Η εξέλιξη του ζητήματος της ευθανασίας σε Ολλανδία και Όρεγκον

Στην αρχαιότητα, η ευθανασία (από το ρήμα εὐθανατῶ, δηλαδή εὖ + θάνατος) σήμαινε κυρίως τον γαλήνιο και σε ψυχική ισορροπία θάνατο, αλλά, ενίοτε, και τον ηρωικό θάνατο στη μάχη. Στο σύγχρονο βιοηθικό διάλογο ωστόσο, η λέξη συνδέεται με τον πρόωρο τερματισμό μιας ζωής για την αποφυγή περαιτέρω πόνου ή άλλων βασάνων ή την απώλεια της αξιοπρέπειας και/ή της αυτόνομης διαβίωσης του ατόμου. Γενικά διαιρείται σε ενεργητική και παθητική, όπως επίσης και σε συναινετική και μη-συναινετική. Η παθητική ευθανασία αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου η επίσπευση του θανάτου οφείλεται σε άρνηση ή απόσυρση θεραπευτικής αγωγής (π.χ. ενδοφλέβιας ενυδάτωσης, χημειοθεραπείας, μηχανικής υποστήριξης κλπ). Χωρίς να είναι πάντοτε νομικά ξεκάθαρα τα όρια της (ειδικά, η συναίνεση του ασθενούς π.χ. όταν βρίσκεται σε κώμα), γενικά η παθ. ευθανασία θεωρείται λιγότερο αμφιλεγόμενο θέμα. Αντιθέτως, η ευθανασία χωρίς προηγούμενη συναίνεση του ασθενούς ή των οικείων του (όταν αδυνατεί να δώσει συναίνεση ο ίδιος) είναι μία απολύτως μη-αποδεκτή ενέργεια και είναι ποινικά κολάσιμη.

του Χρίστου Δαγρέ,

Στη συνέχεια θα αναφερθώ στο πλέον ακανθώδες ζήτημα που απασχολεί την πολιτική υγείας και το βιοηθικό διάλογο σε θέματα επίσπευσης του τέλους της ζωής: τη συναινενική, ενεργητική ευθανασία, με κύριο χαρακτηριστικό την επίσπευση του τέλους της ζωής με τη χορήγηση φαρμάκου ή συνδυασμού φαρμάκων. Η χορήγηση μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: είτε από τον ίδιο τον ασθενή -αφού συνταγογραφηθούν από γιατρό-, είτε από κάποιον γιατρό (ή άλλο υγειονομικό προσωπικό, σπανιότερα). Η πρώτη μορφή αποδίδεται στη βιβλιογραφία ως “ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία” (ΙΥΑ), ενώ η δεύτερη μορφή αναφέρεται ως “ευθανασία από γιατρό” αλλά για λόγους συντομίας εφεξής θα την αναφέρω απλώς ως “ευθανασία”.

Η ευθανασία αποτελεί ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα και ακανθώδη προβλήματα της βιοηθικής καθώς υπάρχει πληθώρα από συγκρουόμενες θρησκευτικές και φιλοσοφικές αξίες και προτεραιότητες, οι οποίες είναι αδύνατον να ικανοποιηθούν όλες με κάποια συμβιβαστική λύση. Το δυναμικό αυτό πεδίο είναι εξαιρετικά ρευστό χάρις στις συνεχείς εξελίξεις στον τομέα της θεραπευτικής, αναγκάζοντας σε συνεχή επαναξιολόγηση του. Παρακάτω θα αποπειραθώ μία σύντομη ιστορική αναδρομή στην πολιτική εξέλιξη του φαινομένου της συναινενικής, ενεργητικής ευθανασίας στις χώρες που αντιπροσωπεύουν τα δύο εμβληματικά μοντέλα νομιμοποίησης της, την Ολλανδία και τις ΗΠΑ (με έμφαση στην πρώτη έγκριση της στην πολιτεία του Όρεγκον). Θα συμπεριλάβω και τις πιο κομβικές δικαστικές αποφάσεις επειδή, όπως επισήμανε ο καθ. J. Matsusaka (στο βιβλίο του “Let the people rule”), τα τελευταία 100 χρόνια στις ΗΠΑ έχει σημειωθεί “άνοδος του γραφειοκρατικού κράτους” καθώς “οι κυβερνήσεις επαφίενται όλο και περισσότερο στους ειδικούς για το σχεδιασμό και την εφαρμογή των πολιτικών στρατηγικών”. Σημαντικό μερίδιο στη χάραξη εθνικών πολιτικών είχαν οι δικαστικοί, όπως θα δούμε παρακάτω, τόσο στις ΗΠΑ όσο και -κυρίως- στην Ολλανδία.

Το Όρεγκον και άλλες πολιτείες

Στις ΗΠΑ, το ζήτημα αντιμετωπίστηκε αποκλειστικά σε επίπεδο πολιτειών και όχι σε κεντρικό (ομοσπονδιακό), ακολουθώντας δύο εναλλακτικές οδούς: i) τη γνωστή κοινοβουλευτική με νομοσχέδια που κατατίθονται από βουλευτές και ii) την αμεσοδημοκρατική, μέσω νομοθετικών πρωτοβουλιών από ομάδες πολιτών. H δεύτερη εναλλακτική παρουσιάζει ελαφρές παραλλαγές ανά πολιτεία (δείτε λεπτομέρειες στο άρθρο “Η Άμεση Δημοκρατία και οι ΗΠΑ”), γενικά όμως ακολουθεί την εξής διαδικασία: μετά τη διατύπωση της πρότασης σε νομική γλώσσα, κατατίθεται στην αρμόδια πολιτειακή υπηρεσία, ελέγχεται και παίρνει άδεια συλλογής υπογραφών πολιτών. Το ελάχιστο απαραίτητο όριο υπογραφών είναι διαφορετικό ανά πολιτεία. Εφόσον συγκεντρωθούν εντός της νόμιμης προθεσμίας και πιστοποιηθεί η εγκυρότητα από την πολιτεία, τότε η νομοθετική πρωτοβουλία των πολιτών πηγαίνει σε δημοψήφισμα. Σε κάποιες πολιτείες υπάρχει η δυνατότητα πριν το δημοψήφισμα να συζητηθεί πρώτα η πρόταση στο κοινοβούλιο και να εγκριθεί χωρίς δημοψήφισμα. Εάν όμως το κοινοβούλιο της πολιτείας αρνηθεί να το συζητήσει ή απορρίψει την πρόταση, τότε υποχρεωτικά πηγαίνει στις κάλπες για να αποφασίσουν οριστικά οι πολίτες, άμεσα και δεσμευτικά. Αν μία πρωτοβουλία υπερψηφιστεί σε δημοψήφισμα, κυρώνεται υποχρεωτικά σε νόμο της πολιτείας.

Οι πρώτες κοινοβουλευτικές απόπειρες νομιμοποίησης της ευθανασίας μεταξύ 1937-1974 έγιναν στα κοινοβούλια 5 πολιτειών: Νεμπράσκα, Νέα Υόρκη (δις), Αϊντάχο, Όρεγκον και Μοντάνα, και απορρίφθησαν όλες. Στη συνέχεια, καθώς διευρύνονταν η θετική προδιάθεση σημαντικού μέρους της κοινής γνώμης απέναντι στην ευθανασία, έγιναν γνωστά διάφορα περιστατικά με γνωστότερες τις περιπτώσεις του Δρ. Kevorkian. Ο Kevorkian είχε εκμεταλλευτεί ένα νομικό κενό στο Μίσιγκαν όπου η υποβοήθηση σε αυτοκτονία δεν διώκονταν ποινικά. Αργότερα, το κοινοβούλιο της πολιτείας ποινικοποίησε την υποβοήθηση σε αυτοκτονία αλλά μέχρι την ψήφιση και ενεργοποίηση του σχετικού νόμου, οι δικαστές που εξέταζαν τις υποθέσεις αποφαίνονταν ότι δεν παραβίαζε το νόμο και σταματούσαν τη δίωξη.

Οι περιπτώσεις του Δρ. Kevorkian ήταν οι εξής:
⦁ 4 Ιούν. 1990: Janet Adkins [54 ετών με νόσο Αλτσχάιμερ]
⦁ 23 Οκτ. 1991: Sherry Miller [43 ετών με πολλαπλή σκλήρυνση] και Marjorie Wantz [58 ετών με επώδυνη λοίμωξη από τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων]
⦁ 15 Μαϊου 1992: Susan Williams [52 ετών με πολλαπλή σκλήρυνση]
⦁ 26 Σεπ. 1992: Lois Hawes [52 ετών με καρκίνο]
Το Δεκέμβριο του 1992 η Βουλή του Μίσιγκαν ποινικοποιεί την υποβοήθηση σε αυτοκτονία, και κυρώνεται σε νόμο από τον κυβερνήτη της πολιτείας. Η ημερομηνία έναρξης της ισχύος του ήταν η 30η Μαρτίου 1993 αλλά κατόπιν μετατέθηκε νωρίτερα, στις 25 Φεβρουαρίου, επειδή ο Kevorkian συνέχισε το έργο του.
⦁ 15 Δεκ. 1992: Marguerite Tate [70 ετών με καρδιακή νόσο, εμφύσημα και αρθρίτιδα] και Marcella Lawrence [67 ετών με ALS (νόσο του κινητικού νευρώνα)].
⦁ Ιαν.-Φεβ. 1993: 7 ακόμη αυτοκτονίες [4 άντρες και 3 γυναίκες, 41 έως 82 ετών]

Το 1991 δημοσιοποιήθηκε και μία άλλη υπόθεση υψηλού ενδιαφέροντος αλλά με διαφορετική εξέλιξη. Ο καθ. ιατρικής στο Ρότσεστερ της Ν. Υόρκης T. Quill συνταγογράφησε βαρβιτουρικά στην Patricia Diane Trumbull [45 ετών με λευχαιμία] με σκοπό την αυτοκτονία. Ο Δρ. Quill, γνωρίζοντας το ιστορικό της ασθενούς, θεώρησε ότι η συνταγή θα της εξασφάλιζε ηρεμία για να ζήσει τις υπόλοιπες εβδομάδες με την οικογένεια της (έχοντας αρνηθεί θεραπεία) χωρίς το άγχος των επώδυνων τελευταίων στιγμών. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Kevorkian, ο Quill διώχθηκε από την πολιτεία της Νέας Υόρκης επειδή η υποβοήθηση σε αυτοκτονία ήταν ποινικοποιημένη. Ο Quill παραπέμφθηκε στο Συμβούλιο των Ενόρκων το οποίο όμως απέρριψε την παραπομπή του σε δίκη.

Το 1991 υπήρξε σημείο καμπής καθώς για πρώτη φορά σε μία πολιτεία, την Ουάσινγκτον, οι πολίτες συγκέντρωσαν υπογραφές για να θέσουν σε δημοψήφισμα μία πρόταση νόμου για αμεσοδημοκρατική νομιμοποίηση της ΙΥΑ και της ενεργητικής ευθανασίας ασθενών σε μη αναστρέψιμο κώμα. Η «Initiative-119» απορρίφθηκε έχοντας όμως πλησιάσει την έγκριση με ποσοστό 46,4%. Παρόμοια πρόταση πολιτών στην Καλιφόρνια, η «Proposition-161», απορρίφθηκε με δημοψήφισμα το 1992, συγκεντρώνοντας 45,87% και 4,8 εκατομμύρια ψήφους. Παράλληλα, σε 4 πολιτειακά Κοινοβούλια κατατέθηκαν παρόμοια νομοσχέδια από βουλευτές, τα οποία επίσης καταψηφίστηκαν.

Το 1994 σημειώθηκε η πρώτη μεγάλη αλλαγή. Οι πολίτες του Όρεγκον ενέκριναν τη νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών «Measure-16» με ποσοστό 51,31%, η οποία επέτρεπε την ΙΥΑ ασθενών τελικού σταδίου. Η νομοθετική πρωτοβουλία, αφού συγκεντρωσε τον απαιτούμενο αριθμό υπογραφών πολιτών, συζητήθηκε στο κοινοβούλιο αλλά απορρίφθηκε και παραπέμφθηκε για οριστική απόφαση από τους πολίτες. Υπερψηφίστηκε στο δημοψήφισμα και έπρεπε να κυρωθεί σε νόμο, αλλά ξεκίνησε δικαστική διαμάχη από πολιτειακούς φορείς και πολίτες που διαφωνούσαν με το αποτέλεσμα. Αυτό οδήγησε στην ψήφιση στο Κοινοβούλιο ενός νόμου που αναιρούσε το νόμο των πολιτών. Ο νέος νόμος παραπέμφθηκε κι αυτός υποχρεωτικά σε δημοψήφισμα αλλά οι πολίτες τον απέρριψαν το 1997 με ποσοστό 60%. Αυτό έκλεισε οριστικά το ζήτημα και ο νόμος Death with Dignity Act (DWDA) ξεκίνησε να εφαρμόζεται, ουσιαστικά από το 1998 κι έπειτα.

Το 2008 οι πολίτες της Ουάσινγκτον (Initiative-1000) και το 2016 του Κολοράδο (Proposition-106) νομιμοποίησαν την ΙΥΑ με δημοψηφίσματα, ενώ οι πολίτες του Μίσιγκαν (1998), Μέην (2000) και Μασαχουσέτης (2012) [1] απέρριψαν παρόμοιες προτάσεις πολιτών. Το 2009 το Ανώτ. Δικαστήριο της Μοντάνα γνωμοδότησε ότι οι γιατροί θα τυγχάνουν ασυλίας εάν βοηθήσουν ασθενή που τους ζήτησε βοήθεια για να τερματίσει τη ζωή του (υπόθεση «Baxter vs Montana»). Οι κάτωθι πολιτείες νομιμοποίησαν την ΙΥΑ (με κατά τόπους διαφοροποιήσεις και ιδιαιτερότητες στο περιεχόμενο του νόμου) μετά από απόφαση του κοινοβουλίου τους: Βερμόντ (2013), Καλιφόρνια (2015), Χαβάη (2018), Ν. Τζέρσεϋ και Μέην (2019), Νέο Μεξικό (2021), και η Περιφέρεια της Ουάσινγκτον (η πρωτεύουσα των ΗΠΑ, το 2016). Το 2023 οι πολιτείες του Όρεγκον και του Βερμόντ έγιναν οι πρώτες που επέκτειναν το δικαίωμα σε ΙΥΑ όχι μόνο για τους κατοίκους της πολιτείας αλλά για κάθε πολίτη των ΗΠΑ. Το 2023 αν και ψηφίστηκε σχετικός νόμος στο κοινοβούλιο της Νεβάδα, ο κυβερνήτης Joe Lombardo άσκησε βέτο. To 2024 οι κάτοικοι της Δυτικής Βιρτζίνια υπερψήφισαν την τροποποίηση του Συντάγματος που προτάθηκε από το κοινοβούλιο [2] (Amendment 1: Prohibit “Medically-Assisted Suicide, Euthanasia, and Mercy Killing” Measure) με ποσοστό 50,44%, η οποία απαγόρευε σε γιατρούς, άλλους εργαζόμενους στο χώρο της υγείας και απλούς πολίτες να προσφέρουν βοήθεια σε ασθενή για να πεθάνει. Στην Μοντάνα τέλος, έχουν σημειωθεί επανειλημμένες προσπάθειες από βουλευτές να άρουν τη δικονομική προστασία των γιατρών που ασκούν ΙΥΑ, μέχρι στιγμής όλες αποτυχημένες.

Η παραπάνω αναδρομή δεν περιλαμβάνει τις απόπειρες ομάδων πολιτών να συγκεντρώσουν υπογραφές για νομοθετικές προτάσεις που είτε θα ζητούσαν τη νομιμοποίηση της ΙΥΑ, είτε την ακύρωση νόμων του κοινοβουλίου που τη νομιμοποιούσαν αλλά δεν μπόρεσαν να συγκεντρώσουν τον θεσμικά απαιτούμενο ελάχιστο αριθμό έγκυρων υπογραφών και δεν προχώρησαν σε δημοψήφισμα. Ειδικά για το Μέην πρέπει να σημειωθεί ότι το 2019 οι πολίτες είχαν συγκεντρώσει τις απαιτούμενες υπογραφές για να προκαλέσουν σχετικό δημοψήφισμα υπέρ της ΙΥΑ αλλά τις απέσυραν επειδή το Κοινοβούλιο ψήφισε την ίδια χρονιά το σχετικό νόμο.

Σε ομοσπονδιακό επίπεδο το 1997 εκδόθηκαν δύο εμβληματικές αποφάσεις [3] του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στις υποθέσεις «Washington vs Glucksberg» και «Vacco vs Quill», όπου πολίτες προσέφυγαν εναντίον πολιτειακών νόμων που απαγόρευαν την ΙΥΑ σε Ουάσινγκτον και Νέα Υόρκη αντίστοιχα, επικαλλούμενοι παραβίαση των δικαιωμάτων τους σύμφωνα με την 14η Τροποποίηση του Αμερικάνικου Συντάγματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το “δικαίωμα” στην υποβοηθούμενη αυτοκτονία δεν προστατεύεται από το Σύνταγμα, χωρίς όμως και να την απαγορεύει. Συνεπώς, αποτελεί ευθύνη της κάθε Πολιτείας να αποφασίσει αν την απαγορεύει ή την επιτρέπει και υπό ποιούς όρους. Η απόφαση συνοδευόταν από εκτεταμένη επιχειρηματολογία συμπεριλαμβανόμενου και του φόβου ενός “ολισθηρού κατήφορου” που μεσοπρόθεσμα μπορεί να βλάψει τους πολίτες.
Ολλανδία
Η Ολλανδία απέκτησε νομοθετικό πλαίσιο για την ευθανασία μόλις το 2002 (μαζί με το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο) με το νόμο TLRASA. Ωστόσο, ο προβληματισμός σχετικά με το ζήτημα της ευθανασίας είχε ανοίξει πολύ νωρίτερα. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ όμως, ο διάλογος μονοπωλήθηκε από τους “ειδικούς” (κυρίως γιατρούς και νομικούς) και γι’αυτό διεξήχθη κυρίως σε επίπεδο δικαστικών αποφάσεων και κανονιστικού πλαισίου. Ήδη από το 1969, το βιβλίο του ψυχιάτρου J.H. van den Berg “Ιατρική δύναμη και ιατρική ηθική” (Medische macht en medische ethiek) έθεσε το πλαίσιο της συζήτησης στη βάση ότι “εφόσον ο γιατρός αναλαμβάνει το έργο της παράτασης της ζωής, τότε θα πρέπει να μπορεί και να την τερματίζει, ως πράξη ευσπλαχνίας”. Η βάση αυτή κρύβει κάποια σημαντικά, ρητά ή υπόρρητα, συνδηλούμενα, με πρώτο τη σιωπηλή αποδοχή των αδυναμιών και των ορίων της Ιατρικής Επιστήμης, η οποία κάποιες φορές απλώς παρατείνει την επιβίωση χωρίς όμως ποιότητα. Αυτό, σύμφωνα με τον v.d.Berg συνεπάγεται την ευθύνη του γιατρού να λυτρώσει τον ασθενή (μετά από αίτημα του) ως μια ενεργητική πράξη ευσπλαχνίας.

To πλαίσιο του v.d.Berg ήταν αρκετά ασαφές με αποτέλεσμα να ερμηνεύεται με μεγάλη ελαστικότητα. Κάποιοι γιατροί χορηγούσαν σε υψηλές δόσεις φάρμακα για την ανακούφιση βαρέων συμπτωμάτων ασθενών τελικού σταδίου, γνωρίζοντας ότι μπορεί να επιφέρουν το θάνατο ως παρενέργεια, χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί ευθανασία καθώς δεν ήταν αυτός ο θεραπευτικός στόχος. Άλλοι γιατροί ωστόσο έδρασαν ενεργητικά στον τερματισμό της ζωής ασθενούς μετά από αίτημα του, κάτι το οποίο ήταν ποινικά κολάσιμο σύμφωνα με τα Άρθρα 293 & 294 του Ποινικού Κώδικα (“αυτός που στερεί τη ζωή κάποιου μετά από εκπεφρασμένη και σοβαρή επιθυμία του…”).

H «υπόθεση Postma» (Leeuwarden, 1973) θεωρείται ως η πρώτη “μεγάλη” υπόθεση ευθανασίας όταν μία γιατρός δικάστηκε επειδή χορήγησε στην 78χρονη μητέρα της μορφίνη με σκοπό να προκαλέσει το θάνατο της, μετά από επανειλημμένο αίτημα της. Στη γιατρό επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης μίας εβδομάδας με αναστολή. Ακολούθησε η «υπόθεση Wertheim» (Ρότερνταμ, 1981) όπου εξετάστηκε η υποβοήθηση σε αυτοκτονία από κάποια ακτιβίστρια μίας 67χρονης γυναίκας με σοβαρά σωματικά και ψυχικά προβλήματα, η οποία είχε επανειλημμένως εκφράσει την επιθυμία να πεθάνει. Το δικαστήριο έθεσε κάποια κριτήρια για να θεωρηθεί μία ευθανασία ως δικαιολογημένη, τα οποία δεν είχαν πληρωθεί σ’αυτήν την περίπτωση και καταδίκασε την ακτιβίστρια σε 6 μήνες φυλάκιση και 1 χρόνο δικαστική επιτήρηση. Το αξιοσημείωτο στην υπόθεση αυτή είναι η αποδοχή από το δικαστήριο ότι υπό όρους η υποβοήθηση σε αυτοκτονία μπορεί να είναι νομικά επιτρεπτή σύμφωνα με το άρθρο 294 του Π.Κ..

Το 1984 εξετάστηκε για πρώτη φορά από το Ανώτατο Δικαστήριο μια υπόθεση ευθανασίας, η «υπόθεση Schoonheim», όταν ένας γιατρός χορήγησε θανατηφόρο δόση σε μια 95χρονη ασθενή του με το σκοπό τον τερματισμό της ζωής της. Το Ανωτ. Δικαστήριο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση και την έστειλε στο Εφετείο, το οποίο δέχτηκε την υπερασπιστική γραμμή του γιατρού και τον απάλλαξε των κατηγοριών. Η απόφαση αυτή ουσιαστικά τεκμηρίωσε τη συγκεκριμένη υπεράσπιση ως βάσιμη και έγκυρη. Επάνω στην απόφαση αυτή, η Βασιλική Ιατρική Ομοσπονδία (KNMG) υιοθέτησε ως επίσημη θέση της ομοσπονδίας σειρά κριτηρίων που πρέπει να πληρούνται σε κάθε περίπτωση ενεργητικής ευθανασίας ή ΙΥΑ.

Tα κριτήρια της KNMG δοκιμάστηκαν νομικά για πρώτη φορά το 1985 στην «υπόθεση Admiraal» όταν ένας αναισθησιολόγος προκάλεσε το θάνατο ασθενούς με σκλήρυνση κατά πλάκας, η οποία ήταν πλήρως εξαρτημένη από άλλους για την καθημερινή της φροντίδα. Την ασθενή είχε παραπέμψει στον αναισθησιολόγο ο οικογενειακός της γιατρός, αφού είχε αρνηθεί να αποδεχτεί το αίτημα της για ευθανασία. Το δικαστήριο δέχτηκε ότι ο αναισθησιολόγος συμβουλευόμενος τους συναδέλφους προτού προχωρήσει σε ευθανασία είχε συμμορφωθεί με τα κριτήρια της KNMG και τον αθώωσε.

Καθώς πλέον τα κριτήρια της KNMG έγιναν νομικά αποδεκτά (παρά τα άρθρα 293 & 294 του Π.Κ.), σταδιακά έχουμε τη διεύρυνση τους σε νέες κατηγορίες περιπτώσεων που έθεταν νέους σοβαρούς νομικούς και ηθικούς προβληματισμούς. Η «υπόθεση Chabot» (1994) αφορούσε την υποβοήθηση σε αυτοκτονία μιάς ψυχιατρικής ασθενούς -χωρίς αξιοσημείωτη σωματική συνοσηρότητα- από έναν ψυχίατρο. Ο γιατρός καταδικάστηκε επειδή δεν ζήτησε κλινική αξιολόγηση της ασθενούς από ανεξάρτητο γιατρό, αν και είχε συμβουλευτεί δι’αλληλογραφίας επτά ειδικούς. Η «υπόθεση Prins» (1995) και η «υπόθεση Kadijk» (1996) αφορούσαν αμφότερες δύο νεογνά με σοβαρές εκ γενετής ανωμαλίες που έκαναν τα νεογνά να υποφέρουν, χωρίς ελπίδα επιβίωσης. Προφανώς, οι ευθανασίες αμφότερες δεν ήταν εθελοντικές αλλά έγιναν μετά από σαφή παράκληση των γονέων (ως νομίμων κηδεμόνων). Τα δικαστήρια αθώωσαν τους γιατρούς.

Το 2019 έφτασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο μία ανώνυμη υπόθεση γιατρού σε κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων, ο οποίος έκανε ευθανασία σε 74χρονη ασθενή με προχωρημένη άνοια. Η ασθενής, ήδη σε πρώιμα στάδια μετά τη διάγνωση είχε υπογράψει γραπτή εντολή για ευθανασία όταν η νόσος προχωρήσει σε βαθμό που να χρειάζεται εισαγωγή σε κέντρο φροντίδας, την οποία εντολή επαναβεβαίωσε το 2015. Ο γιατρός του κέντρου προτού προχωρήσει σε ευθανασία είχε συζητήσει την κατάσταση και το αίτημα της ασθενούς με τον θεράποντα γιατρό, το σύζυγο και την κόρη της, τον ψυχολόγο της, την ομάδα φροντίδας του κέντρου, δύο ανεξάρτητους γιατρούς και έναν γιατρό από το κέντρο ΕΕ (δείτε παρακάτω), προτού κάνει πράξη το γραπτό αίτημα της ασθενούς. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με το νόμο, η ασθενής δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει ότι συναινούσε ακόμη στο παλαιότερο αίτημα της γεγονός που οδηγήσει σε πειθαρχικές κυρώσεις εις βάρος του γιατρού. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε τις κυρώσεις δεχόμενο ότι η γραπτή εντολή ήταν σαφής – ωστόσο, δεν πήρε θέση στο ερώτημα εάν ο γιατρός οφείλει ή όχι να επαναβεβαιώνει την εντολή.

Όπως είδαμε, τα δικαστήρια στην προσπάθεια τους να διαχειριστούν το νομικό κενό ανέπτυξαν δικά τους κριτήρια για “αιτιολογημένες” και θωρακισμένες από κατάχρηση ή αμέλεια ευθανασίες, τα οποία συνόψισε σε ένα συνεκτικό πλαίσιο η KNMG. Kαθώς όμως τα “νόμιμα” περιστατικά πλήθαιναν οι εισαγγελικές αρχές και η Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας συμφώνησαν το 1986 σ’ένα μηχανισμό αναφοράς, για να εξασφαλιστεί η διαφάνεια στη διερεύνησή τους. Η πρακτική αυτή ενσωματώθηκε σε ένα άρθρο του Νόμου περί Νεκροτομικής Εξέτασης του 1994 οδηγώντας έτσι σε ένα νομικό παράδοξο: η ευθανασία ήταν ακόμη απαγορευμένη πράξη σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα αλλά εάν δηλώνονταν σύμφωνα με τους κανονισμούς (και πληρούσε τα κριτήρια) δεν θα οδηγούσε σε δίωξη. Το 1998 θεσμοθετήθηκαν 5 Περιφερειακές Επιτροπές Εξέτασης Περιστατικών Ευθανασίας (Regionale Toetsingscommissies Euthanasie) οι οποίες εξέταζαν τα νέα περιστατικά πριν τα παραπέμψουν στην Εισαγγελία.

Ο TLRASA του 2002 αποδείχτηκε ωστόσο ότι δεν ήταν το τέλος αυτής της αμφιλεγόμενης ιατρο-νομικής εξέλιξης αλλά μάλλον λειτούργησε ως αφετηρία για μία ατέρμονα διευρυνόμενη ερμηνεία του νόμου αλλά, παράλληλα, και ως εφαλτήριο “δικαιωματοποίησης” και “ιατρικοποίησης” του τέλους της ζωής. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που εξακολουθεί και αναπτύσσεται στη σκιά του νομικού συστήματος, δημιουργώντας νέες “ανάγκες” γύρω από το θάνατο (θα μπορούσαν κάλλιστα να ονομαστούν και “νέες αγορές” αν συνδυαστεί η φιλελεύθερα δικαιωματιστική επιχειρηματολογία περί ευθανασίας με την επίσης φιλελεύθερη λογική της “ελεύθερης αγοράς”).

Η εσκεμμένη ασάφεια του νόμου (ειδικά,το -ανοιχτό σε ποικίλες και ενίοτε αμφιλεγόμενες ερμηνείες- κριτήριο των “αβάσταχτων δεινών” σε συνδυασμό με την απουσία της προϋπόθεσης ο ασθενής να είναι τελικού σταδίου), η βελτίωση της παρηγορικής θεραπείας (ειδικά για καρκινοπαθείς), η αύξηση των ασθενών με ψυχιατρικό ιστορικό, άνοια, άλλες γηριατρικές παθήσεις ή, απλώς, όσων “βαρεθηκαν να ζουν” που ζητούν να κάνουν χρήση του νόμου, η εξασθένιση του οργανικού δεσμού των ασθενών με τους οικογενειακούς γιατρούς τους εντός της κοινότητας και η ραγδαία αύξηση του αριθμού όσων ζητούν ευθανασία (πάνω από 5% του συνόλου των θανάτων στην Ολλανδία το 2023), όλα τα παραπάνω άλλαξαν άρδην το προφίλ των ασθενών που καταφεύγουν σε ευθανασία όπως και τη σχέση τους με τους θεράποντες ιατρούς τους.

Η πρώτη σημαντική αλλαγή, όχι νομική ή πολιτική αλλά σε εκτελεστικό επίπεδο σημειώθηκε το Μάρτιο του 2012 όταν η Ολλανδική Ομοσπονδία για τον Εθελοντικό Τερματισμό της Ζωής (Nederlandse Vereniging voor een Vrijwillig Levenseinde) ανακοίνωσε τη δημιουργία των κλινικών Τερματισμού της Ζωής (SLK) ως εναλλακτική επιλογή των ασθενών που οι γιατροί τους αρνούνταν την ευθανασία, δηλαδή έναν ειδικό υγειονομικό φορέα “επαγγελματιών της ευθανασίας” [γι’αυτό αργότερα οι μονάδες μετονομάστηκαν σε “Κέντρα Εξειδίκευσης στην Ευθανασία” (EE)]. Οι υπάλληλοι των κλινικών σχημάτισαν αρχικά 15 κινητές μονάδες (τον επόμενο χρόνο διπλασιάστηκαν στις 30 και το 2014 έγιναν 39) που στόχευαν κυρίως είτε στους ασθενείς των οποίων οι γιατροί αρνούνταν να εκτελέσουν ευθανασίες για ηθικο-θρησκευτικούς λόγους, είτε στις ηθικά αμφιλεγόμενες περιπτώσεις (π.χ. ψυχιατρικοί ασθενείς, ασθενείς με άνοια ή/και βαρύ γηριατρικό ιστορικό, κ.α.). Κατά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας τους, οι ομάδες από τις 645 αιτήσεις που δέχτηκαν συμφώνησαν με το αίτημα του ασθενούς στις 162 (25,1%) αλλά μόνο στις 92 οι ειδικοί των κλινικών προχώρησαν σε πράξη. Αντιθέτως, η ετήσια έκθεση ευθανασιών για το 2023 αναφέρει ότι οι ευθανασίες που ανακοινώθηκαν από τα Κέντρα Εξειδίκευσης στην Ευθανασία ήταν 1277 (14,1% των ευθανασιών για τη χρονιά εκείνη). Βλέπουμε δηλαδή ότι εντός μιας δεκαετίας περίπου, υπερδεκαπλασιάστηκε ο αριθμός των ευθανασιών που εκτελέστηκαν από τα κέντρα αυτά.

“Κούραση απ’ τη ζωή”

Αν και όπως δείχνει η ετήσια έκθεση για το 2023 τα κέντρα ΕΕ είχαν δυσανάλογα υψηλή συμμετοχή στις ευθανασίες σε ασθενείς με αμφιλεγόμενες περιπτώσεις ακόμη και αυτά δεν μπόρεσαν να υπερβούν την ιατρικά και ηθικά “γκρίζα ζώνη” των αιτημάτων ευθανασίας από άτομα που απλώς “βαρέθηκαν να ζουν”. Για το λόγο αυτό στοχαστές και ακτιβιστές του ευθανατικού δικαιωματισμού προχώρησαν στην κατασκευή της έννοιας της “ολοκληρωθείσας ζωής” (completed life) για να δικαιολογήσουν τους ηλικιωμένους που έχουν “κουραστεί να ζούνε” και ζητούν υποβοήθηση σε αυτοκτονία. Το υπαρξιακό αυτό αδιέξοδο είναι δύσκολο να ερμηνευτεί ως “ανυπόφορο βάσανο”, ακόμη και από τους “επαγγελματίες της ευθανασίας” (ειδικά μετά την ανάπτυξη της σχετικής δικονομίας), οπότε γίνεται προσπάθεια να διευρυνθεί ο σχετικός νόμος ή να ψηφιστεί νέος ώστε να επεκταθεί το “δικαίωμα” στην ευθανασία και σ’αυτήν την ομάδα του πληθυσμού.

Η ιδέα της υποβοήθησης σε αυτοκτονία των ηλικιωμένων που αισθάνονται ότι “κουράστηκαν από τη ζωή” πρωτοεμφανίστηκε στο δημόσιο διάλογο της Ολλανδίας το 1991 με το δοκίμιο του Huib Drion “Ηλικιωμένοι που επιθυμούν να τερματίσουν το βίο τους” (Het zelfgewilde einde van oude mensen). Η ιδέα μεταφράστηκε σε πολιτικό αίτημα 20 χρόνια αργότερα, με την Πρωτοβουλία (Burgerinitiatief [4]) της ομάδας πολιτών “Με ελεύθερη βούληση” (Uit Vrije Wil), η οποία συγκέντρωσε υπογραφές για την πρόταση για υποβοήθηση σε αυτοκτονία όσων ηλικιωμένων άνω των 70 ετών θα δηλώσουν “κουρασμένοι από τη ζωή” και έτοιμοι να την τερματίσουν οικεία βουλήσει, εφόσον πληρούνται κάποια στοιχειώδη κριτήρια. Η Πρωτοβουλία συγκέντρωσε πλησίον των 120 χιλιάδων υπογραφών, οι οποίες κατατέθηκαν στην αρμόδια επιτροπή το 2010 και τελικά συζητήθηκε στο Κοινοβούλιο το 2012 αλλά απορρίφθηκε. Το 2014, το αρμόδιο υπουργείο συνέστησε την “Επιτροπή ειδικών για την υποβοηθούμενη αυτοκτονία όσων θεωρούν τη ζωή τους ολοκληρωμένη” (ευρύτερα γνωστή ως “Επιτροπή Schnabel”), η οποία γνωμοδότησε το 2016 ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο με το νόμο TLRASA είναι επαρκές και δεν χρειάζεται συμπληρωματικός νόμος για αυτήν την υποκατηγορία ηλικιωμένων, την οποία θεωρεί εξαιρετικά μικρή.

Σε δικαστικό επίπεδο, το ζήτημα αυτό ήταν κεντρικό σε 2 εμβληματικές δίκες: την «υπόθεση Brongersma» (2000-02) και την «υπόθεση Heringa» (2013-18). Στην πρώτη περίπτωση ο τέως γερουσιαστής Brongersma, που έπασχε μόνο από κάποια ελάσσονα γηριατρικά νοσήματα, ζήτησε ευθανασία εξαιτίας της κοινωνικής έκπτωσης στη ζωή του, της μοναξιάς και του αισθήματος ότι δεν έχει πλέον χρησιμότητα. Ο θεράπων ιατρός συμφώνησε ότι πληρεί τους όρους του νόμου και προχώρησε σε ευθανασία, όμως το Ανώτατο Δικαστήριο τελικά αποφάνθηκε ότι τα υπαρξιακά προβλήματα δεν αποτελούν πεδίο ευθύνης του γιατρού και ότι τα “ανυπόφορα βάσανα” σύμφωνα με το νόμο αναφέρονται μόνο σε σωματικές ή/και ψυχικές παθήσεις, όχι στο υπαρξιακό αδιέξοδο κάποιου. Σε παρόμοια θέση βρέθηκε ο Albert Heringa όταν βοήθησε την 99χρονη θετή μητέρα του να αυτοκτονήσει, χωρίς κάποια σημαντική συνοσηρότητα αλλά επειδή είχε “κουραστεί από τη ζωή”. Τελικά καταδικάστηκε σε έξι μήνες φυλάκιση με 2ετή αναστολή. Στην τελική απόφαση συνυπολογίστηκαν διάφορα σφάλματα εφαρμογής του σχετικού νόμου, ενώ γενικότερα το Ανώτατο Δικαστήριο γνωμοδότησε ότι κακώς είχε εφαρμοστεί πρωτοδίκως ο νόμος σε έναν μη-γιατρό, όπως ο Heringa.

Το 2023, το φιλελεύθερο κόμμα D66 κατέθεσε σχετική πρόταση νόμου, τον “Τροποποιημένο Νόμο περί Ολοκληρωμένης Ζωής” (“Αmended completed life act”) με εισηγήτρια τη βουλευτή Anne-Marijke Podt. To 2020 το ίδιο κόμμα είχε αποπειραθεί να φέρει προς συζήτηση στη Βουλή μια προγενέστερη μορφή του Σχεδίου Νόμου, η οποία αποσύρθηκε μετά από αρνητικά σχόλια του ολλανδικού Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο νόμος προέβλεπε ότι μόνο άτομα άνω των 75 ετών θα μπορούσαν να κάνουν χρήση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας (ηλικιακό όριο για το οποίο ζήτησε διευκρινήσεις το ΣτΕ) αλλά παρουσίαζε ασάφειες που το καθιστούσαν ευάλωτο σε κακή χρήση. Η “πρόοδος” αυτή υποδηλώνει μία πολύ σημαντική σημασιολογική μετατόπιση -προς το χειρότερο, φρονώ- για την οποία θα συζητήσουμε παρακάτω.

Συμπεράσματα

Η εκτεταμένη αυτή ιστορική αναφορά στο νομικό πλαίσιο για την ευθανασία σε Ολλανδία και Όρεγκον παρουσίασε με εμφατικό τρόπο πόσο ριζικά διαφορετικά είναι τα δύο μοντέλα, γεγονός που αντανακλά αφενός το διαφορετικό πολιτικό υπόδειγμα από το οποίο προήλθε το καθένα, αφετέρου το πολύ διαφορετικό κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο κατέληξαν. Κάποιος δικαιούται να υποθέσει ότι η διαφορετική πολιτική εξέλιξη των δύο συνδέεται με τις τελικές διαφορές, όπως επίσης ότι σε κάποιο βαθμό αντανακλά και τις διαφορετικές κοινωνικές και ηθικές αφετηρίες και αξίες των δύο αυτών χωρών, η διερεύνηση της οποίας υπόθεσης ξεφεύγει από το πλαίσιο αυτού του άρθρου.

Το μοντέλο του Όρεγκον, το οποίο σε σημαντικό βαθμό αποτέλεσε υπόδειγμα σε απόπειρες νομιμοποίησης (πετυχημένες και μη) της ΙΥΑ σε άλλες πολιτείες των ΗΠΑ, αντιπροσωπεύει ένα αυστηρά προσδιορισμένο, κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο επιτρέπει μόνο την ΙΥΑ -όχι την ενεργητική αυτοκτονία- και μόνο σε ασθενείς τελικού σταδίου, οι οποίοι είναι ικανοί να λάβουν μόνοι τους -με κατάλληλη προετοιμασία- τα συνταγογραφημένα φάρμακα, όταν το επιλέξουν. Ο σχετικός νόμος ψηφίστηκε άμεσα από τους πολίτες του Όρεγκον, μετά από δημοψήφισμα που προκάλεσαν οι ίδιοι οι πολίτες με νομοθετική πρωτοβουλία που προήλθε “από τα κάτω”, χρησιμοποιώντας το αμεσοδημοκρατικό θεσμικό πλαίσιο της πολιτείας, ο οποίος τελικά εφαρμόστηκε παρά την αμετακίνητα αρνητική στάση των ιατρικών συλλόγων και των πολιτικών ελίτ. Κάποιες απόπειρες δια μέσου άλλων θεσμικών καναλιών (δικαιοσύνη, κοινοβούλιο του Όρεγκον) να εμποδιστεί η εφαρμογή του οδήγησε στην οριστική επίλυση του με δεύτερο δημοψήφισμα.

Αντίθετα το Ολλανδικό μοντέλο προέκυψε μέσα σε πρωτοφανές νομικό κενό όπου αρχικά κάποια δικαστήρια αποδέχτηκαν την υπερασπιστική επιχειρηματολογία ενάντια στον Ποινικό Κώδικα, και στη συνέχεια ανέπτυξαν τη δική τους λίστα από κριτήρια και κανόνες για να προσδιορίσουν πότε η ευθανασία μπορεί να θεωρείται “αποδεκτή”. Αρωγός τους στάθηκε η ένωση των γιατρών, η οποία κάποια στιγμή ομογενοποίησε τους κανόνες αυτούς σε ένα ενιαίο κανονιστικό πλαίσιο. Η πρακτική αυτή αφού πρώτα εδραιώθηκε με τρόπο ασύντακτο, χαλαρό και, εν πολλοίς, αδιαφάνες ως μία λίγο-πολύ “αποδεκτή” πράξη, νομιμοποιήθηκε αναδρομικά το 2002. Οι πολιτικές ελίτ λειτούργησαν ως ουραγοί των δικαστικών και υγειονομικών ελίτ, οι οποίες είχαν ήδη διαμορφώσει τις κύριες παραμέτρους της, ενώ η συμμετοχή των ίδιων των πολιτών ως πολιτικό σώμα (“κοινότητα”) ήταν μηδαμινή και υποτιθέμενη, από διαμεσολαβούμενες -και αδιαφανείς- πρακτικές, όπως τις δημοσκοπήσεις. Οι τεράστιες διαφορές σε σύγκριση με το Όρεγκον, εντοπίζονται πρωτίστως στον ενεργητικό ρόλο των γιατρών και τον “χαλαρό” και υποκειμενικό τρόπο προσδιορισμού των ασθενών που μπορούν να κάνουν χρήση της ευθανασίας, χωρίς να απαιτείται να έχουν διαγνωστεί ως “τελικού σταδίου”.

Αμφότερα τα μοντέλα νομιμοποιήθηκαν περίπου την ίδια χρονική στιγμή και έχουν ήδη μία διαδρομή περισσοτέρων των 20 ετών με μία σημαντική αποκλίνουσα πορεία. Ενώ το μοντέλο του Όρεγκον είναι ουσιαστικά απαράλακτο, στην Ολλανδία η υποκειμενικότητα των κριτηρίων οδηγεί σε μία συνεχώς πιο διασταλτική ερμηνεία ώστε το 2023 οι θάνατοι από ευθανασία να ξεπερνούν το 5% του συνόλου των θανάτων στη χώρα. Η αρχική ερμηνεία περί “ανυπόφορων δεινών” σωματικής αιτιολογίας, πολύ γρήγορα διαστάλθηκε ώστε να περιλαμβάνει και ψυχικές παθήσεις, άνοια και γηριατρικές παθήσεις, οι οποίες όμως αντιμετωπίστηκαν με επιστημονικό και ηθικό σκεπτικισμό από πολλούς θεράποντες γιατρούς. Το “πρόβλημα” ξεπεράστηκε με τη δημιουργία “κινητών ευθανατολογικών μονάδων”, οι οποίες όμως παρά την “επιστημονική αντικειμενικότητα” που προσπάθησαν να εισάγουν στο σύστημα, δεν μπορούν να ξεπεράσουν τους νομικούς φραγμούς στις περιπτώσεις ηλικιωμένων που ζητούν ευθανασία επειδή “κουράστηκαν από τη ζωή”.

Η νέα αυτή απόπειρα διαστολής ακόμη περισσότερο του νομικού πλαισίου της ευθανασίας οδηγεί σε μία προσπάθεια να οριστεί -αυθαίρετα, όπως φαίνεται- ένα κατώτατο όριο (τα 75 χρόνια) πάνω από το οποίο κάποιος “δικαιούται” να ισχυριστεί ότι ολοκλήρωσε τον κύκλο της ζωής του και να “ιατρικοποιήσει” το δικαίωμα αυτό ζητώντας ΙΥΑ. Πρόκειται για μία τεράστια σημασιολογική (και ηθική) μετατόπιση όπως είχε επισημάνει ο Callahan ήδη από το 1992 καθώς ζητείται “ανακούφιση από τα δεινά που προκύπτουν από την ίδια τη ζωή, και όχι από το πάσχον σώμα”. Σε νομικό επίπεδο το τελευταίο αυτό ξεχείλωμα του πλαισίου της ευθανασίας προς το παρόν αντιμετωπίζεται με δισταγμό, ωστόσο οι αντιρρήσεις παραμένουν να αφορούν απλώς τεχνικά ζητήματα “προστασίας”, ενώ απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό η συζήτηση για τα κοινωνικά και ηθικά προβλήματα που προκύπτουν. Πολύ φοβάμαι ότι ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ οι αντιρρήσεις θα ξεπεραστούν με μικροτροποποιήσεις που θα γίνουν στο σχετικό Σχέδιο Νόμου.

Αν όμως νομιμοποιηθεί η ευθανασία σε όσους “ολοκλήρωσαν τη ζωή τους” ποιό θα είναι το επόμενο βήμα; Αυτό που αύριο θα οριστεί σαν ελάχιστο όριο επιλογής της “κούρασης από ζωή” μπορεί αργότερα να γίνει υποχρεωτικό, με τρόπο που να ομοιάζει με το όριο ζωής στην “ευδαιμονική δυστοπία” του Θαυμαστού Καινούργιου Κόσμου του Αλντους Χάξλεϋ [5]; Μία υποχρεωτικότητα που μπορεί να μην ορίζεται επίσημα από γραφειοκρατικούς μηχανισμούς αλλά άρρητα μέσα από τις κοινωνικές σχέσεις και την αλληλεπίδραση με το σύστημα υγείας που θα “θυμίζει” στον υπερήλικα ότι “πρέπει” να αρχίσει να αναλογίζεται την ολοκλήρωση του κύκλου του; Μήπως σε μερικά χρόνια δεν θα “επιλέγει” ο ηλικιωμένος αλλά θα καλείται να εξηγήσει γιατί δεν συναινεί στην “ολοκλήρωση” της ζωής του; Το ολλανδικό σύστημα θεωρώ ότι αποτελεί τη ρεαλιστική πεμπτουσία του κινδύνου ενός ηθικού “ολισθηρού κατήφορου” που λειτουργεί με τρόπο αφανή αλλά χαμηλώνει όλο και περισσότερο την ιερότητα της ζωής, μεταμορφώνοντας τον κάθε άνθρωπο σε προϊόν με ημερομηνία λήξης. Η απάντηση σε νομικό επίπεδο [6] μπορεί και πρέπει να δοθεί μόνο μέσα από την ενεργότερη συμμετοχή των πολιτών στις πολιτικές διαδικασίες -ειδικά όταν αυτές αφορούν κορυφαία υπαρξιακά ζητήματα. Οι πολίτες πρέπει να απαιτήσουν τη θεσμική συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων, ειδάλλως θα είναι βουβοί μάρτυρες ενός ολισθηρού κατήφορου όπου η σημερινή “επιλογή”, θα γίνει το αυριανό “αυτονόητο” και η μεθαυριανή “υποχρέωση”.

Σημειώσεις

[1] Περισσότερες λεπτομέρειες για την νομοθετική πρόταση πολιτών “Question 2: Death with Dignity” στο “Για το Υποβοηθούμενο Τέλος της Ζωής: νομοθετική πρόταση από τους πολίτες της Μασαχουσέτης”. ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ τ. Μάρτιος 2016, σελ. 16-20.
[2] Σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ (αλλά και σε πολλές χώρες, παγκοσμίως) η οποιαδήποτε τροποποίηση του Συντάγματος της πολιτείας, είτε έχει υπερψηφιστεί από το Κοινοβούλιο, είτε έχει προταθεί από ομάδες πολιτών, οφείλει να περάσει από δημοψήφισμα υποχρεωτικά και να εγκριθεί από το εκλογικό σώμα.
[3] Οι αποφάσεις αυτές είχαν πολλές και σημαντικές προεκτάσεις και σε άλλα σημεία του διαλόγου γύρω από την “ιατρικοποίηση” του τέλους της ζωής, τα οποία όμως είναι εκτός των πλαισίων αυτού του άρθρου (π.χ. η σημαντική εννοιολογική διάκριση μεταξύ της ΙΥΑ και της διακοπής της φαρμακευτικής αγωγής ή/και της παρεντερικής διατροφής). Στο: Burt R.A.; NEJM 337.17 (1997): 1234-6.
[4] Νόθος αμεσοδημοκρατικός θεσμός στην Ολλανδία. Ανήκει στην κατηγορία των “πρωτοβουλιών διαβούλευσης”. Ένας πολίτης ή ομάδα πολιτών μπορεί να εισάγει κάποιο ζήτημα (πρόταση) προς συζήτηση στο Κοινοβούλιο. Η πρωτοβουλία πρέπει να καλύπτει κάποιες προϋποθέσεις (π.χ. συνταγματικότητα) και να υποστηριχτεί με τουλάχιστον 40 χιλιάδες έγκυρες υπογραφές πολιτών της Ολλανδίας. Οι πολίτες δεν έχουν άλλο δικαίωμα πέρα από το να “υποχρεώσουν” το Κοινοβούλιο να συζητήσει την πρόταση τους και να τοποθετηθεί επ’αυτού. Δεν μπορούν να παραπέμψουν την πρόταση τους σε δημοψήφισμα, γι’αυτό και πρόκειται για “νόθο” θεσμό. Οικονομικά και φορολογικά ζητήματα εξαιρούνται του θεσμού.
[5] O KNMG διαφωνεί με τον όρο “ολοκλήρωση του κύκλου της ζωής” επισημαίνοντας -σωστά- ότι υπονοείται πως υπάρχει ενδογενώς ένα όριο στη ζωή, ενώ στην πραγματικότητα αυτό καθορίζεται υποκειμενικά από το άτομο. Αντ’αυτού προτείνει το -ίσως περισσότερο προβληματικό- όρο “πάσχων από ζωή” (lijden aan het leven), ο οποίος αφενώς ιατρικοποιεί την ίδια την (υγιή) ζωή, αφετέρου μπορεί να ερμηνευθεί σε συνάρτηση με κάθε είδους σημαντικό (ή, λιγότερο σημαντικό) κοινωνικό εμπόδιο σε μία πλήρη και ευτυχισμένη ζωή.
[6] Σε πολλά σημεία του κειμένου θα μπορούσε να διερευνηθεί ο ηθικός και θεολογικός αντίκτυπος των επιλογών ή των απαιτήσεων συγκεκριμένων πολιτικών και ιδεολογικών οπτικών, ωστόσο αυτό θα ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια αυτού του άρθρου. Γι’αυτό επέλεξα να επικεντρωθώ μόνο στην πολιτική/νομική διάσταση του φαινομένου.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

⦁ Schanker, David R. “Of suicide machines, euthanasia legislation, and the health care crisis.” Ind. LJ 68 (1992): 977.
⦁ Quill TE. Death and dignity. A case of individualized decision making. N Engl J Med. 1991 Mar 7;324(10):691-4.
⦁ “⦁ Despite widespread support, Nevada Governor vetoes end-of-life options bill” Ιστοσελίδα Death with Dignity. [accessed 10 Mar 2025]
⦁ “⦁ West Virginia Amendment 1, Prohibit ⦁ “⦁ Medically-Assisted Suicide, Euthanasia, and Mercy Killing⦁ “⦁ Measure (2024)”. Ballotpedia.org. [accessed 10 Mar 2025]
⦁ “Montana”. Ιστοσελίδα Death with Dignity. [URL https://deathwithdignity.org/states/montana/, accessed 10 Mar 2025]
⦁ Green, Kelly. “Physician-Assisted Suicide and Euthanasia: Safeguarding against the Slippery Slope-The Netherlands versus the United States.” Ind. Int’l & Comp. L. Rev. 13 (2002): 639.
⦁ Wim Graafland “The Future of Euthanasia in the Netherlands”. Στο Global Bioethics – Current Challenges, New Developments, and Future Directions” (ed: Peter Clark). DOI: 10.5772/intechopen.1008847 (Jan 2025)
⦁ Snijdewind, Marianne C., et al. “A study of the first year of the end-of-life clinic for physician-assisted dying in the Netherlands.” JAMA Internal Medicine 175.10 (2015): 1633-1640.
⦁ Regional Euthanasia Review Committees “Annual Report 2023” (2023).
⦁ Royal Dutch Medical Association. “Reflections by the Royal Dutch Medical Association (KNMG) on the ‘Government response and vision on completed life.’.” KNMG, Utrecht (2017).
⦁ “⦁ Completed life euthanasia proposal needs more safeguards against misuse: Council of State“. NL Times (20 May 2022) [accessed: 19 Μαρτ. 2025].
⦁ Callahan, Daniel. “When self-determination runs amok.” The Hastings Center Report 22.2 (1992): 52-55.

, , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *