Αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί στην Ελβετία: Landsgemeinde

του Χρίστου Δαγρέ,

Η συμμετοχή σε μία ανοιχτή, δημοκρατική συνέλευση πολιτών, θεσμός με ιστορία αιώνων σε πολλά σημεία του πλανήτη που εξακολουθεί να πραγματοποιείται εντός καλά δομημένου πλαισίου κανόνων και αρχών έως σήμερα, είναι μια συγκλονιστική εμπειρία – ακόμη και αν βρίσκεσαι εκεί απλώς ως παρατηρητής. Σίγουρα πάντως θα μελαγχολήσεις αν αναλογιστείς πόσο ποιοτικότερο θα ήταν όχι μόνο το πολιτικό προσωπικό της χώρας αλλά και το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας εάν είχαμε μπορέσει να ισχυροποιήσουμε και να αναπτύξουμε τις τοπικές συνελεύσεις που είχαν επιβιώσει επί Τουρκοκρατίας με τρόπο παρόμοιο. Οι ενδελεχείς εμπειρικές μελέτες του Κων/νου Καραβίδα και οι θεωρητικές αναζητήσεις του Ίωνα Δραγούμη μπορούν να μας δώσουν μια ιδέα. Μια ιδέα που αποκτά ρεαλιστικό περιεχόμενο όταν παρακολουθείς συνελεύσεις όπως τα ελβετικά Landsgemeinde, αφήνοντας ένα αίσθημα πικρίας γι’αυτό που μας στέρησαν οι τοπικές ελίτ (οι ίδιες που νωρίτερα είχαν δολοφονήσει τον Καποδίστρια με το πρόσχημα της “περισσότερης δημοκρατίας”) υπακούοντας στο απολυταρχικό σχέδιο της Βαυαροκρατίας.

Αφορμή για το παρακάτω κείμενο ήταν η επίσκεψη μου στην ετήσια ανοιχτή συνέλευση του μικρού καντονιού Άπεντζελ Ίννεροντεν στη βορειοανατολική Ελβετία, πλησίον των συνόρων με Αυστρία και Λιχτενστάϊν. Η συνέλευση λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στην τελευταία Κυριακή του Απρίλη και αποτελεί το κορυφαίο πολιτικό γεγονός του καντονιού καθώς – με άμεσο τρόπο, δημόσια και με το θάρρος της γνώμης που αρμόζει σε κάθε ελεύθερο πολίτη – οι πολίτες εκλέγουν τους αιρετούς άρχοντες του καντονιού και παίρνουν αποφάσεις για τα καίρια ζητήματά του.

Το τυπικό ξεκίνησε με την επίσημη λειτουργία στον καθολικό (1) καθεδρικό ναό της πρωτεύουσας του καντονιού, παρουσία των καντονικών αρχών. Με το πέρας της ξεκίνησε η τελετουργική πομπή με πρώτη τη μπάντα του καντονιού, ακολουθεί ο Landammann με το συμβούλιο, άλλοι εκλεγμένοι τοπικοί αξιωματούχοι και δικαστές και οι σημαίες των 5 περιφερειών του καντονιού (τοπικό διοικητικό ισοδύναμο του δήμου). Η πομπή κατευθείνεται στην κεντρική πλατεία (Landesgemeindeplatz) όπου οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι παίρνουν θέση στην εξέδρα. Κοντά τους, σε ειδικά διαμορφωμένες κερκίδες, κάθονταν οι επίσημοι προσκεκλημένοι του καντονιού, ενώ οι πολίτες που έχουν δικαίωμα συμμετοχής συγκεντρώθηκαν στον ανοιχτό χώρο της πλατείας μπροστά από την εξέδρα, αφού πρώτα έδειξαν στα σημεία ελέγχου τα ειδικά έντυπα σε χακί χρώμα που έστειλε το καντόνι σε όλους τους πολίτες με το οποίο βεβαιώνεται το δικαίωμα συμμετοχής. Ο χώρος των πολιτών ορίζεται από διπλή περίμετρο με σκοινί, ακολουθεί μια ανοιχτή ζώνη και περιμετρικά, στις ελεύθερες γωνίες της πλατείας και στα μπαλκόνια, συγκεντρώνονται οι θεατές, αλλοδαποί και Ελβετοί από άλλα καντόνια.

Οι πολιτικές διαδικασίες ξεκίνησαν με την εναρκτήρια ομιλία του απερχόμενου Landammann, ο οποίος δεν είχε δικαίωμα επανεκλογής καθώς συμπλήρωσε το ανώτατο επιτρεπτό όριο σύμφωνα με το σύνταγμα του καντονιού. Η ομιλία του ήταν και το μεγαλύτερο σε διάρκεια τμήμα της εκδήλωσης. Αρχικά χαιρέτησε τους παρευρισκόμενους και κατόπιν καλωσόρισε τους επίσημους προσκεκλημένους (μεταξύ των οποίων τουλάχιστον δύο μέλη του 7μελούς Ομοσπονδιακού Συμβουλίου – δλδ, της Κυβέρνησης – της Ελβετίας, μεταξύ των οποίων και τον Επικεφαλής του, αλλά και τον Πρόεδρο της Μποτσουάνα που βρίσκεται σε επίσημη επίσκεψη στην Ελβετία).

Σημαντικό τμήμα της ομιλίας του αφιερώθηκε στην ιστορική αναδρομή καθώς φέτος ήταν η επέτειος των 175 ετών από το πρώτο Ελβετικό Σύνταγμα του 1848 που αντικατέστησε την Ομοσπονδιακή Χάρτα, η οποία είχε θεμελιώσει την ισχυροποίηση των ομοσπονδιακών δεσμών μεταξύ των καντονιών (και ήρε κάποιες στρεβλώσεις αιώνων), όπως προέκυψε το 1815 στο Συνέδριο της Βιέννης (με τη σημαντική συνεισφορά του Καποδίστρια). Ο Landammann τόνισε ότι ο απολογισμός αυτών των 175 ετών είναι μάλλον θετικός, αλλά αυτό δεν έγινε τυχαία – προέκυψε από σκληρή και επίπονη, συλλογική προσπάθεια των προηγούμενων γενιών και αποτελεί απόδειξη της μεγάλης σημασίας της συμμετοχής στους δημοκρατικούς (άμεσους) θεσμούς της χώρας (συνομοσπονδίας), των καντονιών και των δήμων. Και έκλεισε το τμήμα αυτό καλωσορίζοντας τους νέους που συμμετείχαν για πρώτη φορά σε Lansdgemeinde.

Η ομιλία του Landammann ολοκληρώθηκε με σύντομο πολιτικό απολογισμό και ανακεφαλαίωση των ζητημάτων που εκκρεμούν για απόφαση στο Landsgemeinde. Κατόπιν, παρουσίασε τον νέο – και μοναδικό – υποψήφιο Landammann, ο οποίος και υπερψηφίστηκε με ανάτηση της χειρός σχεδόν ομόφωνα. Ακολούθησε η ορκωμοσία του (μεταξύ άλλων ορκίστηκε να πολιτεύεται και να αποφασίζει με γνώμονα το κοινό καλό και ότι δεν θα χρηματιστεί) και η πρώτη ομιλία για την ανάληψη της θέσης. Στη συνέχεια, προτού ξεκινήσει το κύριο μέρος του Landsgemeinde, έγινε η ορκωμοσία των συμμετεχόντων πολιτών ότι θα ψηφίζουν με γνώμονα το κοινό καλό, ακολουθώντας τη συνείδηση τους ελεύθερα και χωρίς να έχουν χρηματιστεί ή δωροδοκηθεί.

Η διαδικασία αρχικά περιλάμβανε την εκλογή του υπόλοιπου Εκτελεστικού Συμβουλίου του καντονιού, ξεχωριστά για κάθε χαρτοφυλάκιο της τοπικής “κυβέρνησης”, και την εκλογή δικαστών. Μόνο για μία θέση συμβούλου υπήρχαν άνω του ενός υποψηφίων, ενώ το ίδιο ίσχυσε και για την πλήρωση μίας κενής θέσης δικαστή (μετά την αποχώρηση του προκατόχου της). Και στις δύο περιπτώσεις υπήρχε ξεκάθαρη διαφορά θετικών ψήφων – στις υπόλοιπες θέσεις το Landsgemeinde επιβεβαίωσε την έγκριση των πολιτών στους ήδη εκλεγμένους αιρετούς. Το Landsgemeinde ολοκληρώθηκε με τις ψηφοφορίες για τα θέματα της ατζέντας, μάλλον τυπικά τα περισσότερα και χωρίς κάποιο “θερμό” ζήτημα να εκκρεμεί. Μετά από σύντομη αποφώνιση, οι πολίτες ανανέωσαν το ραντεβού τους για το 2024 και η εκδήλωση έληξε. Δύο ώρες αργότερα καθώς περιδιαβαίναμε στο Άπεντζελ, διασταυρωθήκαμε με τα ημιφορτηγά του δήμου που είχαν λύσει και φορτώσει την εξέδρα, και έφευγαν επιστρέφοντας την στη συνήθη, καθημερινή της χρήση.

Το Landsgemeinde εκτός από το σημαντικότερο πολιτικό γεγονός της χρονιάς, είναι επίσης και ένα σημαντικό κοινωνικό/κοσμικό γεγονός. Οι σημαίες των 5 περιφερειών, συνοδευόμενες από τυμπανιστές, αποχώρησαν από την πλατεία και μαζί με τους πολίτες της κάθε περιφέρειες κατευθύνθηκαν στο ορισμένο γι’αυτούς τμήμα του Άπεντζελ όπου τους περίμενε μικρή δεξίωση με σαμπάνια και ελαφρύ φαγητό. Γενικά, όλα τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά και στολισμένα, και πολίτες και επισκέπτες είχαν διασκορπιστεί στα στενά για ψώνια ή φαγητό σε κάποιο κιόσκι ή σε εστιατόριο της πόλης. Η τοπική παμπ είχε στήσει μία μικρή σκηνή με ζωντανή μουσική. Η αυστηρή τελετουργία και η σοβαρότητα των πολιτικών αποφάσεων είχε δώσει τη θέση της στη χαλάρωση και την ευθυμία.

Ιστορική αναδρομή

Ο πανηγυρικός, επίσημος χαρακτήρας της εκδήλωσης αποτυπώνεται και στην ενδυμασία των συμμετεχόντων. Οι άντρες είναι στη μεγάλη τους πλειοψηφία με κοστούμια – πιο κλασσικά για τους μεσήλικες και τους ηλικιωμένους, πιο μοντέρνα για τους νέους, με μαντηλάκι και – για κάποιους – με παπιγιόν. Αυτό που εντυπωσιάζει όμως είναι ότι σχεδόν όλοι οι άντρες συμμετέχουν στο Landsgemeinde κουβαλώντας το ξίφος τους – τη μπαγιονέτ (ξιφίδιο). Πρόκειται για ένα από τα ισχυρότερα συμβολικά στοιχεία που ξεκινά από τις εποχές όπου το να φέρει κάποιος όπλα ήταν απόδειξη ότι ήταν ελεύθερος πολίτης, με δικαίωμα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων (και υπενθύμιση ότι πρέπει να τα χρησιμοποιήσει αν χρειαστεί να υπερασπιστεί την ελευθερία αυτή). Γι’αυτό και μέχρι πρόσφατα το ξίφος ήταν απόδειξη του δικαιώματος συμμετοχής στο Landsgemeinde. Οι περισσότεροι εξακολουθούν και τα φέρουν, παρά το γεγονός ότι πλέον το καντόνι στέλνει ειδικό έντυπο συμμετοχής. Για πολλούς δε, οι μπαγιονέτ είναι οικογενειακά κειμήλια που περνούν από πατέρα σε γιο δίνοντας ακόμη μεγαλύτερο ιστορικό και πολιτικό συμβολισμό. Είναι τέτοια η γοητεία του συμβολισμού τους δε, ώστε όσοι δεν έχουν μπαγιονέτ παραγγέλουν σε σιδηρουργούς να τους κατασκευάσουν. Γνωρίζω περίπτωση πολίτη, με οικογενειακή καταγωγή από το Άπεντζελ αλλά γεννημένου αλλού, που επέστρεψε σε μεγάλη ηλικία και παρήγγειλε ένα αρκετά ακριβό ξίφος πριν την συμμετοχή του στο πρώτο του Landsgemeinde.

Τα Landsgemeinde είναι επιβιώσεις αρχαϊκών δημοκρατικών θεσμών με προϊστορία αιώνων, που εμφανίστηκαν στις μικρές, αγροτικές, γερμανόφωνες ελεύθερες κοιλάδες και κοινότητες των Άλπεων. Αυτές σχημάτισαν τους πρώτους πυρήνες τοπικών συμμαχιών (Λίγκες) που σταδιακά εξελίχθηκαν στην Ελβετική Συνομοσπονδία. Οι ελεύθερες κοιλάδες των Άλπεων δεν γνώρισαν φεουδαρχία όπως συνέβη στο μεγαλύτερο μέρος της δυτικής Ευρώπης, αν και τύποις βρίσκονταν υπό την εξουσία του Αυστριακού αυτοκράτορα. Ωστόσο, οι περισσότερες είχαν διώξει από νωρίς τους αυτοκρατορικούς δικαστές και οι πολίτες είχαν αναπτύξει δικούς τους αυτοδιοικητικούς θεσμούς. Αν και μπορούν να επισημανθούν κάποιες ομοιότητες με την Εκκλησία του Δήμου στην αρχαία Αθήνα, οι (αμεσο)δημοκρατικοί θεσμοί των καντονιών ήταν προσαρμοσμένοι στα κλιματολογικά και γεωγραφικά δεδομένα της περιοχής που δεν επέτρεπαν τη συχνή και παρατεταμένη ανοιχτή διαβούλευση μεταξύ των πολιτών. Έτσι μεγάλο μέρος των αποφάσεων προετοιμάζονταν από εκλεγμένους αντιπροσώπους που εργάζονταν για να πετύχουν ευρείες συναινέσεις ενώ οι πολίτες κρατούσαν το δικαίωμα να λαμβάνουν την τελική απόφαση ή και να αμφισβητούν αποφάσεις των αντιπροσώπων τους μέσα από τις ετήσιες συνελεύσεις τους. Αυτό οδηγούσε σε μία δυναμική αλλά παραγωγική ισορροπία μεταξύ αιρετών και πολιτών όπου πάντα επικρέμονταν ως δαμόκλεια σπάθη το δικαίωμα των πολιτών να έχουν τον τελευταίο λόγο.

Με την Ομοσπονδιακή Χάρτα, η Ελβετία γλίτωσε από την απειλή του “σύγχρονου”, συγκεντρωτικού, κοινοβουλευτισμού καθώς τα καντόνια επιβίωσαν της απόπειρας δημιουργίας κεντρικού κράτους, και μαζί τους οι παραδοσιακοί αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί, όμως ο αριθμός των καντονιών με ανοιχτές συνελεύσεις μειώνονταν καθώς αυξάνονταν ο αριθμός των συμμετεχόντων, καθιστώντας αδύνατη τη συγκέντρωση τόσων χιλιάδων ανθρώπων στον ίδιο χώρο. Σταδιακά αντικαταστάθηκαν από το θεσμικό πλαίσιο των καντονικών δημοψηφισμάτων (υποχρεωτικών ή/και πρωτοβουλίας πολιτών) Τελικά, στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα είχαν μείνει μόλις 4 καντόνια με Landsgemeinde, από τα οποία αρχικά το Obwalden και κατόπιν το Appenzell Ausserrhoden (μετά την παραχώρηση του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες που διπλασίασε το εκλογικό σώμα) αναγκάστηκαν να τις καταργήσουν. Έτσι σήμερα επιβιώνουν μόνο στα 2 μικρότερα καντόνια, στο Glarus και στο Appenzell Innerrhoden. Επισκεπτόμενος το Landsgemeinde του δεύτερου πριν λίγους μήνες αλλά έχοντας επισκεφτεί και το πρώτο πριν κάποια χρόνια θεωρώ χρήσιμο να περιγράψω κάποιες διαφορές μεταξύ τους.

Σύγκριση μεταξύ Άπεντζελ και Γκλαρούς

Το Landsgemeinde στο Άπεντζελ είναι σαφώς μικρότερο, λιγότερο οργανωμένο ενώ διατηρεί το χαρακτήρα μιας σχετικά κλειστής εκδήλωσης, που περιμένει λιγότερους επισκέπτες και απευθύνεται σε λίγους συμμετέχοντες. Το ύφος του είναι πιο “κοσμοπολίτικο” με τις μικρές δεξιώσεις σε όλη την πόλη, τα επίσημα ενδύματα, το αυστηρό τελετουργικό και την πομπή μέσα στην πόλη, ενώ οι μπαγιονέτ των αντρών προσθέτουν ένα επιπλέον στοιχείο ιστορικότητας και σεβασμού. Ας μην ξεχνάμε ότι το Άπεντζελ είναι από τα καντόνια με το μεγαλύτερο μέσο εισόδημα, καθώς οι χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές έχουν προσελκύσει πολλούς εκατομμυριούχους. Αντίθετα στο Γκλαρούς το όλο γεγονός έχει το χαρακτήρα λαϊκής πανήγυρης, με δεκάδες κιόσκια μικροπωλητών και γρήγορου φαγητού, με πολύ μαζικότερη συμμετοχή και με προσέλευση πολλών επισκεπτών. Για την πραγματοποίηση του κατασκευάζονται επικλινείς κερκίδες σαν ποδηλατοδρόμιο γύρω απ’τον κεντρικό χώρο της πλατείας, ώστε να δέχεται περισσότερους συμμετέχοντες, ενώ πρόνοια έχει ληφθεί και για τους επισκέπτες με ειδικά διαμορφωμένες και σχετικά μεγάλες εξέδρες, περιφερειακά της πλατείας. Μια ακόμη διαφορά ήταν ότι ενώ στο Άπεντζελ η διαδικασία προχωρούσε σχετικά γρήγορα με αλλεπάλληλες ψηφοφορίες χωρίς να γίνεται διάλογος, στο Γκλαρούς προβλέπονταν χρόνος για σύντομες ομιλίες μεταξύ των ψηφοφοριών, φυσικά χωρίς αντεγκλήσεις ή αντιπαραθέσεις (2). Αυτό όμως μπορεί να ήταν και συγκυριακό και να οφείλεται στην ύπαρξη κρισιμότερων ή πιο αμφιλεγόμενων ζητημάτων ή εντονότερες αντιπαλότητες για την εκλογή κάποιου αιρετού. Επίσης, πρέπει να σημειώσω ότι μεταξύ των δύο έχει παρεμβληθεί η περίοδος του κορωνοϊού που πιθανόν να μετέβαλε τη συμπεριφορά των πολιτών, και η μειωμένη μαζικότητα στο Άπεντζελ ίσως να οφείλεται κι εκεί.

Είναι προφανές πάντως ότι ο θεσμός των ανοιχτών συνελεύσεων δεν αποτελεί βήμα διαπραγματεύσεων και επιχειρηματολογίας αλλά δημόσιας επισφράγισης διαδικασιών και διαπραγματεύσεων που λαμβάνουν χώρα κατά την προετοιμασία της δημόσιας επισφράγισης των αποφάσεων. Η δύναμη του θεσμού δεν βρίσκεται τόσο στη στιγμή της λήψης της απόφασης αλλά στο γεγονός ότι υπάρχει και προσφέρει μια ικανοποιητική εξισορρόπηση στην άλλως ετεροβαρή σχέση μεταξύ των πολιτικών ελίτ και των πολιτών. Ο θεσμός (κάθε αμεσοδημοκρατικός θεσμός) εγγυάται ότι οι μεν πολιτικοί θα λειτουργήσουν με γνώμονα το κοινό καλό, οι δε πολίτες θα επιβεβαιώσουν την εμπιστοσύνη τους (αλλά και θα θυμίζουν ότι μπορεί ν’αλλάξουν τα πράγματα, αν οι πολιτικοί αθετήσουν το δικό τους κομμάτι) μέσω της συμμετοχής τους στη λήψη της τελικής απόφασης. Έτσι, στα πλαίσια της συμμετοχικής δημοκρατίας της Ελβετίας, η προετοιμασία πριν το Landsgemeinde απαιτεί τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων μερών (ειδικά όσων αντιδρούν σε κάποιο ζήτημα) για να επιτευχθεί συμφωνία που θα ικανοποιεί όσο γίνεται περισσότερα μέρη. Στις περιπτώσεις που επιτυγχάνεται αυτό (η πλειοψηφία των περιπτώσεων μέχρι σήμερα), το Landsgemeinde απλώς επισφραγίζει τη συμφωνία – διαφορετικά εκδηλώνεται ο διχασμός της κοινωνίας στην ψηφοφορία, δηλώνεται προς τα που κλίνουν οι πολλοί και ο διάλογος συνεχίζεται από τη νέα βάση με στόχο την επίτευξη συμφωνίας στο μέλλον.

Επίλογος

Οι ετήσιες Ανοιχτές συνελεύσεις στα τελευταία δύο ελβετικά καντόνια είναι ίσως οι τελευταίες εκδηλώσεις ενός θεσμού με μυριάδες παραλλαγές στο πέρασμα των αιώνων που χρησιμοποιούνταν για τη διοίκηση από ελεύθερους πολίτες κάποιας αυτόνομης (ή ανεξάρτητης) πολιτικής μονάδας, όπως οι αρχαίες πόλεις-κράτη ή κάποιες ημι-αυτόνομες ελληνικές κοινότητες επί τουρκοκρατίας. Αν και έχουν να διαχειριστούν απαιτητικά και σύνθετα σύγχρονα προβλήματα δεν υπέκυψαν στον πειρασμό του εκμοντερνισμού. Αντιθέτως, η θαλερή, οργανική ενσωμάτωση της παράδοσης και της ιστορίας στο μοντέρνο πολιτικό γίγεσθαι των καντονιών δείχνει ότι είναι ένας καίριος παράγοντας ενδυνάμωσης και ισχυροποίησης, αφενός των κοινοτικών δεσμών των πολιτών μεταξύ τους, αφετέρου του κάθε πολίτη ξεχωριστά. Βέβαια, θα ισχυριστεί κάποιος ότι οι καιροί είναι πλούσιοι οπότε όλα δείχνουν εύκολα – και αυτό κρύβει μια κάποια αλήθεια. Ωστόσο, ας είμαστε σίγουροι ότι η ενδυνάμωση των κοινοτιστικών δεσμών είναι επένδυση σε μια κοινωνική υποδομή που εάν προκύψουν χαλεποί καιροί, θα βοηθήσει την κοινότητα να τους ξεπεράσει ευκολότερα. Αντί επιλόγου, ας προσπαθήσει να φανταστεί ο καθένας πως θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα στην Ελλάδα εάν είχαμε αποφύγει την πολιτική λαίλαπα της Βαυαροκρατίας και τη διάλυση των ελληνικών κοινοτήτων.

(1) To Appenzell Innerrhoden είναι “μισό” καντόνι. Προέκυψε πριν μερικούς αιώνες μετά από θρησκευτικό εμφύλιο, από τη διάσπαση του ενιαίου Appenzell στο μικρότερο καθολικό Innerrhoden (που κράτησε και την πρωτεύουσα Appenzell)και στο προτεσταντικό Appenzell Ausserrhoden που είναι κάπως μεγαλύτερο.

(2) Δεν είναι πάντως όλες οι αντιδράσεις το ίδιο … θεσμικές. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, στο Άπενζελ ζούσε μία καλλιτέχνης σε ένα σπίτι με παράθυρα στην κεντρική πλατεία όπου γίνεται το Landsgemeinde. Η παράδοση την θέλει να εκτοξεύει απ’ το παράθυρο τα πιατικά του νοικοκυριού της, όποτε διαφωνούσε με κάποια απόφαση της συγκέντρωσης για θέματα που θεωρούσε σημαντικά – υποθέτω ότι η εκπαραθύρωση των σκευών γινόταν με προσοχή για να μην καταλήξουν στα κεφάλια των ψηφοφόρων.

, , , , ,

3 thoughts on “Αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί στην Ελβετία: Landsgemeinde

  1. Παράθεμα: Swexit – Cognosco Team

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *