Εἰς τοὺς θόλους τῶν ναῶν ἡ κεφαλὴ τοῦ Διὸς βασιλεύει· Ζεὺς καὶ νέος Παντοκράτωρ οὐσιωδῶς ἕνα ἔχουν κεφάλι. Τῶν μαρμαρίνων θεαινῶν καὶ ἑλληνίδων ἀδελφὴ ὅμαιμος δίδυμος εἶναι ἡ Παναγία. Δὲν εἶναι νοθευμένη Ἑλληνὶς ἀπὸ βαρβάρους ἢ Ρωμαίους ἢ Ἀσιανούς. Τῆς εὐγενοῦς καὶ ἐσχάτης ἀφελείας τέχνης τῶν μαρμαρίνων ἐπιτυμβίων, πανομοιότυποι εἶναι οἱ νέοι ἅγιοι, δηλαδὴ οἱ ἀπαθανατίσαντες ἑαυτοὺς Ἕλληνες, διὰ τῆς ἁγιωσύνης τώρα. Τῆς ἀρχαίας καὶ τῆς Βυζαντινῆς τέχνης, ὅμαιμος καὶ δίδυμος ἀδελφὴ εἶναι ἡ Γύζειος Τέχνη. […]
Από το δοκίμιό του “Σύγχρονος Ζωγραφική” (1902-1903)
ΦΕΙΔΙΑΣ
Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ μᾶς φαίνεται ὅτι εἶναι εὐκολώτερον ἔνδυμα τὸ τωρινόν μας σῶμα καὶ ἔνδυμα, ἀπὸ μίαν Παναγίαν ἢ Ἀθηνᾶν, διότι εἶναι τὸ ἴδιον, εἶναι αὐτὸ τοῦτο καὶ ἑπομένως δυσδιάκριτον, δυσκολονόητον, διὰ τὴν ἀποχονδρωθεῖσαν τωρινήν μας αἴσθησιν, τὴν τυφλωμένην καὶ ἀπὸ τὴν μονομανίαν τῆς περιφρονήσεως δι᾿ ὅ,τι ἰδικόν μας, ἀπὸ τὸν ναὸν τῆς Παρθένου καὶ τὴν ἁγίαν Σοφίαν, ἕως τὴν γῆν, ἕως τὸ τελευταῖον ἀνθύλλιον. […]
Μετὰ τὸν Λαϊκὸν ἔχομεν τὸν Θρησκευτικόν μας κόσμον. Ἐχομεν νὰ ἀντλήσωμεν ὅπως ὁ Ράλλης ἀπὸ τὰ μοναστήρια, καὶ τὰς ἐκκλησίας καὶ τὰς τελετάς, ὡραίας εἰκόνας καὶ ἔχομεν νὰ ἐπενδύσωμεν αὐτοὺς τοὺς ναούς μας. Ἡ Ἐκκλησία τὸ διατάσσει. Ἔχομεν νὰ ἀναδημιουργήσωμεν τὸν θρησκευτικόν μας κόσμον ὁλόκληρον. Καὶ ὁ κόσμος αὐτὸς ἐπίσης, εἶναι πλησιέστερος παντὸς ἄλλου εἰς τὸν τωρινὸν ζωγράφον. Καὶ δὲν εἶναι δυστύχημα, ὅτι ὁ τωρινὸς ζωγράφος δὲν εὑρίσκεται εἰς στενὰς σχέσεις μὲ τὸν ἱερέα καὶ τὸν ἅγιον, ὅπως θὰ διετείνετο ὁ κάθε πεζὸς φραγκοφορεμένος ἱεροκήρυξ, ἀλλὰ εὐτύχημα. Ὁ Ἕλλην, δὲν ἔχει φύσει ἄλλην σχέσιν μὲ τοὺς Ἁγίους του -δηλαδὴ τοὺς Θεούς του- παρὰ τὰς αὐτὰς φιλικὰς ἐκδηλώσεις ποὺ ἔχει μὲ τοὺς βουλευτάς του. Συναλλάσσεται, ἀνταλλάσσει φιλοφρονήματα καὶ δῶρα, καὶ πηγαίνει πρὸς αὐτούς, ὅταν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἑορτάζοντος ἁγίου χορεύουν, τραγουδοῦν καὶ παίζουν μουσικήν.
Ὁ Ἕλλην φύσει, ἐπισκεπτόμενος τὸν Θεόν, ἀποκαλύπτεται, μένει ὄρθιος, τὸν χαιρετᾷ μειδιῶν, τοῦ ὁμιλεῖ εἰς ἑνικὸν ἀριθμόν, καὶ συνομιλεῖ διὰ τοῦ τραγουδοῦντος ἱερέως καὶ ψάλτου. Καὶ μετὰ τὴν βραχεῖαν ἐπίσκεψιν, εἰς τὴν αὐλὴν καὶ τὸ προαύλιον, ἐννοεῖ νὰ στήσῃ τὸ πανηγύρι του, νὰ φάγῃ, νὰ πιῇ, νὰ χορεύσῃ, νὰ τραγουδήσῃ, νὰ εὐφρανθῇ, καὶ μὲ ὅλας τὰς ἐκδηλώσεις τῆς χαρᾶς, τοῦ οἴνου, τοῦ ἔρωτος, εὐφραίνει καὶ τὸν Θεόν του. Εἶναι ἐντελῶς ἀδιάφορον, ἐὰν δὲν συμφωνῇ ἡ πραγματικότης, μὲ τὰς ἰδέας τοῦ κάθε φραγκοφορεμένου ἱερομωρολόγου· ἄλλο ραγιὰς καὶ ἄλλο Ἕλλην. Ἄλλο φραγκοπίθηκος καὶ ἄλλο Ἕλλην. Ὁ λαός μας οὕτω ἐκδηλώνει τὸ θρησκευτικόν του αἴσθημα σήμερον καὶ ὁ λαὸς τῆς ἀκμῆς τῆς νέας θρησκείας μας, ἤτοι τῆς ἐποχῆς τῶν Χρυσοστόμων, οὕτω ἐξεδήλωνεν ἑαυτόν. Καὶ οὕτω ἐξεδήλωνεν ἑαυτὴν τότε καὶ ἡ ἐπίσημος ἐκκλησία. Ἡ τωρινὴ θρησκεία μας ἔχει τὴν σκυθρωπότητα τῆς σκλαβιᾶς ποὺ ἐπέρασε, τὴν θλῖψιν τῶν βασάνων ποὺ διῆλθε, καὶ αὐτὴν ἀκόμη τώρα τὴν ἐπίδρασιν τῶν εὐρωπαϊκῶν ἰδεῶν διὰ τῶν Γερμανοπαθῶν παπάδων καὶ ἐπὶ πλέον τὴν ἐξωτερικὴν μορφὴν τὴν ὁποίαν ἐφιλοπόνησεν δι᾿ ὅλα ἡ Ἐλεεινότης μας. […]
Σεῖς οἱ ζωγράφοι θὰ χαροποιήσετε καὶ θὰ φωτίσετε τοὺς ναούς μας. Καὶ εἶναι ἀκατανόητον πῶς ἐνῷ ὑπάρχει Λύτρας, μὲ τὴν ἁπλῆν λαϊκὴν ψυχὴν τοῦ νησιώτου καὶ τὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα ἀδελφὸν μὲ τοῦ Παπαδιαμάντη, τύπος ὁ ὁποῖος ὁλοὲν χάνεται, δὲν παρεδόθη εἰς αὐτόν, ἕνας μικρὸς ὡραῖος ναΐσκος διὰ νὰ τὸν ζωγραφίσῃ… Ἀλλὰ νὰ μὴ πάρετε ὡς ὑποδείγματα τὰς Ἰταλίδας-παρθένους, μὲ τὰ θεατρικὰ ἀνατινάγματα, πεπλώματα καὶ χρώματα, -ἀλλὰ τὴν Ἑλληνίδα ποὺ ἔχετε ἐμπρός σας -τὴν μητέρα σας- καὶ νὰ διδαχθῆτε ἀπὸ τὰς εἰκόνας μας τὸ αἴσθημά μας καὶ νὰ πάρετε τὰ χρώματά σας ἀπὸ αὐτὰς καὶ ἀπὸ τὰ χρώματα τοῦ λαοῦ. Ἕνα καὶ τὸ ἴδιον πρᾶγμα εἶναι ὅλα. Πρὸς τοῦτο ἀρκεῖ ἡ μελέτη τῶν ἑλληνικῶν θρησκευτικῶν βιβλίων, ἡ μελέτη τῶν θρησκευτικῶν παραστάσεων εἰς τοὺς ναούς, ἡ μελέτη τοῦ αἰσθήματος τοῦ λαοῦ καὶ κυριώτατα, ἡ βαθυτάτη μελέτη τῆς θρησκευτικῆς μας Τέχνης, τῆς φυσικὰ περιφρονημένης ἀπό τοὺς Ρωμηούς, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἑλληνικὰ πράγματα. Ἀλλ᾿ ἥτις ὅμως, δὲν θὰ ἀργήσῃ πολὺ ὁ καιρός, ποὺ θὰ τεθῇ πλησίον τῆς ἀρχαίας χαμένης της ἀδελφῆς καὶ ὑπεράνω τῆς ζωγραφικῆς τῆς Ἰταλικῆς Αναγεννήσεως. Καὶ ἡ μελέτη αὕτη καὶ ἡ ἀναδημιουργία αὕτη, μᾶς ἀνοίγει τὰς θύρας, μᾶς ἀναβιβάζει καὶ εἰς κόσμον ἄλλον, εἰς κόσμον εὐρύτερον, εἰς κόσμον ἀνώτερον, εἰς κόσμον χιμαιρικόν, εἰς τὸν Βυζαντινόν μας κόσμον, τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖ τὴν ἔκφρασιν.
Μετὰ τὸν Λαϊκὸν λοιπὸν κόσμον, μετὰ τὸν Ἡρωϊκόν, μετὰ τὸν Θρησκευτικόν, ἔχομεν τὸν Βυζαντινόν μας Κόσμον. Ἡ θρησκευτική μας τέχνη, ἡ πλησιεστέρα ἡμῶν, εἶναι καὶ ἡ κλεὶς διὰ τῆς ὁποίας μᾶς ἀνοίγονται αἱ θύραι τοῦ Βυζαντινοῦ κόσμου, τοῦ ζωγραφικωτάτου τῶν κόσμων μας. Ἀλήθεια τί ἀξιοθρήνητον θέαμα. Ἐνῷ ἡμεῖς ὑβρίζομεν τὸν κόσμον αὐτόν, ἄνθρωποι ξένοι, ὁδηγοῦντες τὰς ἰδέας καὶ τὰς τέχνας ἐν Εὐρώπῃ, εἰσέρχονται εἰς τὸν κόσμον αὐτόν, τὸν ἰδικόν μας καὶ γίνονται ἔνδοξοι καὶ στεφανώνονται, ὡς ἐξερευνηταὶ καὶ ἐφευρέται καὶ ὑμνωδοί του. Εἰσέρχονται καὶ κατακτοῦν καὶ στολίζονται καὶ θησαυρίζουν, ἔρχονται καὶ μᾶς παίρνουν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ χέρια μας καὶ ἐμπρὸς ἀπὸ τὰ μάτια μας τοὺς θησαυρούς μας ποὺ ἡμεῖς περιφρονοῦμεν σὰν ἄγριοι κλείοντες ἐπιμόνως τὰ μάτια μας εἰς τὴν καλλονήν. Ἤδη εἰς τὴν Εὐρώπην αἱ ἐκ τῆς Βυζαντινῆς τέχνης ἐμπνεύσεις καὶ μιμήσεις εἶναι τοῦ συρμοῦ.
Ὁ Βυζαντινός μας κόσμος εἶναι ἐντελῶς ἀνεκμετάλλευτος· ὅλαι αἱ πολύτιμοι ὗλαι ἀνατολῆς καὶ δύσεως, ἀποσύρονται ἀπὸ τοὺς τόπους καὶ τὰς χεῖρας τῆς βαρβάρου οἰκουμένης, ἵνα διὰ χειρῶν ἑλληνικῶν συνδυασθοῦν καὶ μεταμορφωθοῦν εἰς στολίσματα, τοῦ ἑνὸς Ἕλληνος δεσπότου, ὁ ὁποῖος βασιλεύει ἐπὶ τοῦ μίγματος ὅλων τῶν φυλῶν. Ἀμύθητος εἶναι ὁ πλοῦτος, ἀμύθητος εἶναι ἡ ποικιλία, μὲ τὴν ὁποίαν ἐστολίσαμεν τότε οἰκοδομήματα, οἰκίας, βασίλεια δώματα, τοὺς νέους ναούς, καὶ ἀδιήγητον τὸ πλούσιον κάλλος τῶν ἐνδυμάτων καὶ ὅλων τῶν στολισμάτων τοῦ τότε μας βίου.
Ἡ ζωγραφική, ἡ ὁποία περισσότερον ἀπὸ κάθε γυναῖκα, ἀγαπᾷ τὸ ὕφασμα καὶ τὸ χρῶμα καὶ τὸ πετράδι, δὲν ἔχει κόσμον ὡραιότερον νὰ ποθήσῃ. Καὶ μέσα εἰς τὸν φανταστικώτερον διάκοσμον, τί μορφαὶ καὶ τί ἱεροτελεστίαι Παναθηναίων καὶ τί Βασίλειαι πομπαὶ Ἀλεξάνδρων, καὶ τί μορφαί, καὶ τί στρατοὶ καὶ τί θρίαμβοι, καὶ τί δράματα καὶ τί μυθιστορήματα καὶ τί θρῦλοι καὶ τί θαυμάσιοι παπάδες -οἱ ὀλιγώτερον παπάδες ποὺ ὑπῆρξαν καὶ θὰ ὑπάρξουν ποτέ– ρασοφόροι ρήτορες καὶ δημαγωγοὶ καὶ δημεγέρται καὶ ἐθνεγέρται καὶ ἐθνομάρτυρες καὶ ἐθνάρχαι καὶ ὅλα αὐτὰ ὅπως εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ζωνόμενα ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ Βοσπόρου, κινούμενα μέσα εἰς τὰ μαγευτικὰ τοπία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μέσα εἰς τὸ μυριάνθρωπον καὶ μυθικὸν αὐτὸ τότε Παρίσι, τὸ φωτεινότατον αὐτὸ Παρίσι, εἰς τὸ τρισβάρβαρον σκότος τοῦ τότε εὐρωπαϊκοῦ κόσμου, καὶ τὸ αὐτάδελφον τρισβάρβαρον φῶς τοῦ Ἀνατολικοῦ κόσμου, σὰν τὸ Παρίσι τὸ τώρα λόγου χάριν, χωρὶς κανένα ἄλλο ἔθνος μὲ πολιτισμὸν γύρω του. Καὶ ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος κινούμενος, φαιδρός, ἐλαφρός, ἑορταστικός, φλύαρος, χαριτολόγος, ἐνθουσιώδης, ὅπως εἴμεθα ἡμεῖς πάντοτε, εἰσερχόμενος εἰς οἰκοδομήματα, ναοὺς καὶ βασίλεια, πλέοντα εἰς χρυσὸν καὶ ἀργύρους καὶ πολυτίμους λίθους, ἀνατινάσσων εἰς τὸν ἀέρα θόλους παμφώτους καὶ μὲ σπίτια σὰν παραμύθια τῆς Χαλιμᾶς, κλίνοντα ἐπὶ τῶν νερῶν τοῦ Βοσπόρου, καὶ μοναστήρια καλλιεργοῦντα τέχνας καὶ ἔρωτας, κατοπτριζόμενος μὲ ὅλα τὰ φανταστικὰ ὄνειρα ποὺ περιφέρομεν εἰς τὴν γῆν. […]
Ὁ βυζαντινός μας κόσμος, εἶναι ἀκριβῶς τὰ Προπύλαια τοῦ ἀρχαίου μας κόσμου, σὰν τὰ Προπύλαια τοῦ Παρθενῶνος θαυμάσια, ποῦ μᾶς ὁδηγοῦν εἰς τὴν τελευταίαν ἐκδήλωσιν τοῦ ἀνθρώπου, ἐξωραϊσθέντος καὶ ὁμοιάσαντος τὸ ἰδανικόν του, δηλαδὴ γενομένου θεοῦ.