι’αυτό και η ελβετική κυβέρνηση όχι μόνο δεν παρήκμασε σε ολιγαρχικού τύπου “πρωθυπουργοκρατία”, όπως στην Ελλάδα, αλλά ουσιαστικά κατέστησε τη θέση υποτροφική και την εξουσία της περιορισμένη (μαζί με τη βοήθεια της απλής αναλογικής και της αποκέντρωσης εξουσιών). Η εκτεταμένη διαβούλευση και η ελαχιστοποίηση του περιθωρίου για προσωπικές πολιτικές εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί δεν είναι απαραίτητα τα δημοψηφίσματα ανάκλησης εκλεγμένων αντιπροσώπων (βουλευτών, δημάρχων, συμβούλων κλπ) στην Ελβετία όπως στις ΗΠΑ (διαβάστε για παράδειγμα την “υπόθεση Sawant” με το αίτημα έκπτωσης από το αξίωμα της δημ. συμβούλου στο Σηάτλ της Κ. Sawant, που τελικά απορρίφθηκε με 300 ψήφους διαφορά).
5.Παράγοντας οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης: Είναι δύσκολο να τεκμηριωθεί σε όλο του το εύρος το θετικό αποτύπωμα των αμεσοδημοκρατικών θεσμών ως μοχλός οικονομικής και (πρωτίστως) κοινωνικής ανάπτυξης γιατί δεν υπάρχει επιστημονική μεθοδολογία που να μπορεί να διαχειριστεί τόσο σύνθετα και πολυδιάστατα προβλήματα. Ξέρουμε σε πρώτο επίπεδο ότι οι υπηρεσίες δημοτικών εταιρειών (π.χ. αποκομιδή σκουπιδιών) είναι αποδοτικότερες από τις αντίστοιχες ιδιωτικές, όπως και ότι υπάρχουν λιγότερα και μικρότερης έκτασης ζητήματα διαφθοράς (κυρίως κακοδιαχείρισης) σε σχέση με άλλες χώρες/περιοχές, ειδικά όταν υπάρχουν θεσμοθετημένα δημοτικά οικονομικά δημοψηφίσματα (για ετήσιο προϋπολογισμό, δανεισμό, υψηλές δαπάνες και επενδύσεις κ.α.). Η χρηστή οικονομική διαχείριση οδηγεί σε λιγότερους φόρους και υψηλότερα εισοδήματα για τους πολίτες, ενώ επίσης αυξάνει την εμπιστοσύνη στους δημόσιους λειτουργούς (όπως και τη λογοδοσία αυτών προς τους πολίτες) και καλλιεργεί ένα γενικότερο κλίμα αξιοπιστίας όταν υπάρχει εμπιστοσύνη ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται με γνώμονα το κοινό καλό και όχι την ικανοποίηση “κλαδικών” συμφερόντων. Επίσης, η σταθερότητα του νομικού συστήματος, η προσεκτική μελέτη των νέων νόμων, η ευρεία διαβούλευση δημιουργούν ένα ευρύτερο αίσθημα σταθερότητας που ευνοεί τα μακροπρόθεσμα σχέδια είτε σε επιχειρηματικό, ή σε προσωπικό επίπεδο (οικογένεια, επαγγελματική επιμόρφωση, ακίνητη περιουσία κ.α.). Τέλος, οι αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί επεμβαίνουν στη δημιουργία εθνικού πλούτου εξασφαλίζοντας μία δικαιότερη κατανομή μεταξύ των οικονομικών στρωμάτων χωρίς να αφήνουν το ρόλο αυτό σε “μαγικά” αόρατα χέρια κάποιας φαντασιακής “ελεύθερης αγοράς”. Το όλο ζήτημα είναι τεράστιο και απαιτεί αυτόνομη ανάπτυξη (ειδικά αν παρατεθούν αντιπαραδείγματα απ’την ελληνική πραγματικότητα). Ωστόσο, αξίζει να αποδομηθεί ένας κεντρικός μύθος πρωθύστερης κατανόησης των γεγονότων, ότι η ελβετική αμεσοδημοκρατία λειτουργεί επειδή η Ελβετία είναι πλούσια χώρα. Η Ελβετία (εκτός από λίγες πόλεις) ήταν μια εξαιρετικά φτωχή χώρα και για αιώνες το κυριότερο εισόδημα πολλών καντονιών ήταν οι μισθοί και τα επιδόματα των ελβετικών στρατιωτικών φρουρών που υπηρετούσαν ως μισθοφόροι ξένων αυλών. Η ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη και η διάχυση της ευημερίας σε όλα τα στρώματα είναι σε σημαντικό βαθμό αποτέλεσμα και των αμεσοδημοκρατικών θεσμών, και όχι αιτία τους!
6.Αποδόμηση του μύθου των σφαλμάτων των πολιτών: Μεταξύ των ελιτίστικων κύκλων είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος ο μύθος ότι οι απλοί πολίτες σφάλουν και ότι οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται από τους “ειδικούς”. Ο μύθος αυτός είναι αποτέλεσμα της κοσμικής θρησκείας του “Επιστημονισμού” που κηρύττει την αδιατάρακτη, γραμμική πορεία της ανθρωπότητας προς την “πρόοδο” για να επιτευχθεί το χιλιαστικό όραμα του επίγειου “παραδείσου” όταν οι πολιτικές αποφάσεις θα λαμβάνονται με “επιστημονικό τρόπο”. Πρόκειται για μία απλοϊκή, μηχανιστική και μονοδιάστατη σκιαγράφηση της κοινωνίας ως ένα κλειστό “μαθηματικό” σύστημα όπου κάθε πρόβλημα έχει μία μόνο “ορθή” λύση. Στην πραγματικότητα, τα κοινωνικά προβλήματα είναι τόσο σύνθετα, πολυπαραγοντικά και αλληλοεξαρτώμενα ώστε είναι αδύνατη η παραμετροποίηση όλων των παραγόντων (για να μην μιλήσουμε για τον παράγοντα “τύχη”). Τα πολιτικά προβλήματα δεν είναι μαθηματική κοινωνιολογία για να λυθούν από τους “ειδικούς”. Είναι κατεξοχήν ζητήματα αξιακών προτεραιοτήτων και συναντίληψης του “κοινού καλού”. Ως εκ τούτου, είναι ευπρόσδεκτη η συμμετοχή ακόμη και του πλέον ασήμαντου πολίτη στην πορεία λήψης κάποιας απόφασης (ειδικά σε κρίσιμα ζητήματα) γιατί μπορεί να προσφέρει μία νέα οπτική γωνία κατανόησης του προβλήματος. [5] Η πολιτική απόφαση, που γίνεται πληρέστερη όσες περισσότερες είναι οι οπτικές που συνυπολογίζονται, αφορά το “ΤΙ” πρέπει να γίνει και αυτό αντανακλά τις αξίες και τις προτεραιότητες μιας κοινότητας ελευθέρων πολιτών. Όταν αποφασιστεί αυτό, τότε οι ειδικοί θα αναλύσουν το “ΠΩΣ” θα υλοποιηθεί αυτό που αποφασίστηκε. Η διαδικασία αυτή φυσικά δεν μπορεί να αποκλείσει οριστικά την περίπτωση να αντιληφθούν οι πολίτες ότι έκαναν λάθος, ωστόσο είναι εύκολο τότε να πάρουν αποφάσεις που θα διορθώσουν το λάθος τους, ενώ η συνειδητοποίηση του έχει παιδαγωγικό ρόλο όπως είδαμε στην παράγραφο #3 [6].
Επίλογος
Η Ελβετική Άμεση Δημοκρατία αποτελεί μία σπάνια ιδιαιτερότητα στον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης, οι λεπτομέρειες της οποίας δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστές αν και αυξάνεται ταχέως ο όγκος των επιστημονικών ερευνών γύρω από τα αποτελέσματα της σε διάφορες πτυχές της κοινωνικής ζωής. Η χώρα διαθέτει 2 κοινοβούλια τα οποία αναλαμβάνουν να διαχειριστούν τα σύνθετα και χρονοβόρα ζητήματα πολιτικής διαβούλευσης και να παράξουν τα αντίστοιχα νομοθετήματα, ωστόσο η τελική απόφαση ανήκει πάντοτε και χωρίς περιορισμούς στους πολίτες, καθώς θεσμικά μπορούν να παραπέμψουν το οποιοδήποτε ζήτημα σε δημοψήφισμα για να ληφθεί η οριστική απόφαση από τους ίδιους. Επίσης, οι θεσμοί επιτρέπουν στους πολίτες να επέμβουν στην πολιτική ατζέντα και να εισάγουν οι ίδιοι θέματα προς απόφαση, ενώ για σοβαρές κοινοβουλευτικές αποφάσεις το Σύνταγμα προβλέπει την άμεση παραπομπή τους σε δημοψήφισμα πριν την οριστική έγκριση.
Χρειάστηκαν 1.5 αιώνες για να δημιουργηθεί το σημερινό θεσμικό πλαίσιο της Ελβετίας – ενίοτε υπό τρικυμιώδεις συνθήκες και όχι πάντοτε με επιτυχημένες επιλογές – το οποίο χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και υψηλή αποδοχή από τους πολίτες, γεγονός που προσδίδει μεγαλύτερη νομιμοποίηση των πολιτικών αποφάσεων. Φυσικά, ποτέ δεν θα εκλείψει η ανάγκη για περαιτέρω βελτίωση ή προσαρμογή σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, όπως δεν απουσιάζει και η άσκηση κριτικής – άλλοτε τεκμηριωμένη, άλλοτε προπαγανδιστική. Αδυναμίες υπάρχουν όπως ισχύει για κάθε ανθρώπινο πολιτικό σύστημα – ομολογουμένως όμως είναι πολύ λιγότερες από κάθε άλλη εκδοχή δημοκρατικών συστημάτων. Όποιος στέκεται κριτικά στο σύνολο των θεσμών της Άμεσης Δημοκρατίας, επί της ουσίας ασκεί κριτική στα θεμέλια της ίδιας της Δημοκρατίας. Καταρχάς λοιπόν οφείλει ο κάθε επικριτής να το παραδεχτεί και κατόπιν να εξηγήσει ποια μορφή “φωτισμένης” μοναρχίας/αριστοκρατίας αντιπροτείνει (μπορεί να είναι “αστική”/”φιλελεύθερη”, “επιστημονική”, “στρατιωτική” ή άλλη) και να τεκμηριώσει με ρεαλιστικά στοιχεία γιατί η πρόταση του εξυπηρετεί καλύτερα το “κοινό καλό”.
[1] Ο τέως πρύτανης, καθ. κ. Κοντογιώργης γράφει σχετικά “Η ‘ατελής’ και η ‘απλή’ πολιτειότης αρμόζουν στις ‘διαμεσολαβημένες’- η πρώτη – και στις αντιπροσωπευτικές – η δεύτερη – κοινωνίες. Η ‘πλήρης’ πολιτειότης αρμόζει στην πολιτική κοινωνία. Η διαφορά είναι καταστατική, με την έννοια ότι η πολιτική κοινωνία αποτελεί μετα-στάδιο της ‘διαμεσολαβημένης’ και της αντιπροσωπευομένης κοινωνίας, στην πορεία για την ανθρωποκεντρική ολοκλήρωση, η οποία διακρίνεται από το γεγονός της διάχυσης του πολιτικού στο κοινωνικό και, συνακόλουθα, του ‘μαρασμού’ της πολιτικής εξουσίας. Η νεοτερικότητα αγνοεί τη φάση αυτή – όπως και εκείνη της αντιπροσωπευομένης κοινωνίας -, ταυτίζοντας την έννοια της πολιτικής κοινωνίας με το αυτόνομο και κυρίαρχο κράτος της ‘διαμεσολαβημένης’ κοινωνίας που μονοπωλεί την πολιτική λειτουργία! Η πλήρης πολιτειότης, στο μέτρο που προσιδιάζει στην πολιτική κοινωνία, ανταποκρίνεται στην ιδιότητα του πολίτη της δημοκρατίας.” Το απόσπασμα απαιτεί κάποια εξοικείωση με τους όρους που χρησιμοποιεί ο καθ. κ. Κοντογιώργης στη βιβλιογραφία του, ωστόσο η θεωρητική κριτική του μπορεί να γίνει πιο απτή από τα παραδείγματα που αφορούν τις σοβαρές στρεβλώσεις του ελληνικού κοινοβουλευτισμού – η οποία ουσιαστικά εκπίπτει σε μία μορφή “εκλόγιμης μοναρχίας” – όπως αναπτύσσονται στην πρόσφατη συνέντευξη του εδώ. Το CognoscoTeam έχει πλούσιο αρχείο με αναφορές στον Γιώργο Κοντογιώργη: https://cognoscoteam.gr/archives/tag/%ce%b3%ce%b9%cf%8e%cf%81%ce%b3%ce%bf%cf%82-%ce%ba%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%bf%ce%b3%ce%b9%cf%8e%cf%81%ce%b3%ce%b7%cf%82
[2] Εννοιολογικά ο επιθετικός προσδιορισμός “άμεση” μπροστά από τη λέξη “δημοκρατία” είναι πλεονασμός γιατί μόνο στην άμεση μορφή της μπορεί να υπάρξει δημοκρατία. Ωστόσο, επειδή πολλοί συμπολίτες δυσκολεύονται να (απο)δεχτούν ότι η “έμμεση” μορφή της (Κοινοβουλευτισμός) δεν είναι δημοκρατία επί της ουσίας εφόσον δεν υπάρχει θεσμικός τρόπος οι πολίτες να ασκήσουν άμεσα έλεγχο επί των αποφάσεων του Κοινοβουλίου, τον χρησιμοποιώ για καλύτερη κατανόηση.
[3] Οι 50 χιλιάδες αντιστοιχούν σε λιγότερο από 1% του εκλογικού σώματος (5.5 εκατομμύρια στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2019).
[4] Η Ελβετία είναι συνομοσπονδία και με τον όρο αυτό αποφεύγεται το ενδεχόμενο μία συνασπισμένη μειοψηφία των πολυπληθέστερων (αστικών) καντονιών να παίρνει αποφάσεις εις βάρος της πλειοψηφίας των μικρότερων καντονιών.
[5] Η συνθετότητα διατύπωσης των “σωστών” ερωτημάτων σε ζητήματα διοίκησης πολύπλοκων συστημάτων (μεταξύ των οποίων και για θέματα δημόσιας διοίκησης και πολιτικής) και η σημασία της πολυεπίπεδης, ανοιχτής διαβούλευσης αναπτύσεται στο βιβλίο του Ίαν Μίτροφ “Έξυπνη σκέψη για δύσκολους καιρούς” (εκδ. Καστανιώτη – 2002).
[6] Για μία αναλυτικότερη παρουσίαση του ψευδοεπιχειρήματος του “λάθους” των πολιτών διαβάστε στο “ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ: “Και αν οι πολίτες αποφασίσουν … λάθος;””
1 thought on “Αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί στην Ελβετία: Δημοψηφίσματα Πολιτών”