του Στράτου Ν. Δορδανά,
Συχνά στην επιστήμη της ιστορίας υπάρχουν περίοδοι, οι οποίες λόγω του πλήθους των γεγονότων, των καταιγιστικών εξελίξεων και των συνεπακόλουθων πολλαπλών κοινωνικών μεταμορφώσεων χαρακτηρίζονται για την πυκνότητα του ιστορικού τους χρόνου. Εντός των περιορισμένων ορίων του πραγματικού χρόνου με άλλα λόγια συνωθούνται πλήθος σημαντικών ιστορικών δρώμενων, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που καθίστανται εμφανείς οι διαφοροποιήσεις σε σύγκριση με όσα έχουν προηγηθεί αλλά και επακολουθήσει. Το σωτήριο 1916 θεωρείται δικαίως έτος-σταθμός εξαιτίας ακριβώς της πυκνότητας των γεγονότων που έλαβαν χώρα και κυρίως γιατί τα τελευταία διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις, οδηγώντας στην παγίωση του Εθνικού Διχασμού. Οι τακτικές κινήσεις και οι στρατιωτικές αψιμαχίες των αντιπαρατιθέμενων δυνάμεων στο Μακεδονικό Μέτωπο, που βράδυνε να αναφλεγεί, ο βομβαρδισμός μεγάλων πόλεων από ζέπελιν, συμπεριλαμβανομένης και της Θεσσαλονίκης, οι αναγκαστικές εκκενώσεις για στρατιωτικούς λόγους ολόκληρων περιοχών -κυρίως στην παραμεθόριο- και οι ναυτικοί αποκλεισμοί, οι καταστροφές περιουσιών και η απειλή του λιμού, οι αναίτιες συλλήψεις και οι παράνομες ομηρίες, το κίνημα της Εθνικής Άμυνας και η αποβίβαση των Αγγλογάλλων στη Θεσσαλονίκη, οι Επίστρατοι και τα Νοεμβριανά συνέβησαν στο έδαφος μιας χώρας που μόνο κατ’ όνομα ήταν εθνικά ανεξάρτητη.
Όσο για την εδαφική ακεραιότητά της, αυτή θεωρήθηκε πως καταλύθηκε οριστικά μετά την αμαχητί παράδοση των οχυρών του Ρούπελ και της Καβάλας στον βουλγαρικό στρατό, καθώς και την αιχμαλωσία του Δ΄ Σώματος Στρατού, περιστατικά αναμφίβολα πρωτόγνωρα στην πολιτική και στρατιωτική ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Χωρίς να παραγνωρίζεται η «συνεισφορά» της Αντάντ στην απροκάλυπτη παραβίαση της ελληνικής ακεραιότητας, το Ρούπελ, η Καβάλα και η μεταφορά του αιχμάλωτου σώματος στρατού στη Γερμανία απέκτησαν σε συμβολικό επίπεδο μυθικές διαστάσεις και άντεξαν στο χρόνο όσο ακριβώς άντεξε και το σχήμα του Εθνικού Διχασμού. Στόχος του παρόντος κειμένου δεν είναι φυσικά να εξιστορήσει τα προαναφερόμενα γεγονότα, σε μια προσπάθεια να ανασυνθέσει το κλίμα της εποχής και να ερμηνεύσει τα βαθύτερα αίτια του Διχασμού. Για τα τελευταία και γενικότερα για την εμπλοκή της Ελλάδας στην περιπέτεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου -που αρχικά τουλάχιστον καθόλου συναρπαστική δεν ήταν ούτε και μπορούσε να δαφνοστεφανωθεί ή να καρπωθεί στιγμές δόξας και εθνικής ανάτασηςδεν έχουν χυθεί σημαντικές ποσότητες μελανιού, όχι τουλάχιστον τόσες όσες θα ανέμενε κάποιος σε σύγκριση με άλλες, εξίσου ταραγμένες περιόδους της νεοελληνικής ιστορίας, όπως για παράδειγμα τη δεκαετία του ΄40. Μάλιστα, όπως θα φανεί στη συνέχεια, αρκετά από τα πονήματα για την περίοδο με σύγχρονες ή μεταγενέστερες καταγραφές για την παράδοση της Καβάλας στους Βουλγάρους φέρουν τόσο έντονη τη σφραγίδα του Εθνικού Διχασμού, ώστε εύκολα μπορούν να ενταχθούν στις δύο ευδιάκριτες παραταξιακές κατηγορίες των βενιζελικών και φιλοβασιλικών κύκλων.
Εν συντομία, η κατάληψη της Καβάλας, μετά την απροκάλυπτη παράδοσή της στις 29 Αυγούστου 1916, ήταν η φυσιολογική κατάληξη της πείσμονος προσκόλλησης του Κωνσταντίνου, της λεγόμενης «Μικρής Αυλής» του και του αντιβενιζελικού ή κατά άλλους φιλογερμανικού Γενικού Επιτελείου στην αυστηρή ουδετερότητα που καθόλου αυστηρή αλλά ούτε και ευμενής ήταν· στο τέλος δε ούτε καν ως ουδέτερη πολιτική μπορούσε να περιγραφεί, καθώς δεν πληρούσε τα διακριτά πολιτικά και γεωγραφικά κριτήρια ενός κράτους σε διακηρυγμένη ουδετερότητα. Αν και οι εγγυήσεις εκ μέρους της γερμανικής πλευράς φάνταζαν και ήταν κενές γράμματος, σε επίγνωση, και μερικές φορές σε απόγνωση, του ίδιου του Κωνσταντίνου ο τελευταίος παρέμενε ακλόνητος οπαδός της νίκης των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Η πίστη αυτή αντιστάθμιζε τον αντισλαβισμό του και τον έκανε να θεωρεί την προσχώρηση στην Αντάντ καταστροφικότερη επιλογή από τις «ελεγχόμενες» απώλειες εθνικού εδάφους (Ανατολική Μακεδονία), σε μια ερμηνεία της έννοιας της εθνικής ανεξαρτησίας που ερχόταν αποκλειστικά και μόνο σε ευθεία αντιδιαστολή προς τις επιλογές της πολιτικής Βενιζέλου.