Πρόγραμμα MKUltra: Ο “δόκτωρ CIA” D. E. Cameron (Β’ Μέρος)

Γράφει ο Χρίστος Δαγρές

Στο πρώτο μέρος (εδώ) παρουσιάστηκαν η δομή, ο τρόπος δράσης και οι μέθοδοι χρηματοδότησης του πρόγραμμα MKUltra της CIA καθώς και αρκετοί σημαντικοί συμμετέχοντες. Το δεύτερο μέρος εστιάζει στο σκωτσέζο ψυχίατρο Ewen Cameron που εργαζόταν στο Μόντρεαλ του Καναδά. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος θα συνοψιστεί και σχολιαστεί ο τρόπος σκέψης και οι ιδεολογικοί άξονες του προγράμματος και τα αποτελέσματα των πειραμάτων, μαζί με επιπλέον πληροφορίες που δεν χώρεσαν στα δύο πρώτα.

Ο Donald Ewen Cameron γεννήθηκε το Δεκέμβριο του 1901 στο Stirlingshire της Σκωτίας. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης και το 1924 πήρε πτυχίo ψυχολογικής ιατρικής. Ξεκίνησε να εργάζεται ως ψυχίατρος στο Glasgow Royal Mental Hospital το 1925, συνέχισε σε διάφορα νοσοκομεία των ΗΠΑ, του Καναδά και της Ελβετίας και επέστρεψε στο Πανεπ. της Γλασκώβης για να αποφοιτήσει με έπαινο ως M.D. το 1936. Το 1943 εργαζόταν στο Albany της Ν. Υόρκης (μεταξύ των ετών 1939 με 1943 ήταν καθηγητής νευροψυχιατρικής στο Albany Medical College) όταν ο Καναδός νευροχειρουργός δρ. Wilder Penfield τον κάλεσε στο πανεπιστήμιο McGill του Μόντρεαλ. Εκεί δημιούργησε τις ερευνητικές του εγκαταστάσεις στο ίδρυμα Allan Memorial Institute (AMI) στην έπαυλη ‘Ravenscrag’ με χρηματοδότηση από το Ίδρυμα Ροκφέλερ και τον J.D. McConnell, ιδιοκτήτη της εφημερίδας Montreal Star. Το 1952-53 εξελέγη πρόεδρος της Ένωσης Αμερικανών Ψυχιάτρων. To 1961 διοργάνωσε στο Μόντρεαλ το 3ο Παγκόσμιο Συνέδριο Ψυχιατρικής όπου σχηματίστηκε η Παγκόσμια Ένωση Ψυχιατρικής με τον ίδιο να εκλέγεται ως ο πρώτος πρόεδρος της, μέχρι το 1966. Τον Αύγουστο του 1964 αποχώρησε από τη θέση του στο ΑΜΙ, σε μία περίοδο όπου οι κλινικές και ερευνητικές του θεωρίες απαξιώνονταν[1], και πέθανε ξαφνικά το Σεπτέμβριο του 1967, θεωρούμενος ωστόσο ως ένας από τους κορυφαίους και πλέον επιδραστικούς ψυχιάτρους παγκοσμίως[2].
.
O Cameron ήταν οπαδός της βιολογικής θεωρίας της ψυχιατρικής, συμφωνά με την οποία οι ψυχικές παθήσεις ήταν κατά βάθος αποτέλεσμα σωματικών (βιολογικών) λειτουργιών, οπότε οι κοινωνικοί παράγοντες έπαιζαν μικρό ρόλο στην ψυχοπαθολογία. Αντιθέτως, ήταν επικριτικός στις διάφορες ψυχαναλυτικές υποθέσεις. Στη νεκρολογία του στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό BMJ το 1967 σημειώνεται χαρακτηριστικά “αρνήθηκε να ακολουθήσει την τρέλα της ψυχανάλυσης που είχε σαρώσει τα αμερικάνικα πανεπιστήμια μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο”. Επάνω στη βάση αυτή κινούνταν και οι δημοσιεύσεις των μελετών του καθώς δομούνταν σε αυστηρά επιστημονικό, μεθοδολογικό πλαίσιο. Το παρακάτω κείμενο δεν αποτελεί πλήρη αποτίμηση του έργου του Cameron και για το λόγο αυτό οφείλεται να σημειωθεί ο Cameron έπαιξε καίριο ρόλο στην εισαγωγή σημαντικών μεταρρυθμίσεων στο χώρο της Ψυχιατρικής, όπως τη μεταφορά του θεραπευτικού έργου στις ψυχιατρικές κλινικές αντί του “τιμωρητικού” εγκλεισμού σε άσυλα, και την εισαγωγή του θεσμού της “ημερήσιας νοσοκομιακής ψυχικής φροντίδας” (day hospital) που επέτρεπε στον ασθενή να μένει σπίτι του αλλά να λαμβάνει ημερήσια φροντίδα σύμφωνα με το θεραπευτικό πλάνο. Επίσης, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ψυχο-γηριατρικής και συστηματοποίησε και βελτίωσε την ψυχιατρική εκπαίδευση φοιτητών και ειδικευομένων.

Συμμετοχή στη Δίκη της Νυρεμβέργης

Το 1945, ο Cameron συμμετείχε στην ομάδα των ψυχιάτρων που εξέτασαν τον Rudolf Hess, υπαρχηγό του Χίτλερ και στρατηγό των SS, και τελικά αποφάνθηκαν ότι ήταν ψυχικά και διανοητικά ικανός για να δικαστεί (καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και τελικά αυτοκτόνησε σε ηλικία 93 ετών). Ο Cameron είχε εκφράσει την άποψη ότι η αμνησία που επικαλούνταν ο Hess ήταν εν μέρει και καταρχάς εικονική (κάτι που επιβεβαιώθηκε στη δίκη) και ότι ήταν ικανός να δικαστεί. Με αφορμή την εμπειρία αυτή δημοσίευσε το κείμενο «Η σημασία της Νυρεμβέργης» (Nuremburg and its significance) όπου σχολίαζε τις φρικαλεότητες των γερμανικών ιατρικών πειραμάτων. Η συμμετοχή του στη Νυρεμβέργη και τα διδάγματα της εμπειρίας του αυτής θα έπρεπε να είχαν αποτρέψει τους πειραματισμούς του με ψυχιατρικούς ασθενείς, όμως συνέβη το αντίθετο. Το γεγονός ότι οι έρευνες του δεν είχαν – φαινομενικά – στρατιωτικό ή πολιτικό στόχο δεν δικαιολογεί τα όσα έγιναν. Ωστόσο, αν δούμε σε βάθος τη σκέψη και τα κίνητρα του Cameron, τελικά η εμπλοκή του σε αυτού του είδους τα πειράματα δεν είναι τόσο απροσδόκητη.

Πριν τη Δίκη, ο Cameron είχε δημοσιεύσει τη μέλετη του “Η κοινωνική επανοργάνωση της Γερμανίας” (The Social Reorganization of Germany) όπου υποστήριζε πως η δομή της γερμανικής κουλτούρας ήταν τέτοια ώστε αν αφήνονταν ως έχει, οι απόγονοι τους σε 30 χρόνια από το 1945 θα αποτελούσαν και πάλι κίνδυνο για τη παγκόσμια ειρήνη. Γι’ αυτό εισηγούνταν μία κατευθυνόμενη “επανοργάνωση” της γερμανικής κοινωνίας, αφού πρώτα καταστρέφονταν οι υπάρχουσες κοινωνικές δομές, σύμφωνα με τις ανάγκες των αγγλο-αμερικάνων για να αποφευχθεί μία μελλοντική επάνοδος της ως υπερδύναμη. Έτσι, σταδιακά μετά τη Δίκη και δεδομένης της επίδρασης που είχαν οι θέσεις του ως ψυχιάτρου στη “διάγνωση” του συνόλου του γερμανικού λαού, ο Cameron άρχισε να διατυπώνει ευρύτερες κοινωνικές απόψεις, καθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Γερμανοί ως φυλή, είχαν εγγενώς την τάση να διαπράττουν απάνθρωπες πράξεις [π.χ. με την ομιλία του «Επικίνδυνοι άνδρες και γυναίκες» (Dangerous men and women)]. Στο βιβλίο του “Η Ζωή είναι για να τη ζούμε” (Life is For Living) του 1948, ο Cameron επαναλάμβανε τους φόβους του για τους Γερμανούς και την ειρήνη στο μέλλον, και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι Γερμανοί δεν είναι ικανοί για να έχουν παιδιά ή να αναλαμβάνουν θέσεις με εξουσία. Γενικότερα, ενώ αναφερόταν στους Γερμανούς ως λαό, τους χρησιμοποιούσε ως αρχετυπικό μοντέλο για όλους τους ανθρώπους με παρόμοιο χαρακτήρα, σε κάθε κοινωνία.

Αυτές τις απόψεις τις ενέταξε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο όπου κατηγοριοποιούσε διάφορες ομάδες του πληθυσμού σε ισχυρούς και αδύναμους. Το πλαίσιο αυτό συνοδεύονταν από ευγονικού τύπου ανησυχίες για την “αναπαραγωγή των αδυνάμων”. Όσοι αντιμετώπιζαν κοινωνικά προβλήματα ή δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες της ζωής (όπως οι ψυχιατρικοί ασθενείς) κατηγοριοποιούνταν ως “αδύναμοι” και έπρεπε οι ισχυροί να τους απομονώσουν από την κοινωνία.

Θεωρίες και πειράματα

Όπως υπογραμμίζει ο Torbay στη δημοσίευση του για την ιστορία του Cameron, καθ΄ όλη τη διάρκεια της καριέρας του πίστευε στην εφαρμογή αυστηρής επιστημονικής μεθοδολογίας στα πειράματα. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε την έρευνα του να εκτροχιαστεί από την αρχή ήδη σε μεθόδους που παραβίαζαν τα δικαιώματα των ασθενών, έθεταν σε κίνδυνο την ψυχική και σωματική τους ακεραιότητα και την ίδια τους τη ζωή, ενώ είχαν διατυπωθεί σοβαρές ενστάσεις – ακόμα και από συναδέλφους του – για την επιστημονικότητα του θεωρητικού πλαισίου και της μεθοδολογίας του, και την επιστημονική ορθότητα των ερωτημάτων που προσπαθούσε να απαντήσει.

Τα πρώτα του πειράματα αφορούσαν την επίδραση της αφυδάτωσης σε ασθενείς με επιληψία (1931) και την επίδραση της υψηλής θερμοκρασίας περιβάλλοντος (έως 42 βαθμούς) για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ασθενείς με σχιζοφρένεια (1934). Καταγράφηκαν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες, ειδικά στον πειραματισμό με τους επιληπτικούς ασθενείς, συμπεριλαμβανομένου και ενός θανάτου. Την περίοδο 1936-8, όταν υπηρετούσε στο Πολιτειακό Νοσοκομείο Worcester της Μασαχουσέτης, είχε εμπλακεί σε μελέτες γύρω από την πιθανολογούμενη θεραπευτική δράση του ινσουλινικού κώματος στη σχιζοφρένεια. Η θεραπεία μέσω ινσουλινικού κώματος είχε γίνει εξαιρετικά δημοφιλής μεταξύ των ψυχιάτρων που βρίσκονταν στην “αιχμή της προόδου” από το 1933 (όταν παρουσιάστηκε από τον δρ. Manfred Sakel στη Βιέννη) και για 20 χρόνια, παρά την απουσία τεκμηριωμένων αποδείξεων και τη θνησιμότητα 1% που τη συνόδευε.

Ωστόσο, τα πειράματα που συνδέθηκαν με την έρευνα γύρω από την πλύση εγκεφάλου και τον χειρισμό των υποκειμένων του πειράματος ξεκίνησαν αργότερα, βασισμένα επάνω σε δύο θεωρητικά μοντέλα, τον “ψυχικό χειρισμό” (psychic driving) και τον “αποπρογραμματισμό” (depatterning). Τα πειράματα ξεκίνησαν από τις εργασίες του δρ. Donald Olding Hebb[3] επάνω στην αποστέρηση ερεθισμάτων, τα οποία ο Cameron επανέλαβε με μεγαλύτερη ένταση και διάρκεια ώστε να επιτευχθεί αυτό που είχε ονομάσει “κλινικό κώμα”. Επάνω στα ευρήματα αυτών των πειραμάτων, ο Cameron εφάρμοσε την τεχνική της απομόνωσης σύντομων, “κρίσιμων” φράσεων ολίγων δευτερολέπτων (συχνά απομονωμένων κατά την κλινική συνέντευξη του ασθενούς ή ηχογραφήσεις συγγενών του ασθενούς, του ίδιου του Cameron ή βοηθών του) σε συνεδρίες όπου, με τη χρήση μαγνητοφώνου, επαναλαμβάνονταν σε μεγάλη συχνότητα για ώρες. Για ακόμη μεγαλύτερο αποτέλεσμα, χρησιμοποιούσε κράνος με ακουστικά (οι ασθενείς τα περιέγραφαν σα “φωνές που ακούγονταν μέσα στο κεφάλι τους”) και επεξεργασία των αποσπασμάτων σε επιλεγμένες συχνότητες με στόχο την εντονότερη επίδραση στον ψυχισμό του ασθενούς.

Σταδιακά, προστέθηκαν και άλλες παράμετροι στα πειράματα όπως:
Αισθητηριακή αποστέρηση σε ειδικά διαμορφωμένα δωμάτια στους πρώην στάβλους της έπαυλης του ΑΜΙ (εγκλεισμός σε σκοτεινό θάλαμο ή με μάσκες που εμπόδιζαν πλήρως το φως, πλήρης ηχομόνωση, ελάχιστη επαφή με νοσηλευτικό/ιατρικό προσωπικό, απομόνωση των άκρων με χαρτονένιους κυλίνδρους ώστε να μην ακουμπά ο ασθενής το σώμα του και να μη δέχεται απτικά ερεθίσματα κ.α.).
Χρήση φαρμακευτικών ουσιών [π.χ. βαρβιτουρικά (Seconal, Nembutal, Veronal κ.α.), LSD, Desoxyn (μεθαμφεταμίνη), Κουράριο (αναισθητικό/μυοχαλαρωτικό), αντιψυχωσικά (κυρίως Χλωροπρομαζίνη), Γλουτεθυμίδη (υπνωτικό) και άλλα.
Ηλεκτροσπασμοθεραπεία (Electroconvulsive therapy – ECT, ενίοτε με ακραίες τεχνικές όπως η μέθοδος των Page-Russell). Σε άρθρο του 1962, ο Cameron περιγράφει ένα πιθανό σχήμα με 2-4 ηλεκτροσόκ την ημέρα μέχρι 30 θεραπείες.
⦁ Εισαγωγή του ασθενούς σε τεχνητό “κλινικό κώμα” με τη χρήση φαρμάκων (π.χ. βαρβιτουρικά ή ινσουλίνη όπως στην περίπτωση του C. Tanny). Ως μέγιστη διάρκεια αναφέρεται η περίπτωση ασθενούς σε “κλινικό κώμα” για 86 ημέρες!

Ο J. Torbay προχωρά στο άρθρο του σε μία λεπτομερέστερη περιγραφή των μεθόδων, των συνδυασμών και των ερευνητικών στόχων των πειραμάτων του Cameron, όπως και των διαφόρων ομάδων ασθενών που εντάσονταν σε αυτά. Θεωρητικά, η θεωρία του απέβλεπε στην αποδόμηση “παθολογικών” μοτίβων συμπεριφορών του ασθενούς και κατόπιν στο σταδιακό “επαναπρογραμματισμό” του με τις “ορθές” συμπεριφορές και απόψεις. Έτσι, η κάποιου βαθμού (ή και πλήρης) αμνησία ήταν επιθυμητή, θεωρώντας την ως προαπαιτούμενο της “θεραπείας”. Επί της ουσίας τελικά δεν είναι τίποτε άλλο από “πλύση εγκεφάλου”, υποταγή του προσώπου στη βούληση του “χειριστή” και μετατροπή του σε χειραγωγούμενο όργανο του. Αυτό εξηγεί και το λόγο για τον οποίο η CIA ενδιαφέρθηκε και χρηματοδότησε τα πειράματα του Cameron ξεκινώντας το 1957 με το “υπο-πρόγραμμα 68” του MKUltra μέσω του γνωστού ιδρύματος-βιτρίνα Society for the Investigation for Human Ecology (SIHE).[4]

Το άρθρο του Torbay δίνει πολλές και σημαντικές πληροφορίες γύρω απ’τις μελέτες του Cameron, τη μεθοδολογία τους και το θεωρητικό τους υπόβαθρο, ωστόσο δεν σχολιάζει την τεκμηρίωση του υπόβαθρου και των ερευνητικών ερωτημάτων του, εάν π.χ. προϋπήρξε πειραματισμός σε ζωικά μοντέλα ή επιδημιολογικές μελέτες και παρατηρήσεις από την κλινική πράξη. Ο τρόπος σχεδιασμού τους θυμίζει περισσότερο τυφλό πειραματισμό επάνω σε κακοσχεδιασμένα κλινικά ερωτήματα που προέκυπταν από τυχαίες παρατηρήσεις ή νεφελώδεις θεωρητικές υποθέσεις, ενώ εμπεριείχαν σοβαρά μεθοδολογικά σφάλματα. Οι ασθενείς που εντάχθηκαν στις μελέτες δεν παρουσιάζουν κάποια ομοιογένεια αλλά δείχνει να είναι αποτέλεσμα τυχαιότητας ή γινόταν για λόγους ευκολίας ώστε να συμπληρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός συμμετεχόντων στις μελέτες. Απαιτείται πάντως μία συστηματικότερη μελέτη των διαδικασιών και των τεκμηρίων επάνω στα οποία δομούνταν τα θεωρητικά μοντέλα αυτής της περιόδου, ειδικά του Cameron, η οποία ξεφεύγει απ’ τα όρια αυτού του άρθρου.

To λανθασμένο επιστημονικό πλαίσιο των θεωριών του Cameron αποδείχτηκε όταν ικανότεροι και μεθοδικότεροι ερευνητές τις αποδόμησαν αργότερα, στηριζόμενοι σε ερευνητικά τεκμήρια. Όπως αναφέρει η Ν. Klein (σελ. 37) ήδη από το 1960 ο Cameron παραδέχτηκε σε ομιλία του στην αεροπορική βάση Brooks του Τέξας ότι η αισθητηριακή αποστέρηση προκαλεί (και δε θεραπεύει) συμπτώματα σχιζοφρένειας (αγχώδη ευερεθιστότητα, ψευδαισθήσεις κ.α.). Βλέποντας εκ των υστέρων και από ιδεολογική απόσταση το “έργο” του Cameron φαίνεται ότι επιχείρησε να “εκμαιεύσει” βίαια και βιαστικά πρωτοποριακές και ριζικές θεραπείες για τη σχιζοφρένεια ενώ δε διέθετε τα ορθά μεθοδολογικά εργαλεία που θα του επέτρεπαν να το πράξει με εγκυρότητα και ακρίβεια. Η “βιασύνη” αυτή συνοδεύτηκε από την αποδεδειγμένη αδιαφορία για τα δικαιώματα και την ευζωϊα των ασθενών του, ενώ φαίνεται ότι το κύριο κίνητρο του ήταν οι προσωπικές του φιλοδοξίες και η επιθυμία για κατίσχυση και συστημική εδραίωση των ιδεών του – επιστημονικών και κοινωνικών.

Προσωπικές ιστορίες ασθενών και αποζημίωση

Ο ακριβής αριθμός των ασθενών που έπεσαν θύμα του Cameron δεν είναι γνωστός αλλά σίγουρα πρόκειται για εκατοντάδες, μεταξύ των οποίων κι ένα έμβρυο του οποίου η μητέρα συμμετείχε ούσα έγκυος στο τελευταίο τρίμηνο της κύησης. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Charles Tanny, ενός ασθενή που δεν είχε καν κάποια ψυχιατρική πάθηση αλλά νευρολογική – έπασχε από νευραλγία του τριδύμου νεύρου. Ο Tanny είχε υποβληθεί σε “υπνοθεραπεία” με τη χρήση ινσουλίνης και κατόπιν του χορηγήθηκε ένα κοκτέϊλ φαρμάκων και υποβλήθηκε σε Page-Russell ηλεκτροσπασμοθεραπεία. Η θεραπεία διήρκεσε 50 ημέρες! Η ένταση της “αγωγής” τον οδήγησε σε πλήρη αποδόμηση της προσωπικότητας του, σχεδόν πλήρη αμνησία και αποπροσανατολισμό στο χώρο και το χρόνο αλλά και σωματικές ανεπιθύμητες ενέργειες (ακράτεια ούρων). Παρόμοιες ανεπιθύμητες επιπτώσεις ανέφεραν και πολλοί άλλοι ασθενείς ενώ επιπλέον καταγράφηκαν συμπτώματα όπως αδυναμία να σταθούν όρθιοι, να περπατήσουν ή να ελέγχουν την αφόδευση, αδυναμία συγκέντρωσης για να διαβάσουν κάποιο άρθρο σε εφημερίδα (πόσω μαλλόν ολόκληρα βιβλία όπως έκαναν παλαιότερα) ή να γράψουν ένα γράμμα και αδυναμία να μιλήσουν σε άλλες γλώσσες πέραν της μητρικής τους, τι οποίες γνώριζαν πριν τη “θεραπεία”. Επίσης, πολλοί επαγγελματίες είχαν χάσει την ικανότητα και την εμπειρία να διοικούν τις επιχειρήσεις τους ή να ασκούν το επάγγελμα τους. Επιστρέφοντας σπίτι του, ο Tanny ήταν κυριολεκτικά κάποιος άλλος, ουσιαστικά ένας διαλυμένος άνθρωπος. Έγινε απόμακρος, αδιάφορος γονιός και ενίοτε επιθετικός. Το 2019 η κόρη του Julie Tanny κατέθεσε μαζική αγωγή εναντίον του νοσοκομείου Royal Victoria Hospital, εκπροσωπώντας τον πατέρα της και δεκάδες άλλους ασθενείς και συγγενείς τους, ζητώντας αποκατάσταση για τις σωματικές, ψυχικές, και ηθικές βλάβες που υπέστησαν.

Κάποια ασθενείς αποζημιώθηκαν μετά από σχετική απόφαση της κυβέρνησης των Συντηρητικών που ελήφθη το 1992 για αποζημίωση 100 χιλιάδων καναδικών δολαρίων στα θύματα του Cameron “για λόγους ανθρωπισμού και συμπόνιας”. Άλλοι, όπως η Alison Steel, κόρη της ασθενούς του Jean Steel, ήρθε το 2017 σε συμφωνία αποζημίωσης με την καναδική κυβέρνηση, η οποία δεν δημοσιοποιήθηκε. Συνολικά 77 ασθενείς έλαβαν αποζημίωση το 1992 από την καναδική κυβέρνηση ενώ είναι άγνωστος ο αριθμός των ασθενών ή των συγγενών τους που ήρθαν σε συμφωνία αργότερα υπό τον όρο της αυστηρής εχεμύθειας. Αντιθέτως, οι συγγενείς των ασθενών που είχαν πεθάνει πριν το 1992 είχαν χάσει το δικαίωμα προσφυγής.

Από τις πιο εμβληματικές περιπτώσεις ήταν η Velma (Val) Orlikow από την επαρχία Γουϊνιπέγκ, σύζυγος του βουλευτή David Orlikow. Η Velma εισήχθη για νοσηλεία στο AMI το 1957 με τη διάγνωση της επιλόχιας κατάθλιψης και υποβλήθηκε σε πειράματα “ψυχικού χειρισμού” με τη χρήση LSD. Μαζί με τον άντρα της ήταν από τους πρώτους που μύνησαν την CIA για τα πειράματα αυτά και μαζί με 8 άλλους ασθενείς αποζημιώθηκαν από το αμερικάνικο δημόσιο το 1988 λαμβάνοντας το συνολικό ποσό-ρεκόρ για την εποχή των 750 χιλιάδων δολαρίων. Η Velma ήταν επίσης από τους πρώτους ασθενείς που μίλησαν για το χαρακτήρα του Cameron, ιδιαιτέρως αγαπητού στους ασθενείς του, και τα αισθήματα λατρείας και απόλυτης εμπιστοσύνης που καλλιεργούσε ώστε οι ασθενείς του έκαναν τα πάντα για να τον ικανοποιήσουν. Σύμφωνα με την κόρη της Velma “η μητέρα μου θεωρούσε τον Cameron Θεό και καμία από τις πράξεις του δεν μπορούσε να είναι κακή”.

Όλα άλλαξαν όμως μόλις βγήκε στην επιφάνεια το παρασκήνιο και ποιός ήταν ο “κρυφός” χρηματοδότης των πειραμάτων του “αγαπητού” δρ. Cameron. Στον Καναδά οι αποκαλύψεις ξεκίνησαν για πρώτη φορά με αφιέρωμα στην τηλεοπτική εκπομπή “The Fifth Estate” το 1980 και συνεχίστηκαν με καταιγιστικό ρυθμό. Έτσι, μερικές δεκαετίες μετά από το θάνατο του κάποιοι πρώην ασθενείς του, όπως η Gail Kastner, η οποία νοσηλεύτηκε στο ΑΜΙ για κατάθλιψη και κατάχρηση χαπιών, αναφέρεται σε αυτόν πλέον ως το “Διακεκριμένο Τέρας” που εμφανίζεται στους εφιάλτες της. Εκτός από τους εφιάλτες, η Kastner υποφέρει ακόμη από μόνιμη απώλεια μνήμης των πρώτων δεκαετιών της ζωής της εξαιτίας των πειραμάτων του Cameron αλλά και από συναφείς σωματικές βλάβες.

Επισήμως, ούτε η καναδική κυβέρνηση, ούτε οι ΗΠΑ παραδέχτηκαν τις ενδεχόμενες νομικές και ποινικές ευθύνες τους για τα πειράματα, παρά την αποζημίωση που έδωσαν σε κάποια θύματα.[5]

Ήταν ο Cameron ο “δόκτωρ-CIA”;

Το σημαντικό, πρόσφατο άρθρο του Torbay δομήθηκε γύρω από το ερώτημα κατά πόσον ο χαρακτηρισμός “δόκτωρ-CIA” που ακολουθεί τον Cameron, ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Στο σύντομο επίλογο του ο Torbay – αφού πρώτα συνοψίζει με σαφή και αυστηρό τρόπο ότι οι πειραματισμοί του Cameron είχαν καταστροφικές επιπτώσεις στους ασθενείς του και παραβίαζαν σειρά από βασικούς βιοηθικούς κανόνες – καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο χαρακτηρισμός ίσως να είναι άδικος καθώς η χρηματοδότηση ξεκίνησε μόλις το 1957, ενώ το πρώτο άρθρο για το “ψυχικό χειρισμό” είχε δημοσιευτεί ήδη το 1956 και ήταν παραπλήσιο με άλλα αντίστοιχα που έγιναν με χρηματοδότηση της CIA. Επίσης, δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι o ίδιος γνώριζε πως η CIA βρισκόταν πίσω από τη χρηματοδότηση του καθώς αυτή γινόταν μέσω του ιδρύματος SIHE, όπως είχε συμβεί και με άλλους ερευνητές. Γράφει σχετικά ο Tobray:

“ … τα πειράματα του Cameron ξεκίνησαν με στόχο τη θεραπεία της σχιζοφρένειας, χωρίς πολιτικά ή στρατιωτικά κίνητρα, και ακόμη μετά την έναρξη της χρηματοδότησης από τη CIA ο Cameron βρισκόταν στο σκοτάδι για την προέλευση των χρημάτων. Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ήταν μέλος κάποιου προγράμματος της CΙΑ. Το πιθανότερο είναι ότι το κίνητρο του ήταν η απλή διανοητική περιέργεια όπως των περισσότερων επιστημόνων”.

Προσωπικά, βρίσκω ότι ο Tobray προχωρά σε ρηχές εκλογικεύσεις, βασισμένος σε τυπικότητες αλλά αποφεύγει να μπει στην ουσία του ζητήματος παρακάμπτοντας κρίσιμα ζητήματα. Καταρχάς, είναι ασθενές επιχείρημα η απουσία αποδείξεων για ξεκάθαρη γνώση της πηγής χρηματοδότησης εφόσον γνωρίζουμε σήμερα ότι ο Gottlieb είχε καταστρέψει πολλούς σημαντικούς φακέλους του MKUltra πριν τη συνταξιοδότηση ενώ το 1973 ο πρώην διευθυντής της CIA Richard Helms διέταξε την καταστροφή των φακέλων του προγράμματος που συνδέονταν με τα πειράματα στο Μόντρεαλ, όπως και έγινε. Ελάχιστα στοιχεία βρέθηκαν στη συνέχεια που συνέδεαν τη CIA με το SIHE και κάποια πειράματα του Cameron. Ωστόσο, γνωρίζουμε σήμερα ότι ο Cameron ήταν στενός φίλος του Allen Dulles, με τον οποίον είχαν γνωριστεί στη Δίκη της Νυρεμβέργης[6], και ότι είχαν συναντηθεί αργότερα ενώ αυτός είχε γίνει διοικητής της CIA και είχαν συζητήσει για το ενδεχόμενο χρηματοδότησης πειραμάτων στο McGill. Η επιστημονική περιέργεια μπορεί να υπήρχε όντως και να ήταν σημαντικό κίνητρο (μαζί με άλλα, περισσότερο εγωκεντρικά, όπως η φιλοδοξία να διεκδικήσει ένα βραβείο Νόμπελ) αλλά αυτό δεν τον απαλλάσει των ευθυνών, ούτε αποτελεί ένδειξη άγνοιας της συνεργασίας του με τη CIA.

Αυτό όμως που είναι ακόμα σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι ο Tobray επικέντρωνει την επιχειρηματολογία του στο ζήτημα των προθέσεων αλλά αγνοεί την ουσία, δηλαδή την επίδραση του έργου του Cameron στο πρόγραμμα της CIA και γενικότερα στον πειραματισμό επάνω στον έλεγχο των συνειδήσεων, την “πλύση εγκεφάλου” και την ανάκριση αντιπάλων με βασανιστήρια. Ανεξαρτήτως, προθέσεων και κινήτρων, τα ευρήματα του Cameron όχι μόνο εντάχθηκαν στο πρόγραμμα αλλά φαίνεται ότι υπήρξαν ιδιαιτέρως επιδραστικά, και εντάχθηκαν στην επιχειρησιακή μεθοδολογία ανακρίσεων της Υπηρεσίας. Η απουσία θεωρητικού υπόβαθρου που να τεκμηριώνει τις ελπίδες για υποτιθέμενη θεραπευτική χρήση, η ποικιλία ασθενών (όχι μόνο σχιζοφρενών) που συμμετείχαν στις μελέτες του αλλά και το περιεχόμενο της κοινωνικής/πολιτικής σκέψης του Cameron (όπως είδαμε πιο πάνω) αποτελεί απόδειξη ότι ο Cameron αν δεν γνώριζε (μάλλον απίθανο), θα έπρεπε να υποθέτει ότι τα πειράματα του εκτός από ηθικά διάτρητα, είχαν μία σαφή στρατιωτικοπολιτική κατεύθυνση και πιθανή χρήση.

Έτσι, ο τίτλος του “δόκτορος-CIA” είναι ταιριαστός για τον Cameron, όχι γιατί συμμετείχε έχοντας γνώση ότι συνεργάζεται με τη CIA σε προγράμματα με πιθανή στρατιωτική χρήση, πέραν πάσας αμφιβολίας (υπόθεση που δεν μπορούμε να απορρίψουμε, εξαιτίας της εκτεταμένης καταστροφής στοιχείων) αλλά επειδή τα αποτελέσματα και το περιεχόμενο της έρευνας του ήταν τέτοιο που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενο και τα συμπεράσματα του μυστικού προγράμματος. Αυτό είναι η ουσία για το έργο του Cameron, όχι η τυπικότητες και οι εκλογικεύσεις του Tobray που αποτελούν ένα είδος “επιστημονικού ιησουϊτισμού”, καθώς περιορίζεται στην επιφανειακή μορφή και όχι στην ουσία.

Πηγές

⦁ Jordan Torbay «The work of Donald Ewen Cameron: from psychic driving to MK Ultra.» History of Psychiatry Vol: 34 (3), σελ: 320-330 (Σεπ 2023).
⦁ Ανώνυμο «Donald Ewen Cameron». en-academic.com (2022); https://en-academic.com/dic.nsf/enwiki/462457 (πρόσβαση: 19 Δεκ 2023).
⦁ Taylor C. Noakes «Montreal MKULTRA Experiments». Τhe Canadian Encyclopedia (Δεκ 2021); https://www.thecanadianencyclopedia.ca/en/article/mkultra (πρόσβαση: 28 Δεκ 2023).
⦁ William Sargant «Obituary Notices: Ewen Cameron» BMJ Vol: 3 (5568), σελ: 803-4 (1967).
⦁ Kristin Annable «She went away, hoping to get better’: Family remembers Winnipeg woman put through CIA-funded brainwashing». CBC Canada (15 Δεκ 2017); https://www.cbc.ca/news/canada/manitoba/mkultra-cia-velma-orlikow-1.4449922 (πρόσβαση: 03 Ιαν 2024).
⦁ Rebecca Lemov «Brainwashing’s Avatar: The Curious Career of Dr. Ewen Cameron». Gray Room Νο 45, σελ: 60-87 (Φθινόπωρο 2011).
⦁ Robert A Cleghorn «The McGill Experience of Robert A. Cleghorn, MD: Recollections of D. Ewen Cameron». Can Bull Med Hist. Vol: 7(1), σελ. 53-76 (1990).
⦁ Alfred W. McCoy «Science in Dachau’s shadow: Hebb, Beecher, and the development of CIA psychological torture and modern medical ethics». J Hist Behav Sci. Vol.43(4) , σελ: 401-17 (Φθινόπωρο 2007).
⦁ Naomi Klein «The Shock Doctrine». Penguin Books (2008).

Σημειώσεις

[1] Η R. Lemov υπογραμμίζει ότι παρά το ότι αφυπηρέτησε όντας διευθυντής του ΑΜΙ: “… ο Cameron άφησε το νοσοκομείο όντας σε σχετική απαξίωση ή, τουλάχιστον, κάτω από μια αιχμηρή σιωπή εκ μέρους του Ιδρύματος – δεν υπήρξαν επίσημοι αποχαιρετισμοί, ούτε καν κάποιο τελετουργικό δώρο”.
[2] O Cameron τιμήθηκε με πληθώρα βραβείων και τιμητικών θέσεων σε οργανισμούς του χώρου της ψυχικής υγείας ωστόσο δεν τιμήθηκε με το σημαντικότερο, το βραβείο Νόμπελ Ιατρικής, το οποίο ήταν και ο απώτατος στόχος των φιλόδοξων πειραματισμών του με την τεχνική του “ψυχικού χειρισμού”, καθώς απέτυχε να τεκμηριώσει ότι θεραπεύει τη σχιζοφρένεια (ή οποιαδήποτε άλλη ψυχική πάθηση). Το στόχο ενός Νόμπελ τον είχε εκμυστηρευτεί στο συνεργάτη και διάδοχο του στο ΑΜΙ Robert Cleghorn (σελ 72).
[3] Ο D.O. Hebb ήταν διακεκριμένος ψυχολόγος και καθηγητής στο πανεπ. McGill του Μόντρεαλ. Αποδείχτηκε ότι και αυτός είχε διεξάγει μυστικές έρευνες γύρω από τις “τεχνικές” ανάκρισης και τη χειραγώγηση της σκέψης, λαμβάνοντας κονδύλιο 40 χιλ. δολαρίων για 4 χρόνια από τη CIA. Συνεργάτες του δήλωσαν αργότερα ότι η πραγματική πηγή των κονδυλίων τους ήταν άγνωστη. Ωστόσο, είναι τεκμηριωμένο ότι ο Hebb είχε στενή συνεργασία με διάφορους αξιωματούχους των ΗΠΑ και συμμετείχε σε κρίσιμες, απόρρητες συναντήσεις επιστημόνων από σχετικές υπηρεσίες της Μ. Βρετανίας, των ΗΠΑ και του Καναδά. Επίσης χρηματοδοτήθηκε και από την Αμυντική Επιτροπή Έρευνας [DRB – Defence Research Board] του Καναδά.
Αν και ο Hebb αναμφίβολα εκμεταλλεύτηκε την εμπιστοσύνη και την άγνοια των υποκειμένων των πειραμάτων του (κυρίως φοιτητές που συμμετείχαν αντί μικρής αμοιβής χωρίς να έχουν ενημερωθεί αντικειμενικά για το είδος και τις συνέπειες των ψυχολογικών πειραμάτων) είχε παραδεχτεί ότι θα ήταν ηθικά απαράδεκτο να επιχειρήσει να φτάσει στα όρια τους τη συμμετοχή των εθελοντών – αυτά τα όρια ξεπέρασε ο Cameron καθώς εργαζόταν με ασθενείς που ήταν κυριολεκτικά όμηροι στα χέρια του. Ο Ηebb αργότερα αποκάλεσε τον Cameron “εγκληματικά ανόητο” για την απουσία ηθικών φραγμών.
[4] Μεταξύ των ετών 1950 με 1965, ο Cameron έλαβε επίσης περίπου μισό εκατομμύριο δολάρια ως χρηματοδότηση από την καναδική κυβέρνηση. Είναι άγνωστο ωστόσο εάν υπήρχαν πιθανές στρατιωτικές σκοπιμότητες πίσω από αυτή τη χρηματοδότηση ή εάν ήταν σε συνεννόηση με αντίστοιχα αμερικάνικα προγράμματα. Επίσης, εκτός των πειραμάτων στο Μόντρεαλ υπάρχουν αναφορές για δύο ακόμα ομάδες πειραμάτων με LSD και ηλεκτροσπασμοθεραπεία στις γυναικείες φυλακές του Kingston και στο κέντρο ψυχικής υγείας στο Waypoint του Οντάριο, αντίστοιχα, που διεξάγονται περίπου την ίδια περίοδο, χωρίς να συνδέονται με τον Cameron.
[5] Είναι περισσότεροι από 250 αυτοί/-ες στους οποίους αρνήθηκε αποζημιώσεις το καναδικό δημόσιο με διάφορες δικαιολογίες. Επίσης, σε σχετική έκθεση που υπέβαλε το 1986 ο δικηγόρος και πρώην βουλευτής George Cooper φαίνεται ότι οι καναδοί αξιωματούχοι που ενέκριναν τη χρηματοδότηση του (παγκόσμιας αναγνώρισης και αποδοχής τότε) δρ. Cameron δεν γνώριζαν σε βάθος και σε όλη τους την έκταση το είδος των πειραμάτων που σχεδίαζε και πραγματοποιούσε στο AMI.
[6] Η Δίκη της Νυρεμβέργης – και τα νομικοκανονιστικά βιοηθικά συμπεράσματα της – όχι μόνο δεν οδήγησε σε αποφυγή επανάληψης τους κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (αλλά και αργότερα, όπως π.χ. στο Άμπου Γκράϊμπ και στο Γκουαντανάμο) αλλά μάλλον αποτέλεσε σημείο συνάντηση και συντονισμού για την ενσωμάτωση τεχνικών και προσώπων που συμμετείχαν στα πειράματα των Ναζί για λογαριασμό των συμμάχων! Αυτό είναι ένα άλλο τεράστιο ζήτημα που ξεφεύγει από τα πλαίσια του άρθρου αυτού.

, , , , , , , , ,

2 thoughts on “Πρόγραμμα MKUltra: Ο “δόκτωρ CIA” D. E. Cameron (Β’ Μέρος)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *