Μετά την τουρκική εισβολή η ατμομηχανή δεν ήταν οι εξαγωγές και η μεταποίηση, αλλά ο τουρισμός και η μετατροπή του νησιού σε βάση του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου.
Γιάννης Ξένος – 04/11/2024 – ΑΡΔΗΝ
Οι Άγγλοι άφησαν το 1960 μια υποτυπώδη και υπανάπτυκτη οικονομία. Σύμφωνα με μελέτη εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ, το 1961, η κυπριακή οικονομία ήταν κατά κύριο λόγω γεωργική (44,4% του ενεργού πληθυσμού ασχολούνταν στη γεωργία), με υποτυπώδη μεταποιητικό τομέα (11% του ΑΕΠ) και με πολύ χαμηλό κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα (164 κυπριακές λίρες). Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, η Κύπρος εξήγε κυρίως μη επεξεργασμένα μεταλλεύματα (58%) και αγροτικά προϊόντα (28%), με τη δυναμική των μεταλλείων, στις αρχές δεκαετίας του ’60, να βρίσκεται σε πτωτική πορεία. Το 64,1% των Κυπρίων ζούσαν σε αγροτικές περιοχές. Επιπλέον, η γεωργία σε μεγάλο βαθμό ήταν ξερική, αφού οι Άγγλοι αποικιοκράτες δεν είχαν πραγματοποιήσει επενδύσεις σε υποδομές αποθήκευσης νερού για άρδευση.
Το διάστημα 1960-74 (έως την εισβολή) η κυπριακή οικονομία πραγματοποίησε ένα οικονομικό άλμα: Ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ ήταν 7,2%, η παραγωγικότητα κάθε χρόνο βελτιωνόταν κατά 5,8% με αποτέλεσμα κατ’ έτος το κατά κεφαλήν ΑΕΕ αυξανόταν 6,4%. Η ατμομηχανή της οικονομίας ήταν η μεταποίηση (10,1% μέση ετήσια αύξηση), ο τουρισμός (10,2%), οι κατασκευές (8,9%) και το εμπόριο (9,4%). Σε δημοσιονομικό επίπεδο, η εκπόνηση πενταετών πλάνων που έδιναν προτεραιότητα στην ενίσχυση της μεταποίησης για να καλυφθούν οι εσωτερικές ανάγκες και να ενισχυθούν οι εξαγωγές, στον εκσυγχρονισμό της γεωργίας, τον τουρισμό και τη δημιουργία υποδομών, είχε σαν αποτέλεσμα τα περισσότερα χρόνια το ισοζύγιο συναλλαγών να είναι πλεονασματικό και ο πληθωρισμός να κινείται, στο μεγαλύτερο διάστημα, σε χαμηλά επίπεδα, εκτός από το 1973 λόγω της πετρελαϊκής κρίσης. Το 1973 οι εξαγωγές γεωργικών προϊόντων έφτασαν το 51% του συνόλου (από 28% το 1960) και τα μεταποιήσιμα προϊόντα κάλυπταν το 30% του συνόλου (από 14% το 1960). Στον τουρισμό, οι επισκέπτες δεκαπλασιάστηκαν, από 24 χιλ. το 1960 σε 264 χιλ. το 1973. Είχαν κατασκευαστεί ήδη μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες στην Κερύνεια και στην Αμμόχωστο (αθροιστικά κάλυπταν τα 2/3 της δυναμικότητας).
Η σφιχτή δημοσιονομική πολιτική έφερε στα 9 από τα 14 χρόνια της περιόδου δημοσιονομικό πλεόνασμα και η αποφυγή δανεισμού είχε αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος το 1973 να είναι, σε ποσοστό του ΑΕΠ, μικρότερο από το 1960. Ενδεικτικά αναφέρουμε κάποιες από τις προτεραιότητες των Αρχών:
– Τη δημιουργία 50 μικρών και μεγάλων υδατοφρακτών για άρδευση και ύδρευση που είχαν αποτέλεσμα την αύξηση των αρδευόμενων καλλιεργειών και την αύξηση των εξαγωγών σε εσπεριδοειδή, πατάτες και λαχανικά.
– Τη δημιουργία βιομηχανικών και βιοτεχνικών περιοχών με παράλληλη εισαγωγή δασμών για την προστασία της μεταποίησης και υιοθέτηση φορολογικών κινήτρων για να υποκινήσουν την ενασχόληση με τη μεταποίηση.
Το θετικό κλίμα που βρίσκονταν η κυπριακή οικονομία αποτυπώνονταν στο ότι το 1973 οι πάγιες επενδύσεις αποτελούσαν το 28,4% του ΑΕΠ από 16%-17% που ήταν στα πρώτα χρόνια της περιόδου.
Αυτά τα επιτεύγματα κατέστρεψε η τουρκική εισβολή, όμως η εισβολή προκάλεσε και αλλαγή ρότας στην οικονομία. Το 1975, η οικονομία είχε απωλέσει το 33% του ΑΕΠ. Εκτός από τους δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, αγνοούμενους και τραυματίες, 160 χιλ. Έλληνες εκτοπίστηκαν. Η ελληνική πλειονότητα έχασε τους ισχυρότερους πλουτοπαρωγικούς πόρους της, όπως το διεθνές Αεροδρόμιο της Λευκωσίας, το λιμάνι της Αμμοχώστου που διακινούσε το 80% του εμπορίου, τα ξενοδοχεία της Αμμοχώστου και της Κερύνειας, τις περιοχές των αρδευόμενων καλλιεργειών, την οικιστική υποδομή κ.λπ.
Για τα επόμενα χρόνια και μέχρι το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2009, η κυπριακή οικονομία κινήθηκε εκ νέου σε πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά πια η ατμομηχανή δεν ήταν οι εξαγωγές και η μεταποίηση, αλλά ο τουρισμός και η μετατροπή του νησιού σε βάση του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου.
Με τόσες χιλιάδες ανέστιους ήταν άμεση ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα στις κατασκευές και πράγματι, στη δεκαετία 1976-1985, παραδόθηκαν 28 χιλ. νέες κατοικίες και 7 χιλ. επισκευασμένες κατοικίες Τουρκοκυπρίων.
Η απώλεια των εύφορων αγροτικών περιοχών είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του αγροτικού τομέα, ήδη από το 1982 τα 2/3 του πληθυσμού κατοικούσαν σε αστικές περιοχές. Στα πρώτα δέκα χρόνια από την εισβολή, οι κυριότεροι τομείς της οικονομίας άλλαξαν, εξαφανίστηκε η μεταποίηση και κυριάρχησαν ο τουρισμός (17,8% μέση ετήσια αύξηση το διάστημα 1976-1985), το εμπόριο (13,6%), οι μεταφορές (10,7%), αλλά και οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες (8,7%).
Το τραύμα της εισβολής καλύφθηκε από μια ξέφρενη οικονομική ανάπτυξη. Η δημοσιονομική και νομισματική πολιτική έγινε πια επεκτατική και ελαστική, αρχικά από ανάγκη για να περιθάλψει τους πρόσφυγες, αλλά μετά αυτό παγιώθηκε. Η Κύπρος έχει θεσμοθετήσει ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης από το 1975, η διεύρυνση του Κράτους Πρόνοιας πέρα από την ανακούφιση που παρείχε στα θύματα, σε μια βαθιά πληγωμένη χώρα λειτουργεί και ως αντίδωρο, αλλά ίσως και έχει και ένα κομμάτι συνενοχής, για την αποτυχία απελευθέρωσης της κατεχόμενης πατρίδας.
Το άνοιγμα της Κύπρου στο διεθνοποιημένο κεφάλαιο έγινε πολύ νωρίς, σχεδόν αμέσως μετά την εισβολή. Η κρίση του Λιβάνου, που διαρκεί ως σήμερα, ξεκίνησε το 1975. Δεκάδες χιλιάδες Λιβανέζοι πρόσφυγες κατέφυγαν στην Κύπρο, τονώνοντας την κατανάλωση και το εμπόριο (τα μικρά κυπριακά λιμάνια έγιναν η κύρια πηγή τροφοδοσίας του Λιβάνου). Οι Αρχές άμεσα άλλαξαν το νομοθετικό πλαίσιο, προκειμένου να επιτρέψουν στις λιβανέζικες επιχειρήσεις να δραστηριοποιηθούν στην Κύπρο ως υπεράκτιες επιχειρήσεις. Το διάστημα 1976-1985 δημιουργήθηκαν 3.598 τέτοιες επιχειρήσεις και 14 υπεράκτια τραπεζικά ιδρύματα. Επιπλέον η υπερθέρμανση των οικονομιών της Μέσης Ανατολής μετά το 1973, και η συνακόλουθη αύξηση των τιμών του πετρελαίου, άνοιξε νέες ευκαιρίες στην κυπριακή οικονομία. Αρχικά οι κυπριακές κατασκευαστικές πραγματοποιούσαν έργα στην περιοχή, ακολούθως τονώθηκε ο τουρισμός από Άραβες, ενώ οι διευκολύνσεις στις υπεράκτιες επιχειρήσεις προσκάλεσαν και τα αραβικά κεφάλαια.
Με την είσοδο του 1990, την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, την επέλαση της Παγκοσμιοποίησης, η Κύπρος είχε ήδη τις προδιαγραφές για να μετατραπεί σε μια μεγάλη βάση του διεθνοποιημένου παρασιτικού κεφαλαίου.
* Τα στοιχεία για την περίοδο 1960-1985 προέρχονται από την εργασία του Συμεών Μάτση, «Μια τομή στην Κυπριακή οικονομία της περιόδου 1960-1985» (τόμος Η Κύπρος στον 20ό αιώνα: Κράτος, Κοινωνία και Οικονομία, Πολιτ. Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου).